ΑΜΙΝΑ ΤΗΣ ΖΑΖΑΟΥ: Η πολεμοχαρής Βασίλισσα της Νιγηρίας
Χαίρετε! Χαίρετε! Πως είστε; Καλή Χρονιά και από αυτό το βιβλίο και ας έχει περάσει ένας μήνας από την Πρωτοχρονιά, αλλά τι πειράζει; Είμαι και μέσα εξεταστικής... Καλή επιτυχία σε όσους και όσες δίνουν!
Η σημερινή πρωταγωνίστρια είναι κατά κάποιον τρόπο "περίεργη". Τι εννοώ; Εννοώ πως είναι δύσκολο να εξακριβωθεί η χρονολογία της δράσης και της βασιλείας της, λόγω απουσίας γραπτών μαρτυριών. Αυτό δεν σημαίνει πως η ύπαρξη της Αμίνας (ή Αμινάτου, όπως είναι αλλιώς γνωστή), της πολεμοχαρούς βασίλισσας της Ζαζάου, αμφισβητείται. Είναι σίγουρο πως έζησε, αλλά όποια πληροφορία έχουμε για αυτήν προέρχεται από προφορικές μαρτυρίες που κυκλοφορούσαν για αιώνες και που καταγράφηκαν για πρώτη φορά σε χαρτί τον 19ο - 20ο αιώνα.
Για τον λόγο αυτό, η περίοδος βασιλείας της τοποθετείται είτε τον 14ο, είτε τον 15ο είτε τον 16ο - 17ο αιώνα.
Ας επικεντρωθούμε, λοιπόν, σε αυτά που γνωρίζουμε.
Γενέτειρά της ήταν η Ζαζάου, πόλη-κράτος της Νιγηρίας, η οποία στις μέρες μας ονομάζεται Ζάρια, έπειτα από μετονομασία από Βρετανούς αποικιοκράτες προς τιμήν της μικρότερης αδελφής της Αμίνας, την Ζάρια. Άνηκε στην φυλή των Χάουσα, μιας φυλής που συναντάται κυρίως στην Δυτική Αφρική, οι οποίοι ομιλούν την γλώσσα των Χάουσα, ανήκουν στην σουδανική Σαχελιανή* φυλετική ομάδα και είναι μουσουλμάνοι ως προς το θρήσκευμα.
* Σαχελιανή παραπέμπει στο σαχέλ, την στεπική λωρίδα γης νότια της Σαχάρας.
"Ιδρυτής" των βασιλείων των Χάουσα ήταν ο Μπαγιατζίντα, μια μυθολογική φιγούρα με ιστορικό ισάξιο των ηρώων της Αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Σύμφωνα με το θρύλο, ο Μπαγιατζίντα ήταν αρχικά ένας νεαρός πρίγκιπας από την Βαγδάτη, αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του, με την πιο επικρατέστερη εκδοχή να είναι αυτή που την καταλαμβάνει ένας εχθρός. Μετά από μια σειρά περιπετειών στις χώρες της Βορείου Αφρικής, καταφθάνει στην Νταύρα, πόλη στην Πολιτεία της Κατσίνας, βόρεια της Νιγηρίας, και ζητάει άσυλο από μια ηλικιωμένη κυρία και λίγο φαΐ και νερό. Η ηλικιωμένη γυναίκα του παρέχει καταφύγιο και φαΐ, αλλά όχι νερό, διότι ένα μοχθηρό φίδι που άκουγε στο όνομα Σαρκίν (όπου Σαρκίν στην γλώσσα τους σημαίνει Βασιλιάς) φυλούσε το ένα και μοναδικό πηγάδι της περιοχής τους και τους επέτρεπε να προμηθεύονται νερό μονάχα μια φορά την εβδομάδα. Ο Σαρκίν αντιμετωπίζει το φίδι, το φονεύει, γίνεται ήρωας και η Μαγκατζίγια Νταυράμα (όπου Μαγκατζίγια ήταν ο τίτλος που έδιναν στις Βασίλισσές τους) για να του δείξει την ευγνωμοσύνη της, τον παντρεύεται και του χαρίζει μια παλλακίδα σαν έξτρα δώρο. Μαζί οι δυο τους έκαναν έξι παιδιά, τον Νταύρα, που βασίλεψε στο βασίλειο της Νταύρας, το πνευματικό "σπίτι" των Χάουσα, στα Βόρεια, τον Κατσίνα, που βασίλεψε στο βασίλειο της Κατσίνας, βόρεια και αυτός αλλά λίγο πιο δυτικά από την Νταύρα, τον Ζαζάου, που βασίλεψε στο βασίλειο της Ζαζάου, στο κέντρο, τον Γκομπίρ, που βασίλεψε στο βασίλειο της Γκομπίρ, στα βορειο-δυτικά, τον Κανό, που βασίλεψε στο βασίλειο της Κανό, νότια της Νταυράς, και τον Ρανό, που βασίλεψε στο βασίλειο της Ρανό, νοτιοανατολικά της Ζαζάου. Με την παλλακίδα του απέκτησε τον Μπιράμ, ο οποίος κατέληξε να βασιλέψει στο βασίλειο της Μπιράμ, στα ανατολικά, και όλοι μαζί σχημάτισαν τα "Εφτά Βασίλεια των Χάουσα".
Πίσω στην Αμινάτου τώρα.
Γονείς της ήταν οι Νικατάου και Μπάκουα Τουρούνκου. Δεν γνωρίζουμε ποιος ήταν ο πατέρας και ποια η μητέρα, γνωρίζουμε όμως πως ο παππούς της, ο Σαρκίν Νοΐρ, ήταν πατέρας των Μπάκουα Τουρούνκου, και είχε αδυναμία στην Αμίνα, για αυτό την έπαιρνε μαζί του στα βασιλικά συμβούλια και της δίδαξε την τέχνη του πολέμου.
Είχε δύο μικρότερα αδέλφια, τον Καράμου, ο οποίος έγινε και βασιλιάς μετά τον θάνατο των γονιών τους, και την Ζάρια, με την οποία δεν είχε τόσες καλές σχέσεις και φημολογείται ότι την εκδίωξε από την Ζαζάου όσο μάλιστα ζούσαν οι γονείς τους (παρόλα αυτά, λένε πως η Ζάρια επέστρεψε στην πατρίδα της μετά τον θάνατο της μεγάλης της αδελφής).
Η μητέρα της θεωρείται εξαιρετική Βασίλισσα και συνέβαλε στην ανάπτυξη και στην ευημερία της Ζαζάου, συνάπτοντας συνθήκες ειρήνης και φιλίας με τους γειτονικούς λαούς, κινήσεις εντελώς αντίθετες από αυτές που ακολούθησε η κόρη της.
Ας βουτήξουμε, λοιπόν, στην Αφρικανική άμμο και ας δούμε από κοντά την Αμίνα εν δράση.
...
Η Αμίνα μόνο μία φορά είχε κλάψει στην ζωή της και ήταν όταν είχε πεθάνει ο πολυαγαπημένος της παππούς ενώσω έμπαινε στην ενηλικίωση. Ή πιο σωστά, αυτό αρεσκόταν διαλαλεί στους υπηκοόυς της και στους στρατιώτες της. Άλλωστε, ποιος θα υπηρετούσε μία Βασίλισσα που κάθε τρεις και λίγο την έπαιρναν τα ζουμιά;
Αυτή η δήλωση αποδείχθηκε εσφαλμένη την ημέρα που πέθανε ο αδελφός της. Είχε πάει για κυνήγι με τους φίλους του πριν από μερικές μέρες και μία αντιλόπη είχε καταφέρει να τον γδάρει στο πόδι με τα κέρατά της προτού αυτός την σκοτώσει.
Το τραύμα αυτό δεν φαινόταν σοβαρό. Μπορεί να τον δυσκόλευε λίγο στο περπάτημα, αλλά η επίγνωση πως στο κυνήγι συναντάς σοβαρότερους και πιο θανατηφόρους τραυματισμούς από ένα απλό γδάρσιμο τους καθησύχασε στην αρχή.
Στις επόμενες μέρες ήταν που συνειδητοποίησαν την κρισιμότητα της κατάστασης. Ο Καράμου πονούσε αφόρητα στην περιοχή όπου είχε πληγεί, τον έπιαναν σπασμοί, το πόδι του πρήστηκε και απέκτησε ένα αποκρουστικό κοκκινωπό χρώμα. Πυρετός τον ταλάνιζε και τον οδήγησε στο κρεβάτι, όπου έμεινε για μία εβδομάδα βγάζοντας άναρθρες κραυγές.
Οι γιατροί που τον εξέτασαν είπαν πως χρειαζόταν επειγόντως πολλά υγρά, αλλά που να τα έβρισκαν; Είχαν πέσει σε περίοδο ξηρασίας και η κάθε σταγόνα νερού ήταν ζωτική για την μέση οικογένεια της πόλης-κράτους τους. Ο Καράμου, ως δίκαιος και φιλεύσπλαχνος, αρνήθηκε να καταβάλει τον λαό του και μέρα με την μέρα, η κατάστασή του όλο και χειροτέρευε ώσπου συνειδητοποίησε πως το τέλος του πλησίαζε.
Η Αμίνα ήταν η μοναδική που τον επισκέφθηκε στο νεκροκρέβατό - ή πιο σωστά, στο νεκρόστρωμά - του. Διότι ήταν και το μοναδικό εν ζωή μέλος της οικογένειάς του. Οι υπηρέτες απαγορευόταν να τον δουν σε αυτήν την κατάσταση. Η πρώτη του γυναίκα είχε πεθάνει στην γέννα μαζί με το παιδί τους και από τότε δεν ξαναπαντρεύτηκε. Είχε μερικά παιδιά με κάποιες παλλακίδες του και είχε μάλιστα σκεφθεί να αλλάξει τον νόμο που τους απαγόρευε την διαδοχή, αλλά η Αμίνα είχε εναντιωθεί στην πρόταση.
Γονάτισε στο πλάι του και περίμενε να ακούσει τις τελευταίες λέξεις τους. Μόρφαζε από τον πόνο, έσφιγγε με δύναμη τα δόντια του, τόσο που φαινόντουσαν τα ούλα της κάτω γνάθο του, ενώ αρτηρίες πετάγονταν από το μέτωπό του.
Η Αμίνα θεώρησε πως ο Καράμου θα πέθαινε μέσα στους πόνους του και απόρησε που οι γιατροί δεν είχαν προτείνει εξαρχής την ευθανία, μιας και θα ήταν πιο ανώδυνο σε σύγκριση με αυτό που περνούσε, όταν ο Καράμου άξαφνα ησύχασε. Έκλεισε τα μάτια του, πήρε μερικές βαθιές ανάσες και όταν τα ξαναάνοιξε, κοίταξε την αδελφή του.
«Αμίνα;» ψέλλισε και ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια του για να διώξει την θολούρα. «Δόξα τον Αλλάχ. Μέγιστο να είναι το όνομα και τα θαύματά του» Αναφώνησε όταν κατέληξε σε μια μορφή.
Η Αμίνα έκανε να απλώσει το χέρι της για να του αγγίξει το στέρνο, μετά όμως αναρωτήθηκε αν η ασθένεια που τον δάμαζε ήταν μεταδοτική με το άγγιγμα, και το απέσυρε.
«Εδώ είμαι, Καράμου. Τι θες;»
«Αμίνα, γιατί δεν κλαις; Γιατί δείχνεις τόση αναισθία για τον θάνατό μου;» την ρώτησε με μια μείξη προσβεβλημένου και παιχνιδιάρικου ύφους.
«Πως, μην με βλέπεις έτσι, Καράμου. Από μέσα μου σπαράζω, αλλά ένας καλός πολεμιστής δείχνει ακεραιότητα ακόμα και στις χειρότερες στιγμές» Έγυρε πιο κοντά. «Ξέρω πολύ καλά πως είσαι καλός άνθρωπος και ο Αλλάχ θα είναι επιεικής μαζί σου την Ημέρα της Κρίσης*. Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι»
* Ημέρα της Κρίσης: κατά τους Μουσουλμάνους, όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, η ψυχή του επιστρέφει με την βοήθεια του Αζραήλ (του Αγγέλου του Θανάτου) στον Δημιουργό της, κρίνεται, και μετά μπαίνει σε μια φάση αναμονής, που ακούει στο όνομα Barzakh, μέχρι την Ημέρα της Κρίσης.
Ο Καράμου απέτρεψε το βλέμμα του. Φανταζόταν πως ο θάνατός του θα έφερνε την αδελφή του στα όριά της, να κλαίγεται και να οδύρεται πάνω από το σώμα του και να παρακαλά τον Αλλάχ να του δώσει μερικά χρόνια ζωής ακόμα, και αυτός, σαν καλός αδελφός, να την αγκαλιάζει και να την καθησυχάζει πως όλα θα πήγαιναν καλά, αλλά με την Αμίνα για αδελφή, αυτό αποδείχτηκε ανούσιο. Έπελεξε να της ζητήσει μερικές χάρες, μιας και αισθανόταν πως δεν του απέμενε πολύς χρόνος.
«Αμίνα, υποσχέσου πως δεν θα κρατήσεις κακία στην Ζάρια»
«Μα αφού το παλιο-κόριτσο μας πρόδωσε-» ξέσπασε η Αμίνα, μα με ένα βλέμμα του αδελφού της σώπασε. Την είχαν ξανακάνει αυτήν την συζήτηση και πάντοτε κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα και δεν ήθελε να φύγει απ' την ζωή στενάχωρος.
