48. «Κακές Συνήθειες.»

«Δεν γίνεται να χάθηκες στη Θεσσαλονίκη!» λέω μόλις φτάνω κοντά του «Κανένας δεν χάνεται στη Θεσσαλονίκη.» τονίζω.

«Πρωτοστατώ και σε αυτό ρε πούστη μου;» λέει με το χαμόγελο στα χείλη.

«Γιατί, πρωτοστατείς και σε τίποτα άλλο;» τον κοροϊδεύω.

«Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Σελήνη.»

«Εγώ το βρίσκω ακόμα, θα φανεί.» καταλαβαίνει φυσικά πως ο τόνος μου είναι περισσότερο πειραχτικός.

«Μέχρι να το βρεις, δεν πάμε πουθενά να αράξουμε πουθενά;» προτείνει.

«Πάμε Κάστρα.» λέω χωρίς δεύτερη σκέψη. Ξεκλειδώνει το αυτοκίνητο του, αλλά παίρνω τα κλειδιά από το χέρι του και το κλειδώνω ξανά.

Με κοίταζει περίεργος «Σκάσε και περπάτα.»

Γουρλώνει τα μάτια του «Είσαι τρελή, θα περπατήσουμε όλο αυτό;»

«Αμέ, αν σε δυσκολεύει πολύ, μπορούμε να πάρουμε και ένα λεωφορείο, τόσο καλή είμαι.»

«Σελήνη, έχεις ιδέα πόσο χρονών είμαι;» δραματοποιεί τη κατάσταση.

«Ε, δεν θα έχεις πάει 30φευγα;» κοροϊδεύω.

Παίρνει τα κλειδιά από τα χέρια μου και με αγριοκοιτάζει «Προχώρα.» λέει βαδίζοντας.

«Απ' την άλλη είναι.» κρυφογελάω. Σταματάει, γυρίζει, με κοίταζει και συνεχίζει να περπατάει προς τη σωστή κατεύθυνση αυτή τη φορά.

«Άσε τα γέλια και προχώρα, Αλεξανδράκη!»

«Ό,τι πεις, Ρουσσάκη!» λέω «Για τώρα.» μην παίρνει και θάρρος.

Σχεδόν άκουσα το γελάκι του, αλλά επέλεξα να το αγνοήσω.

________________

«Εχεις ξανά έρθει ποτέ εδώ;» ρωτάω στρίβοντας ένα τσιγάρο.

Δεν μου πάει, δεν μου πάει, αλλά ο Ρουσσάκης χωρίς τσιγάρο δεν παλεύεται.

«Δεν έχω ξανά έρθει καν Θεσσαλονίκη.» παραδέχεται.

«Ποτέ, ποτέ;» γνέφει καταφατικά «Μα λως γίνεται; Έλα, δεν παίζει, θα είχες πάει σίγουρα κάποια τριήμερη με το σχολείο, έστω.»

«Ήμασταν πιο δημιουργικοί εμείς, πηγαίναμε Αραχωβα, στο εξωτερικό, Ρόδο· ανάλογα τα κέφια.»

«Α ναι, είστε εκείνη η γενιά.»

«Και εσείς η γενιά που μας πρήζατε με την Θεσσαλονίκη και τον Λευκό τον Πύργο. Δεν παίζει ένα πιτσιρίκι από εσάς να μην είχε βγάλει φωτογραφία στις ομπρέλες ή έστω στον Λευκό!»

«Δεν εβγαζα γιατί ερχόμουν συνέχεια στη Θεσσαλονίκη· δεν ήταν κάτι καινούργιο για μένα.»

«Είναι ωραία πόλη πάντως.» λέει λίγο αργότερα, κάπως αφηρημένα.

«Καλή είναι, αν και μεταξύ μας, προτιμώ την Αθήνα.» λέω.

«Όντως τώρα;»

«Ναι.» λέω τραβώντας το ''ι''.

«Την αποφεύγεις όμως...»

«Όπως ο διάολος το λιβάνι.» παραδέχομαι.

«Το με αποφεύγεις ίσως ήταν πιο σωστό.» λέει τώρα.

«Ναι, ίσως.»

«Δεν μασάς τα λόγια σου, ε;» γελάει «Χύμα στο κύμα.»

«Ναι, το 'χει αυτό η καινούργια Σελήνη.» γελάω.

«Η καινούργια Σελήνη.» ακούγεται σαν κάτι να τον ενοχλεί, λες και δεν του κάθονται καλά οι λέξεις στο στόμα, σαν να τον πικραίνουν ένα πράγμα.

«Οι άνθρωποι αλλάζουν.» πετάω.

