4. "Αναπτήρας."
«Χριστέ μου, ευτυχώς τελειώσαμε! Δεν θα άντεχα άλλο τη φλυαρία του!» παραπονιέται η Αλεξία δίπλα μου. Ανοίγω το ένα μου μάτι και συνειδητοποιώ πως ο καθηγητής μας άφησε ελεύθερους, επιτέλους, και πως τα παιδιά έχουν σηκωθεί και ετοιμάζονται να φύγουν.
«Τελειώσαμε κιόλας;» χασμουριέμαι. Η Αλεξία γελάει και μου κάνει νόημα να σηκωθώ.
«Εδώ και πέντε λεπτά, αλλά ήσουν απασχολημένη να ροχαλίζεις.» λέει.
Γουρλώνω τα μάτια μου, «Σοβαρά; Το εννοείς;!» λέω έντρομη.
«Όχι, σε δουλεύω. Ξεκόλλα, σήκω να πάμε για καφέ με τα παιδιά.» λέει.
«Ποιοι θα είμαστε;» ρωτάω. Συνέχεια τυχαίνει να έχω κανονίσει να βγω με την Νίκη μετά τη σχολή, οπότε δεν πηγαίνω για καφέ με τα παιδιά. Σήμερα όμως που η Νίκη έχει κανονίσει, είναι ευκαιρία να επανορθώσω και να τους δώσω να καταλάβουν πως δεν τους αποφεύγω!
«Εγώ, ο Νίκος, ο Κώστας, ο Ανδρέας, η Μαρία, ο Παναγιώτης, η Γεωργία και...» σταματάει κοιτώντας με πονηρά «Ο Ρουσσάκης!» ψιθυρίζει ενθουσιασμένη. Κάνω πως δεν επηρεάζομαι από το άκουσμα το επιθέτου του. Έχει περάσει ένας μήνας και κάτι, και ακόμη η παρουσία του μου προκαλεί ταχυκαρδία.
«Αα, λίγοι θα είστε πάλι.» λέω γελώντας.
«Τι εννοείς είστε; Είμαστε. Θα έρθεις, δεν σηκώνω κουβέντα!» λέει η Αλεξία.
«Άντε ρε, ελάτε να φύγουμε. Και εσύ, Σελήνη, μην μου πεις πάλι πως έχεις κανονίσει, θα τσακωθούμε!» ακούγεται η φωνή της Γεωργίας.
«Βασικά δεν την παλεύω και έλεγα να πάω σπίτι να την πέσω.» λέω με ειλικρίνεια. Πάλι το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκα στις 5 το ξημέρωμα και νιώθω πτώμα.
«Αηδίες! Θα έρθεις!» λένε και οι δύο ταυτόχρονα. «Πιάσε κόκκινο!» λένε ξανά.
«Χριστέ μου, πολύ παρέα κάνετε εσείς οι δύο.» λέω γελώντας.
«Γαμησε τα.» να το πάλι. Κοιτάζονται μεταξύ τους και η Αλεξία κάνει νόημα στη Γεωργία να σκάσει. «Σήκω, φύγαμε!» μου λέει. Σηκώνομαι απρόθυμα και τις ακολουθώ. Ας βγω μια φορά μαζί τους, να έχω άλλοθι για τις επόμενες.
Ναι, είμαι ο τύπος του "Να μαζευτούμε, να πάτε και καλά να περάσετε", τι να κάνουμε;
_________________________________________________________________________
«Μπα, μας έκανε τη τιμή; Δεν θα βγει με την Νίκη σήμερα;» λέει δήθεν σοβαρός ο Κώστας.
«Έλα ρε, δεν φταίω εγώ!» δικαιολογούμαι.
«Ναι, ναι, αν θέλουμε σε πιστεύουμε.» λέει. Γελάω και του πετάω stick ζάχαρης στο κεφάλι.
Ακούω κάποιον να λες πως κάνουμε σαν παιδιά δημοτικού, αλλά αποφασίζω να το αγνοήσω, καθώς ξέρω τη πηγή της φωνής.
Ο Ρουσσάκης φυσικά.
Αυτό το παιδί έχει αυτή την...εξαίρετη ιδιότητα. Ή που θα κάθεσαι και θα τον κοιτάς και θα σου τρέχουν τα σάλια ή που θα κρατιέσαι με νύχια και με δόντια από το να του χώσεις σφαλιάρα.
Αμφιβάλλω για το αν υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο.
«Ρε, την επόμενη φορά να πάμε στο Δάσος Χαϊδαρίου.» λέει η Μαρία.