«Ξέρεις τι απέγινε;»
«Λυπάμαι πολύ, Καράμου. Όσα ξέρεις, τόσα ξερω» απάντησε αδιάφορα. Αυτό ήταν ψέμα. Είχε ακούσει από συζητήσεις με περιπλανώμενους εμπόρους στο κέντρο της πόλης της πως η μικρή Ζάρια μια χαρά την είχε βρει με τον αγαπημένο της, πως ο λαός της Κανό* την είχε αποδεχθεί ως Βασίλισσα και πως είχε γεννήσει πρόσφατα το δεύτερο παιδί της, αγόρι όπως το πρώτο.
* Κανό (Kano): πόλη-κράτος βόρεια της Ζαζάου. Κατά τον 14ο αιώνα, ήταν το πιο ισχυρό βασίλειο των Χάουσα.
«Και μία ακόμα; Μπορείς μετά να βρεις έναν καλό σύντροφο να νοικοκυρευτείς; Ο θρόνος της Ζαζάου δεν πρέπει να μείνει κενός μετά και τον δικό σου θάνατο»
Η Αμίνα μόρφασε με την πρόταση του γάμου, ένα από τα λίγα πράγματα που την τρόμαζαν. «Αδελφέ σου, τόσες φορές έχουμε κάνει αυτήν την συζήτηση και η απόφασή μου παραμένει αμετάβλητη. Δεν θέλω να παντρευτώ. Στον γάμο, ο ένας εξυψώνεται ενώ ο άλλος υποβιβάζεται. Και αυτός ο τελευταίος είναι πάντοτε η γυναίκα. Η γυναίκα ενθαρρύνει τον άντρα στους στόχους του, τον βοηθάει όποτε χρειάζεται βοήθεια, αλλά αυτή δεν παίρνει τίποτα ως αντάλλαγμα. Θυσιάζει τον εαυτό της και τα όνειρά της για να τον κάνει ευτυχισμένο και πετυχημένο ενώ η ίδια προσπαθεί να κρύψει την θλίψη της. Άμα είχα παντρευτεί, δεν θα μπορούσα ποτέ να εδραιώσω και να ηγηθώ του φοβερού Ιππικού μας, που ξέρεις καλά πόσο το τρέμουνε τα γειτονικά βασίλεια. Άμα παντρευτώ, ο άντρας μου θα πάρει όλη την δόξα, και ας είναι αυτός ταπεινής καταγωγής ενώ εγώ είχα μητέρα και παππού Βασιλιάδες»
«Καλώς, καλώς-» έκανε αδύναμα ο Καράμου, μιας και είχε ακούσει την ίδια αιτιολόγηση επανειλημμένα στο παρελθόν. «Αλλά τόσους μνηστήρες είχες στα νιάτα σου-»
«Στα νιάτα μου; Δηλαδή τώρα είμαι γριά;» τον ρώτησε πειραχτικά.
Ο Καράμου χασκογέλασε. «Τόσα δώρα σου έκαναν και δεν τους λυπάσαι τους ανθρώπους; Έχεις ιδέα πόσο ξεχρεώθηκαν για να σε εντυπωσιάσουν;»
«Να επένδυαν τα πλούτη της σε κάτι πιο επισφαλές από μερικά φτηνιάρικα δώρα-»
«Που τα κράτησες πάντως-» μουρμούρισε ο Καράμου μέσα από τα δόντια σου.
«-όπως σε πανοπλίες ή όπλα ή τείχη προστασίας» Συνέχισε ακάθεκτη εκείνη, σαν να μην τον είχε ακούσει.
Ο Καράμου προτίμησε να αλλάξει συζήτηση. Σήκωσε με όση δύναμη του απέμενε το δάχτυλό του και έδειξε στην άλλη άκρη του δωματίου. «Μπορείς να μου φέρεις το νγκεντέγκγου*; Θέλω να το παίξω μια τελευταία φορά;»
* Νγκεντέγκγου: είδος Αφρικανικού ξυλόφωνου φτιαγμένο από ξύλινες σανίδες δεμένες σε μια πλάκα μπανανιάς, το οποίο λειτουργεί ως αντηχείο.
Η Αμίνα υπάκουσε αμέσως. Από μικρή θυμόταν την αγάπη του Καράμου για το συγκεκριμένο μουσικό όργανο, για τις ερασιτεχνικές παραστάσεις που ανέβαζε στους γονείς τους και για το πόσο ενθουσιασμένος έδειχνε όποτε ήθελε να δείξει στην Αμίνα και στην Ζάρια ένα νέο μουσικό κομμάτι που συνέθεσε - από τις λίγες στιγμές που οι δύο αδελφές κάθονταν ηθελημένα μαζί χωρίς να φωνάζουν.
Παρά την τρεμάμενη φωνή του, οι κινήσεις των δαχτύλων του ήταν σταθερές καθώς έπαιζε ένα γνωστό παιδικό σκοπό, το οποίο λάτρευε να εξασκεί ανελλιπώς στο παρελθόν.
Ήταν ο ύμνος για τον Μπαγιατζίντα. Όλα τα παιδιά ήξεραν για τα κατορθώματά του πριν καλά προλάβουν να ψελλίσουν τις πρώτες τους λέξεις. Η Αμίνα θυμόταν τότε σε μια γιορτή προς τιμήν του που είχε παίξει αυτή την Μαγκατζίγια Νταυράμα, ο Καράμου τον Μπαγιατζίντα και η Ζάρια την παλλακίδα του. Ωραίες αθώες εποχές...
Τώρα τον άκουγε και δεν έβγαζε άχνα. Ολόκληρος ο κόσμος είχε σκοτεινιάσει και μόνο η παρουσία του αδελφού της εξέδιδε μια νότα λάμψης, όσο αδύναμη και αν ήταν.
Αυτό μέχρι που τα χέρια του έπεσαν και ο λαιμός του έγυρε από την άλλη απότομα. Το στήθος του με την σειρά σταμάτησε να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά. Όποιος τον κοιτούσε από μακριά, θα νόμιζε πως η ασθένεια είχε πάψει να τον ταλανίζει. Μόνο η Αμίνα ήξερε.
Αφού βεβαιώθηκε πρώτα πως δεν υπήρχε κανένας τριγύρω, άφησε να κυλήσουν δύο δάκρυα στα μάγουλά της, ένωσε τις παλάμες της και προσευχήθηκε για την ψυχή του: «Στον Αλλάχ ανήκουμε και σε αυτόν θα επιστρέψουμε όλοι μας»
Ήταν ενός έτος όταν ο Καράμου άνοιξε τα μάτια του και βγήκε στον κόσμο. Και τριαντα-οχτώ όταν τα έκλεισε για τελευταία φορά.
...
Ο Καράμου θάφτηκε μέσα στον κήπο του παλατιού, όπως όριζε το έθιμο της βασιλικής οικογένειας. Η Αμίνα δεν το θεώρησε πρέπον ένα τόσο όμορφο μέρος - στο οποίο μάλιστα είχε διαμορφώσει πολύ ευχάριστες αναμνήσεις με τον παππού της που την εκπαίδευε - να ταλανιστεί από μία επιπρόσθετη νεκρική σκιά, μα δεν είπε τίποτα.
Οι ιερείς γονατιστοί έψελναν για την μετά θάνατον σωτηρία του: «Ω Αλλάχ, συγχώρεσε τον Βασιλιά Καράμου και ύψωσέ τον μαζί με τους καθοδηγούμενους. Στείλε τον στο μονοπάτι μαζί με αυτούς που έφτασαν στο παρελθόν και συγχώρεσέ μας μαζί με αυτόν, ω Κύριε των κόσμων. Ανύψωσέ τον από τον τάφο του και διαφώτισέ τον»
Πέρα από τους ψαλμούς, το αφτί της Αμίνας έπιασε και κάποια επικριτικά σχόλια για την 'στάση' της απέναντι στον θάνατο του αδελφού της.
«Οικογένεια δεν ήταν; Φέρεται λες και ήταν ξένος»
Η Αμίνα τους αγνόησε επιδεικτικά. «Δεν ξέρετε ανόητοι, για αυτό μην μιλάτε. Μέχρι και δάκρυα έχυσα για αυτόν», αλλά σε δεύτερη σκέψη συνειδητοποίησε πως όντως ήταν καλύτερο να μην ξέρουν.
Τώρα που είχε στεφθεί Βασίλισσα, είχε άλλες υποχρεώσεις στο μυαλό της. Όπως πως θα έδιωχνε την καινούργια ομάδα μνηστήρων που της έστελναν κάθε τρεις και λίγο δώρα (από την εποχή που ενηλικιώθηκε είχε να αντιμετωπίσει τόση παρενόχληση) -
«Υψηλοτάτη, ο Βασιλιάς των Μακάμα σας παραχωρεί δέκα από τους καλύτερους σκλάβους του» της ανακοίνωναν οι σύμβουλοί της.
«Πάλι; Δεν βαρέθηκε κάθε μέρα να μου στέλνει το ίδιο;» μουρμούριζε εκείνη, ενώ άφηνε επιδεικτικά ένα βαθύ ροχαλητό.
«Και ο Βασιλιάς της Νταυράς πενήντα σκλάβους και πενήντα σκλάβες μαζί με πενήντα σάκους με άσπρα και μπλε ρούχα»
«Αχ, πολύ ευγενικό εκ μέρους του. Θέλει ο στρατός μου να είναι χορτάτος και ντυμένος δροσερά όταν θα πάω να κατακτήσω το βασίλειό του»
«Να κατακτήσετε;» Απόρησαν οι σύμβουλοι. «Υψηλοτάτη, δεν θα πρέπει να σας ενδιαφέρει πιότερο το θέμα της διαδοχής; Είστε το τελευταίο εν ζωή μέλος της οικογένειάς σας»
- Ιδού το δεύτερο μεγαλύτερο θέμα: ο διάδοχος και η παντρειά. -
Οι σύμβουλοι έκαναν λάθος που πίστευαν πως αυτή ήταν το τελευταίο εν ζωή μέλος. Υπήρχε και η Ζάρια, έστω και αν βρισκόταν μακριά. Να την φέρει πίσω και να ορίσει των πρωτότοκο γιο της κληρονόμο του θρόνου; Αυτό θα μπορούσε να γίνει... πως θα το πρότεινε όμως στους συμβούλους της; Καλά καλά εκείνη δεν ήθελε να παραδεχτεί πως χρειαζόταν την μικρή σουρλουλού.
Και, όμως, θα μπορούσε να το θέσει, αλλά με διαφορετικό τρόπο.
«Ελάτε μαζί μου» τους έτεινε με το χέρι της. «Θέλω να σας δείξω κάτι»
Οι σύμβουλοι αλληλοκοιτάχτηκαν, μα υπάκουσαν τις διαταγές της.
Η Αμίνα τους οδήγησε εξώ από το παλάτι, πέρασαν την επιβλητική αψίδα, σκαλισμένη με ηρωικές φιγούρες του παρελθόντος, και κατευθύνθηκαν προς την κεντρική αγορά.
Η αγορά.
Χώρος που έσφυζε από ζωή, από άσπρα καραβάνια, στριμεγμένα σαν τα μελίσσια και που και που αχνοφαίνονταν κάτι γυναίκες που τα έπλεναν και τα σκούπιζαν. Από παιδιά παιδιά που έπαιζαν και χαλούσαν τον κόσμο με τις γελαστές φωνές τους. Από παρέες που συναρθροίζονταν στα σοκάκια και πετούσαν ζάρια. Και από εμπόρους που πουλούσαν την πραμάτειά τους, φωνάζοντας για να ακουστούν έναντι των ανταγωνιστών τους. Με το που έβλεπαν, όμως, την Βασίλισσα και την συνοδεία της να περνάει από δίπλα τους, παρατούσαν αμέσως τις δουλειές τους και έκαναν στην άκρη ευλαβικά.
Με εξαίρεση μια παρέα παιδιών που, αφοσιωμένα στο παιχνίδι τους, δεν την είχαν προσέξει και συνέχιζαν να παίζουν στην μέση του πλακόστρωτου δρόμου. Είχαν αρπάξει την κούκλα ενός μικρότερου κοριτσιού και την περιγελούσαν, εώς ότου η Βασίλισσα τους άρπαξε από τον καρπό, τράβηξε την κούκλα από το χέρι τους, τους μάλωσε («Δεν φέρονται έτσι σε μία δεσποινίς») και την παρέδωσε με ένα χαμόγελο στο κοριτσάκι, το οποίο την ευχαρίστησε.
Η Αμίνα έγνεψε και μετά από λίγο, σταμάτησε μπροστά από έναν πάγκο που πουλούσε σιτηρά.
«Υψηλοτάτη;» Αναφώνησε ο έμπορος, αφού πρώτα έκανε μια βαθιά υπόκλιση. «Τι κάνετε εδώ; Δεν περίμενα να επιστρέψετε τόσο σύντομα»
«Καλησπέρα, Σαντέ» τον χαιρέτησε αυτή. "Δεν ενδιαφέρομαι να αγοράσω την πραμάτειά σου" τον πληροφόρησε καθώς εκείνος ετοιμάστηκε να της υποδείξει τα διάφορα σιτηρών που ήταν σκορπισμένα στον πάγκο. «Άλλο θέλω να μου πεις. Θυμάσαι που μου έλεγες για τις δυσκολίες που αντιμετώπισες;»
Ο έμπορος την κοίταξε παραξενεμένος και η Αμίνα χρειάστηκε να του επεξηγήσει. «Πως ο προμηθευτής σου άργησε να έρθει επειδή οι ταρίφες δεν τον άφησαν να περάσει στα σύνορα με το Βασίλειο της Κανό;»
Ο Σαντέ ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια του, προτού το θυμηθεί. «Πολύ σωστά-»
«Από που εισάγεις τα σιτηρά;»
«Από την Κατσίνα»
«Και γιατί δεν τον άφησαν να περάσει οι ταρίφες;» ρώτησε, πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ το θέμα που την ενδιέφερε.
