40. "Αλλά;"

Δύο μήνες μετά

«Ναι, σιγά.» με κοροϊδεύει. Τον χτυπάω στο μπράτσο κι αυτός μου πετάει τη μπλούζα μου.

«Έχεις σχολή.» απαντάει στο μουτρωμενο βλέμμα μου.

«Από ποτέ το παίζεις εσύ δύσκολος και όχι εγώ;» λέω έκπληκτη, φορώντας τη μπλούζα μου.

«Από τότε που κατάλαβα πως αν ήταν στο χέρι σου, δεν θα πατούσες ξανά στη σχολή.» θυμίζει.

«Υπερβολές.» λέω.

«Δεν θα γίνω η δικαιολογία σου για να αποφεύγεις τον Ρουσσάκη, μωρό μου.» λέει.

«Άλκη...» λέω πληγωμένη μόνο και μόνο για τη σκέψη του... «Δεν σε χρησιμοποιώ σαν δικαιολογία, ειλικρινά μου αρέσει να περνάω χρόνο μαζί σου.»

«Ντύσου, θα σε αφήσω πριν πάω στη δουλειά.» λέει με ένα μικρό χαμόγελο, βγαίνοντας από το δωμάτιό του.

Σκατά.

Σουλουπώνομαι στα γρήγορα και πηγαίνω στη κουζίνα όπου η μαμά του μας έχει ετοιμάσει πρωινό.

«Πως είστε κυρία Μαρία;» λέω ευγενικά. Εκείνη μου χαϊδεύει τα μαλλιά και με φιλάει στη κορυφή του κεφαλιού.

«Καλά είμαι κορίτσι μου, πως κοιμηθηκατε;» ρωτάει.

Σάμπως κοιμηθηκαμε;...

«Πολύ καλά.» λέω αμήχανα. Ο Άλκης χαζογελαει, αλλά τον αγνοώ, μην γίνουμε ρεζίλι στη μητέρα του.

«Πάω τον Rocky βόλτα, πάρε κλειδιά.» λέει στον γιο της και χαιρετωντας με, φεύγει από τη κουζίνα.

«Καλά, πόσες ώρες θα πάει βόλτα αυτόν τον σκύλο πια;» κάνει μπερδεμένος.

«Θα έχει ξεχάσει ότι δουλεύεις, τούβλο.» τον κοροϊδεύω.

«Χρειάζομαι ύπνο.» κλαψουριζει.

«Δεν θα συζητήσουμε για πριν;» λέω διστακτικά.

«Τι να συζητήσουμε;»

«Το ότι ζηλεύεις τον Βασίλη ακόμα...»

«Σελ, πάντα θα ζηλεύω τον Βασίλη, αλλά αυτό δεν παίζει κάποιο ρόλο σε μας. Είναι πρόβλημα μου.»

«Ξέρουμε και οι δύο όμως πως φταίω εγώ σε αυτό.»

«Συμφώνησα, οπότε είμαι εντάξει, είναι απόφασή σου.»

«Δεν ντρέπομαι για 'σένα.» ξεκαθαρίζω «Σε καμία περίπτωση.»

«Το ξέρω, μωρό μου.»

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το δέχεσαι.» ομολογώ. Γυρίζει και με κοίταζει και σηκώνει απλά τους ώμους.

«Ξέρω πως φοβάσαι.»

«Δεν σου τη δίνει να σε γνωρίζω ως φίλο μου ακόμα;»

«Θέλω να είσαι εσύ εντάξει.» απαντάει.

«Όχι, ρε Άλκη, όχι!» φωνάζω. Με κοίταζει σαν να με είμαι τρελή «Σε μια σχέση πρέπει να είναι και οι δύο εντάξει.»

«Είμαι εντάξει αν είσαι και εσύ.»

«Άλκη, δεν πάει έτσι το πράγμα.» λεω.

Σηκώνει αδιάφορα τους ώμους «Δεν με νοιάζει καθόλου. Είπαμε, όχι ταμπέλες, όχι βιασύνες, συμφωνήσαμε και οι δύο σε αυτό. Είμαστε εντάξει.» λέει με το χαμόγελο στα χείλη «Σταμάτα να βρίσκεις διαρκώς ψεγάδια.» λέει τρυφερά.

