20. "Θύμωσες;"
Στον δρόμο για το σπίτι μου δεν ανταλλάσσουμε λέξη. Εγώ δεν ανοίγω το στόμα μου για να μην πετάξω καμιά μαλακιά και χαλάσω το συννεφάκι μου...κι αυτός πάλι...δεν ξέρω.
Ποτέ δεν ξέρω τι σκέφτεται ο Ρουσσάκης.
Όταν φτάνουμε έξω από το σπίτι μου το νιώθω πως θέλει να μου πει κάτι. Δεν ξέρω αν φταίει ο τρόπος που δαγκώνει πεισματικά τα χείλη του ή τρόπος που με κοιτάζει, αλλά το νιώθω, ξέρω πως θέλει να μου πει κάτι.
Παρ' όλα αυτά καλύπτει οποιονδήποτε ενδοιασμό του με ένα χαμόγελο.
«Θα μιλήσουμε, εντάξει;» λέει.
Γνέφω καταφατικά και του δίνω το κράνος μου.
«Κράτα το.» λέει μ' ένα χαμόγελο. Γνέφω καταφατικά μερικές φορές προτού συνειδητοποιήσω πως πρέπει να μοιάζω με ηλίθια.
«Καληνύχτα.»
«Καληνύχτα, όμορφη.»
Θα πεθάνω.
Όταν μπαίνω μέσα στο σπίτι μου, βλέπω την μαμά μου στο σαλόνι με τον αδερφό μου, την Νίκη και τον Άλκη.
«Μάζωξη;» πιο πολύ σαν ενέδρα μου μοιάζει, αλλά εντάξει. Αφήνω τη τσάντα μου και το μπουφάν μου στον καναπέ όταν η μαμά μου σηκώνεται όρθια.
«Πάω να σου βάλω να φας και σ' αφήνω με τα θηρία. Δεν θέλω να ξέρω γιατί έχει νεύρα η Νίκη.» λέει γελώντας.
«Εγώ θέλω να ξέρω, αλλά καλύτερα να πάω να παίξω PlayStation τώρα που μπορώ.» λέει ο αδερφός μου με ένα πονηρό χαμόγελο. Η Νίκη του ρίχνει μια κοφτή ματιά αλλά αυτός την φιλάει στο μάγουλο και εξαφανίζεται στο δωμάτιό του.
«Πεντάχρονο!» φωνάζει η Νίκη.
«Μην εξαπτεσαι.» της λέει ο Άλκης.
«Ρε, δεν πας να δεις αν έρχομαι;»
«Την παλεύετε;» λέω γελώντας. Εκείνοι γυρίζουν και με κοιτάξουν και αμέσως μου κόβεται το γέλιο.
«Τι έκανα;» ρωτάω.
«Φαίνεσαι...καλά.» λέει ο Άλκης.
«Είμαι.» νομίζω.
«Άρα πήγε καλά;» ρωτάει η Νίκη.
«Ναι.» νομίζω.
«Ωραία, τότε θέλω λεπτομεριες!» λέει μες τη τρελή χαρά, τρέχοντας προς το δωμάτιό μου.
Κοιτάζω τον Άλκη, με κοίταζει και αυτός.
«Πάει καλά αυτή ρε;» λέει ο Άλκης.
«Θα έρθετε;!» φωνάζει.
Ο Άλκης σηκώνεται και σηκώνει τα χέρια του στον αέρα.
«Πάω να δω τι φτιάχνει η αγαπημένη μου και θα έρθω. Μέχρι να μπεις εσύ στο ζουμί της υπόθεσης, προλαβαίνω.» κοροϊδεύει «Κυρία Ναταλία, ό,τι κι αν φτιάχνετε μυρίζει ωραία!» φωνάζει, πηγαίνοντας στη κουζίνα.
Το παιδί είναι ηλιθιο.
Γελάω με τον βλαμμένο καθώς ανεβαίνω με γρήγορα βήματα τη σκάλα. Όταν μπαίνω στο δωμάτιό μου βλέπω πως η Νίκη έχει ήδη βάλει χέρι στη καβατζα μου με τα πατατάκια.
«Μωρή!» λέω.
