59. "Roussakis Family."
3 μήνες πριν
«Καλημέρα, φεγγαράκι μου λαμπρό!» εμφανίζεται ο κεφάτος Βασίλης με δύο κούπες καφέ στα χέρια του.
Ανακάθομαι «Χλωμό μπορεί, λαμπρό σίγουρα όχι.» μουρμουράω. Τον ευχαριστώ για τον καφέ, προσπαθώντας να μη χασμουρηθώ, με δυσκολία.
«Μπορείς να μου πεις πως γίνεται να μου αρέσεις ακόμα κι όταν είσαι έτσι γκρινιάρα;»
«Γκρινιάρα εγώ;» κάνω δήθεν θιγμένη.
«Με διαφορά η μεγαλύτερη όλων.» με πειράζει.
«Δεν βλέπω να παραπονιέσαι όμως.»
«Ποτέ.» με βεβαιώνει «Αρκεί να μην σε ξαναπάρει τηλέφωνο ο Αλκης. Είπαμε, σε θέλω όλη δική μου αυτό το Σαββατοκύριακο.» κάνει μια παύση «Ή μπορείς να έρθεις εδώ να μείνεις...εκεί ίσως να μην μουρμουράω όταν σε παίρνει κάθε τρεις και λίγο.» λέει γελώντας.
«Με παίρνει γιατί τον έχει τρελάνει η άλλη με τις ετοιμασίες του γάμου. Ο Πέτρος τον έχει αφήσει στο έλεος της Νίκης...που δεν έχει κανένα έλεος.»
Συμφωνεί με ένα νεύμα του κεφαλιού του «Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση του.»
«Όπως και να 'χει, τι σε' χει πιάσει και 'σένα να γυρίσω Αθήνα; Μια χαρά δεν είσαι εδώ με την ησυχία σου;»
Κάνει πως το σκέφτεται λίγο.
«Προτιμώ τη φασαρία σου.» λέει με ένα μικρό χαμόγελο.
«Έχω μια ζωή στη Θεσσαλονίκη, Βασίλη...» η πίεση που νιώθω αυτή τη στιγμή με πνίγει, παρ' όλο που δεν με πιέζει όσο νιώθω.
«Περίεργο γιατί εγώ βλέπω πως έχεις μια δουλειά στη Θεσσαλονίκη...μα μια ζωή εδώ.»
«Δεν θέλω να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση...» παραδέχομαι.
«Δεν χρειάζεται. Ωστόσο να ξέρεις, τυχαίνει να είμαι εργένης, επιχειρηματίας, ωραίος με μεγάλο σπίτι.» μου κλείνει το μάτι «Πες το εσύ και κάτι θα κάνουμε.» γελάει.
Πέρασαν δεκάδες τρόποι να του εξηγήσω πως δεν θέλω να μείνουμε μαζί, μα αποφάσισα να μην τον πληγώσω.
«Θα φάμε τίποτα;» λέω.
«Αμέ.» παίρνει τη κούπα από τα χέρια μου και την αφήνει στο κομοδίνο, με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη του.
«Τι καλό;» τον πειράζω, τραβώντας τον κοντά μου από τη λαιμόκοψη της μπλούζας του.
«Σκεφτόμουν κάτι σε...γλυκό.» συνεχίζει το ερωτικό μας παιχνίδι.
«Χμμ...» κάνω πως το σκέφτομαι «Δεν ξέρω...» το παίζω δύσκολη.
«Να μάθεις τότε...» λέει βγάζοντας τη μπλούζα μου.
Κολλάω το γυμνό μου στήθος πάνω του και αναστενάζω, δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου «Δεν ξέρω, έχω δοκιμάσει ξανά, ψιλοβαριέμαι.» τον πειράζω.
«Προκαλείς.»
«Σε αυτό ποντάρω.»
Το σώμα του αγκαλιάζει το δικό μου, μα βρίσκω τον τρόπο μου και μας αναποδογυρίζω, καβαλώντας τον.
«Κάνω εγώ κουμάντο σήμερα, Ρουσσάκη.»
«Έχεις πάρει αέρα εσύ, μικρή.»
«Πρέπει, δεν θέλω να μου κουράζεσαι, είσαι σε κρίσιμη ηλικία.»
Με μια κίνηση και ήδη το σώμα του σκεπάζει το δικό μου με τρόπο επιτακτικό.
«Θα μετανιώσεις κάθε σου λέξη.» ψιθυρίζει ερωτικά στο αυτί μου, δαγκώνοντας τον λοβό μου.
