44. "Δέσαμε."

ΠΈΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ 

(ναι, γκρίνιες, καλά διαβάσατε!!)

Με το καιρό συνειδητοποιώ, πως τα ανθρώπινα συναισθήματα μπορούν να παίξουν βρώμικο παιχνίδι. Δεν λογαριάζουν παρελθόν, αρκεί μια μικρή σπίθα, και παίρνουν φωτιά, καίγοντας τα πάντα στο διάβα τους.

Αυτη η σκέψη παίζει ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Σαν αυτό το τραγούδι που σου κολλάει στο μυαλό και δεν λέει να φύγει...

Το οτιδήποτε μπορεί να πυροδοτήσει μια νέα αρχή, αρκεί πίσω του στο παρελθόν να έχει αφήσει έστω μια τόση δα σπίθα.

Χτυπάω τη πόρτα του σπιτιού με το πιο μεγάλο χαμόγελο στα χείλη μου.

«Μου έλειψες, σκατιάρα!» τσιρίζει ενθουσιασμένη η κολλητή μου. Χαϊδεύω τη πλάτη της, γελώντας.

«Και εμένα μου έλειψες μωρή.» ανταποδίδω.

Με αφήνει, αγκαλιάζοντας τον εαυτό της.

Ωχ!

«Πρέπει να γίνονται τέτοια για να έρχεσαι από τα μέρη μας;!» αρχίζει το κήρυγμα.

«Να ερχόσουν εσύ.» την πειράζω.

«Δεν ξέρω αν το βλέπεις, αλλά έχει πάρει φωτιά ο κώλος μου αυτό το διάστημα.» θίγεται.

«Πλάκα σου κάνω μωρέ γκρίνια, ηρέμησε!» ξαπλώνω στον καναπέ, εμφανώς κουρασμένη «Που είναι το κωλόπαιδο;» ρωτάω.

Ο σκύλος τους, ο Άρης, ανεβαίνει πάνω μου και αμέσως τον αγκαλιάζω, χαϊδεύοντας τα αυτιά του.

«Με τον κουμπάρο του.» ψελλίζει αμήχανα.

«Ο καημένος, πως θα με αντέξει;» γελάω.

«Μια ψυχή που είναι να βγει...» κοροϊδεύει και εκείνη.

«Έλα, πλάκα κάνω, έχουμε βρεθεί αρκετές φορές.»

«Ναι, δόξα τον Θεό, υπήρχαν πόσα άτομα μαζί σας.»

«Εγώ, αν θες να ξέρεις, δεν έχω κανένα πρόβλημα μαζί του.»

«Μωρέ ναι, αυτός έχει.» συμφωνεί.

«Τέλος πάντων, άσε τον Άλκη.» κάνω αδιάφορα «Τι θα φάμε;» ρωτάω.

Ξαπλώνει δίπλα μου στον καναπέ, κλείνοντας τα μάτια της «Θα παραγγείλουμε τίποτα, άσε με τώρα.» παραπονιέται.

«Ωραία υποδοχή, μωρή.» την πειράζω.

«Μμμμ.» κάνει.

Κάτι δεν μου κολλάει όμως.

«Καλά είσαι;» κάνω περίεργη.

«Ναι, εννοείται.» λέει γρήγορα.

Υπερβολικά γρήγορα.

«Νίκη, το μετάνιωσες;» ρωτάω απαλά.

«Όχι ρε.» με διαβεβαιώνει «Εξάλλου, δεν παντρεύομαι.» γελάει ελαφρά.

«Ναι, αρραβωνιαζεσαι όμως, δεν το λες και μικρό βήμα.»

«Είμαι με τον αδερφό σου 9 χρόνια ρε κορίτσι μου.» γελάει.

«Οι μαθηματικοί μου υπολογισμοί λένε κάτι λιγότερο από 8 χρόνια, αλλά φυσικά, μου κρύβεις διαρκώς μήνες.» κοροϊδεύω.

«Κοίταξε, σοβαρά μαζί, είμαστε τα τελευταία 8 χρόνια.» λέει.

«Ωραία, ας το δεχτώ.»

«Καλά είμαι.» με βεβαιώνει.

«Έχεις άγχος όμως, Νίκη.»

«Ναι...» ψελλίζει.

«Είσαι έγκυος μήπως;» ρωτάω.

«Όχι μωρέ.» αρνείται.

