50. "Πότε Θα Σε Δω;"

Είναι η πέμπτη μέρα που δεν σηκώνω τηλέφωνα και δεν απαντάω σε μηνύματα οικογένειας και φίλων γενικότερα.

Μόνο σε ένα μήνυμα του πατέρα μου απάντησα, γιατί ειλικρινά γέλασα άπειρα...

“ΤΖΆΜΠΑ ΤΑ ΛΕΦΤΆ ΠΟΥ ΈΔΩΣΑ ΣΤΟΝ ΨΥΧΟΛΌΓΟ!!! ΔΕΝ ΤΑ ΈΔΙΝΑ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΝΑ ΣΟΥ ΚΆΝΩ ΚΑΝΑ ΠΡΟΞΕΝΙΌ ΜΠΑΣ ΚΑΙ ΓΛΥΤΩΣΟΥΜΕ ΑΠΌ ΤΟΝ ΜΠΈΛΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΞΑΝΑΒΡΉΚΕ;;;

ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΕΊ ΝΑ ΤΟΝ ΠΛΑΚΏΣΩ ΑΥΤΉ ΤΗ ΦΟΡΆ;”

Του απάντησα απλά πως δεν θα χρειαστεί να τον δείρει και δεν απάντησα έκτοτε.

Ο Ρουσσάκης απ' την άλλη χρειάστηκε να φύγει επειγόντως για Αθήνα, μιας και κάτι προέκυψε στο μαγαζί του και δεν προλάβαμε να ιδωθουμε από το σκηνικό με τη φωτογραφία και μετά.

Βγάζω το λουρί του Ερμή μιας και έχουμε φτάσει σπίτι και προχωράω με τον μικρό μου τετράποδο φίλο να περπάτα πίστα πλάι μου.

Όταν όμως φτάνουμε στην είσοδο της πολυκατοικίας που μένω, έρχομαι αντιμέτωπη με μια αγανακτησμένη Αλεξία, μια έξαλλη Νίκη και μία μπερδεμένη Νικολέτα.

«Βρε καλώς τες. Η μάνα μου γιατί λείπει;» κάνω ειρωνικά.

«Τι έχω χάσει ρε παιδιά;» κάνει μπερδεμένη η Νικολέτα.

«Γλωσσού!» πετάει Η Νίκη.

«Καλέ τι έχει γίνει;» επιμένει η Νικολέτα.

«Θα έκανες εξαιρετική παρέα με μια κοπέλα από τη σχολή που κάναμε παρέα παλιά.» λέει η Αλεξία στο άκυρο.

Ο Ερμής στο μεταξύ έχει βαλθεί να μπλέκεται ανάμεσα στα πόδια των κοριτσιών, παρακαλώντας για λίγη σημασία και πολλά χάδια.

«Γύρισε ο λεγάμενος και είσαι μοναχούλα ε; Έχεις πέσει σε βαθιά κατάθλιψη, γι'αυτό κάνεις σαν να μην υπάρχουμε;» φωνάζει Η Νίκη.

Ανοίγω τη πόρτα και γυρίζω να τη κοιτάξω με ύφος «Προχώρα και σκάσε, έχουμε γίνει ρεζίλι.»

«Έπρεπε να αφήσω τους δικούς σου να ανέβουν!» μουρμουράει και εκεί είναι που μου γυρίζει.

Με το που μπαίνουμε μες το σπίτι, κλείνω τη πόρτα και παίρνω βαθιές ανάσες ώστε να μην κάνω...μεγάλη σκηνή.

«Δεν είμαι μωρό.» λέω αργά και καθαρά.

«Δεν φαίνεται.» πετάει.

«Ανησυχεί, αγάπη μου.» σπεύδει να σώσει τη κατάσταση η Αλεξία. Η Νικολέτα είναι έτοιμη να ρωτήσει σε τι αναφέρεται, αλλά μόλις βλέπει το βλέμμα που της ρίχνει η Νίκη, σταματάει.

«Δεν κοιτάτε τη δουλειά σας λέω εγώ!» κάνω εκνευρισμένη.