«Δεν έχεις ιδέα πόσο το θέλω!» φιλάω τον λαιμό του «Α και να μην το ξεχάσω...» λέω με ένα μικρό χαμόγελο.
«Τι;»
«Χρόνια σου πολλά, κωλόγερέ μου.»
«Χμμ και νόμιζα το ξέχασες.» τα χείλη του κατεβαίνουν από τον λαιμό μου στη κλείδα μου, αφήνοντας υγρά φιλιά στο πέρασμα τους.
«Πως γίνεται να το ξεχάσω; Εδώ σου έφερα το δώρο σου αυτοπροσώπως.»
«Α ναι και που είναι.» με πειράζει.
Ανασηκώνομαι και ψιθυριζω στο αυτί του «Στην αγκαλιά σου.»
«Δεν θα μπορούσα να ζητήσω καλύτερο δώρο!» φιλάει τα χείλη μου. Σπρώχνει το σώμα μου στο στρώμα του κρεβατιού και πέφτει πάνω μου.
«Τώρα κάτσε ήσυχη και άσε με να το απολαύσω.»
_______________
«Βασίλη;» ακούω αμυδρά μέσα στον ύπνο μου. Σκουντάω τον Βασίλη που κοιμάται πάνω μου και εκείνος λεει ατάραχος:
«Η μάνα μου είναι, ασ' τη, θα φύγει.»
Ωστόσο λίγο μετά ακούω κλειδιά στη πόρτα και έντρομη τον σπρώχνω από πάνω μου και αρχίζω να ντύνομαι.
«Σε παρακαλώ βάλε έστω το μποξεράκι σου.» κλαψουριζω καθώς ήδη ακούω ψιθύρους στον κάτω όροφο.
Πάλι καλά να λέμε που έχει λεφτά, αγόρασε τέτοιο σπίτι και δεν θα μας δει η μάνα του γυμνούς!!!
«Βασίλη, ανεβαίνει η μαμά σου!!» πετάγεται έντρομος και ίσα που προλαβαίνει να φορέσει το μποξερακι του όταν μπαίνουν στο δωμάτιο οι γονείς του με τη μικρή του αδερφή.
Χριστέ μου, τι τραύμα θα προκαλούσαμε στο παιδί!
Ευτυχώς πρόλαβα να βάλω το μπλουζάκι του Βασίλη με τη φόρμα μου...
«Να ζήσεις Βασίλη και...» κάνουν μια παύση σοκαρισμένοι αλλά συνεχίζουν ακαταθέκτοι «χρόνια πολλά, μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά. Παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως και όλοι να λένε να ένας σοφός!»
Η αδερφή του, που δεν είναι πια τόσο μικρή, πέφτει στην αγκαλιά του και εκείνος την αγκαλιάζει, φιλώντας το κεφάλι της.
Οι γονείς του τον αγκαλιάζουν και τον φιλάνε, κάπως αμηχανη ενώ εγώ στέκομαι εκεί πιο δίπλα, θέλοντας να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
«Γειά σου, κορίτσι μου, είμαι η Σούλα, η μαμά του Βασίλη. Έχω ακούσει τόσα για 'σενα.» λέει αγκαλιάζοντας με.
Με πιάνει εξ απροόπτου, μα ανταποδίδω κάπως διστακτικά «Είμαι η Σελήνη, χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω.» λέω με ένα μικρό χαμόγελο.
Γνωρίζω στη συνέχεια τον πατέρα του, τον κύριο Παναγιώτη και την αδερφή του Δέσποινα.
Πιστεύω θα με πιάσει κάποια κρίση όπου να ναι.
Λίγο αργότερα καθόμαστε στο σαλόνι, ο Βασίλης έχει παραγγείλει να φάμε ενώ ήδη τρώμε λίγη από τη τούρτα που έφεραν οι δικοί του.
Το ακραίο σε όλο αυτό ήταν πως θα ερχόταν η Νίκη με τον Πέτρο με τη τούρτα που του πήρα εγώ, αλλά φυσικά έστειλα στη κολλητή μου ώστε να εμποδίσω αυτή τη συνάντηση κορυφής.
Aboard. Ήρθαν οι γονείς του.
Μου απάντησε ένα gif με έναν τύπο που τρέχει να ξεφύγει.
Πολύ φίλος μου.
«Σελήνη μου, πως τα πας με τα πέρα δώθε;» με ρωτάει η μαμά του.
«Πιστεύω καλά, το προσπαθώ, δεν είναι εύκολο.» παραδέχομαι.
