38. "Διαγραφή."
«Εκεί που έρχεται η Ράνια και σου λέει ότι μετά από αυτά του καθόταν κι αυτή, πέθανα στο γέλιο.» λέει η Νίκη τρώγοντας τα πατατάκια μου.
Για ακόμη μια φορά.
«Εγώ έκλαψα γιατί ο Άλκης δύο χρόνια με παρακαλάει να του κάνω κονέ μπας και του κάτσει.» γελάω με τη τραγική ειρωνεία, η Νίκη πάλι όχι.
«Τι;» λέω μπερδεμένη.
«Το εννοείς τώρα;»
«Ναι;» αφήνει τα πατατάκια κάτω και σταυρωνει τα χέρια στην αγκαλιά της.
«Είσαι τελείως ηλιθια.» λέει σαν να βγάζει κάποιο μεγάλο συμπέρασμα.
«Γιατί μωρέ πάλι;» παραπονιέμαι.
«Τι ώρα θα βγεις με τον Αλκινό;» ρωτάει.
«Είπε θα περάσει σε καμία ώρα.»
«Μάλιστα.» λέει. Ωστόσο αποφεύγει να με κοιτάξει.
«Τι μου κρύβεις παλιομαλακα;» ρωτάω.
Δεν απαντάει.
«Μήπως έχει να κάνει με τη δυσαρέσκεια σου προς τον dj ή τη συγγνώμη που ζήτησες μετά;» ψαρεύω.
«Χεσε με, δεν μπορώ να πω» λέει «Να σκάσω είμαι!» κλαψουριζει.
«Πόσο καιρό "δεν μπορείς να πεις";» ρωτάω.
«Ένα εξάμηνο.» μαρτυρεί.
«Ένα εξάμηνο φυσιολογικό ή ένα εξάμηνο δικό σου με τον Πέτρο που υπολογίζεται γύρω στον χρόνο;»
Με κοίταζει με στενεμενα ματιά «Εξάμηνο κανονικό.» απαντάει.
«Άρα μου κρύβεις κάτι από τότε που έκανα κάτι με τον Άλκη.» συνειδητοποιώ. «Νίκη, μου κρύβεις πράγματα τόσο καιρό!»
«Α, για άκου να σου πω, δεν φταίω εγώ που κοιμάσαι όρθια και δεν βλέπεις πράγματα που είναι φως φανάρι! Αν το πάμε έτσι, σου κρύβω πράγματα εδώ και ένα τεράστιο χρονικό διάστημα!»
«Πες μου ότι δεν είσαι έγκυος και έπινες τον κωλο σου χθες!» πετάω.
Μοιάζει να θέλει να με πνίξει.
«Χριστέ μου, δεν σε αντέχω άλλο, συνελθε!» φωνάζει «Μωρή, οι άλλοι σφάζονται για πάρτη σου και εσύ κοιμάσαι όρθια! Σταμάτα επιτέλους να εθελοτυφλείς!»
«Τι δεν βλέπω δηλαδή;» σίγουρα δεν βλέπω να γίνομαι θεία τώρα στα κοντά.
Δόξα τον Θεό.
«Σελήνη, γαμώτο, είμαι απόλυτος σοβαρή.» και όντως, το μάτι της γυαλίζει και έχω αρχίσει ήδη να φοβάμαι.
Είναι όντως σοβαρή.
«Ωραία, σε ακούω.»
«Αρκεί να μην προσπαθήσεις τις υπεκφυγές λέγοντας μαλακίες και εκνευρίζοντάς με.» εν τω μεταξύ έχει τόσο λεπτά νεύρα...
Πως σκατά θα γίνει ψυχολόγος αυτή;
«Ορκίζομαι αν προκύψει ασθενής σαν εσένα, θα στον στείλω να κάνετε παρέα.» μοιάζει σαν να διάβασε τη σκέψη μου.
«Κάτσε, γιατί τι έχω εγώ;» λέω πλέον θιγμενη.