«Είχαν αυξήσει τις τιμές στα διόδια και ο προμηθευτής μου δεν μπορούσε να τους πληρώσει. Χρειάστηκε να ανέβω εγώ για να τον βοηθήσω»
«Έχεις καμιά ιδέα γιατί;»
Ο Σαντέ ανασήκωσε τους ώμους του.
«Θα σας πως εγώ γιατί» Ανήγγειλε η Αμίνα στην συνοδεία της, υψώνοντας τον δείκτη της. «Γιατί ο Βασιλιάς της Κανό θέλει να περιορίσει το εμπόριο με τα Νότια Βασιλεία των Χάουσα. Ξέρει πως τα τοπία μας είναι ξερά και πως δεν παράγουν τόσα όσα και τα δικά τους. Ξέρει πως το μονό που μπορούμε να του παραχωρήσουμε ως αντάλλαγμα είναι σκλάβοι, που τώρα μπορεί να τους βρει από ξένα μέρη. Χωρίς τα προϊόντα τους πως θα επιβιώσουμε; Θέλει να μας αποδυναμώσει, ώστε νε του είναι πιο εύκολο να μας κατακτήσει μελλοντικά» κατέληξε θριαμβευτικά.
«Όλα αυτά για μερικά χόρτα;» μουρμούρισε ο ένας.
Η Αμίνα δεν πτοήθηκε. Έφυγε από τον πάγκο και πλησίασε έναν άλλο, που πουλούσε μπαγιάτικα ψάρια.
«Καλησπέρα, Υψηλοτάτη»
«Καλησπέρα. Μιας και το έφερε η κουβέντα, εσένα δεν σου είχαν κατασχέσει ολόκληρο το εμπόρευμα;»
«Έχετε δίκιο, Υψηλοτάτη» Επιβεβαίωσε ο ψαρέμπορος. «Ο προμηθευτής μου γύρισε με άδεια χέρια και όταν τον ρώτησα γιατί, μου απάντησε πως του είχαν κατασχέσει την ψαριά χωρίς καμία αιτιολόγηση»
Η Αμίνα υπέδειξε με το χέρι της τον έμπορο ψαριών, καθώς οι σύμβουλοί της είχαν αρχίσει να πείθονται σιγά σιγά.
«Θα αφήσουμε τους Κανότες ατιμώρητους;» βροντοφώναξε.
«Όχι!» Ήρθε αμέσως η απάντηση.
Σιγά σιγά ακούστηκαν και άλλα παράπονα. Επιθέσεις κλεφτών που η Αμίνα εξέλαβε ως απεσταλμένους του Βασιλιά και επιτηδευμένη προμήθεια κατώτερης ποιότητας προϊόντων ("επειδή οι Κανότες θέλουν να κρατήσουν τα καλύτερα για τον εαυτό τους") ήταν μερικά από τις επιπρόσθετες κατηγορίες που εκφράστηκαν εκείνη την ημέρα.
Τέλεια.
Όλα πήγαιναν τέλεια.
Η Αμίνα είχε τον λαό με το μέρος της. Είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη τους για την στρατιωτική της καμπάνια, καθώς και για τον περιορισμό παραπόνων σχετικά με την πρόσφατη αύξηση των φόρων (εμ, κάπως έπρεπε να συντηρήσει το ιππικό της).
Οι άντρες της;
Την ήξεραν από τότε που ανέλαβε την ηγεσία του ιππικού όταν έκλεισε τα δεκαοχτώ. Ήταν παιδικό της όνειρο και είχε συμβάλει και ο Σαρκίν για να το πραγματοποιήσει. Θυμόταν ακόμα τα υποτιμητικά βλέμματα που εξέλαβε τις πρώτες μέρες, μα με τον καιρό απέδειξε την αξία της και οι ιππείς της φέρονταν ισότιμα, σαν να ήταν και αυτή άντρας.
«Τι κρίμα που γεννήθηκε γυναίκα...» μουρμούριζαν απογοητευμένοι. «Θα μπορούσε να κάνει τόσα άλλα...»
«Δεν έχει σημασία» ανταποκρινόταν σθεναρά. «Διότι είμαι άντρας σε σώμα γυναικάς και δεν υστερώ σε τίποτα με εσάς»
Με τον καιρό, σταμάτησε να χρησιμοποιεί τέτοιες δικαιολογίες. Τι να τις κάνει; Είχε εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη τους. Θα την ακολουθούσαν και και στις πιο αβάσταχτες φλόγες της Κολάσεως αν τους το ζητούσε.
Η αλήθεια να λέγεται, είχε αποπειραθεί ξεκινήσει την στρατιωτική αποστολή νωρίτερα, αφότου πέθαναν οι γονείς της, μα ο Καράμου το απαγόρευε πεισματικά.
«Τι ανάγκη έχουμε να τους πολεμήσουμε; Δεν μας έχουν πειράξει ποτέ ούτε δείχνουν σημάδι πως επρόκειτο να επιτεθούν. Γιατί να χαλάσουμε τις ειρηνικές μας σχέσεις που με τόσο κόπο προσπάθησε η μάνα μας να επιβάλει;»
«Δεν σκέφτεσαι μεγαλεπήβολα, αδελφέ μου» κουνούσε απογοητευμένη το κεφάλι της. «Ο εχθρός επιτίθεται εκεί που δεν το περιμένεις. Εξάλλου, ένας μονάρχης αποκτά μεγαλύτερη δόξα μεταθανάτια όταν θέλει να υποτάξει ξένα κράτη, παρά όταν επιθυμεί την ειρήνη με αυτά»
«Ο λαός, όμως, είναι ευτυχέστερος» αντέτεινε εκείνος.
Η Αμίνα δεν μπόρεσε να βρει κάτι τότε. Άμα μπορούσε να του απαντήσει τώρα, θα έλεγε πως «ο λαός θα συνεχίσει να είναι ευτυχέστερος και μετά τις κατακτήσεις». Τι να την κάνει, όμως, αυτήν την απάντηση τώρα;
...
Προχωρούσαν μέσα στην έρημο, πρώτη αυτή πάνω στο κατάμαυρο καθαρόαιμο άτι της, με το άσπρο σημάδι, σαν κεραυνός στο κεφάλι, και ακολουθούσε ο στρατός της, τριάντα σειρές από τους γενναιότερους άντρες που η Αμίνα είχε την τύχη να εκπαιδεύσει σε πρώτο βαθμό. Και μετά, τα καραβάνια. Εώς και εβδομήντα καραβάνια πρέπει να ήταν στον διάβα της, μεταφέροντας τα όπλα τους, ρούχα, απαραίτητη ποσότητα νερού και φαγητού, τους συμβούλους της Βασίλισσας και έμπειρους γιατρούς.
Υπέμειναν την άμμο που χωνόταν ακόμα και στις πιο λεπτές χαράδρες, τις αμμοθύελλες που τύφλωναν το πέρασμά τους και τους ανάγκαζε να κάθονται στο ίδιο σημείο για ώρες, τις ακτίνες του ήλιου που τους χτυπούσαν ανελέητα, το κρύο της ερήμου, που έκανε και την κάψα της ημέρας υποφερτή. Ευτυχώς, όχι για πολύ, διότι σε μια εβδομάδα έφτασαν στο βασίλειο της Κανό.
Ο λαός της τα έχασε στην θέα του παντοδύναμου στρατού της και ανησύχησε για τα επακόλοθουσα. Η Αμίνα μπορούσε να διακρίνει τους φρουρούς που φυλούσαν στα τείχη της να δυσκολεύονται να ενεργήσουν από την παρουσία τους. Παρόλα αυτά, άφησε τους άντρες της να ξεκουραστούν για δύο μέρες, και όταν βεβαιώθηκε πως είχαν ανακτήσει τις δυνάμεις τους, πλησίασε τους φρουρούς και εξήγησε τις προθέσεις της.
«Ο λαός μου νιώθει αδικημένος με την συμπεριφορά σας και εγώ, ως απάντηση, ήρθα να επαναφέρω την δικαιοσύνη. Πείτε στον Βασιλιά σας να έρθει να συνεννοηθούμε» διέταξε τους φρουρούς της Κανό.
Οι άντρες αλληλοκοιτάχτηκαν για λίγη ώρα, λες και αναρωτιόντουσαν "ποιος από εμάς τους δύο θα της πούμε τα κακά μαντάτα;". Τελικά, ο ένας βρηκε το θάρρος να την πληροφορήσει: «Υψηλοτάτη, κατανοούμε το ταξίδι που κάνατε και σας ζητάμε συγγνώμη, αλλά ο Βασιλιάς μας δεν βρίσκεται εδώ»
«Τι;!» Αναφώνησε. «Και που είναι;»
«Έφυγε πριν από λίγες μέρες προς την Νταυρά για να συνεννοηθεί με τον Βασιλιά της»
«Μάλιστα, γενναίοι μου! Καλά ακούσατε! Ο Βασιλιάς της Κανό δεν θέλει να διαπραγματευτεί μαζί μας! Προτίμησε να το σκάσει σαν γυναικούλα, παρά να μας αντιμετωπίσει σαν άνδρας στο πεδίο της μάχης!» Βρυχήθηκε με έξαψη, παρασέρνοντας και πολλούς άλλους μαζί της. «Και γιατί; Γιατί, γενναίοι μου, μας φοβάται! Ξέρει πως μας έχει αδικήσει όσον αφορά τις εμπορικές μας σχέσεις! Ξέρει πως δεν μπορεί να μας νικήσει πολεμώντας! Ξέρει πως θα πεθάνει άδοξα και προσπάθησε να το κρύψει λέγοντας πως είχε 'συνάντηση' στην Νταύρα! Μην το πιστεύετε, γενναίοι μου! Αύριο θα τους πολεμήσουμε! Θα τους ξεσκίσουμε! Δεν θα αφήσουμε κανέναν ζωντανό! Θα τους δείξουμε πως δεν έπρεπε να μας είχαν υποτιμήσει!» Φώναξε και την φωνή της την συνόδευσαν χιλιάδες άλλες, εκφράζοντας τον ίδιο ενθουσιασμό. Η Αμίνα πήρε μια βαθιά ανάσα, σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπό της και συνέχισε με σταθερή φωνή: «Κοιμηθείτε καλά, άντρες μου! Αύριο θα τους χτυπήσουμε χαράματα, για να μην καταλάβουν τίποτα!»
Και με αυτά, καμτσίκωσε το άλογό της να την οδηγήσει στην σκηνή της.
...
Το πρωινό της ήταν λιτό, μα αρκετό να της δώσει την απαραίτητη δύναμη. Δεν ήθελε να ξεράσει στην μέση της λεηλασίας, αλλά δεν ήθελε να πέσει ξερή από την κούραση και από την πείνα.
Ανέβηκε στο άλογό της και άφησε το δροσερό νυχτερινό αεράκι να της χαϊδέψει το πρόσωπο. Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει και έκανε ακόμα λίγη ψύχρα, οπότε για αυτήν περίπτωση, είχε φορέσει πιο βαριά ρούχα που θα τα πετούσε όσο έμπαινε η μέρα. Η Αμίνα αφέθηκε να απολαύσει αυτές τις λίγες στιγμές και αγνάντεψε το στρατόπεδο.
Μέσα σε επόμενες ώρες, αυτή η φαινομενικά ασήμαντη πεδιάδα θα βαφόταν στο αίμα, θα ηχούταν από σπαραγμούς και πολεμικές κραυγές και θα άλλαζε τελείως όψη, όπως μια νεαρή κοπέλα την ημέρα του γάμου της.
Άξαφνα, μια ανάμνηση την χτύπησε από το πουθενά. Μια ανάμνηση που είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στο μυαλό της.
...
Ήταν πέντε χρονών. Μεγαλούτσικη για την ηλικία της, θύμιζε σχεδόν αγόρι.
Η μητέρα της τής είχε χαρίσει ένα κολιέ φτιαγμένο από πολύτιμες χάντρες, το οποίο το έριξε στο πέτρινο δάπεδο, σπάζοντάς το σε χίλια κομμάτια.
Η Μπάκουα την χαστούκισε και τράβηξε το ξυρισμένο μαλλί της από πίσω, αναγκάζοντας την κόρη της να κοιτάξει προς το ταβάνι. «Ανόητο κορίτσι!» Ούρλιαξε. «Ξέρεις πόσο στοίχισαν αυτές οι χάντρες;»
«Ο αδελφός μου γιατί πήρε ένα ξίφος από τον πατέρας μας;» ανταπέδωσε η Αμίνα και έδειξε τον τετράχρονο Καράμου, ο οποίος στριφογύριζε το δώρο στα χέρια του, προσπαθώντας να συλλάβει την λειτουργία του.
