45. "Μαύρα Μάτια."

«Χριστέ μου, τι όμορφη που είσαι.» ψελλίζει η μαμά μου συγκινημένη.

«Ευχαριστώ, μαμά μου.» λέω γλυκά.

«Και στα δικά σου.» πετάει τη σπόντα του ο πατέρας μου.

«Καλά, περίμενε εσύ.» τον κοροϊδεύω.

«Αμάν!» παραπονιέται. Ο Άρης έρχεται μπροστά του και αρχίζει να μου γαβγίζει. Τον έφεραν στους δικούς μας για σήμερα.

«Είμαστε σίγουροι πως αυτό το σκυλί είναι του Πέτρου και της Νίκης και όχι δικό σου;» ρωτάω τον πατέρα μου.

«Δικό τους είναι, αλλά σε ποιον έχει αδυναμία ο πουστης, ε;» λέει γλυκά, χαιδευοντας τα αυτιά του Άρη.

«Σωτήρη, άσε τον σκύλο, έτσι και λερωσει το κοστούμι σου, θα πλακωθουμε.» προειδοποιεί.

«Πάω στα παιδιά εγώ, τα λέμε εκεί.» λέω στους γονείς μου.

«Εντάξει, μωρό μου.» λέει η μαμά μου πριν κατσαδιασει τον πατέρα μου «Σωτήρη, σε ποιον μιλάω τόση ώρα;!»

Κλείνω τη πόρτα πίσω μου και μόλις μπαίνω στο αυτοκίνητο μου, αισθάνομαι πανικό να με καταβάλει.

Πως σκατά θ' αντέξω σήμερα;

__________________________

Κοιτάζομαι μια τελευταία φορά στον καθρέφτη της εισόδου, στρώνοντας τις τούφες που πλαισιώνουν το πρόσωπό μου, συνοδεύοντας τον κότσο μου. Στρώνοντας το μωβ φόρεμα μου, παίρνω μια μεγάλη ανάσα.

Και μόνο στη σκέψη πως ίσως φανεί από στιγμή σε στιγμή, με λούζει κρύος ιδρώτας.

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά, ακούω ήδη τις γυφτιες να παίζουν στο τέρμα.

Θα το κάψουμε απόψε.

Σπρώχνω τη πόρτα, μιας και είναι ήδη ανοιχτή και ο αδερφός μου έρχεται προς το μέρος μου χορεύοντας. Με κάνει δύο στροφές και έπειτα με κλείνει στην αγκαλιά του.

«Είσαι κούκλα.» λέει γλυκά, χαιδευοντας τα μάγουλά μου.

«Πόσο έχει πιει;» φωνάζω για να ακουστώ, χωρίς να παίρνω τα μάτια μου από πάνω του.

Εκείνος το παίζει θιγμενος, αλλά τον ξέρω καλύτερα από αυτό.

«Πίνουμε ούζα από τις τρεις το μεσημέρι.» λέει ο Άλκης.

Και είναι εννέα το βράδυ.

«Αλκοολικοί.» τους κοροϊδεύω, φιλώντας σταυρωτά τον Άλκη.

«Όλα καλά;» με ρωτάει με ενδιαφέρον.

«Ναι, μια χαρά. Εσύ; Που είναι η Ιωάννα;» ρωτάω.

«Θα έρθει σε λίγο με τη Τζίνα.» λέει και κρατιέμαι να μην με πιάσει πανικός.

«Αα...» κάνω δήθεν αδιάφορα.

«Χλώμιασες.» παρατηρεί.

«Απ' το κακό της.» πετάγεται η Νίκη, για καλή μου τύχη.

«Άσπρισες δεν είναι το σωστό; Πόσο έχω πιει;» μουρμουράει ο Πέτρος.

«Σκάσε, μια χαρά είσαι.»

«Είσαι πανέμορφη!» μουρμουράω συγκινημένη, μες την αγκαλιά της, αγνοώντας τα αγόρια.

«Και εσύ, θα σκάσει από το κακό του ο άλλος ο μαλακας.» λέει ευχαριστημένη.

«Ποιος μαλακας;» ρωτάει ο Αλκης περίεργος.

