17. "Τάσεις Φυγής."
Καλημέρα, να έχετε όλοι μια όμορφη μέρα (όχι σαν της Σελήνης, εκτός αν είστε μαζοχες. Καλημεραααα)
«Τι έκανες;!» ουρλιάζει η κολλητή μου.
«Νίκη!» λέω απηυδησμένη. Είναι η τρίτη φορά που με ρωτάει το ίδιο πράγμα! «Είπαμε, έκανα ερωτική εξομολόγηση στον Ρουσσάκη, τέλος.»
«Μα ερωτική εξομολόγηση μωρή;»
«Εσύ δεν μου έλεγες να του πω τι νιώθω, ηλίθια; Ε, το έκανα!»
«Την επόμενη φορά θα υπερτονίσω το ότι θα ήταν προτιμότερο αυτό να γινόταν από κοντά.»
«Καλά, δεν έχει επόμενη φορά, μην ελπίζεις.» λέω γελώντας.
«Τέλος πάντων, δεν θα εκνευριστώ. Απάντησε;»
«Όχι ακόμα.»
«Τώρα αυτό δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό.» λέει σκεπτική «Το έχει διαβάσει;»
«Δεν έχω μπει να δω.» παραδέχομαι.
«Γιατί όχι;»
«Φοβάμαι, άσε με!» κλαψουριζω «Θέλω να μείνω για πάντα εδώ, να τον κάνω μπλοκ από παντού και να κάνω φραγή στον αριθμό του.»
«Ναι, λες και όλα αυτά θα καταφέρουν να τον κρατήσουν μακριά σου.» κοροϊδεύει.
«Τι; Λες να έρθει να με βρει στη Θεσσαλονίκη;!» λέω έντρομη.
«Μπα, πέφτει μακριά και δουλεύει το βράδυ.»
«Καλά μωρή, με κοροϊδεύεις;»
«Προσπαθώ σκληρά να μην το κάνω, αλλά κανείς σαν μωρό.» λέει.
«Ωραία κολλητή είσαι ρε, μπράβο.» λέω κλαίγοντας.
«Πως στο καλό τα κατάφερες έτσι, μου λες;»
Η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου.
«Χρειάστηκε μεγάλη υπομονή και ιδιαίτερο κόπο.»
«Μιλάω σοβαρά.» λέει «Λίγες μέρες σε άφησα μόνη σου και τα έκανε πιο σκατά από ό,τι συνηθίζεις.»
«Γιατί μωρέ πότε τα κάνω σκατά;»
«Πάντα;» λες και είναι αυτονόητο.
«Το αντιπαρέρχομαι.»
«Ναι, το συνηθίζεις.»
«Ρε μαλακα, κοφ' το!»
«Βρε αγάπη μου, παρ' τον ένα τηλέφωνο.» προσπαθεί να με καλοπιάσει.
«Δεν θέλω!» συνεχίζω τη κλάψα μου.
«Δεν δαγκώνει μωρέ.» λέει «Βέβαια, μπορεί και να σ' αρέσει αν δαγκώνει.» πετάει πονηρά.
«Μωρή!!» πετάω κατακόκκινη από την ντροπή. Εκείνη γελάει σαν καλός μαλακας που είναι όταν βλέπω το όνομα του Ρουσσάκη.
«Ω, γάμησέ με!» κλαψουρίζω.
«Έχω πάει με τον αδερφό σου ρε, δεν θα θεωρείται αιμομιξία ή κάτι τέτοιο;» λέει γελώντας.
«Με παίρνει ο Βασίλης ηλιθια.»
«Σκατά, σκατά, σκατά, κλείνω!»
«Μη, όχι!» φωνάζω μα το έχει ήδη κλείσει.
Μία ψυχή που είναι να βγει, ας βγει.
Παίρνω μια βαθειά ανάσα και σηκώνω το τηλέφωνο.
«Ναι;» λέω τέρμα αμήχανη.
Πηγαίνω δίπλα στο αναμμένο τζάκι, χαζεύοντας το χιόνι που συνέχιζε να πέφτει χωρίς σταματημό.
Ίσως αποκλειστώ εδώ για πάντα και δεν χρειαστεί να τον αντιμετωπίσω εντέλει. Οπότε, μπορώ να του κλείσω το τηλέφωνο στη μούρη!