«Ο Καράμου είναι αγόρι» απάντησε η μητέρα της, λες και αυτό εξηγούσε τα πάντα, μα απεναντίας δημιουργούσε περισσότερα άλυτα ερωτήματα. «Θα τον διδάξει ο παππούς του στις αρετές του πολέμου, ώστε να μπορεί να προστατεύσει το βασίλειο σε περίπτωση επίθεσης»
«Εγώ;» ρώτησε η Αμίνα, προσπαθώντας να ξεφύγει από την λαβή της μητέρα της.
«Εσύ θα μάθεις να φέρεσαι, όπως αρμόζει σε κάθε σωστή πριγκίπισσα» αποκρίθηκε η Μπάκουα και την άφησε, θεωρώντας ότι η κόρη της είχε μάθει την θέση της.
«Θέλω και εγώ να πάω να πολεμήσω» παραπονέθηκε το κοριτσάκι.
Ο Καράμου, τότε την πλησίασε για να της παραχωρήσει το δώρο του, αλλά η Μπάκουα, με ένα σπρώξιμο του χεριού της, τον απέτρεψε.
«Καράμου, δικό σου είναι το ξίφος. Μην το δίνεις σε όποιον και όποιον» γρύλισε και γύρισε ξανά στην κόρη της. «Και όσο για σένα, δεσποινίς, αυτό που ζητάς δεν είναι στα καθήκοντά σου» της είπε και σηκώθηκε σιγά σιγά από το πάτωμα, ώστε το ύψος της να την καταστήσει πιο επιβλητική.
«Εγώ δεν θα κάνω τίποτα;»
«Μην αγχώνεσαι για αυτό. Θα κυβερνήσεις και εσύ το βασίλειο, όπως κάνω εγώ τώρα, και θα φροντίσεις οι υπήκοοι σου να είναι ευτυχισμένοι. Απλά δεν θα ακουμπήσεις ξίφος. Εγώ δεν χρειάστηκε ποτέ να μπω στο πεδίο της μάχης»
«Μα πως θα κάνω τους υπήκοούς μου ευτυχισμένους αν δεν τους προστατέψω;» ανταπέδωσε η μικρή.
Η Μπάκουα άρχισε να χάνει την υπομονή της. Έτριψε το κενό ανάμεσα στα φρύδια της, αναστέναξε και έσκυψε στο ύψος της κόρης της. «Νομίζεις είναι εύκολο να πολεμάς; Νομίζεις ότι είναι μόνο δόξα, όπως κάθε φορά που βλέπεις τον πατέρα σου να επιστρέφει από μια νικηφόρα μάχη; Πιστεύεις ότι θα αντέξεις; Ότι δεν θα δειλιάσεις; Ότι το απάνθρωπο θέαμα, τα αίματα, η οδύνη και ο τρόμος δεν θα σε επηρεάσουν;»
Η Αμίνα της ανταπέδωσε το βλέμμα μα δεν απάντησε.
Την σιωπή την έσπασε ο παππούς της, ο Νοΐρ. Την πλησίασε, την πήρε στην αγκαλιά του και αποκρίθηκε στην Μπακάου. «Την Αμίνα θα την διδάξω εγώ. Είναι φανερό πως η καρδιά της το λαχταρά. Και ποιος ξέρει; Μπορεί να αποδειχτεί τόσο ικανή όσο ο πατέρας και ο αδελφός της»
Η Μπάκουα συνοφρυώθηκε, μα δεν εναντιώθηκε, κάτι που ο Νοΐρ το εξέφρασε ως σημάδι νίκης. Εναπόθεσε καλύτερα την εγγονή του και της είπε: «Όπου να'ναι, η συνεδρίαση ξεκινά. Πάμε να την παρακολουθήσουμε»
Δεν είχαν βγει καλά καλά από το δωμάτιο, όταν η Αμίνα πρόσεξε την τρίχρονη αδελφή της, την Ζάρια, να μπαίνει σαν σίφουνας, το βλέμμα της να πέφτει πάνω στις σπασμένες χάντρες και να αρχίζει να παίζει μαζί τους.
Η μαμά τους έσκυψε και τις πήρε από τα χέρια της. «Σ'αρέσουν οι χάντρες, θησαυρέ μου; Η μανούλα θα φτιάξει και σ'εσένα ένα όμορφο κολιεδάκι για να ζηλεύουν τα άλλα κορίτσια» και ύστερα, πρόσθεσε. «Ευτυχώς που υπάρχεις και εσύ, γιατί αν ήταν μόνο η Αμίνα-»
Η Αμίνα δεν το εξέφρασε, αλλά αυτή η εκδήλωση αγάπης και προτίμησης από την μητέρα της προς την αδελφή της έκανε την καρδιά της να σκοτεινιάσει.
Ευτυχώς, οι ώρες που περνούσε με τον παππού της στον βασιλικό κήπο τους την έκανε να ξεχνιέται. Δεν ήταν μόνο το οικοσύστημα που την ξαλάφρωνε• ποιος δεν θα ήθελε να έχει στο πίσω μέρος του σπιτιού του (ή στο πίσω μέρος του παλατιού του, στην περίπτωση της Αμίνας) μια πεδιάδα με χρυσαφένια άμμο συνδυασμένη με μια καταπράσινη πανίδα στους τείχους, με κάτι τεράστια φύλλα και κλωνάρια, τόσο ώστε να μπορείς να χάνεσαι με τις ώρες (και ήταν και ιδανική κρυψώνα όταν είχες διαπράξει καμιά σκανταλιά και προσπαθούσες να κρυφτείς από το χέρι της μητέρας σου). Μα τίποτα δεν έκανε τον χώρο πιο ευχάριστο από το να κάθεσαι στην σκιά ενός φοίνικα και να ακούς ένα αγαπημένο σου πρόσωπο να σε συμβουλεύει.
Ο Νοΐρ τράβηξε τον γιακά του και φανέρωσε μια άρρωστη ουλή που ξεκινούσε από τον λαιμό του και κατέληγε στο μέσο της κοιλιάς του. Η Αμίνα το είχε παρατηρήσει που προεξείχε, μα ποτέ δεν είχε φανταστεί πως ήταν τόσο μεγάλη. Ανεπαίσθητα, έκανε να την αγγίξει, μα ο παππούς της την έκρυψε τελευταία στιγμή.
«Αυτήν την ουλή την απέκτησα όταν πολέμησα τους Κανότες στα Βόρεια» και έδειξε με το κεφάλι του προς τα εκείνη την μεριά. Η Αμίνα ακολούθησε την κίνηση του κεφαλιού του. «Μου την χάρισε ένας μπάσταρδος όταν με χτύπησε από το τσεκούρι του. Από θαύμα επέζησα. Δοξασμένος να είναι ο Αλλάχ» και άπλωσε τα χέρια του στον ουρανό ως ένδειξη σεβασμού.
Το κορίτσι τον μιμήθηκε. «Πόνεσε;» τον ρώτησε.
«Όσες λέξεις και αν χρησιμοποιήσω, δεν θα είναι αρκετές για να περιγράψουν πως ένιωσα» αποκρίθηκε. «Νόμιζα πως θα πέθανα. Πως αν δεν εκμεταλλευόταν ο εχθρός την ευκαιρία και δεν με μαχαίρωνε, θα πέθαινα από αιμορραγία. Προτιμούσα τον πρώτο θάνατο, που ήταν λιγότερο οδυνηρός. Ευτυχώς, με βρήκε ο αδελφός μου, σκότωσε τοκ καριόλη που με τραυμάτισε και με έσυρε σε πιο ασφαλές μέρος, όπου φρόντισε τις πληγές μου. Εσύ ποτέ δεν τον γνώρισες, γιατί πέθανε προτού γεννηθείς, πολεμώντας γενναία υπερασπιζόμενος την πατρίδα του-»
«Πολεμούσε πάλι τους Κανότες;» τον διέκοψε η Αμίνα και τα μάτια της έλαμπαν από την προσμονή. Πόσο αγαπούσε τις ιστορίες τους παππού, και ας ήταν μακάβριες και ανάρμοστες για παιδιά της ηλικίας της.
«Όχι, κάτι άλλοι κερατάδες ήταν. Οι Μπιράμ απ' την Ανατολή. Του έκαναν μια με το ξίφος και τσαφ-" και έκανε την κίνηση για προσδώσει παραστατικότητα. «- του πήραν το κεφάλι. Μόνο το σώμα του μας το παρέδωσαν»
«Και δεν πήρες εκδίκηση;»
«Σάμπως, πολύ θα το 'θελα, αλλά δεν πολέμησα σε εκείνη την μάχη και ποτέ μου δεν έμαθα ποιος ήταν ο υπαίτιος. Σου το εγγυώμαι, αν ποτέ το μάθω, όχι μόνο θα πάρω το κεφάλι του, αλλά θα τον αφορίσω και από τον ανδρισμό του»
Η Αμίνα κούρνιασε στα γόνατά του. «Παππού, σαν μεγαλώσω και πολεμήσω του Μισότες, θα τους σκοτώσω όλους για να εκδικηθώ τον αδελφό σου»
Ο Σαρκίν χαμογέλασε και έπαιξε με τα μαλλιά της εγγονής του. «Και αν έχει πεθάνει;»
«Τότε θα σκοτώσω τους γιους ή τα εγγόνια του» απάντησε αποφασιστικά.
«Δεν το βάζεις κάτω, μικρή. Για αυτό είσαι η αγαπημένη μου. Ευτυχώς που πήρες την δυναμικότητα της μάνας σου, αλλά όχι την φιλειρηνισμό της» έκανε να σηκωθεί με όση δύναμη του επέβαλαν τα γερασμένα κόκαλά του και έτεινε το χέρι του στην Αμίνα. «Έλα, πάμε στην αποθήκη να σου φέρω ένα μαχαίρι. Από σήμερα κιόλας ξεκινάμε την εξάσκηση».
Το πρόσωπο της πριγκίπισσας φωτίστηκε ακόμη περισσότερο και τον ακολούθησε από πίσω.
...
Και έτσι πέρασαν τα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια της.
Η καρδιά της φτερούγισε από την συγκίνηση και την έσφιξε με το ένα χέρι της, προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Δεν έπρεπε να επιτρέψει τέτοια αισθήματα να την καταλάβουν, όχι πριν από την μάχη τουλάχιστον. Πήρε μερικές βαθιά ανάσες για να ηρεμήσει και ανεπαίσθητα, τράβηξε και μερικούς κόκκους σκόνης. Τους άφησε να ενοχλήσουν τα ρουθούνια και τα βλέφαρά της, διότι αυτή η ενόχληση ήταν προτιμότερη από την συγκίνηση που την κατέβαλε. Τράβηξε με δύναμη το τουρμπάνι της και το τσαλάκωσε, λες και αυτό ευθυνόταν για την ταραχή που την είχε πνίξει τώρα.
Ευτυχώς, δεν έμεινε για πολύ σε αυτήν την κατάσταση• ένας στρατηγός της την πλησίασε καλπαζοντας για να της ζητήσει οδηγίες. Η Αμίνα τον ακολούθησε μαζί με τους υπόλοιπους στρατηγούς για να τους εξηγήσει το σχέδιό της.
...
Οι σάλπιγγες ήχησαν, τα τύμπανα έκρουσαν και οι δύο στρατοί κάλυψαν το κενό που τους χώριζε προκειμένου να συγκρουστούν.
Η κλαγγή των όπλων ήχησε στην πεδιάδα με έναν εκκωφαντικό κρότο. Ήδη οι πρώτοι νεκροί είχαν αρχίσει να πέφτουν.
Η Αμίνα, καβάλα στο άλογό της, έσφιζε όσους εχθρικούς στρατιώτες είχαν την ατυχία να βρεθούν στον διάβα της.
Με μια βέλτιστη κίνηση, έσυρε το ξίφος της και αποκεφάλισε τον πρώτο ιππέα. Το ίδιο έκανε και στον επόμενο. Αίμα πετάχτηκε από τους κομμένους λαιμούς τους και την χτύπησαν στο πρόσωπο. Με την άκρη της γλώσσας της, έγλειψε λίγο και το γεύτηκε.
Γιατί το έκανε, αφού το αίμα ούτως ή άλλως δεν έχει ωραία γεύση; Κυρίως για να τρομάξει τους υπόλοιπους άντρες που την είχαν βάλει στο στόχαστρο. Με την πρώτη ευκαιρία, το έφτυσε στον πρώτο τυχόντα και συνέχισε την μάχη.
Έτσι όπως πολεμούσε, δεν πρόσεξε έναν Κανότη που πετάχτηκε από την γραμμή του και ύψωσε το όπλο του στοχεύοντάς την.
Τελευταία στιγμή τον πρόσεξε η άμοιρη, προτού πιάσει τα γκέμια του αλόγου της και του κάνει νόημα να στρίψει από την άλλη.
Το ξίφος δεν την χτύπησε, αλλά πέτυχε το άλογό της στο στήθος, το οποίο έβγαλε ένα πονεμένο χλιμίντρισμα και σηκώθηκε στα πίσω πόδια του, πετώντας την επιβήτορα από την σέλα της. Η Αμίνα έπεσε στο λασπωμένο, από τα αίματα, χώμα με έναν γδούπο που τράνταξε τα πλευρά της. Αστεράκια πετούσαν γύρω από το κεφάλι της. Το άλογό της, άλλοτε πιστός της σύντροφος, την εγκατέλειψε στο πεδίο της μάχης και προσπάθησε να το σκάσει.