«Ω, χρησιμοποιεί και εκλεπτυσμένες λέξεις τώρα.» τον πειράζω. Αφήνει τα πιάτα μας στον νεροχύτη και περνάει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου «Έκανα το διάβασμά μου.» γελάει.

«Τώρα ας σε πάμε μέχρι τη σχολή γιατί κάποιοι δουλεύουμε κιόλας.» γελάει.

«Εσύ κυρίως δουλεύεις τον κόσμο ωστόσο.» μπαίνω στο αυτοκίνητο και κάνει πως θίγεται.

«Εγώ; Που χυνω αίμα, δάκρυα και υδρωτα στη δουλειά;!»

«Μωρό μου, σε γραφείο δουλεύεις, όχι σε οικοδομή.»

«Ξέρεις τι βαθμό δυσκολίας έχουν τα τιμολόγια;» κοροϊδεύει.

«Είσαι χαζός, αλήθεια.» χαϊδεύει το γόνατο μου ως απάντηση και αφήνω το χέρι μου πάνω στο δικό του για την υπόλοιπη διαδρομή.

Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, ο Άλκης με κοίταζει μουτρωμενος.

«Δεν έχω φιλί;» παραπονιέται.

«Δεν θα με πας μέχρι μέσα;» προτείνω. Εκείνος με κοίταζει μπερδεμένος, μιας και δεν του το έχω ξαναπεί. Ωστόσο, κοίταζει το ρολόι του.

«Έχω πέντε λεπτάκια πιστεύω.» χαμογελάει. Κλειδώνει το αυτοκίνητο και με ακολουθεί. Γυρίζω να τον κοιτάξω και τείνω το χέρι μου προς το μέρος του.

Εκείνος πλέκει τα δάχτυλά μας μεταξύ τους χωρίς δεύτερη σκέψη.

Περπατάμε μαζί μέσα στη σχολή και τον σερνω μαζί μου μέχρι τη παρέα μου.

«Που είσαι μωρή;» παραπονιέται η Αλεξία.

«Μάλλον την πλάκωσε το πάπλωμα.» λέει η Γεωργία πονηρά.

«Μπα, μάλλον κάποιος άλλος τω πλάκωσε.» συνεχίζει η Αλεξία. Τις κοιτάζω και τις δύο με μισό μάτι, μιας και δεν είμαστε μόνες, και το κόβουν.

«Άλκη, η Αλεξία, η Γεωργία, ο Κώστας και η Μαρία.» λέω. Εκείνος δίνει το χέρι του, λέγοντας τους πως χάρηκε για τη γνωριμία «Είναι το αγόρι μου.»

«Επιτέλους, το είχες εκθέσει το παλικάρι, τσουχτρα!» με κοροϊδεύει ο Κώστας, χτυπώντας παλαμάκια.

«Τι φωνάζεις μωρέ μαλακα;» ρωτάει μπερδεμένος ο Ρους. Γυρίζω να τον κοιτάξω και σκαλώνει.

Σίγουρα δεν περίμενε να με δει. Ωστόσο, το ίδιο ισχύει και για μένα.

Είχε καιρό να πατήσει πόδι στη σχολή, πάνω από μήνα.

«Αλκη, πως και από τα μέρη μας;» ρωτάει με ύφος, αγνοώντας την ύπαρξη μου. Το βλέμμα του όμως, παραμένει πάνω μου.

Ο Άλκης φαίνεται να κρατιέται ώστε να μην δώσει έκταση.

«Είπε το παλικάρι να φέρει τη κοπέλα του στη σχολή.» λέει ο Κώστας.

Ο Ρουσσάκης δεν παίρνει το βλέμμα του από πάνω μου. Θα έλεγε κανείς από το ύφος του πως είναι σαν να θίχτηκε, πληγώθηκε και παράλληλα έμαθε ότι πέθανες κάποιος και ταυτόχρονα πως παθαίνει εγκεφαλικό.

Και δεν υπερβάλω ούτε τόσο δα!

«Ναι, όχι σαν εσένα που με αφήνεις να παίρνω το λεωφορείο.» παραπονιέται η Γεωργία.

«Άσε με ρε μωρό μου, βαριέμαι να οδηγώ πρωινιατικα.»

«Ναι, σε είδαμε και το βράδυ.» τον πειράζει η Αλεξία.