«Τι;» λέει μπουκωμένη.
«Γαμησέ το.» λέω ξαπλώνω στο κρεβάτι δίπλα της και παίρνω μια χούφτα πατατάκια.
«Αυτά ήταν δικά μου.» λέει. Γυρίζω να την κοιτάξω και συνεχίζει να τρώει σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
«Σοβαρά τώρα;» ρωτάω.
Σηκώνει αδιάφορα τους ώμους «Καλά, μπορείς να φας και εσύ.» λέει με ένα χαμόγελο.
«Ξέρεις, όσο περνάει ο καιρός δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι.»
«Για τι πράγμα;» τρώει άλλο ένα πατατάκι.
«Γιατί κάνω παρέα μαζί σου.» λέω ειρωνικά.
«Και χάρη σου κάνω.» λέει με ύφος.
«Σ' αγαπάω.» ξαπλώνω στο κρεβάτι και μένω να κοιτάζω το ταβάνι.
«Αχού, καρδούλες από τα μάτια πετάς εσύ. Τόσο καλά πήγε;»
Αναστενάζω «Ναι» λέω «Τουλάχιστον έτσι νομίζω.»
«Τι εννοείς έτσι νομίζεις;»
«Πήγε καλά αλλά δεν είμαι σίγουρη αν πήγε 100% καλά.» λέω σκεπτική.
«Θα με σκάσεις μωρέ, πες.»
«Τα πριν κάνουμε κάτι θα στα πω όταν θα είμαστε μόνες μας γιατί θα κοροϊδεύει ο Αλκης, οπότε θα μπω κατευθείαν στο θέμα.» λέω. Εκείνη γνέφει καταφατικά.
«Μπήκαμε στο ψητό ή ακόμα αναλύουμε το χαμόγελο, το βλέμμα και τα σκατά;» μπουκάρει ο Άλκης στο δωμάτιό μου, ξαπλωνοντας δίπλα μου.
«Στο ψητό μπήκαμε Άλκη, βουλωσέ το να αρχίσει επιτέλους.» πετάγεται η Νίκη.
«Λοιπόν...» αρχίζω να τους λέω πως με φίλησε ενώ δεν το περίμενα, πως ήμασταν ξαπλωμενοι στον καναπέ μέχρι που έφτασα στο σημείο που με προβληματίζει.
«Και;» λέει η Νίκη.
«Δεν ξέρω αν βλέπουμε την όλη κατάσταση το ίδιο.»
«Δηλαδή;» λέει εκνευρισμένος πλέον ο Άλκης που το γυροφερνω και δεν μπαίνω στο θέμα.
«Εγώ είμαι ερωτευμένη μαζί του και θέλω να είμαι μαζί του αλλά αυτουνού του αρέσω μα δεν είναι διατεθειμένος να κάνει κάτι σοβαρό μαζί μου αυτή τη στιγμή.» περιγράφω τη σκέψη μου όσο καλύτερα μπορώ.
«Μιλήσατε για το πως τον βλέπεις εσύ; Πως την έχεις δαγκώσει για τα καλά ρε παιδί μου.» τον κοιτάζω με μισό μάτι «Την λαμαρίνα πάντα!»
«Ναι, τα συζητήσαμε όλα αυτά.»
«Και παρ' όλα αυτά χώθηκε;» γνέφω καταφατικά. «Άμα δεν νιώθει ό,τι νιώθεις και παρ' όλα αυτά έκανε τη καύλα του, είναι μεγάλο αρχίδι.»
«Συμφωνώ.» λέει η Νίκη.
«Δεν μου έταξε κάτι, οπότε...» προσπαθώ να τον δικαιολογήσω.
«Δεν έχει να κάνει, έπαιξε μαζί σου.»
«Θα του σπάσω τα μούτρα!»
«Καλά, άραξε τα βυζιά σου εσύ.» τον πειράζει η Νίκη.
«Ειλικρινά, αν μετά από όλα αυτά δεν σου ξαναμιλήσει, θα τον δείρω.» όντως θα το κάνει.
«Ελπίζω να μην χρειαστεί να φτάσουμε σε αυτό το σημείο.» γελάω.