Η Αμίνα δεν έκανε καμία κίνηση να το σταματήσει. Είχε καταλάβει πως από το άνοιγμα τγς πληγής και τις απότομες κινήσεις του δεν θα ζούσε για πολύ. Ίσα που θα προλάβαινε να δεχτεί και δεύτερο χτύπημα.
Τώρα, όμως, ήταν η ώρα να σώσει τον εαυτό της και να πάψει να σκέφτεται ένα δειλό άτι. Σηκώθηκε με τρεμάμενα γόνατα και έσφιξε την λαβή του σπαθιού της, προσπαθώντας να εντοπίσει τον στρατιώτη που τραυμάτισε το άλογό της.
Έχωσε το ξίφος της στο στήθος ενός και επανέλαβε την κίνηση στον πολεμιστή που αποπειράθηκε να την μαχαιρώσει πισώπλατα. Δεν την ένοιαζε αν ήταν αυτός που την είχε σπρώξει από την σέλα της, ήταν εχθροί και έπρεπε να τους σκοτώσει.
Ο ήλιος είχε φτάσει στο ζενίθ του, όταν ο αντίπαλος στρατός αποφάσισε να υποχωρήσει. Της Αμίνας της πήρε λίγη ώρα να το καταλάβει (αφού πρώτα έστειλε στον Άδη τρεις Κανότες, επειδή βρέθηκαν στο διάβα της). Κοίταξε μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια της.
Ήταν η πρώτη φορά που είχε πολεμήσει σε μάχη.
Και είχε νικήσει.
Και είχε καταφέρει να κατακτήσει και ένα βασίλειο μαζί της.
...
Αλήθεια, τι κάνεις όταν κατακτάς έναν ξένο λαό; Όταν τον έχεις νικήσει ολοκληρωτικά σε μια ύστατη μάχη; Όταν τον αποκόβεις από τον έξω κόσμο και τον καθιστάς ανίκανο να ζητήσει βοήθεια από συμμάχους; Όταν δεν έχει δύναμη για περαιτέρω αντίσταση; Όταν στους δρόμους δεν βρίσκει πουθενά τροφή, παρά μόνο αρουραίους να περιφέρονται; Όταν είναι σε τόσο δυσμενής θέση που είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν και τους πιο εξευτελιστικούς όρους;
Η Αμίνα ήξερε την απάντηση.
Όντας προετοιμασμένη για τέτοιες στιγμές, ετοιμάστηκε να πάρει τα ηνία του νέου βασιλείου.
Πρώτα, φυσικά, έπρεπε να την εξετάσει ο γιατρός για τυχόν σοβαρά τραύματα και να φροντίσει τα πιο εμφανή. Έπειτα, και αφού είχε γίνει η καταγραφή των επιζώντων, να αποτιμηθεί δόξα και αναγνώριση στους νεκρούς του πεδίου της μάχης. Τους έθαψαν γύρω από την πόλη-κράτος και προσευχήθηκαν για την ψυχή τους, προκειμένου να απολαύσουν κρασί, γυναίκες και ουράνιες απολαύσεις εκεί όπου βρισκόντουσαν.
Ακολουθεί η διοίκηση του βασιλείου.
Παρελαύνεις σε ολόκληρη την πόλη, καβάλα στο άλογό σου, και με το καμάρι, τον στρατό σου (ή, ό,τι έχει απομείνει από αυτόν) από πίσω, και οι κάτοικοί της σε αναγνωρίζουν ως τον νέος τους ηγέτη. Είτε το θέλουν είτε όχι, αλλά δεν έχουν και πολλές επιλογές σε αυτό το ζήτημα.
Η παρέλαση ολοκληρώνεται στο βασιλικό ανάκτορο. Οι υπηρέτες βγαίνουν να σας υποδεχτούν, γιατί αλίμονο αν δεν το κάνουν, θα καταλήξουν με τα κεφάλια τους κομμένα, παρά τις φιλόπονες προσπάθειές τους να εξαφανιστούν από προσώπου γης. Σε ξεναγούν στην νέα σου οικεία, σου δείχνουν τους στάβλος, την αυλή, τις αποθήκες,τα μαγειρεία, τους διαδρόμους, τις αίθουσες συνεδρίασης, τα δωμάτια όπου θα κοιμάστε πλέον...
Το βράδυ, οργανώνεις γιορτή για την ευλογημένη αυτή νίκη και φροντίζεις, πέρα να είναι γεμάτο καλούδια και μυρωδάτα ποτά, να κάνεις μεγάλη φασαρία για να σε ακούσουν οι κάτοικοι της ηττημένης πόλης-κράτους και να μελαγχολήσουν ακόμη περισσότερο.
Και την αυριανή μέρα, αγνοείς την νύστα και τον πονοκέφαλο που αναμενόμενα φέρνουν αυτές οι εκδηλώσεις και καλείς συμβούλιο για να γνωρίσεις τα νέα μέλη της ομάδας σου και για να αποφασίσετε για την διακυβέρνηση του βασιλείου.
Η αίθουσα; Τυπικιά. Όμοια σαν αυτήν στην Ζαζάου. Οι σύμβουλοι; Ψευτο-κόλακες ανάξιοι εμπιστοσύνης που με τον καιρό θα τους ξεφορτωνόταν και θα έβαζε τους δικούς της.
Μόνο ένας ξεχώρισε στα μάτια της.
Διέφερε από τους υπόλοιπους συμβούλους, σαν τον λέοντα μες τις ύαινες. Μελαμψό δέρμα, το πιο μαυριδερό που είχε δει ποτέ της, σκούρα μάτια που έκρυβαν τόνους σοφίας και εμπειρίας, μια φαντασμαγορική στολή, με χάντρες, πούλιες και περίτεχνα σχέδια σε έντονα χρώματα, που ενώ σε άλλες περιπτώσεις θα σχολίαζε τον φορέα της 'θηλυπρεπή', τώρα θεωρούσε πως του έδινε κύρος και ανδρισμό.
...
Είχε ρωτήσει κάποτε τον πατέρα της γιατί αυτός και ο παππούς της είχαν μια ομάδα παλλακιδών ως συντροφιά, ενώ η μητέρα δεν είχε κανέναν άλλον πέρα από τον μπαμπά.
«Γιατί εμείς είμαστε άντρες και οι άντρες είναι που ασχολούνται με την διαδοχή. Άμα πάθετε ποτέ κάτι εσύ, ο Καράμου και η Ζάρια, να φροντίσουμε να υπάρχει εναλλακτικός διάδοχος για να μην μείνει ο θρόνος της Ζαζάου κενός» της είχε εξηγήσει αυτός.
Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της. «Αυτό σημαίνει πως αν η μαμά δεν είχε εσένα, θα είχε και αυτή άνδρες παλλακίδες;» ρώτησε.
«Όχι» της απάντησε απόλυτα. «Η μαμά σου θα έπρεπε αναγκαστικά να παντρευτεί κάποιον»
...
Αυτή ήταν η άποψη του πατέρα της και αυτή έπρεπε να υπακούσει, γιατί αυτό όριζε η παράδοση. Τώρα, όμως, αυτή ήταν η Βασίλισσα και μπορούσε να δαμάσει τους κανόνες όπως τους ήθελε.
Πλησίασε με προκλητικό βήμα τον σύμβουλο - δεν είχε καθόλου αμφιβολίες για την εικόνα της στον ανδρικό πληθυσμό, από πάντοτε προσελκούσε παθιασμένους μνηστήρες και λάτρευε να τους ραγίζει την καρδιά με την άρνησή της - και του απηύθυνε τον λόγο: «Πες μου το όνομά σου!» Απαίτησε.
Ο σύμβουλος σταμάτησε απότομα τον λόγο του και κατάπιε βιαστικά το σάλιο του. «Αμπντούμ του Σαλμάν» είπε στο τέλος. «Η οικογένειά μου είναι σύμβουλοι της βασιλικής οικογένειας της Κανό εδώ και πέντε γενιές»
«Και πόσα χρόνια είσαι σύμβουλος;»
«Εφτά χρόνια. Από τότε που έκλεισα τα είκοσι. Αλλά προετοιμάζομαι για την θέση όλη μου την ζωή» Βιάστηκε να προσθέσει, φοβούμενος πως το νεαρό της ηλικίας θα τον καθυστούσε ανάξιο στα αυστηρά μάτια της.
«Είσαι παντρεμένος;» έκανε την καίρια ερώτηση.
«Όχι, δεν έτυχε»
Τα μάτια της Αμίνας άστραψαν. Μπροστά σε όλους, έπιασε τον Αμπντούμ από τον ώμο και έσκυψε στο αφτί του: «Έλα στο δωμάτιό μου κατά τις δέκα το βράδυ. Θα έχω και άπλετη μπύρα»
Και με αυτό, γύρισε στην θέση της και έκανε νόημα να συνεχίσει η συζήτηση - λες και προηγουμένως δεν είχε συμβεί τίποτα, αλλά ποιος να τολμήσει να το σχολιάσει όσο ήταν εκείνη μπροστά;
...
Η Αμίνα ήξερε πως να εντυπωσιάσει έναν άντρα. Η θέση της, το γυμνασμένο σώμα της, τα πλούτη της ήταν αρκετά για να τους κάνει να τρέχουν πίσω από το μικρό της δαχτυλάκι. Δεν ήξερε, όμως, πως να ευχαριστήσει έναν άντρα.
Για καλή της τύχη, στο παλάτι κατοικούσαν και αρκετές παλλακίδες που δεν είχαν φύγει μαζί με το βασιλικό ζεύγος όταν έμαθαν για την επιδρομή - ή, πιο πιθανό, επέλεξαν να μην τους πάρουν μαζί τους - και που ήταν διαθετιμένς να της διδάξουν τα μυστικά του έρωτα. Να βάλεις αυτό το ιμάτιο, να αναδείξεις το κορμί σου, να βγάλεις το τουρμπάνι, σε βαραίνει, να βάλει αρωματικά από τριαντάφυλλο, είναι πιο εξωτικό, να βάλεις αυτά τα κοσμήματα, να στολίσεις έτσι το δωμάτιό σου, να το κάνεις σκοτεινό, να βάλεις κεριά, να τοποθετήσεις το φαΐ ανάμεσά σας, να χαμογελάσεις καλοσυνάτα όταν ο Αμπντούμ σε πει 'όμορφη'...
Οδηγίες που η Αμίνα δεν τις άκουσε όλες, αλλά συγκράτησε τα, κατά την γνώμη της, βασικά.
Ξάπλωσε στο στρώμα. Της ήταν ασυνήθιστο να κοιμάται σε κανονικό κρεβάτι και όχι καταγής στο έδαφος, μα δεν παραπονιόταν. Ας απολάμβανε τις ανέσεις που είχε κερδίσει με το αίμα και το σπαθί της. Το κεφάλι της ήταν έτοιμο να σπάσει, και ας μην την βάραινε το τουρμπάνι της. Σκούπισε το μέτωπό της με το ιμάτιο και περίμενε.
Ο Αμπντούμ ήρθε στην ώρα του. Έκλεισε διακριτικά την πόρτα πίσω του και έμεινε να την κοιτάζει. Η Αμίνα δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει το ύφος του και κατέληξε πως είχε μείνει άφωνος από την εμφάνισή της. Ούτως ή άλλως, δεν την έβλεπαν πολύ συχνά - ή και ποτέ - καλλωπισμένη.
Του έκανε νόημα να πλησιάσει. Την πλησίασε. Του έκανε νόημα να ξαπλώσει. Ξάπλωσε. Με αργές κινήσεις, λες και δεν ήθελε να βρισκόταν εδώ. Ή μάλλον επειδή τον είχαν πιάσει οι συστολές με τέτοια καλλονή μπροστά του.
Η Αμίνα του πρόσφερε μια κούπα με μπύρα. Ο Αμπντούμ της χάρισε ένα αμήχανο χαμόγελο ως 'ευχαριστώ', τσούγκρισαν τις κούπες και ήπιαν.
Η Αμίνα του χάρισε ένα λοξό βλέμμα, ένα σαγηνευτικό χαμόγελο και έγειρε στο στήθος του. «Πες μου για σένα. Όλα από το τσιγγέλι στα βγάζω»
Ο Αμπντούμ ξεροκατάπιε, προτού πέσει σε βαριά σκέψη και της απαντήσει. «Τα βασικά τα ξέρεις»
Η Αμίνα αναστέναξε εκνευρισμένη, προτού το καταστείλει και του εξηγήσει. «Πες μου για την οικογένειά σου. Τους φίλους σου»
Βλέποντας πως δεν είχε άλλη επιλογή από το να της δώσει μια ικανοποιητική απάντηση, ενέδωσε στις προθέσεις της. «Ήμασταν μια μεγάλη οικογένεια. Ο μπαμπάς, η μαμά μου, η δεύτερη σύζυγος του μπαμπά μου και τα αδέλφια μου. Εννιά συνολικά. Εγώ ήμουν ο τρίτος ηλικιακά. Πρώτος ήταν ο Σαλμάν ο Νεότερος, με περνούσε κατά πέντε χρόνια. Μετά ήταν η Σουμάγια, αυτή ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερή μου. Ο Λουκμιάν, που γεννήθηκε έναν χρόνο μετά από εμένα, αλλά δεν έζησε για πολύ, και τέλος, ο Ναντίρ, που τον περνούσα τρία χρόνια. Ήμασταν αδέλφια από την ίδια μητέρα. Την λέγανε Χάφσα. Και, όπως καταλαβαίνεις, ήμασταν πιο κοντά μεταξύ μας, από ότι με τα αδέλφια μας από την Αακίφα, την δεύτερη μητέρα μας»
Η Αμίνα έγνεψε. Τυπικές οικογενειακές σχέσεις. Θα προτιμούσε κάτι πιο πικάντικο, να την ανάψει τώρα που είχε διάθεση. «Και από αυτούς τους τέσσερις, είχες κάποια ιδιαίτερη αδυναμία;»
Ο Αμπντούμ χασκογέλασε. «Δεν θα σας πω ψέματα, Υψηλοτάτη. Ναι, με την μεγαλύτερη αδελφή μου, την Σουμάγια. Ήταν έξυπνη, δυναμική, ξεροκέφαλη, αλλά είχε τσαμπουκά. Πάντοτε ακολουθούσε εμάς τα αγόρια και ήθελε να κάνει ό,τι κάναμε και εμείς, είτε ήταν πάλη, είτε απλά κυνηγητό. Όσο και να την διώχναμε και να την σπρώχναμε, αυτή επέμενε. Αλλα αυτό ήταν που μου άρεσε πάνω της.»