«Εσύ η ίδια έχεις πει πως δεν αλλάζουν.»

«Και εσύ έχεις φέρει αντίρρηση αναρίθμητες φορές...»

Δεν λέει κάτι γιατί κατά βάθος ξέρει πως έχω δίκιο.

«Δεν αλλάζουν.» λέει μετά από λίγο «Ίσως όταν ξεπερνούν τους φόβους τους, βγαίνει στην επιφάνεια ο πραγματικός τους εαυτός· πιο ώριμος, πιο έτοιμος για τον κόσμο.»

«Ίσως να είναι κι έτσι, ποιος ξέρει.» λέω για να αποφύγω τη συνέχεια.

«Θα στρίψεις ένα, τι θα γίνει;» λέω όταν αρχίζει να στρίβει ένα τσιγάρο. Σαλιωνει το χαρτάκι, τυλίγοντάς το και το τείνει προς το μέρος μου, χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του από πάνω μου.

«Ευχαριστώ.» λέω παίρνοντας τα μάτια μου από πάνω του. Περιμένω λίγο να στρίψει ένα και για εκείνον και νιώθω την φλόγα μπρος το πρόσωπό μου, να δίνει φωτιά στο τσιγάρο μου. Γυρίζω να του χαρίσω ένα χαμόγελο, παίρνοντας μια τζούρα.

«Είσαι επιρρεπής στις κακές συνήθειες πάντως.» λέει.

«Επαναλαμβάνεσαι.» τον πειράζω.

«Με συγκαταλέγεις στις κακές συνήθειες;» με πειράζει.

«Όχι, σε συγκαταλέγω στα λάθη γενικότερα.» στραβώνει λίγο αλλά προσπαθεί με κάθε τρόπο να μη το δείξει.

«Αν είναι έτσι, τότε είσαι επιρρεπής στα πάθη.»

«Γιατί έτσι;» θέλω να δω που το πάει.

«Γιατί εγώ είμαι πάθος, όχι λάθος.» λέει «Και το πάθημα, λένε, πρέπει να σου γίνει μάθημα.»

«Μου έγινες, μην αγχώνεσαι.» λέω τραβώντας μια γερή τζούρα.

«Δεν θα το 'λεγα, μάλλον κόπηκες.»

«Ρους, αν ήσουν μάθημα, θα ήσουν η ιστορία τρίτης λυκείου που σιχαινόμουν, αλλά παρ' όλα αυτά κατάφερα να περάσω με 20!» προσπαθώ να αστειευτώ, χωρίς να το καταφέρνω με μεγάλη επιτυχία.

«Περάσει ή ξεπεράσει;» ζητάει να μάθει.

«Τι σημασία έχει;» ρωτάω «Έχουν περάσει τόσα χρόνια.»

«Ναι, όντως. » συμφωνεί «Αλλά καθόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο και είναι σαν να μην έχει περάσει μια μέρα.»

«Δεν θυμάμαι να κάπνιζα τότε.» κοροϊδεύω.

«Θες λίγο να μιλήσουμε σοβαρά; Κουράζει λίγο ο χαβαλές.»

Τον κοιτάζω με σηκωμένο φρύδι «Δεν θυμάμαι να ήσουν εσύ ο ώριμος τότε.» υπενθυμίζω.

«Θυμάμαι όμως εσύ να με συκρατεις και όχι το αντίθετο...» θυμίζει «Τι είναι; Δεν με παίρνεις σοβαρά πλέον;»

«Δεν σε παίρνω καν, ας ξεκινήσουμε από εκεί.»

«Να, αυτό ας πούμε είναι ένα λάθος του παρελθόντος.»

«Μπορείς σε παρακαλώ να μην τα πηγαίνεις όλα στο σεξουαλικο;»

«Εντάξει ρε Σελήνη, παραμένω κάφρος, το ξέρω.» σηκώνεται όρθιος και αρχίζει ένα ασταμάτητο πέρα-δώθε που, για να είμαι ειλικρινής, μου τη βαράει στα νεύρα.

«Κάτσε κάτω μωρέ.» μουρμουράω.

«Συγγνώμη που είμαι κάφρος, Σελήνη!» πετάει σε μια ξαφνική έκρηξη «Ναι, πάτησα τα τριάντα, δεν έχω αλλάξει, είμαι ο ίδιος Ρουσσάκης και μπορώ από τριαντάρης να καταλήξω σε τρίχρονο στο αψε-σβησε! Είμαι κάφρος, είμαι αλήτης, είμαι ξεροκέφαλος, αλλά στο κάτω-κάτω παραμένω ο ίδιος άντρας που ερωτεύτηκες ρε πούστη μου και εσύ η ίδια κοπέλα που ερωτεύτηκα.» ολοκληρώνει.