«Γιατί μωρή, στάμπαρες γκομενάκι πάλι;» κοροϊδεύει ο Πάνος.
«Άμα είναι από τα μέρη μου, θα είναι ωραίο μωρό πάντως. Βέβαια οι δικοί μας είναι και λίγο μαλακες, οπότε δεν σου εγγυόμαι και τίποτα.»
«Όπα, ποιος είναι από Χαϊδάρι;» ακούω τη φωνή του Ρούσσου.
«Εγώ, γιατί;» απαντάω.
«Μένω Περιστέρι.» λέει με έντονο ενθουσιασμό. Καλά, εγώ δεν θα χαιρόμουν στη θέση του.
«Σοβαρά;»
«Ναι!» κοίτα εδώ χαρά.
«Στην γειτονιά των καγκουριών δηλαδή. Δεν σας πάω μια.» λέω γελώντας. Είμαι ειλικρινής, δεν φταίω.
«Έλα, δεν είμαστε όλοι έτσι.» λέει.
«Είναι το 99% όσων έχω γνωρίσει, οπότε...» λέω σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου.
«Έλα ρε 'σύ! Είμαστε τυπαρες κατά βάθος.» επιμένει.
«Τι τυπαρες μωρέ; Όλοι οι κλαρινογαμπροί με τα σπασμένα μηχανάκια που ακούγονται από το Περιστέρι μέχρι το Σύνταγμα, τα καγκούρικα τα γυαλιά, το τσαντάκι το Eastpak στη μέση και τον καπνό τον Old Horborn!
«Τι λεει;» απορεί γελώντας ο Ανδρέας.
«Περιγράφει το starter pack του Περιστεριώτη, δεν είναι κάτι.» λέει γελώντας η Μαρία.
«Έχεις και εκεί γκόμενο μωρή;» κοροϊδεύει ο Πάνος. Νιώθω το βλέμμα του Ρουσσάκη ακόμη πάνω μου ενώ προσπαθώ να κοιτάξω οποιουδήποτε άλλου, εκτός από τα μάτια του.
«Αστην ήσυχη μωρέ, φαγώθηκες!» λέει ο Νίκος.
«Είναι ωραίο το Περιστέρι πάντως.» λέει ξανά ο Ρουσσάκης.
Του χαμογελάω απολογητικά «Το Περιστέρι ναι, τα αγοράκια του όχι.» ακούγονται διαφορά επιφωνήματα καθώς ο Κώστας φωνάζει "Ω, τα μισά να μου 'λεγε" και η Αλεξία προσθέτει "Γκολ από τα αποδυτήρια και σπίτι σου."
Ο Ρούς γελάει συγκρατημένα, μα το βλέμμα του δείχνει πως αυτή η συζήτηση δεν τελείωσε.
Τώρα που το σκέφτομαι δεν είχε καν αρχίσει...
«Εντάξει, σας βαρέθηκα. Κόψτε τις μαλακίες και ελάτε να παίξουμε αναπτήρα ρε!» λέει ο Πάνος.
«Τι είναι ο αναπτήρας;» λέω. Πρώτη φορά το ακούω αυτό το παιχνίδι.
«Δεν έχεις ξαναπαίξει;» ρωτάει ο Ρούς.
«Μπα, πρώτη φορά το ακούω.» λέω αδιάφορα.
«Ουσιαστικά κάνεις μια ερώτηση στο αυτί του άλλου. Ρωτάω για παράδειγμα εγώ, εσένα, ποια έχει τα μεγαλύτερα βυζια εδώ μέσα, χωρίς να μας ακούσουν οι υπόλοιποι. Εσύ δίνεις τον αναπτήρα στον Κώστα, χωρίς να πεις κάτι, επειδή πιστεύεις πως αυτός έχει τα μεγαλύτερα βυζια. Στις πέντε ερωτήσεις, λέμε και τι είπαμε. Το 'πιασες;» εξηγεί ο Πάνος.
«Τραβά γαμήσου ρε μαλακα!» λέει γελώντας ο Κώστας.
«Ζηλεύουν ματιά μου, ασ' τους!» κοροϊδεύει ο Βασίλης.
Μόλις τον είπα με το όνομα του;... Σχεδόν είχα ξεχάσει πως τον λένε!
«Σοβαρευτείτε λίγο ρε, σε καμια ώρα πρέπει να φύγω γιατί δουλεύω!» λέει ο Ανδρέας.
«Ωραίος, εντάξει. Λοιπόν, ξεκινάω εγώ.» παίρνει τη πρωτοβουλία ο Πάνος.
Για λίγο έχω χάσει τη μπάλα και είναι λες και δεν συμμετέχω.