Η Αμίνα αμέσως παρατήρησε τις ομοιότητες της με την Σουμάγια και έμεινε άφωνη. Ήταν λες και περιέγραφε τον εαυτό της όταν ήταν παιδί. «Μην μου πεις πως η μητέρα σας την ανάγκαζε να φοράει επίσημα ρούχα και κοσμήματα και αυτή τα αρνιόταν;» ρώτησε γελώντας.
Ο Αμπντούμ γέλασε και αυτός. «Και όχι μόνο. Τα ξέσκιζε ή τα έσπαγε. Το πόσες σφαλιάρες είχε φάει από την μαμά, δεν μπορούν να μετρηθούν-»
Η Αμίνα γέλασε πιο δυνατά. «Φαντάζομαι πόσο αγαπημένοι ήσασταν-»
«Όχι όλοι, Υψηλοτάτη» παραδέχτηκε ο Αμπντούμ και έσκυψε πιο κοντά της, λες και ήθελε να της εκμηστηρευτεί κάποιο κρυφό μυστικό. Η Αμίνα έσκυψε και αυτή από πάνω του. «Ποτέ μου δεν συμπάθησα τον Σαλμάν-»
Τα φρύδια της Αμίνας ανυψώθηκαν από την περιέργεια. «Πως και έτσι;» θέλησε να μάθει.
«Για χαζούς λόγους-» αναστέναξε ο Αμπντούμ και κοίταξε ντροπιασμένος αλλού, σκεπτόμενος αν έπρεπε να μοιραστεί τα απόκρυφά του με τον κατακτητή, μα στο τέλος, συνειδητοποίησε πως άμα τα έκρυβε, θα τον απειλούσε με θάνατο και έτσι, συνέχισε. «Ήταν ο μεγαλύτερος και ο πατέρας μας, όπως είναι φυσικό, του είχε περισσότερη αδυναμία. Ήταν και από την πρώτη του σύζυγο, οπότε καταλαβαίνεις... (η Αμίνα έγνεψε ξανά). Και τον εκπαίδευε για να γίνει σύμβουλος στην θέση του. Και εμάς τους υπόλοιπους μας είχε τελείως γραμμένους. Και χρειάστηκε να τον δαγκώσει ένα φίδι και να πεθάνει για να συνειδητοποιήσει πως είχε και άλλα παιδιά. Και τότε ήταν που άρχισε να εκπαιδεύει εμένα στην θέση του Σαλμάν-»
Αδελφική αντιπαλότητα που είχε τις ρίζες της στην ζήλια και στην προσοχή του γονιού! Η Αμίνα δεν μπορούσε να πιστέψει τις ομοιότητες μεταξύ τους. Όλη της την ζωή υποτιμούσε την ζωή με άντρα. Θεωρούσε ότι απέκοβε την γυναίκα από την ελευθερία της, και δυσαρεστούταν που η κοινωνία της το επέβαλε ως η ύστατη μοίρα της. Μα τώρα, άρχιζε να το ξανασκέφτεται. Ίσως η ζωή με τον τέλειο, τον ιδανικό, τον έναν άντρα να άξιζε. Τύλιξε τους μηρούς της γύρω από τον καβάλο του και του γουργούρισε στο αφτί. «Πες μου και άλλα για σένα-»
Ο Αμπντούμ έμεινε σιωπηλός ένα λεπτό να σκεφτεί προτού της απαντήσει με ένα γλυκό χαμόγελο. «Μου αρέσει να παίζω νγκεντέγκγου-»
Η αναφορά στο συγκεκριμένο όργανο θύμισε στην Βασίλισσα τον συγχωρεμένο αδελφό της.
«Μπορείς να το φέρεις;»
«Ναι» έγνεψε ο Αμπντούμ. Σηκώθηκε από το στρώμα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Αφού έδωσε την διαταγή στον υπηρέτη που φυλούσε σκοπιά και οδηγίες για την ακριβή τοποθεσία του οργάνου, γύρισε πίσω στην θέση του.
«Δεν ήξερα πως σας άρεσε η μουσική, Υψηλοτάτη» έκανε έκπληκτος.
«Όλο Υψηλοτάτη και Υψηλοτάτη!» Γκρίνιαξε η Αμίνα. «Μπορείς να με αποκαλείς με το όνομά μου»
«Μάλιστα. Αμινάτου-»
«Το Αμίνα ακούγεται καλύτερο»
«Καλά. Αμίνα, όπως έλεγα, δεν ήξερα πως σας άρεσε-»
«Και μπορείς να χρησιμοποιήσεις ενικό. Δεν είμαστε πια ξένοι»
Εμμ, ναι, όταν έρχεσαι, κατακτάς και σφάζεις έναν ξένο λαό, μετά από λίγο παύετε να είστε ξένοι... είπε από μέσα του ο Αμπντούμ.
Ένα χτύπημα στην πόρτα σταμάτησε προσωρινά την συζήτησή τους για να τους πληροφορήσει πως ο υπηρέτης είχε επιστρέψει, μαζί με το νγκεντέγκγου. Ο Αμπντούμ τον ευχαρίστησε, ξανακάθησε στο στρώμα και απευθύνθηκε στην Αμίνα: «Έχεις κάποιο συγκεκριμένο σκοπό που θα ήθελες να σου παίξω;»
"Όχι" κούνησε το κεφάλι της. «Ή μάλλον, ναι. Θέλω να παίξεις τον ""Ύμνο του Μπαγιατζίντα"»
Ο Αμπντούμ έγνεψε, κούνησε θεατρικά τα χέρια του και άρχισε να παίζει.
Η Αμίνα βυθίστηκε στην μαγευτική μελωδία, επική όπως άρμοζε σε κάθε θρυλικό ήρωα. Σύντομα, την ταξίδεψε σε έναν κόσμο που κατοικούταν αποκλειστικά από εκείνη και τον Αμπντούμ και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος του νγκεντέγκγου του. Ξέχασε πολέμους, ξέχασε μάχες, ξέχασε ιαχές και κραυγές και κλαγγές όπλων. Η μοναδική της επιθυμία ήταν να ακούει για πάντα αυτό το τραγούδι.
Αλίμονο, όμως... σταμάτησε πολύ γρήγορα...
Ο Αμπντούμ έμεινε με τα χέρια μετέωρα. «Θέλεις να παίξω κάτι άλλο, Αμίνα;» ρώτησε.
Η Αμίνα ετοιμαζόταν να απαντήσει «όχι, παίξε πάλι τον ίδιο σκοπό», μα εκεί που άνοιξε το στόμα της, μια άλλη σκέψη κατέκλυσε το μυαλό της.
Με απαλές κινήσεις, απομάκρυνε το όργανο από το κρεβάτι και έπιασε τα χέρια του Αμπντούμ. «Όχι, θα προτιμούσα να μιλήσουμε»
Και εκείνη την βραδιά, του ανοίχτηκε όσο δεν είχε ανοιχτεί ποτέ σε κανέναν άλλον. Του μίλησε για τα παιδικά της χρόνια, για τους τρανούς γονείς της, για τον λατρευτό αδελφό της, για το βασίλειό της. Και μετά, έφτασε στο σημείο όπου έπρεπε να αναφερθεί στην αδελφή της...
«Για την Ζάρια τα κάνω όλα αυτά» ομολόγησε στο τέλος. «Θέλω να μου παραχωρήσει έναν από τους γιους της ώστε να τον χρίσω διάδοχο»
«Δεν καταλαβαίνω-» αποκρίθηκε ο Αμπντούμ. «Δεν μπορείς να γεννήσεις γιους;»
«Δεν είμαι παντρεμένη»
«Αλήθεια;» Αναφώνησε έκπληκτος. «Πως κατάφερες και έγινες Βασίλισσα, τότε;»
Η Αμίνα άφησε να της ξεφύγει ένας αναστεναγμός. «Δεν θα απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση" αποκρίθηκε ενοχλημένη. "Γιατί πιστεύεις πως ο αδελφός μου δεν έπρεπε να περάσει τον θρόνο σε εμένα αφού δεν βρήκε κάποιον εύκαιρο;»
«Θα μπορούσε να την είχε περάσει στους συμβούλους του. Δεν είναι και η πρώτη φορά»
Η Αμίνα ύψωσε το ανάστημά της. «Δεν θα τους εμπιστευόμουν ποτέ να πάρουν μία απόφαση μόνοι τους. Εξάλλου, τι είναι η απόφαση του άντρα χωρίς την έγκριση μιας γυναίκας; Μηδαμινή!»
Ο Αμπντούμ δεν βρήκε τι να απαντήσει σε αυτό. Ή μάλλον, διαμόρφωσε μέσα στο κεφάλι του ένα σωρό κακοπροαίρετες σκέψεις που όμως έκρινε ανάρμοστες να εκφράσει. «Τι σχέση έχουν όλα με την Ζάρια; Δεν μου εξήγησες»
Η Αμίνα έτριψε με μανία τους κροτάφους της. Θα ήταν μια μακριά και συναισθηματική ιστορία και ήδη είχε αρχίσει να την καταβάλει η νύστα. «Κάποτε, ήμασταν τρία αδέρφια: εγώ, ο Καράμου και η Ζάρια. Και εγώ με την Ζάρια δεν είχαμε ποτέ καλές σχέσεις»
Ο Αμπντούμ στήριξε το κεφάλι του στις παλάμες του αφέθηκε στην διήγησή της.
«Δεν ξέρω γιατί την μισούσα. Ίσως επειδή η μητέρα μας της έδινε πάντοτε περισσότερη προσοχή από ότι σε εμένα. Ίσως επειδή φερόταν όπως ήθελε η μητέρα μου, ενώ για μένα έλεγε πως ήμουν 'ανάρμοστη' και θα έπρεπε να ασχοληθώ με τα καθήκοντα μιας πριγκίπισσας και όχι με μάχες και όπλα. Και εμένα αυτή η συμπεριφορά δεν μου καθόταν καθόλου καλά και ήθελα να βγάλω το άχτι μου με το να την πειράζω»
Σε κάποια άλλη περίοδο, η Αμίνα θα είχε αλλάξει την αφήγησή της και θα είχε παρουσιάσει την Ζάρια ως την ζηλιάρα και μισητή κόρη, αλλά μετά από τόσα χρόνια, είχε ωριμάσει και έβλεπε την σχέση και την αντιπαλότητά τους με τελείως διαφορετικό μάτι.
«Αλλά και εκείνη έφταιγε. Τι δεξιότητες νόμιζε πως θα αποκομίσει με το να φτιασιδώνεται και να υφαίνει όλη μέρα; Δεν μπορούσε να συγκριθεί μία μπροστά σε εμένα!»
Εντάξει, ίσως με όχι και τόσο διαφορετικό μάτι.