«Εσύ.» πετάω ειρωνικά. Εκείνος στριφογυρίζει τα μάτια του και κάνει να πάει προς τη κουζίνα.

«Έλα εδώ ρε αχώνευτε!» τον τραβάω από το μπράτσο, αγκαλιάζοντας τον. Εκείνος χαϊδεύει απαλά τη πλάτη μου γελώντας.

«Έλα, φανείτε λίγο χρήσιμοι.» μουρμουράει ο Πέτρος.

«Δεν τον έχω ποτίσει αρκετά.» μουρμουράει και ο Άλκης.

«Ποτέ δεν θα έχω πιει τόσο ώστε να μην σε βρίζω.» λέει ειρωνικά ο Πέτρος. Γελάω με τους ηλιθιους και ο Πέτρος πετάει στον Άλκη τα κλειδιά του αυτοκινήτου.

«Η Τζίνα δεν μπορεί να πάει για τη τούρτα.» λέει απλά.

«Χριστέ μου, άχρηστη αυτή η κοπέλα.» μουρμουράει ο Άλκης.

«Νόμιζα πως τη συμπαθούσες.» κάνω έκπληκτη.

Στριφογυρίζει τα μάτια του «Άσε μας κουκλίτσα μου, με το βλαμμένο.» με βλέπει που κρυφογελάω «Άσε τα γελάκια, θα έρθεις να μου κάνεις παρέα.» μου ανακοινώνει.

Τέλεια, ίσως καταφέρω να γλυτώσω καμία συνάντηση κορυφής.

«Σας θέλω ζωντανούς.» πετάει η Νίκη.

«Μην πηδηχτειτε στον δρόμο.» πετάει ο Πέτρος.

Χριστέ μου, έχει πει όντως.

«Τι μαλακας που είναι ο αδερφός σου.» μουρμουράει ο Άλκης όπως μπαίνουμε στο αυτοκίνητο.

«Βγαίνει η κρυφή του επιθυμία να είμαστε μαζί.» γελάω» Σάμπως συμπάθησε και κανέναν άλλο;»

«Συμπαθούσε τον Ρουσσάκη.» θυμίζει.

«Μακριά από εμάς.» δηλώνω.

«Σκληρή και αποφασιστική σε βρίσκω.» παρατηρεί.

«Κάνω ό,τι μπορώ.»

«Ξέρω πως δεν με απάτησες μαζί του.» πετάει στο άκυρο.

«Δόξα τον Θεό.» λέω ελαφρώς ειρωνικά.

«Μου ήταν πιο εύκολο να το πιστεύω, όπως και να 'χει.» λέει.

«Αχ, ας μην μιλάμε γι' αυτόν.» ζητάω.

«Έγινε.» συμφωνεί «Τι κάνει ο Παυλίτος και το παιδί;» τον χτυπάω στο μπράτσο και αυτός γελάει.

«Μην χτυπάς μωρή, θα τρακάρουμε.» γελάει.

«Το παιδί μου είναι μια χαρά.» λέω σαν περήφανη μάνα που είμαι.

«Δεν απαντάς για τον μπαμπά όμως.»

«Απαξιώ.» λέω προσπαθώντας να κρύψω το χαμόγελό μου.

«Απαξία.» λέει λανθασμένα για να με πικάρει.

«Δολοφόνε της ελληνικής γλώσσας.» πετάω.

Εκείνος χαμογελάει, μα δεν λέει τίποτα άλλο.

Μου είχε λείψει ο μαλακας.

_______________________________

«Προχώρα.» παραπονιέται καθώς ανεβαίνουμε τη σκάλα.

«Άλκη, αν φάω σαβούρα, θα φας τη τούρτα στη μάπα.» προειδοποιώ.

«Αν δεν πάμε τούρτα στη Νίκη, θα μας βρει πολύ χειρότερο κακό, αγάπη μου.» λέει το προφανές.

«Προχώρα, έχουμε αργήσει.» παραπονιέμαι και εγώ τώρα.

Όταν φτάνουμε στον όροφο των παιδιών, η κυρία Γιάννα τρέχει να πάρει τη τούρτα από τα χέρια του Άλκη.

«Λίγο ακόμα και ποιος την άκουγε τη κόρη μου.» μουρμουράει. «Μωρό μου, είσαι μια κούκλα.» λέει απαλά.

«Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Γιάννα.»

«Εσύ έχασες.» κάνει στον Άλκη, φεύγοντας προς τη κουζίνα.

«Ρε πως καταφέρνετε και φταίω εγώ πάντα;» λέει έκπληκτος.

«Είναι ταλέντο.» τον πειράζω και μου κάνει νόημα να μπω μέσα. «Πολύ μιλάς.» παίζει τον άνδρα.

«Κατουρα και λίγο.» τον πειράζω. Εκείνος στριφογυρίζει τα μάτια «Πρώτα οι κυρίες.» λέει ο πάντα, κατά τα άλλα, ευγενικός, Άλκης.

Του χαμογελάω απαλά, τσιμπωντας το μάγουλό του όταν παίρνει μια περίεργη έκφραση το πρόσωπό του.

«Θέλω να είσαι ψύχραιμη.» λέει και σαν κάτι να σκοτείνιασε μέσα μου.

«Θα έκανε τα πάντα.» ακούω ξανά και ξανά τη φωνή της Τζίνας στο κεφάλι μου

«Η Ιωάννα είναι με τη Τζίνα.» ακούω πίσω μου. Ανατριχιάζω σύγκορμη. Ο Άλκης, βλέποντάς με ανήμπορη να αντιδράσω, παίρνει τα χέρια μου από το πρόσωπο του και τα κρατάει στα δικά του.

«Ναι, το ξέρω.» κάνει ο Άλκης. Εκείνος παραμένει ωστόσο στη θέση του, σαν να περιμένει να μας αφήσει μόνους μας ο Άλκης.

Αμ δε.

«Πάμε, κούκλα, σε περιμένει και ο δικός σου.» πετάει ο Άλκης τραβώντας με προς το σπίτι.

Ο κανένας μου δηλαδή, αλλά κουβέντα να γίνεται.

«Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε.» τον ακούω να λέει.

Γυρίζω αποφασισμένη αν χρειαστεί να του ρίξω και σφαλιάρα.

«Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή.» πετάω.

«Όχι τώρα ρε Σελήνη...» προσπαθεί να με συγκρατήσει ο Άλκης.

«Ασ' τη, μου τα 'χει χρόνια μαζεμένα.» λέει.

«Έχεις θράσος.» λέω.

«Δεν θέλω να τσακωθούμε, ειλικρινά.» λέει.

«Κάτσε, μήπως άλλαξες κιόλας;» κάνω ειρωνικά.

«Κι όμως, έγινε κι αυτό το θαύμα που περίμενες.»

«Δεν περίμενα τίποτα, Βασίλη.» λέω «Έχω αλλάξει και εγώ.»

«Κι όμως, στα μάτια μου παραμένεις το ίδιο κορίτσι.»

«Μόνο που είμαι γυναίκα πλέον.» πετάω.

Κάνει κάτι να πει, αλλά ο Άλκης τον διακόπτει απότομα.

«Έχει παιδί, καλύτερα να μην υποβάλεις κι αυτό στα καπρίτσια σου.» δεν προλαβαίνω καλά-καλά να δω την έκπληκτη έκφραση του Βασίλη, όταν ο Άλκης με τραβάει από το μπράτσο μες το σπίτι.

«Thank me later.» λέει με ένα χαμόγελο.

«Είσαι μαλακας.» τον κοροϊδεύω «Δεν χρειαζόταν να το πετάξεις έτσι απότομα.»

«Αγαπώ τη φάτσα του όταν τον πιάνει πανικός. Φεύγει στιγμιαία η φάτσα του μαλακα είρωνα που έχει συνήθως.» γελάει «Πάω στη γυναίκα, πρόσεχε και μακριά από κακές παρέες.»

«Δεν μπορούμε να χαθούμε μέσα σε ένα σπίτι.» λέω.

«Ναι, αυτό φοβάμαι και εγώ...» λέει με κατανόηση.

«Άντε που είσαι τόση ώρα!» τσιρίζει η κολλητή μου, τραβώντας με στην αγκαλιά μου.

Υποψήφιους γαμπρούς μυρίζομαι...

_____________

ΌΛΑ ΚΑΛΆ;

ΗΡΘΑΑΑΑΑ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top