Στη πρώτη φάση, ο Πάνος ρωτάει κάτι τον Ανδρέα και ο Ανδρέας δίνει τον αναπτήρα στον Κώστα. Στην συνέχεια, ο Ανδρέας ρωτάει κάτι τον Κώστα, ο Κώστας δίνει τον αναπτήρα στην Αλεξία και πάει λέγοντας.
Αφού ολοκληρώνουμε τις πρώτες πέντε ερωτήσεις, μέσα από τις οποίες ανακάλυψα πως θέλω τον Κώστα και δεν το ξέρω, πως ο Πάνος θα έχει πιθανότατα κάνει παρτουζα, ο Κώστας θεωρεί πως η Αλεξία έχει τον πιο μεγάλο κωλο και πως η Μαρία θα έκανε άνετα λεσβιακό, τον αναπτήρα έχει ο Νίκος. Μας κοιτάζει όλους προσεκτικά έναν προς ένα και δίνει τον αναπτήρα στον Ρούς. Όταν σκύβει να του πει στο αυτί την ερώτηση, βλέπω το βλέμμα του να πέφτει στη "μεριά των κοριτσιών".
Ναι, είχαμε κάτσει κυριολεκτικά η μία δίπλα στην άλλη, στον έναν καναπέ, έχοντας δεξιά και αριστερά μας τον Κώστα, τον Νίκο και απέναντί μας τους υπόλοιπους.
«Κοιτάξτε, καμία σας...αλλά πρέπει σε κάποια να δώσω τον αναπτήρα.» λέει ο Ρούς. Κάνει ένα αποτυχημένο "αμπεμπαμπλομ" που επειδή βαριέται να το πει όλο, το βλέμμα του πέφτει πάνω μου.
«Θα δώσω τον αναπτήρα στο φιλαράκι μου από το Χαϊδάρι.» λέει απλά. Προσπαθώ να αγνοήσω τον κόμπο στο στομάχι μου, όταν με πλησιάζει και ψιθυρίζει το αυτί μου την ερώτησή μου.
«Ποιον δεν πας μια.» με ρωτάει. Κοιτάω τα παιδιά ένα προς ένα. Η αλήθεια είναι πως μέχρι στιγμής αυτός που δεν μπορώ να συμπαθήσω με τίποτα, είναι ο Νίκος.
Όντας όμως καλό παιδί, δεν μπορούσα με τίποτα να πετάξω έτσι απλά τέτοια κακία. Σηκώνομαι λοιπόν όρθια, πηγαίνω, αγκαλιάζω τον Νίκο και του δίνω τον αναπτήρα λέγοντας «Έπρεπε να τον δώσω σε κάποιον!»
Όταν μετά από λίγη ώρα κάτσαμε και "ανάψαμε τον αναπτήρα", δηλαδή είπαμε δυνατά τις ερωτήσεις, έπαθα ένα μικρό καρδιακό επεισόδιο.
Που να 'ξερά...
«Εμένα γιατί μου έδωσες τον αναπτήρα;» λέω.
«Με ρώτησαν με ποια από εδώ μέσα θα έκανα κάτι.» πως αναπνέουμε; Κοιτάζω στιγμιαία την Γεωργία και η ξενέρα στο πρόσωπό της είναι πεντακάθαρη. Τον κοιτάζει με μισό μάτι. Νομίζω τον σκοτώνει στο μυαλό της με πολλαπλούς τρόπους αυτή τη στιγμή που μιλάμε. «Αλλά εντάξει, είπα πως δεν θα έκανα κάτι με καμία σας. Σας βλέπω σαν παιδιά μου!» συνεχίζει γελώντας.
Ναι, αυτό έτσουξε λίγο.
«Επόμενος;» λέω για να διώξω την προσοχή από πάνω μου.
Έτσι λοιπόν, στο τέλος της ημέρας, όταν γύρισα σπίτι και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, μου έμειναν τρία βασικά ερωτήματα.
Πρώτον: Πόσο χρονών είναι πια αυτό το παιδί; Τι εννοεί μας βλέπει σαν παιδιά του; Δεν τον έκανα πάνω από 20!
Δεύτερον: Γιατί να δώσει τον αναπτήρα σε μένα; Θέλω να πω, η Γεωργία είναι πολύ πιο όμορφη από εμένα και φαίνεται να τρέχει κάτι μεταξύ τους...
Τρίτον: Θα έκανε ποτέ, πέρα από τη πλάκα, κάτι μαζί μου;
Και δυστυχώς ή ευτυχώς, απαντήθηκαν και τα τρία ερωτήματά μου...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top