«Και μια μέρα, ήρθε στην Ζαζάου ο πρίγκιπας της Κανό, που τώρα είναι βασιλιάς σας. Η μητέρα μας τον είχε προσκαλέσει για κάτι εμπορικές διαπραγματεύσεις και καλά, αλλά στην πραγματικότητα, ήθελε να μου τον παρουσιάσει ως μελλοντικό γαμπρό, το θυμάμαι καλά. Ήμουνα και σε ηλικία γάμου και είχε νευριάσει που είχα αρνηθεί τους προηγούμενους μνηστήρες» μια άλλη σκέψη πέρασε από το μυαλό της. «Ήσουνα μαζί του τότε;»
«Όχι» είπε ο Αμπντούμ. «Ήμουν ακόμη ανήλικος και δεν θυμάμαι πολλά. Ήταν ο πατέρας μου τότε σύμβουλος του προηγούμενου βασιλιά μας»
«Αυτός, όμως, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο παλάτι, το βλέμμα του έπεσε πάνω στην Ζάρια και, ένας θεός ξέρει πως, την ερωτεύτηκε. Και αυτή τον ερωτεύτηκε. Ακόμα τους θυμάμαι να κάνουν βόλτα στον κήπο και στους διαδρόμους, να κάθονται μαζί στο δείπνο, να χασκογελάνε για ηλίθιους λόγους, να περνάνε πολλές ώρες στο δωμάτιό της- εμένα, όμως, κάτι δεν μου άρεσε πάνω του. Μου φαινόταν πολύ ύποπτος. Ιδίως από την στιγμή που οι γονείς μας, ο Καράμου και εγώ κάτσαμε μια φορά για να συζητήσουμε όντως για το εμπόριο και όταν του ζητήσαμε να μειώσει τις ταρίφες για τα καραβάνια, αυτός γέλασε και μας απείλησε πως έχει το διπλάσιο ιππικό από εμάς και πως άμα επιμέναμε σε αυτό, θα έστελνε τον στρατό του να μας λιανίσει. Χα! Τι ειρωνεία της τύχης!» Γέλασε η Αμίνα, θυμούμενη το αποτέλεσμα της πιο πρόσφατης μάχης και ο Αμπντούμ αναγκάστηκε να γελάσει μαζί της. «Τα είπα όλα αυτά στην Ζάρια, αλλά αυτή η ηλίθια δεν ήθελε να με ακούσει. Κακό του κεφαλιού της! Και μια μέρα - πόσο καιρό έμεινε μαζί μας, ούτε και εγώ θυμάμαι - τους άκουσα να σχεδιάζουνε να κλεφτούνε την νύχτα. Και δεν άντεξα. Πήγα μπροστά τους, έβαλα τις φωνές στην μικρή ανόητη, εκείνη έβαλε τα κλάματα, κλασσικά, και τους απείλησα πως θα τα έλεγα όλα στους γονείς μου και πως θα τους φυλάκιζαν» στο σημείο αυτό, η φωνή της άρχισε να τρέμει και ήπιε μια γερή δόση κρασί για να συνέλθει. «Και ξέρεις τι συνέβη μετά, Αμπντούμ;» ρώτησε σκουπίζοντας με την άκρη του χεριού της το στόμα της και αφήνοντας χοντρές σταγόνες να λεκιάσουν το στρώμα.
«Τι;» ρώτησε ο Αμπντούμ γεμάτος αγωνία, γιατί όποια άποψη και να είχε για την Αμίνα, η ιστορία της τον είχε συναρπάσει.
«Μου είπαν πως τουλάχιστον κάποιος από εμάς θα παντρευόταν και πως έπρεπε να τους αφήσω ήσυχους, γιατί αφού δεν επιλύσαμε τα εμπορικά θέματα, ας είχαμε ένα μέλος της οικογενείας μας σε ξένο βασίλειο για να εξασφαλίσουμε συμμαχία. Το πόσο είχα ταραχτεί εκείνη την ημέρα, δεν περιγράφεται!» Σύριξε τις τελευταίες λέξεις και άρπαξε την κούπα της με την μπύρα. Το πέταξε με δύναμη στον τοίχο, αναγκάζοντας τον Αμπντούμ να σκύψει για να αποφύγει την σύγκρουση, και έσκυψε το κεφάλι της στους τρεμάμενους ώμους της.
«Καταλαβαίνεις; Η γνώμη μου δεν είχε καθόλου σημασία για αυτούς! Δεν είναι σαν τους άντρες μου, που ακολουθούν κάθε διαταγή μου πιστά, ή-» στο σημείο αυτό, σήκωσε τα μάτια της. Είχαν υγρανθεί από την ένταση και την συγκίνηση και ήλπιζε πως δεν θα ήταν εμφανές. «- σαν εσένα»
Ο Αμπντούμ την κοίταξε έκπληκτος. «Το-το εννοείς;»
Η Αμίνα έπεσε πάνω του και τύλιξε στα χέρια του στον κορμό του, σαν να προσπαθούσε να τον σπάσει. Επρόκειτο απλώς για μια ερωτική αγκαλιά και όχι λαβή θανάτου. «Αυτά δεν τα έχω πει ποτέ σε κανέναν. Εσύ ήσουν ο πρώτος μετά από τόσα χρόνια» του ψιθύρισε στο αφτί.
Και σφράγισε τα λόγια της με ένα φιλί. Ακολούθησε μια παθιασμένη ερωτική βραδιά, η πρώτη όπου η Αμίνα συμφώνησε να ενδώσει στις ορέξεις της. Και ολοκληρώθηκε με τους να δύο να μένουν ξαπλωμένοι στο στρώμα, προσπαθώντας να ανακτήσουν την αναπνοή τους. Ο Αμπντούμ κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Η Αμίνα έμεινε για λίγο ξύπνια με τις σκέψεις της.
Τον κοίταξε όσο βρισκόταν ακόμα στον κόσμο των ονείρων. Τι όμορφος που ήταν. Πόσο γραμμωμένα ήταν τα χαρακτηριστικά του. Και δεν ροχάλιζε, άρα δεν θα την ενοχλούσε τις νύχτες.
Πως της ήρθε αυτό; Σκόπευε να τον παντρευτεί; Ούτε καν! Τόσες και τόσες φορές είχε δηλώσει την απέχθειά της στην ιδέα του γάμου και αυτό δεν θα άλλαζε έτσι στα ξαφνικά. Ίσως να τον κρατούσε ως παλλακίδα. Και να μην έπαιρνε και δεύτερον για να δείξει πόσο τον εκτιμούσε. Δεν ακουγόταν κακό...
Με την καρδιά της ανάλαφρη, έσβησε το κερί και εισήλθε με την σειρά της στον κόσμο των ονείρων.
...
Την επόμενη που ξύπνησε, βρήκε το κρεβάτι αδειανό. Το πρώτο ερώτημα που της ήρθε ήταν που στο καλό είχε πάει ο αγαπημένος της και γιατί δεν περίμενε να ξυπνήσει και αυτή. Σηκώθηκε όπως όπως, βγήκε στους διαδρόμους και άρχισε να ρωτάει τους υπηρέτες αν είχαν δει τον Αμπντούμ. Όσοι τον είχαν, της είπαν πως ετοιμαζόταν να βγει έξω.
Τον πρόλαβε να στρίβει στην κεντρική είσοδο. Ήθελε να του φωνάξει να την περιμένει, αλλά το βιαστικό του βήμα την αναστάτωσε και το διάβασε ως προϊδεασμό κακών οιωνών, οπότε επέλεξε να τον ακολουθήσει αθόρυβη και ασυνόδευτη από μια απόσταση.
Ήταν πρωί, ο ήλιος δεν βρισκόταν καλά καλά στα μισά της διαδρομής, αλλά η ζέστη που επικρατούσε στους δρόμους ήταν αφόρητη. Τι το 'θελαν να βάλουν πλάκες; Ήταν όμορφες, αισθητικές, έδιναν μια επιπλέον νότα χαρακτήρα στην πόλη, μα απορροφούσαν τις ηλιακές ακτίνες και εκτόπιζαν την θερμότητά τους, ιδίως τώρα που ήταν βαμμένες σε έντονα χρώματα.
Ίσως αυτό και να εξηγούσε γιατί δεν κυκλοφορούσε σχεδόν κανείς, πέρα από τους εμπόρους που έστηναν τους πάγκους τους. Παρά τον μικρό αριθμό, η Αμίνα φοβήθηκε πως θα την αναγνώριζαν και εκείνη την στιγμή, δεν είχε διάθεση να μιλήσει μαζί τους, γι' αυτό χαμήλωσε το τουρμπάνι της, επιτάχυνε το βήμα της και εστιάσε, με την περιορισμένη ορατότητα που της παρείχε η ενδυμασία της, στον Αμπντούμ.
Η ταραχή της έφτασε σε νέα ύψη, όταν τον είδε να μπαίνει σε ένα απόμερο σοκάκι, προτού κοιτάξει επιφυλακτικά από πίσω του. Η Αμίνα περίμενε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να τον ακολουθήσει από τον ίδιο δρόμο.
Το σοκάκι ήταν ένας περίκλειστος μουχλιασμένος χώρος, με μόνους κατοίκους αρουραίους και διάφορα αδέσποτα. Το μοναδικό σημείο ζωής ήταν μια πόρτα από όπου έβγαινε τεχνητό φως, σκούρος καπνός που εξατμιζόταν στον ουρανό, ασυνάρτητες λέξεις και μία μικρή δόση μυρωδιάς από ναργιλέ και θυμιατό.
Όσο την έπνιξε η μυρωδιά (σε σημείο που κατέβασε το τουρμπάνι της για προφύλαξη), τόσο την αναστάτωσε αυτό που αντίκρισε και, ακόμη περισσότερο, αυτό που άκουσε.
Οι σύμβουλοι της Κανό, αυτοί με τους οποίους είχε συνομιλήσει την προηγούμενη μέρα, να έχουν κάνει κύκλο γύρω από τον αρχηγό τους, όσο αυτός, βαθύτατα συγκινημένος και ενσυναίσθητος, τους μιλούσε για-
«-ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΑΔΕΛΦΙΑ! ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!» Βροντοφώναζε. «Η Κανό ποτέ πριν δεν ήταν υποτελής κάποιου άλλου κράτους και δεν θα το επιτρέψουμε να παραμείνουμε άλλο στα χέρια της δαιμονικιάς Αμίνας!»
«ΌΧΙ!» Συμφώνησαν οι υπόλοιποι συμμετέχοντες και ύψωσαν τις γροθιές τους στο ταβάνι.
Ανάμεσά τους, η Αμίνα ξεχώρισε και τον Αμπντούμ να συμμετέχει με τον ίδιο ζήλο.
Η καρδιά της έπεσε στο στήθος. Δεν μπορεί-
Αυτό που ακολούθησε επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους της.
«Δεν χρειάζεται να ανησυχούμε. Όπως ήρθε, έτσι και με την ίδια ταχύτητα θα φύγει. Έχουμε σχεδιάσει σχέδιο και ετοιμάζουμε πραξικόπημα. Και ο Αμπντούμ απο εδώ-» στο σημείο αυτό, τράβηξε τον εν λόγω άντρα από το μανίκι και τον έχωσε στην μέση του δωματίου «-έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη της»
Η ομάδα συνωμοσίας χτύπησε φιλικά τον Αμπντούμ στην πλάτη.
Η Αμίνα κόντεψε να βγάλει ένα επιφώνημα που το συγκράτησε τελευταία στιγμή.
Μια μικρή φλόγα ελπίδας έλαμψε στην καρδιά της, με την σκέψη πως αυτή και ο Αμπντούμ είχαν δεθεί μετά από μια νύχτα συνουσίας και πως ο καλός της θα είχε τους ενδοιασμούς του για το σχέδιο εξόντωσής της. Μα αυτή η φλόγα έσβησε όπως ξαφνικά άναψε.
«Να 'στε καλά, σύντροφοι. Δεν έχει υποψιαστεί τίποτα. Μου εκμηστηρεύτηκε μάλιστα και τα εσώψυχα της» και τους εξιστόρησε όλα όσα η Αμίνα δεν είχε εμπιστευτεί ποτέ σε κανέναν, ενώ αυτοί γελούσαν μαζί της.
«Η συγκεκριμένη είναι πολύ "Αχ, το παίζω και πολύ σπουδαία και περνιέμαι για τρομερή, αλλά ζήλευα την μικρότερη αδελφή μου για ηλίθιους λόγους"» κοροΐδευε με ψεύτικη γυναικεία φωνή.
Και άλλα γέλια.
«Ή, "Αχ, πόσο μου λείπει ο αδελφός μου. Στεναχωριέσαι που δεν μπορώ να τον έχω πια στο κρεβάτι"» συνέχιζε στον ίδιο τόνο.
Περισσότερα γέλια.
Έπειτα από λίγο, δεν άντεξε. Τα μάτια της ζεστάθηκαν, τα μάγουλά της σκούρηναν, τα ρουθούνια της τρεμόπαιξαν ανεξέλεγκτα. Δεν είχε αισθανθεί ποτέ τόση ντροπή.
Ήθελε να τους χιμήξει, να τους κομματιάσει, να χύσει το αίμα τους στο δάπεδο, όσο αυτοί θα παρακαλούσαν για έλεος, με πρώτο θύμα αυτόν τον... απατεώνα, τον Αμπντούμ. Τελευταία στιγμή, συγκρατήθηκε. Ήταν περισσότεροι και πιθανότατα, αρματωμένοι, οπότε έπρεπε να βρει μια πιο κατάλληλη στιγμή.
Έφυγε, προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο, και γύρισε στο παλάτι, όπου σωριάστηκε στην κεντρική είσοδο. Ήταν μια περίτεχνη ξύλινη πόρτα από μπαομπάμπ, και οι κολώνες απεικόνιζαν με μαεστρία τα επιτεύγματα του Μπαγιατζίντα και των εφτά γιων του• τον Μπαγιατζίντα να σκοτώνει το φίδι, τον Μπαγιατζίντα να χρίζει τους γιους του και στην μέση, ο Κανό, φορώντας τα πιο εντυπωσιακά ρούχα και κουβαλώντας το σκήπτρο με τους περισσότερους και τους πιο σπάνιους πολύτιμους λίθους, και στεκόνταν καλά, παρά τους τόσους αιώνες από τότε που είχαν σκαλιστεί, αλλά αυτήν την στίγμη, δεν ενδιαφερόταν να συγκρίνει την αρχιτεκτονική της Κανό με την δικιά της πόλη. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, βημάτισε για αρκετή ώρα πάνω κάτω και έκατσε ξανά στα σκαλοπάτια. Προς καλή της τύχη, μια τεράστια σκιά έπεφτε πάνω της, δροσίζωντας το κεφάλι της και κρύβοντας ελαφρώς το αναστατωμένο ύφος της από τυχόν περίεργους.