«Δεν θα συζητήσουμε τι έχεις, θα συζητήσουμε όμως τι δεν έχει και αυτό που δεν έχεις είναι επίγνωση της πραγματικότητας. Φοβάσαι να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και υπεκφευγεις σε φθηνά σενάρια που καλύπτουν τις ανασφάλειες σου. Το χειρότερο όλων ωστόσο είναι πως όλο αυτό συμβαίνει σε συνδυασμό με το σύνδρομο κατωτερότητας που σου δημιούργησε ο άλλος ο μαλάκας!» λέει έξαλλη.
«Κάτσε ρε μαλακα, τι επίθεση είναι αυτή;» λέω έκπληκτη.
«Φταίει που δεν έχουμε χρόνο και εγώ δεν μπορώ να πω πολλά.» μουρμουράει «Να σου πω, τι κατάλαβες χθες;»
«Ότι αρέσω στον Αλκη;» δεν ξέρω και τι να απαντήσω, είναι έτοιμη να εκραγεί.
Κλείνει τα μάτια της «Ωραία, σήμερα γιατί θα βγείτε;»
«Για να μιλήσουμε και να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, υποθέτω.»
Η πόρτα του δωμάτιο μου ανοίγει και ο Πέτρος μας χαμογελάει πονηρά με τον Άλκη να βρίσκεται πιο πίσω του.
«Τόσα χρόνια ο μαλάκας είχε ξεχάσει πως υπάρχει πόρτα σε αυτό το σπίτι και τώρα χτύπησε κουδούνι.» κοροϊδεύει.
«Σκάσε μωρέ.» μουρμουράει ο Άλκης.
«Καλή δύναμη.» πετάει η Νίκη τραβώντας τον Πέτρο έξω από το δωμάτιο.
«Σε ποιον απ' όλους;» φωνάζω.
«Στον Αλκη!»
Εντάξει, δεν το περίμενα αυτό.
«Από ποτέ κάνατε κόμμα εσείς οι δύο;» λέω μπερδεμένη. Σηκώνει τους ώμους του, μη ξέροντας πως να απαντήσει σε αυτό.
«Είσαι έτοιμη;» ρωτάει. Ωστόσο βλέπει τις πιτζάμες μου.
«Δεν θες να κάτσουμε εδώ;» λέω.
«Θα προτιμούσα να βγούμε, αν θες και εσύ. Κάπου ήσυχα, για να μπορούμε να μιλήσουμε, εννοείται.» λέει.
Απαπαπα ευγένεια και κακό.
Παρ' όλα αυτά σέβομαι την επιθυμία του και όταν σηκώνομαι όρθια, εκείνος βγαίνει από το δωμάτιο για να με αφήσει να ετοιμαστώ.
Ζω μεγάλες στιγμές, όχι αστεία!
____________________
Κάθομαι στο παγκάκι με τον ζεστό καφέ να ζεσταίνει τα χέρια μου όσο ο Άλκης κόβει βόλτες πάνω-κάτω στη πλατεία.
«Είσαι σίγουρη πως είσαι εντάξει; Αν κρυώνεις πάμε να κάτσουμε στο αυτοκίνητο ή κάπου αλλού, δεν ξέρω.» μπερδεύει τα λόγια του.
«Άλκη, σου είπα, είμαι μια χαρά.» γελάω «Και σταμάτα τα πέρα-δώθε και έλα εδώ.»
«Δεν μου είναι εύκολο.» δικαιολογείται.
«Ούτε και εμένα.» λέω «Μ' έχεις μπερδέψει.»
«Αχ ρε Σελήνη μου, να μην βλέπεις...»
«Τώρα γιατί ακούγεσαι σαν τη Νίκη;» λέω αμήχανα.
«Η Νίκη θα σε έβριζε κιόλας.» παρατηρεί.
«Ναι, έχεις ένα δίκιο.» βλέπει πως δεν είμαι πρόθυμη να προχωρήσω σε συμπεράσματα οπότε παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, Σελήνη.» δεν παίρνει τα μάτια του από τα δικά μου και νιώθω ένα σκίρτημα στην ειλικρίνεια του.