«Ε, παραδινομαι, δεν πάει κάπου αλλού το μυαλό μου.»

«Θυμάσαι την Τζίνα;» πετάει στο άκυρο.

«Είπαμε, άλλαξα πόλη, αλλά τη κουμπάρα σου τη ξέρω.» κοροϊδεύω.

«Την κουμπάρα μου για τους αρραβώνες.» με διορθώνει.

«Ναι, ξέχασα πως θα καταλήξεις να έχεις καμιά δεκαπενταριά κουμπάρες, να τους έχεις εύκαιρους.»

«Δεν ήσουν εδώ.» αμέσως κλείνει το στόμα της «Συγγνώμη, δεν το εννοούσα έτσι.»

Με πληγώνει λίγο, όμως έχει δίκιο «Όχι, έχεις δίκιο. Είπαμε όμως, παντρεψου εσύ και θα είμαι δίπλα σου όσο θα διαρκέσουν οι ετοιμασίες.»

«Σ' αγαπάω.» λέει.

«Και εγώ πολύ.» απαντάω «Πες μου τώρα τι έγινε με τη Τζίνα.»

«Λέγαμε εκεί ποιους θα καλέσουμε και θυμάσαι που σου έλεγα πως πέθαναν οι γονείς τις πέρυσι.» γνέφω καταφατικά «Θέλει λοιπόν να καλέσει τους θείους της και τα ξαδέρφια της.» λέει.

«Εντάξει, που είναι το πρόβλημα;» απορώ.

«Η ξαδέρφη της είναι αξιαγάπητη, μου την είχε δείξει σε φωτογραφίες.» συνεχίζει.

«Ωραία;» ακούγεται περισσότερο σαν ερώτηση «Αν τυχόν όλο αυτό είναι πάσα για να μου προξενεψεις τον ξάδερφο της, θα σε πλακώσω.» προειδοποιώ.

«Ο Χριστός, η μάνα του και οι δώδεκα απόστολοι, μακριά από μας.» ένα κάποιο πρόβλημα.

«Νίκη.» προειδοποιώ.

«Τον ξέρεις τον ξάδερφο της τέλος πάντων και δεν ξέρω αν έχεις θέμα που θα είναι καλεσμένος, αυτό.» λέει γρήγορα.

«Είναι η μέρα σου και του αδερφού μου, δεν έχω κάποιον λόγο σε αυτό.» λέω αδιάφορα.

«Εδώ να μου πεις αντέχεις με κουμπάρο τον Άλκη.» γελάει.

«Έλα, έχω καλές σχέσεις με τον Αλκη!» λέω θιγμενη «Εδώ έχω κάνει και follow τη κοπέλα του στο Instagram και κανονίσαμε και για καφέ.»

«Κάνω πως δεν το άκουσα αυτό, με τη θεοξινη.» παίρνει μια εμετική έκφραση και συνεχίζει «Ξέρουμε και οι δύο πως θες να του ρίξεις καμία σφαλιάρα.»

«Έχει φάει, πόσες ακόμα;» γελάω «Ήμασταν παιδιά, πληγώθηκε ο εγωισμός του, χάσαμε τη μπάλα, ως εκεί.» λέω.

«Ακόμα πιστεύει πως τον κερατωσες.»

«Μας συμφέρει να πιστεύουμε ό,τι μπορεί να δικαιολογησεί τη συμπεριφορά μας.» λέω αδιάφορα.

«Άρα, φιλικές σχέσεις με τους πρώην.» μουρμουράει.

«Ναι, εκτός αν είναι ο Μπουχέσας και ο Νίκος.» λέω γελώντας «Είμαι τόσο large που βγήκα για καφέ με τον Παύλο τις προάλλες.»

«Χριστέ μου, αυτός ο φλώρος. Πως σκατά τον άντεξες;»

Σηκώνω αδιάφορα τους ώμους «Τον άντεξα, μέχρι που βαρέθηκα να είμαι ο άνδρας στη σχέση, υποθέτω.»

«Και τη μαμά.» γελάει.

«Δεν θέλω να ακούσω λέξη παραπάνω για τη μάνα του. Από εκεί κατάλαβα πως εγώ με το όνομα Βασίλης, Βασιλική, δεν θα τα πάω ποτέ καλά.» γελάω «Α, φυσικά εννοείται πως εγώ σχέσεις με τον Ρουσσάκη ούτε καν, το θεώρησα αυτονόητο γι' αυτό δεν το ανέφερα.»