Στο μεταξύ ο Ρους συνεχίζει να με κοίταζει, αγνοώντας τους πάντες.

«Πόσο καιρό είστε μαζί;» πετάει.

Ο Άλκης με αγκαλιάζει, τοποθετώντας το κεφάλι του πάνω από το δικό μου.

«Νομίζω πως αυτό δεν σε αφορά, Βασίλη.» απαντάω έξω από τα δόντια.

«Ξέρεις ότι πηδιομασταν, έτσι;» λέει καυστικά, κοιτώντας τον Άλκη.

Ο Άλκης τιναζεται αλλά τον προλαβαίνω.

Η σφαλιάρα που ρίχνω στον Βασίλη καίει τη παλάμη μου.

Περνάω από δίπλα του κρατώντας το χέρι του Άλκη.

«Δεν έχεις ιδέα πόσο χαίρομαι που οι μαλακιες που λες δεν είναι αλήθεια.» πετάω και προχωράω προς το αυτοκίνητο, τραβώντας τον Άλκη μαζί μου.

Νιώθω πως αν αφήσω το χέρι του, θα τον πλακώσει στο ξύλο.

Όταν φτάνουμε στο αυτοκίνητο, χτύπα επανελλημενα τη ζάντα.

«Θα τον πλακώσω στο ξύλο τον καριόλη.» λέει έξαλλος.

«Ήθελε να μπει στο μυαλό σου, μην τον αφήνεις.» λέω απαλά.

«Τι σκατά έκανε για να σε αξίζει αυτός ο καριόλης;» λέει πληγωμένος.

«Άλκη, δεν κοιμήθηκα ποτέ μαζί του, τα έχουμε ξανά πει αυτά.»

Κλείνει σφιχτά τα μάτια του «Το ξέρω, γαμώτο και σε πιστεύω.»

«Αλλά;» ρωτάω.

«Έκλαψες τόσα βραδιά στην αγκαλιά μου για πάρτη του κι ο τρόπος που μιλάει για σένα μπροστά μου... Δεν έχει σημασία αν είναι αλήθεια ή ψέματα... Δεν μπορώ να χωνέψω το θράσος του!» λέει.

«Μην του δίνεις σημασία, μωρό μου.»

«Δεν του αξίζεις, πότε δεν του άξιζες.» λέει. Με πλησιάζει και αγκαλιάζει το πρόσωπό μου με τις παλάμες του.
«Σ' αγαπάω, Σεληνάκι μου και θα κάνω ο,τι περνάει από το χέρι μου για να είσαι ευτυχισμένη.» λέει.

Τα χείλη του ακουμπούν στα δικά μου, φιλωντας με τρυφερά. Σκύβει, ακουμπώντας το μέτωπό του στο δικό μου.

«Δεν θέλω να απαντήσεις τυπικά, δεν με νοιάζει. Απλώς ήθελα να το ξέρεις. Δεν είναι μόνο ερωτικό, είναι και αυτό το δέσιμο που είχαμε πάντα. Σ' αγαπάω.» λέει ξανά με ένα χαμόγελο.

Χαμογελάω μα όταν πάω να μιλήσω, μου κλείνει το στόμα με ένα φιλί.

«Τραβά για μάθημα και να προσέχεις!» λέει τρυφερά. Γνεφω καταφατικά και αφήνω άλλο ένα φιλί στα χείλη του προτού μπει στο αυτοκίνητο του και χαθεί από το οπτικό μου πεδίο.

Γυρίζω πίσω και βλέπω τον Κώστα να με πλησιάζει, με τον Ρουσσάκη να μας κοίταζει από μακριά, καπνίζοντας το τσιγάρο του.

«Είσαι εντάξει;» ρωτάει ανήσυχος.

«Θα είμαι εντάξει όταν θα έρθει η μέρα που δεν θα χρειάζεται να βλέπω το πρόσωπό του.» λέω σκληρά. Εκείνος με αγκαλιάζει, μην έχοντας να σχολιάσει κάτι.

«Πάμε μέσα; Φάγαμε και το ακαδημαϊκό τέταρτο.» γελάω με τον χαζό και γνεφω καταφατικά, ακολουθώντας τον.

______________

Όλα καλά;

Τι λέει;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top