«Μικρή;»
«Ε;»
«Σου μιλάω, που το 'χεις το μυαλό σου;» λέει γλυκά.
Ω, Χριστέ μου...
«Κατι σκεφτόμουν.» λέω αόριστα.
«Τι σκεφτόσουν;» ρωτάει.
Δεν θα σου δώσω την ευχαρίστηση να απαντήσω "εσένα", ηλίθιε!
«Τίποτα, το πότε θα γυρίσουμε γιατί χιονίζει πολύ έξω. Μαλακίες.» απαντάω γρήγορα.
«Ναι, όντως μαλακίες.» συμφωνεί.
«Ε;»
«Ξέρουμε και οι δύο πως πιο πιθανό είναι αυτή τη στιγμή να έχεις τάσεις φυγής προς Βουλγαρία μεριά, παρά να σκέφτεσαι πως θα γυρίσεις Αθήνα.» λέει γελώντας.
Βρε αι από 'κει!!
«Δεν έχω λόγο να έχω τάσεις φυγής.»
Και ο Βασίλης γέλασε, γιατί ο Βασίλης ξέρει!
«Μικρή, αυτά έχει σε'μένα γιατί ξέρεις πως δεν πιάνουν.»
«Τι θες να σου πω μωρέ Βασίλη;»
«Ας αρχίσουμε με το μήνυμα που μου έστειλες.»
«Ναι, τι;» το παίζω χαλαρή.
«Μικρή, εσύ θα με τρελάνεις, αλήθεια.»
Σε αυτό ελπίζω.
«Θέλω να μου πεις ό,τι είπες στο μήνυμα.»
«Βασίλη, ό,τι είχα να πω, το είπα.» και το ήπια επίσης.
«Γιατί είσαι τόσο κότα;»
«Ορίστε;»
«Γιατί φοβάσαι να μου τα πεις από κοντά και αρκέστηκες σε ένα μήνυμα;»
Και πολύ σου ήταν!
«Πίστεψέ με, ακόμη κι αυτό μου ήταν δύσκολο.»
«Γιατί;»
«Γιατί φοβάμαι την απόρριψη, Βασίλη! Πόσο μάλλον κι όταν είναι σίγουρη!»
«Η σιγουριά θα σε φάει εσένα.» λέει γελώντας.
«Τι σκατά σημαίνει αυτό;» το κινητό μου τρέμει στο χέρι μου, με το ζόρι το κρατάω. Είμαι σίγουρη πως και η φωνή μου τρεμουλιάζει εξίσου...
«Όταν βγάζεις ένα συμπέρασμα, έτσι από μόνη σου, και το δέχεσαι ως απάντηση, δεν πάει να πει κιόλας πως αυτή είναι όντως όλη η αλήθεια.»
«Ξέρω ποια είναι η αλήθεια, Ρουσσάκη! Με βλέπεις σαν φίλη, μου το έχεις πει χιλιάδες φορές και εγώ είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Τέλος.» απαντάω απότομα.
Εκείνος γελάει.
Γελάει!!
Θα τον χτυπήσω. Τώρα εύχομαι όντως να τον είχα μπροστά μου.
«Τι γελάς μωρέ;» λέω πλέον εκνευρισμένη.
«Τι να κάνω ρε μικρό με 'σένα που έμπλεξα;»
Ποιος έμπλεξε με ποιον δεν ξέρω.
«Μμμμ.» φυσικά δεν έχω τι άλλο να πω και καταφεύγω στη παιδική ειρωνεία.
«Μουξινος.» θα τον έβριζα αν δεν γελούσε απαλά στο τέλος.
«Πες μου, από το ένα ως το δέκα, πόσο αμήχανα νιώθεις αυτή τη στιγμή;» συνεχίζει γελώντας.
«110.» απαντάω χωρίς ανάσα.
«Να πω δεν φαίνεται; Ψέματα θα πω.»
«Κωλόπαιδο.» λέω, αλλά παρ' όλα αυτά γελάω μαζί του.
«Να, σαν να έσπασε λίγο ο πάγος.» κοροϊδεύει.
«Σκάσε!»
«Μα γιατί, δεν σου αρέσει η φωνή μου;» λέει πονηρά. Προφανώς ξέρει την απάντηση.
Μαλακας!
«Άντε γαμήσου.»
«Δεν δίνουμε τέτοιες ευχές σε αυτούς που θέλουμε, μάτια μου.»