Η Νίκη σηκώνεται όρθια, έξω φρένων «Άκου να σου πω, Σελήνη!! Κάναμε αμάν και πως να σε συνεφερουμε, που έκλαιγες όλη μέρα και πάθαινες τις κρίσεις πανικού, γι' αυτό σταματά να συμπεριφέρεσαι σαν κάφρος! Δεν σου κάνει καλό!» η φωνή της σταθερή και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, με φοβίζει λίγο το βλέμμα της.

«Δεν είναι όπως τότε.» απαντάω απλά.

«Άσε μας ρε Σελήνη!» χάσκει ειρωνικά.

«Δεν αναφέρομαι σε εκείνον, αναφέρομαι σε 'μένα. Δεν το νιώθω όπως τότε.» λέω.

«Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται ωστόσο.» συμπληρώνει η Αλεξία.

«Εσύ τώρα με ποιανού μέρος είσαι μωρέ;» παραπονιέμαι.

«Με της ψυχικής μου ηρεμίας, Σελήνη μου. Έξι ώρες στο αυτοκίνητο, μου έβγαλε τη Παναγία!» λέει αγανακτησμένη.

«Για ποιον λέμε ρε κορίτσια;» ρωτάει η Νικολέτα.

«Για έναν...πρώην...φίλο ας πούμε.» λέω.

Η Νίκη χάσκει ειρωνικά «Οχι και φίλος ο Ρουσσάκης που μου το θέτεις και τόσο χαλαρά κι αδιάφορα λες και ήταν ένας περαστικός! Έκανες αμάν και πως να τον ξεπεράσεις!» λέει έξαλλη «Ο μεγάλος της έρωτας κι απωθημένο είναι ο Ρουσσάκης. Απορώ που δεν ξέρεις γι' αυτόν.» λέει μπερδεμένη.

«Δεν μιλάω για τον Βασίλη παρ' όλο που σου είναι κομμάτι δύσκολο να το καταλάβεις και να το αποδεχτείς.» πετάω.

«Ναι, σιγά που δεν μιλάς για εκείνον.» αρνείται να το πιστέψει.

Ωστοσο, επιστρατεύω ένα χαμόγελο και προχωράω προς τη κουζίνα.

«Έχετε φάει;» ρωτάω κοιτώντας στο ψυγείο.

«Αχ, μπράβο ρε κουκλαρα, αυτή είσαι. Επιτέλους, ειπώθηκε και κάτι σωστό!» κάνει εκστασιασμένη η Αλεξία.

Ας γλυτωσουμε τη γκρίνια για λίγο.

____________________________

Μερικές ώρες αργότερα, η Νικολέτα έχει φύγει για δουλειά, η Αλεξία κοιμάται στον καναπέ και εγώ με τη Νίκη παρακολουθούμε μια ηλιθια ταινία στη τηλεόραση.

«Σου αρέσει;» ρωτάει ξαφνικά.

«Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα.» ξέρω πολύ καλά σε τι αναφέρεται.

«Έστω ότι σου αρέσει· αξίζει τον κόπο;»

«Εκείνος αξίζει τον κόπο, για 'μένα δεν ξέρω.» λέω με ειλικρίνεια.

«Έλα μαλακιες τώρα, μη με νευριάζεις!» πετάει έξαλλη «Και χάρη του κάνεις του μαλάκα, τέτοιος που είναι.»

«Ξέρεις, παρά τα νεύρα σου, πως είναι καλό παιδί.»

«Να τον κεράσουμε μια πάστα τότε.» λέει ειρωνικά.

«Θέλω και εγώ μια.» μουρμουράει ακατάληπτα η Αλεξία μες τον ύπνο της.

Η Νίκη ρίχνει ένα πλάγιο, θανατηφόρο τα έλεγα επίσης, βλέμμα προς το μέρος της, πριν γυρίσει ξανά σε 'μένα.

«Να το βράσω να είναι καλό παιδί και να μην ξέρει τι θέλει.»

«Το πρόβλημά μας αυτή τη φορά είναι πως αυτός, φαίνεται τουλάχιστον, να ξέρει καλά τι θέλει και εγώ να μην έχω ιδέα.»