«Ε, ναι, εδώ πήρες τα βουνά.» μουρμουράει.

«Δεν υπήρχε άλλη λύση για να ηρεμήσω. Δεν μπορούσαμε να συνυπαρξουμε σε μια περιοχή, ήθελα και να έχουμε και σχέση εγώ.» γελάω με τα χάλια μου.

«Ναι, σε ολόκληρη περιοχή.» συνεχίζει εκείνη τη μουρμούρα.

«Έλα, πες το Νίκη.» λέω.

«Τι να πω;» κάνει πως δεν καταλαβαίνει.

«Μάτια μου, ξέρω πως κάτι θες να πεις, πες το επιτέλους.»

«Έμαθα κάποια πράγματα και δεν ξέρω αν θες να τα μάθεις.»

«Βάλε με στο θέμα.» λέω περίεργη.

«Πρέπει να πάρω τη Τζίνα να έρθει από δω να τα πούμε.»

Εντάξει, μόλις μπερδεύτηκα περισσότερο.

«Πολύ περίεργα μου τα λες.» λέω όσο εκείνη στέλνει μήνυμα στη Τζίνα.

«Περί τίνος πρόκειται;» ρωτάω.

«Θα σου πω μόλις έρθει η Τζίνα.»

«Όχι, Νίκη, θα μου πεις τώρα.» τα νεύρα μου.

«Έχει να κάνει με τον ξάδερφο της.»

«Εντάξει, τι μ' αυτόν;»

«Είναι ο Βασίλης, Σελ...» ψελλίζει.

Μου παίρνει λίγο χρόνο να επεξεργαστώ τη πληροφορία.

«Θες να μου πεις πως ο άνθρωπος που έκανα τα αδύνατα δυνατά για να τον αποφύγω, που εξαιτίας του χάλασα πόσες σχέσεις, που εξαιτίας του διέγραψα σοσιαλ και μαλακιες, που άλλαξα πόλη εντέλει, θα είναι στον ίδιο χώρο μαζί μου;!» λέω απολύτως ήρεμα.

«Ναι.» απαντάει διστακτικά.

«Εντάξει, τώρα αρραβώνας θα γίνει, κάποια κηδεία, θα δείξει.» πετάω.

«Ρε 'σύ, Σελήνη, είμαστε ενήλικες.»

«Και τότε ενήλικες ήμασταν!» φωνάζω «Τι διαφορά έχει που πλέον είμαι 25 και αυτός 30;! Καμία απολύτως.» λέω έξαλλη.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα «Πες μου τουλάχιστον πως είναι παντρεμένος με παιδιά να έχω το κεφάλι μου ήσυχο.»

Γνέφει αρνητικά «Έμενε με μια και χώρισαν πρόσφατα.»

«Α, δέσαμε.» πετάω ειρωνικά.

«Έλα, δεν νομίζω να είναι και τόσο άσχημα.» δεν πείθει τον εαυτό της, πόσο μάλλον εμένα.

«Πόσο καιρό το ξέρεις;» λέω με στενεμενα ματιά.

«Τίποτα, ορκίζομαι.» λέει γρήγορα «Είχε πει για τον ξάδερφο της τον Βασίλη αλλά ποτέ δεν έδειξε μια φωτογραφία να καταλάβω ρε φίλε.» λέει σκασμένη «Άσε, πως γίνεται να μου ξέφυγε εμένα μια τέτοια πληροφορία;»

Α, είναι ηλιθια.

Το κουδούνι ευτυχώς χτυπάει και η Νίκη πηγαίνει να ανοίξει.

«Ελπίζω να είναι η Τζίνα.» λέει.

«Στη χειρότερη θα είναι ο Άλκης.»

«Στη χειρότερη θα είναι η Τζίνα με τον Ρουσσάκη.» ανοίγει τη πόρτα και όταν γυρίζει να με κοιτάξει, την κοιτάζω έτοιμη να τη σκοτώσω.

«Σκάω.» λέει γρήγορα.

«Καλώς την.» λέω ελαφρώς ειρωνικά.

«Γειά σου, Σελήνη.» απαντάει.

Από το βλέμμα της και μόνο καταλαβαίνω πως έχουν να ανοίξουν πολλά χαρτιά σήμερα...

_____________________

Θα ήθελα να είστε ήρεμες.

Γειά

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top