«Μόνο που εγώ είμαι γυναίκα πλέον.» τονίζω «Και εσύ λίγο μαλακας, ξέχασες να το αναφέρεις.» προσθέτω.

«Ναι, μωρέ εντάξει κι από αυτό είμαι.» συμφωνεί.

«Πόσο παίζει να σου στοίχισε που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε αυτό το μεταξύ μας; Πραγματικά τώρα;» προσπαθώ να ελαφρυνω το κλίμα.

«Το ότι θα με έκανε ο,τι ήθελε μια πιτσιρίκα, δεν το πίστευε κάνεις. Ακόμα και η Στέλλα με έστειλε· η Στέλλα που με παρακαλούσε να της δώσω σημασία, δεν άντεξε άλλο!» γελάει.

«Από τη μια πεθαίνω να ακούσω λεπτομερείς, από την άλλη όμως δνε θέλω να ξέρω.» γελάω «Τέλος πάντων, τι θυμήθηκες και εσύ.»

«Δεν ξέχασα ποτέ.» λέει «Και για να θυμηθείς κάτι, βασική προϋπόθεση είναι να το έχει ξεχάσει, έστω και για λίγο.»

«Βασίλη, δεν με έχει συνηθίσει σε τέτοιους συναισθηματισμούς.»

«Σίγουρα όχι, γιατί πάντοτε φοβόμουν να εκφράσω αυτά που νιώθω, να τσαλακωθώ και να δείξω αδυναμία.»

«Και τι άλλαξε;»

«Μεγάλωσα.» παραδέχεται «Και αποδέχτηκα επιτέλους πως ακόμα και τόσα χρόνια μετά, παραμένεις η μεγαλύτερη μου αδυναμία.»

Μένω για λίγο, ανήμπορη να πω το οτιδήποτε. Τα λόγια του με αφοπλίζουν αυτομάτως, ειδικά αφού τα μάτια του με διαβεβαιώνουν πως λέει την αλήθεια του, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Σηκώνομαι ωστόσο όρθια, τιναζοντας το παντελόνι μου.

«Είναι αργά, πάμε να την κάνουμε;» ρωτάω αμήχανα.

«Ναι, εννοείται.» λέει σαν να τον έβγαλα από έναν νοητό λήθαργο. Σηκώνεται και εκείνος όρθιος και στέκεται μπροστά μου.

Χαμογελάω κάπως αμήχανα και ξεκινάω να περπατάω, γιατί είναι ήδη άβολη η σιωπή ανάμεσα μας που η απραξία είναι το αποκορύφωμα.

Όταν μετά από ώρα φτάνουμε στα αυτοκίνητά μας, εκείνος στέκεται δίπλα στο δικό μου.

«Που θα μείνεις τώρα;» ρωτάω.

«Δεν ξέρω, θα το κοιτάξω μετά.» κάνει αδιάφορα.

«Αν χρειαστείς βοήθεια να μου πεις.» λέω. Εκείνος γνέφει καταφατικά «Καληνύχτα, χάρηκα που τα είπαμε.» κάνω αμήχανα, ανοίγοντας τη πόρτα μου.

Πριν καλά-καλά καταφέρω να την ανοίξω όμως, το σώμα του αγκαλιάζει το δικό μου και το χέρι του τη κλείνει ξανά.

«Συγγνώμη, δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις ξανά...έτσι.» το απολογητικό του ύφος με ψαρώνει λόγο, αλλά περισσότερο τα χείλη του που εγκλωβιζουν τα δικά μου.

Ο ρυθμός του αργός και χωρίς βιασύνη. Κλείνει τα μάτια του και ύστερα με αφήνει ξανά, με μένα να στέκομαι ακόμη παγωμένη στην ίδια θέση.

«Καλό βράδυ, αν βρεις χρόνο πάρε με αύριο βγούμε για έναν καφέ.» λέει απλά και πριν το καταλάβω, έχει μπει στο αυτοκίνητο του και έχει φύγει.

Ένα Χριστέ και Παναγία...

_________

Μέσα μου κάτι εγινεεεε
Και εσύ παντού υπάρχεις
Μ' όση φωνή μου έμεινε
Ζητάω να ξανάρθειςςςςςςς

Σου λέω κάτι έγινε
Αλλιώς δεν εξηγείται
Το παρελθόν που έσβηνε
Πάλι να προηγείταιιιιιι

ΚΑΛΗΝΎΧΤΑ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top