«Σκέφτεσαι να ξαναγυρίσεις Αθήνα;» ρωτάει.
«Μάνα!» τη κόβει ο Βασίλης αυστηρά.
«Άσε ρε Σούλα το κορίτσι ήσυχο, μπορεί να θέλει ο Βασίλης να ανέβει Θεσσαλονίκη.»
«Τι θέλεις λέει;» πιστεύω ότι θα πάθει κάτι κακό όπου να ναι. Χλωμιασε!
«Ναι ρε Βασίλη, πήγαινε να έρθω και εγώ να σπουδάσω εκεί!» λέει ενθουσιασμένη η αδερφή του.
«Εσύ να κάτσεις στα αυγά σου.» λέει η μαμά της.
«Μην τη ψαρώνεις μάνα.» τη μαλώνει ο γιος της.
«Εντάξει, ήθελα να τη πειράξω λίγο.» υπερασπίζεται τον εαυτό της.
«Μονότερμα το πήρες το κορίτσι, ακόμα δεν το γνωρίσαμε.»
Αμηχανία.
«Εσείς να είστε καλά, εμένα δεν με αφορά τι κάνετε.» λέει.
Ευτυχώς χτυπάει το κουδούνι, αλλά προς απογοήτευση μου ο Βασίλης σηκώνεται πρώτος να πάει να ανοίξει, ρίχνοντας ένα κοφτό βλέμμα στη μαμά του.
«Σου έχει μεγάλη αδυναμία να ξέρεις.» μου λέει συνομωτικά «Με κακία άλλη δεν μπόρεσε να στεριώσει και μεγαλώνει.» κάνει ανήσυχη.
«Μικρός είναι, μόλις έκλεισε τα 31.» απαντάω.
«Πότε θα χαρείτε τα παιδιά σας βρε κοπέλα μου;» πετάει και παραλίγο να πνίγω με το σάλιο μου.
«Ρε μαμά!» λέει η Δέσποινα.
«Εντάξει μωρέ, να μην κάνουμε μια πλάκα.» λέει γελώντας.
Χριστέ μου... Εννοούσε κάθε της λέξη.
Θα πεθάνω εδώ και τώρα.
____________
Όταν πια αποφασίζουν οι γονείς του να φύγουν και χαιρετιόμαστε, η μαμά του με κάνει μια μεγάλη αγκαλιά.
«Σε παρακαλώ, πρόσεχε τον.» ψιθυρίζει στο αυτί μου.
Όταν πια φεύγουν, κάθομαι στον καναπέ ακόμη σοκαρισμένη από αυτή τη γνωριμία.
«Θες να σου φέρω κάνα παυσίπονο;» ρωτάει γελώντας ελαφρά.
«Κάντα δύο και φέρε μου και το πιεσόμετρο, δεν αισθάνομαι καλά.» παραδέχομαι.
Εκείνος γελάει και κάθεται δίπλα μου, αγκαλιάζοντάς με.
«Της στοίχησε που διέλυσα τον αρραβώνα, δεν είναι κάτι.» λέει φιλώντας το κεφάλι μου.
«Ναι, φυσικά, το ξέρω.» λέω.
«Μην σκέφτεσαι ό,τι κι αν είναι αυτό που σου είπε και σε φρίκαρε τόσο. Με εμένα τα έχεις, όχι με τη μάνα μου.» φιλάω απαλά τα χείλη του και ξαπλώνω στο στερνό του.
«Σοκ.» μουρμουράω.
«Τι σου είπε πια;» ρωτάει αλλά ευτυχώς χτυπάει το κουδούνι και με σώζει.
Έχω επιβιώσει ολόκληρη οικογένεια Ρουσσάκη σήμερα, δεν ήταν και λίγο.
Ο Βασίλης πάει να ανοίξει και μπαίνει μέσα η Νίκη με τον Πέτρο και δύο φίλους του Βασίλη, τραγουδώντας το γνωστό τραγουδάκι και με δύο τούρτες στα χέρια.
«Ευχή, ευχή!» λέει η Νίκη.
Σηκώνομαι όρθια και χαμογελάω όταν στέκεται λίγο και με κοίταζει, πριν σβήσει τα κεράκια του.
Πάω με τη κολλητή μου στη κουζίνα να βάλουμε τούρτα και φυσικά την αγκαλιάζω σαν σανίδα σωτηρίας.
«Με έσωσες.» ψιθυρίζω στο αυτί της.
«Πάντα, αφού ξέρεις.»
______________
Έεεε ρε κακό που μας βρήκε!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top