«Από πότε;»
«Πάντα μου άρεσες λίγο πολύ, ειδικά όταν αρχιζαμε να μεγαλώνουμε. Νομίζω όμως πως η στιγμή που κατάλαβα πως την έχω πατήσει για τα καλά ήταν όταν συνειδητοποίησα πως δεν μου κάνει καμία, αν δεν είσαι εσύ...»
Μένω να τον κοιτάζω έκπληκτη και βλέπω πως αρχίζει να αισθάνεται αμήχανα με τη σιωπή μου, οπότε αποφασίζω να ελαφρυνω λίγο το κλίμα.
«Σωπα ρε, τέτοιες ζημιές κάνω η ρουφιάνα;» εκείνος γελάει, υψωνοντας το βλέμμα του στον ουρανό.
«Που πάω να μπλέξω ο πουστης!» τον πλησιάζω, αγκαλιάζοντας τον κορμό του.
«Έχεις μπλέξει ήδη.» εκείνος δαγκώνει τα χείλη του και με φέρνει μπροστά του.
«Τι μας λες.» με πειράζει. Γνέφω καταφατικά με ένα χαζό χαμόγελο στα χείλη. Το ένα χέρι του αγκαλιάζει το πίσω μέρος του κεφαλιού μου ενώ το άλλο χαϊδεύει απαλά το πρόσωπό μου.
«Είσαι μπελάς·» γελάει «το ξέρεις, έτσι;»
«Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ.» τον πειράζω με τη σειρά μου.
«Τι θα κάνω με 'σένα;» σηκώνω αδιάφορα τους ώμους και εκείνος με αγκαλιάζει, στηρίζοντας το κεφάλι του πάνω στο δικό μου.
«Κοντή.» πριν καν προλάβω να μιλήσω «Είμαι ψηλή για κορίτσι.» κοροϊδεύει. Τσιμπαω τη κοιλιά του, αλλά αρχίζει να με γαργαλάει.
«Ασε με!» χτυπιέμαι «Θα κατουρηθω πάνω μου!»
«Τι ρομαντική που είσαι.» κάνω να απομακρυνθώ με τη πρώτη ευκαιρία, όμως με φέρνει κοντά του, τραβώντας με από τη τσέπη του τζιν μου.
«Μην φεύγεις μακριά μου.» λέει με ένα μικρό παράπονο.
Χαμογελάω γλυκά «Μην μου δώσεις λόγο να φύγω.» μου σκάει ένα μεγάλο χαμόγελο ως απάντηση προτού κολλήσει τα χείλη του στα δικά μου.
Όταν αργότερα με γυρίζει σπίτι, αποφασίζω να εκφράσω τη μεγάλη μου απορία.
«Γιατί δεν έρχεσαι πάνω;» ρωτάω.
«Θέλω να το πάμε αργά, χωρίς να σημαίνει πως αν έρθω πάνω θα κάνουμε...κάτι.» λέει μπερδεμένα. Χαμογελάω με νόημα, γιατί ξέρουμε και οι δύο πως όλο και κάτι θα γινόταν «Και επίσης ντρέπομαι.» λέει.
«Έχεις μεγαλώσει στο σπίτι μου.» λέω το αυτονόητο.
«Ακριβώς γι' αυτό.» λέει γλυκά «Δεν θέλω να νομίζει ο κύριος Σωτήρης πως σε εκμεταλλεύομαι με τον οποιονδήποτε τρόπο.» γλυκούλης.
«Είσαι χαζός, αλλά καταλαβαίνω.»
«Μου αρκεί.» μου δίνει άλλο ένα τελευταίο φιλί για καληνύχτα και περιμένει μέχρι να μπω σπίτι ώστε να φύγει.
Μόλις φτάνω πάνω, βλέπω πως έχω μια αναπάντητη κλήση.
Κοιτάζω την επαφή και τη φωτογραφία που τη συνοδεύει και απογοητεύομαι ακόμη περισσότερο...
Ρους (1)
Χωρίς να το πολυσκεφτώ, ανοίγω την επαφή και κοιτάζω μια τελευταία φορά τη φωτογραφία.
Μπαίνω πίσω στη επαφή.
Διαγραφή.
________________________________________________
ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΜΩΡΑΚΙΑ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top