«Και τι θέλει ακριβώς;» ρωτάει.

«Εμένα.» κάνω ανασηκώνοντας τους ώμους μου «Είναι πολύ απλό για εκείνον.»

«Έχει υπολογίσει το παρελθόν σας, την απόσταση που σας χωρίζει και το γεγονός ότι είναι ένας εκ γενετής μαλακας;»

Γελάω λίγο «Μπα, δεν νομίζω.»

«Να το κάνεις πες του!!» τσιρίζει «Μας έχει πρήξει τον πάπαρο τόσα χρόνια! Αμάν και πως κάναμε να γλυτωσουμε, πάλι μπροστά μας βγήκε!» λίγο έξαλλη.

Ποτέ δεν θα βαρεθώ το βρωμόστομά της ωστόσο.

«Τι φωνάζεις μωρέ!» πετάει η Αλεξία.

«Για τις πάστες που θα πάρουμε λέμε, βούλωσέ το και 'σύ πια.»

Η Αλεξία, έτσι μπρούμυτα στον καναπέ, σηκώνει τον αντίχειρά της «Γίναμε τρελή μου» και σε δευτερόλεπτα αρχίζει να ροχαλίζει ξανά.

«Σοβαρά όμως τώρα, τι σκέφτεσαι να κάνεις;» ρωτάει η κολλητή μου, ανησυχητικά θα έλεγα, πιο ήρεμα.

«Όπου και ό,τι βγει. Στο παρελθόν έσπαγα το κεφάλι μου και τρελαινόμουν για μικροπράγματα· δεν έχω σκοπό να επαναλάβω κακές συνήθειες.»

«Ωστόσο ο Ρουσσάκης είναι μια κακή συνήθεια.» παρατηρεί.

«Και η μοναδική.» γελάω «Με το τσιγάρο που ξανάρχισα.»

Γουρλώνει τα μάτια της και νομίζω θα με σκοτώσει «Αλεξανδράκη συνελθε!!» ωρυεται «Δεν σου κάνει καλό το τσιγάρο έχουμε πει.»

«Καμία δεκαριά με τον Ρουσσάκη, μη φανταστείς τρελά πράγματα.»

«Αυτός τι λέει γι' αυτό;!» ψαρεύει.

«Να το πετάξω γιατί δεν μου κάνει καλό.» λέω κοροϊδευτικά, μιας που για μια φορά συμφωνούν μεταξύ τους αυτοί οι δύο διάβολοι.

Ξινιζει λίγο, κυρίως γιατί συμφωνεί μαζί του «Θα ήθελα να σταματήσουμε να μιλάμε γι' αυτόν, έχω συγχυστεί ήδη αρκετά για τον επόμενο χρόνο.»

Γουρλώνει τα μάτια ωστόσο «Δεν πιστεύω να το κάνατε και να μου το κρύβεις;!!»

«Όχι, σκάσε.» μουρμουράω.

«Είναι κι αυτό μια ανακούφιση.» το δέχεται.

«Ακόμα.» πετάω μόνο και μόνο για να της σπάσω τα νεύρα.

«Μόλις συγχυστηκα και για την επόμενη δεκαετία.»

«Ρε μάγκες, τι θα γίνει με αυτές τις πάστες;»

Ο καθένας...με τον πόνο του.

Και ο Ρουσσάκης με τον δικό του.

roussakis93

Πότε θα σε δω;

__________________

ΠΟΤΕ ΘΑ ΣΕ ΔΩΩΩΩ
ΤΙ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΕΕΕΕΝΩ;

(ΝΑΙ ΠΑΙΔΙΆ ΜΕ 'ι' ΓΡΆΦΕΤΑΙ ΤΟ ΙΔΩΘΟΥΜΕ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ.).

ΚΑΛΗΜΕΕΕΕΕΡΑ

Κάπως μικρό αλλά παιδεύομαι μέρες να το γράψωωωωω

Πότε θα σταματήσω να αρρωσταίνω πιαααααααααα;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top