«Βασίλη, θα σε γαμησω.» λέω εκνευρισμένη.
«Να, αυτό είναι μια υπόσχεση. Έτσι, ναι.»
Θα τον χτυπήσω.
«Ε, είσαι ηλίθιος.»
«Ναι, αλλά σου αρέσω έτσι.» λέει χαλαρός.
«Το ευχαριστιέσαι, ε;»
«Λατρεύω να σε φέρνω σε δύσκολη θέση και να σε κάνω να ντρέπεσαι, αλήθεια.» παραδέχεται.
«Δεν ξέρω αν θέλω να σε χτυπήσω αυτή τη στιγμή.» λέω μπερδεμένη.
«Ή να με φιλήσεις;» λέει πονηρά.
«Όχι, σίγουρα θέλω να σε χτυπήσω.» λέω αποφασισμένη.
«Έτσι είναι ο έρωτας.»
«Γιατί είπαμε στο είπα;»
«Ας μου το έλεγες από κοντά, να μην σε πείραζα τώρα.»
«Ωραία αιτιολόγηση.» ειρωνεύομαι.
«Ευχαριστώ.»
«Μπιλάκο, αλήθεια τώρα;» λέω απηυδησμένη.
«Εντάξει, σταματάω.»
«Ωραία.»
«Σχετικά με το μήνυμα τώρα...»
«Τωρα δεν είπες θα σταματήσεις μωρέ;» κλαψουρίζω.
Κάνω και τίποτα άλλο όλη μέρα;
«Είπα θα σταματήσω, αλλά εννοούσα τις μαλακίες. Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε σοβαρά, δεν νομίζεις;»
Ο Ρουσσάκης και σοβαρά.
Ναι, φρικάρω.
«Ωραία, πες μου.»
«Δεν θα σου πω ότι δεν είχα καταλάβει κάτι, ίσα ίσα, απλώς μετά από το σκηνικό με τον άλλο τον μαλάκα, δεν ήμουν και πολύ σίγουρος αν όντως με βλέπεις ερωτικά.»
«Χριστέ μου, μην το λες αυτό.»
«Αφού η αλήθεια είναι, μικρή. Είσαι ερωτευμένη μαζί μου, δεν μπορώ να το θέσω αλλιώς.» γελάει με την αμηχανία μου.
Φυσικά.
«Παρακάτω.» λέω σταθερά.
«Θα το προτιμούσα αν μου το είχες πει από κοντά όμως...»
«Με ξέρεις, οπότε ξέρεις πως ακόμη και αυτό μου ήταν πολύ δύσκολο.»
«Με ξέρεις, οπότε ξέρεις πως δεν είμαι σαν τους άλλους.» απαντάει στο ίδιο ύφος.
Ήθελα πολύ να εκφράσω τις αμφιβολίες μου, να του πω πως το ένστικτο μου, μου λέει να μείνω μακριά του, πως θα καταλήξω πληγωμένη στο τέλος...όμως δεν το έκανα.
Αντιθέτως...
«Ναι, το ξέρω. Αν ήσουν κάποιος άλλος, δεν θα σου έλεγα καν το πως νιώθω για 'σένα.» παρ' όλα αυτά, αυτό είναι αλήθεια.
Δίνω τα συναισθήματά μου στα χέρια του, με την ελπίδα πως δεν θα παίξει μαζί τους.
«Δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι μεταξύ μας, το υπόσχομαι.» λέει γλυκά.
Και ενώ αυτό θα έπρεπε να με καθησυχάζει, θέλω να πω εγώ ήμουν αυτή που το ήθελε εξαρχής, με σκοτώνει. Γιατί δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα μεταξύ μας, δεν πρόκειται να είμαστε μαζί, γιατί δεν νιώθει όπως εγώ.
«Χαίρομαι γι' αυτό.» λέω όσο πιο σταθερά γίνεται.
«Πότε θα γυρίσεις;»
«Μες τη βδομάδα μάλλον.»
«Ωραία, με το που γυρίσεις θέλω να μου το πεις, θέλω να βγούμε.»
«Εντάξει.»
«Χαλάρωσε και μην παιδεύεις το μυαλό σου.»
Ας μου 'λεγε καλύτερα να πάψω να αναπνέω, πιο εύκολο θα μου ήταν.
Σκατά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top