«Εγώ πάλι θα ήθελα να του ρίξω μια μπουνιά.» λέει η Νίκη «Μια χαλαρή, ίσα-ίσα να σβήσω το υφάκι του γαμιά από τη φάτσα του.»
«Εσύ τον λάτρευες ρε μαλάκα, τι άλλαξε;»
«Έπαιξε με τη φίλη μου.» λέει.
Το κινητό μου δονείται στα χέρια μου και αμέσως βλέπω πως είναι μήνυμα από τον Βασίλη.
Ρους
Πως είσαι μικρή;
«Έχω πέσει και κλαίω στο παλιό μου παλτό πες του.» κοροιδεύει ο Άλκης.
«Αμάν μωρέ!»
«Ε, τι ρε Σελ; Αυτός νομίζει ότι έχεις πέσει στα πατώματα. Κοψ' του τον αέρα!»
Απαντάω ένα «καλά» και αγνοώ το σχόλιο του Άλκη.
Η απάντηση του Ρους έρχεται αμέσως.
Ρους
Περάσαμε καλά σήμερα, ε;
Τώρα τι ερωτήσεις είναι αυτές;
«Γιατί συγχύστηκες, τι λέει;» ρωτάει η Νίκη. Τους δείχνω το μήνυμα και ο Άλκης κρατιέται μην πετάξει κακία.
«Έλα το αγοράκι το θέλει το άκυρό του μπας και στρώσει χαρακτήρα. Θα γαμήσει και μας σε λίγο!» πετάει εντέλει «Α, δεν πιστεύω να του έκατσες;!» του έρχεται αναλαμπή.
«Όχι μωρέ.»
«Πάλι καλά.»
«Μωρέ, εσένα ποιο είναι το πρόβλημά σου;» ρωτάει η Νίκη.
«Δεν ξέρω ρε φίλε, μου έκατσε στραβά τώρα που τον γνώρισα. Είχε ένα υφάκι, σαν να το είχε πάρει πάνω του. Θα πρέπε να κάνει πάρτυ που τον θέλει το Σεληνούμπι μας!» λέει τσιμπώντας το μάγουλό μου.
«Φτάνει ρε Άλκη, πονάω!« τσιρίζω.
Ανοίγει η πόρτα του δωματίου μου απότομα και ο πατέρας μου εμφανίζεται με κομμένη την ανάσα, κρατώντας την καρδία του.
«Πω μιλάμε, έμφραγμα θα πάθαινα.»
«Κύριε Σωτήρη, με απογοητεύει το πρόστυχο μυαλό σας.» λέει γελώντας ο Άλκης.
«Μακριά από τη κόρη μου εσύ αν θες να συνεχίσεις να εξασκείς το άθλημα.» λέει ο πατέρας μου και απλώς κλείνει τη πόρτα και φεύγει.
«Μιλάμε σε αυτό το σπίτι είστε όλοι τρελοί!» γελάει η Νίκη.
«Για νέο μου το λες;»
«Στον άλλο θα απαντήσεις; Έχει γαμηθεί να στέλνει.» ναι, Άλκη μου, το ξέρω, προσπαθώ να το αγνοήσω.
Φυσικά και δεν άντεξα.
Ρους
Δεν μου απαντάς όμως.
Ελπίζω να είμαστε εντάξει.
Θύμωσες;
«Συγγνώμη, γιατί να θυμώσεις;» ρωτάει η Νίκη.
«Κάτι πάει λάθος.» συμφωνεί και ο Άλκης.
Luna
Να θυμώσω γιατί;
Ρους
Ξέρεις τον λόγο...
«Ρε, μήπως παίρνει τίποτα αυτό;.» ρωτάει η Νίκη.
«Ναι, κάτι τέτοιο αρχίζω και πιστεύω και 'γω.» παραδέχομαι. Δεν εξηγείται αλλιώς!
Ρους
Ασ' το, προτιμώ να την κάνουμε αυτή τη συζήτηση από κοντά.
Καληνύχτα μωρό μου.
_____________________________________________________________________________
Σαν να μην μας τα λέει καλά ο Ρουσσάκης...
ή είναι η ιδέα μου;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top