Είσαι πολεμίστρια. Υπενθύμιζε στον εαυτό της. Οι πολεμιστές δεν αφήνουν τέτοια μικροπράγματα να τους αναστατώσουν. Οι πραγματικοί πολεμιστές παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. Δείχνουνε πως ακόμη και όταν τα πράγματα είναι στο χειρότερό τους, πάντοτε βρίσκουν τρόπο να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Και αυτό θα κάνεις και εσύ, Αμινάτου!
Και μέσα στην σιωπή και στην απομόνωση, σκαρφίστηκε την εκδίκησή της...
...
Ήταν ένα συνέδριο σαν όλα τα άλλα. Ή, έτσι φαινόταν στην αρχή. Και εκεί που είχε περάσει αρκετή ώρα και οι σύμβουλοι της Κανό άρχιζαν να αναρωτιούνται προς τι η τόση καθυστέρηση και γιατί μόνο αυτοί βρίσκονταν στην αίθουσα και που στο κακό ήταν η Βασίλισσα και οι δικοί της σύμβουλοι, η πόρτα ανοίγει με έναν εκκωφαντικό κρότο που έκοψε σαν μαχαίρι τις ομιλίες τους.
Μπρος τους στεκόταν η Βασίλισσα Αμίνα σε όλο της το μεγαλείο της. Όχι μόνη της. Μια επίλεκτη παρέα από έξι άντρες στεκόντουσαν πίσω και στο πλάι της με τα όπλα τους, τα μαχαίρια τους, τα τσεκούρια της να στέλνουν μήνυμα θανάτου σε όποιον έπρατε το λάθος να τους κοιτάξει. Ακόμα και οι πιο τρομεροί, οι πιο τερατώδες δαίμονες της Σαχάρας θα έτρεμαν στην όψη τους και θα έτρεχαν να βρουν καταφύγιο στον αφέντη τους.
Την σκηνή την έκοψε η Αμίνα, που με ένα αγέρωχο αποφασιστικό βήμα, εισήλθε στην αίθουσα κοιτώντας τα θύματά της αφ' υψηλού. «Αγαπητοί μου σύμβουλοι-» Η φωνή της έσταζε φαρμάκι και ειρωνεία. «Σήμερα σας κάλεσα για μία ειδική συνέλευση. Κάποιος, δεν θα πω ονόματα-» στο σημείο αυτό, τα μάτια της έπεσαν φευγαλέα στον Αμπντούμ και τον κάρφωσε όσο πιο έντονα μπορούσε με την αγριάδα της. Έπρεπε να καταλάβει πως, από όλους αυτούς εκεί μέσα, αυτός βρισκόταν σε μεγαλύτερο κίνδυνο.
Δυστυχώς, ήταν πολύ αργά.
«-με ενημέρωσε πως εσείς ειδικά σχεδιάζατε πραξικόπημα εναντίον μου. Σας ρωτάω• δεν ντρέπεστε;! Ούτε μια εβδομάδα δεν ήμουν βασίλισσά σας και ήδη θέλετε να με ξεφορτωθείτε! Δεν είναι σωστό!»
Οι σύμβουλοι της Κανό κοιτάχτηκαν αναστατωμένοι. Πως το έμαθε; Ποιος της το είπε; Ήταν κάποιος από αυτούς; Κρύος ιδρώτας έλουσε τα μέτωπά τους. Μέχρι να πέσει η πρώτη στάλα, η Αμίνα είχε προλάβει να βγάλει το σπαθί της από το θηκάρι της ζώνης της, να παίξει με την μύτη του και να το σηκώσει ψηλά, δίνοντας διαταγή να σφαχτούν οι άπαντες.
Το μακελειό άρχισε. Η αίθουσα γέμισε με αίματα, πτώματα, παρακαλητά και ανατριχιαστικές κραυγές που ήχησαν σε όλους τους διαδρόμους του ανακτόρου, μα που κανένας υπηρέτης, όσο και αν τον έτρωγε η περιέργεια, δεν βρήκε το θάρρος να ξεμιτήσει το κεφάλι του από το άνοιγμα και να δει τι συνέβαινε.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, μια αιματοβαμμένη πισίνα όπου επέπλεαν τα έπιπλα και τα σώματα των άτυχων συμβούλων σχηματίστηκε και έβαψε τα πόδια της Αμίνας και της συμμορίας της.
Ο θάνατος τους Αμπντούμ σήμανε το τέλος της σφαγής. Η Αμίνα κλώτσησε το πτώμα του, λεκιάζοντας έτσι το φόρεμά της και το έφτυσε κατάμουτρα. Ήταν νεκρός, δεν κατάλαβε τίποτα, η ίδια πάντως αισθάνθηκε δικαιωμένη.
Τι σκεφτόταν το προηγούμενο βράδυ; Όνειρα της βραδιάς, ευτυχώς η πραγματικότητα την έσωσε τελευταία στιγμή και της υπενθύμισε την μοίρα της. Μόνη, χωρίς άντρα να σημάνει την καταστροφή της.
«Τι θα κάνουμε τώρα, Υψηλοτάτη;» ρώτησε ένας αξιωματούχος της.
Η Αμίνα γύρισε να του απαντήσει. «Θα μείνουμε έναν μήνα έως ότου τειχιστεί η πόλη. Μετά θα πολιορκήσουμε την Νταυρά»
...
Πως σας φάνηκε;
Να και κάτι που δεν βλέπεις συχνά° γυναίκα στρατηλάτης. Το ξέρω πως η δράση της την κάνει να φαντάζει ως μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, αλλά έϊ, αφού οι άντρες στρατηλάτες (λ.χ. Μέγας Αλέξανδρος, Ναπολέων Βοναπάρτης, Ιούλιος Καίσαρας, Τζέκινς Χανς) δοξάζονται για αυτά τα κατορθώματα, δεν καταλαβαίνω γιατί και η Αμίνα δεν μπορεί να δεχτεί την ίδια μεταχείριση, και ας μην είναι προσωπικά μία από τις αγαπημένες μου. 🤷♀️
Για αυτό το κεφάλαιο έπελεξα ένα διαφορετικό τρόπο αφήγησης και πολύ θα ήθελα να ακούσω εντυπώσεις, αν και δεν ξέρω αν θα το υιοθετήσω. Η ζωή της κάθε γυναίκας είναι διαφορετική και απαιτεί ειδικό στυλ εξιστόρησης. Επίσης, αναγκάστηκα να διαγράψω και να ξαναγράψω το συγκεκριμένο κεφάλαιο αρκετές φορές, επειδή δεν έμενα ευχαριστημένη με τα γεγονότα που επέλεγα να αφηγηθώ. Παρόλα αυτά, βγήκε μεγαλύτερο από αυτό που περίμενα (ενώ σχεδίαζα αρχικά να είναι γύρω στις 9.000 λεξεις, τελικά κατέληξα στις 11.000). Ήθελα αρχικά να μιλήσω για τα παιδικά της χρόνια και να έδινα περισσότερη έμφαση στην κόντρα της με την Ζάρια, αλλά όταν διάβασα το draft για δεύτερη και τρίτη φορά, κατέληξα πως αυτές οι σκηνές ήταν ανούσιες και τις διέγραψα.
Πολλά από τα περιστατικά που περιέγραψα - με εξαίρεση την εισαγωγή και αυτά που θα υποθούν τώρα στο επίλογο - είναι καθαρή μυθοπλασία, κυρίως λόγω έλλειψης πληροφοριών για τον βίο της, όπως το τι την έσπρωξε να εκδιώξει την αδελφή της από το βασίλειο και το τι την ώθησε να εκστρατεύσει εναντίων των γειτονικών κρατών.
Ένα ενδιαφέρον, αλλά και βάναυσο fun fact που βρήκα για αυτήν είναι η συνήθειά της να παίρνει έναν άνδρα από κάθε πόλη-κράτος που κατακτούσε, να κάνει έρωτα μαζί του και την επομένη να τον σκοτώνει. Όσοι έχουν καλή μνήμη, θα ανακαλέσουν την Νζίνγκα - την πρώτη γυναίκα για την οποία έγραψα κεφάλαιο - και το χαρέμι της. Επειδή δεν ξέρουμε πόσο αληθεύει ή άμα ήταν απλά φήμες για να την δυσφημήσουν, το ίδιο λίγο πολύ ισχύει και για την Αμίνα. Στην δικιά μου εκδοχή, το έκανε επειδή ανακάλυψε πως ο εραστής της σκόπευε να τον προδώσει και δεν ήθελε να πάρει ρίσκα.
Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που δεν συνέχισα την ζωή της πέρα από την πρώτη λεηλασία της° το υπόλοιπο κεφάλαιο θα επαναλάμβανε όσα είχα ήδη αφηγηθεί και δεν θεωρώ πως υπάρχει λόγος να κουράσω τον αναγνώστη.
Βασίλεψε για 34 χρόνια, το μεγαλύτερο διάστημα του οποίου το πέρασε εκστρατεύονταν εναντίον γειτονικών λαών και πόλεων-κρατών της Νιγηρίας. Σε κάθε πόλη που κατακτούσε, ανέσυρε και από μια σειρά τείχων, τα λεγόμενα "Τείχη της Αμίνας", τα οποία συνεχίζουν να υπάρχουν εώς σήμερα. Σε αυτήν ορίζεται και η εισαγωγή των αλυσιδωτών πανοπλιών στην Αφρική, το οποίο συνέβη όταν είχε να αντιμετωπίσει έναν φοβερό στρατό με σιδερένιες περικεφαλαίες, και επειδή δεν ήθελε να βαρύνει το ανίκητο ιππικό της, εφάρμοσε αυτήν την ιδέα.
Η παράδοση λέει πως πέθανε σε μάχη όσο εκστράτευε εναντίον της Αττάγκαρ. Μετά τον θάνατό της, το βασίλειό της πέρασε στα χέρια του βασιλείου των Τζουκούν.
Λόγω των εξωπραγματικών επιτευγμάτων της, μεταγενέστεροι συγγραφείς εξέφραζαν τον θαυμασμό τους δίνοντάς της τον τίτλο: "Αμίνα, κόρη των Νικατάου, μια γυναίκα ικανή όσο ένας άντρας".
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ομολογήσω πως, επειδή δεν έβρισκα πουθενά στο ελληνικό ίντερνετ πληροφορίες για αυτήν, έκανα ελεύθερη μετάφραση των ονομάτων και μερικών από των τοποθεσιών που αναφέρονται σε αυτό το κεφάλαιο. Στα αριστερά, έχουμε τα ονόματα στα αγγλικά και στα δεξιά, το πως τα μετέφρασα εγώ:
Amina - Αμίνα
Aminatu - Αμινάτου
Zazzau - Ζαζάου
Zaria - Ζάρια
Sarkin Nohir - Σαρκίν Νοΐρ
Nikatau - Νικατάου
Bakwa Turunku - Μπάκουα Τουρούνκου
Karami/Karama - Καράμου
Attaagar - Αττάγκαρ
Ngedegwu - νγκεντέγκγου
Gumel - Γκουμέλ
Bayajidda - Μπαγιατζίντα
Daura - Νταύρα
Magajiya - Μαγκατζίγια
Daurama - Νταυράμα
Katsina - Κατσίνα
Gobir - Γκομπίρ
Kano - Κανό
Rano - Ρανό
Biram- Μπιράμ
Jukun - Τζουκούν
Salman - Σαλμάν
Sumaya - Σουμάγια
Hafsa - Χάφσα
Aakifa - Αακίφα
Nadir - Ναντίρ
Luqmian - Λουκμιάν
Παρακάτω σας παραθέτω σχετικούς συνδέσμους σε περίπτωση που θέλετε να μάθετε περισσότερα για αυτήν:
Βικιπαίδεια:
Αγγλική έκδοση: https://en.m.wikipedia.org/wiki/Amina_(Queen_of_Zazzau) (ελληνικό άρθρο δεν υπάρχει για αυτήν, δυστυχώς 😔)
Άρθρα στο ίντερνετ:
https://theafricanhistory.com/498?mibextid=Zxz2cZ&fbclid=IwAR0-O4hQ4FoU3TI-b1clmuAdlNhcJeqYkoKGIuXpuJzagNyWh_dmicIcGJY_aem_ASxERk-E4EjkvSd_Yb_F_boiEZzeWTsFs6VuysI4Y0Vv1hREI15dSX5czI26Ro9pQjc
https://answersafrica.com/5-powerful-african-queens-history.html
https://www.fulaba.com/queen-amina-of-zaria-warrior-of-present-day-nigeria/?doing_wp_cron=1701149345.0743908882141113281250
https://afrolegends.com/tag/queen-bakwa-of-turunku/
https://www.encyclopedia.com/history/encyclopedias-almanacs-transcripts-and-maps/amina-zaria
Podcasts:
https://open.spotify.com/episode/2vayriM8RYuagswgliLzHz?si=0sfmuXaVQJqu6mJwzr6UCQ
https://open.spotify.com/episode/6jUukPabaguogF0porkfsu?si=n5IqhTbKTTCgtXdYU-Hi9g
https://open.spotify.com/episode/4ajkx2VRkUDb7fyRIHJf9Q?si=R-pIiqiCTvGmCwFlZ4x8Ng
https://open.spotify.com/episode/3iDmw3iMmgPRSdHXcFAeUi?si=hvar-MFATXqfKKxo1SkGUg
https://open.spotify.com/episode/74cMvUlcGi4OfjlZH4RklW?si=_9JTDrNsSZuoRH6hIXx5kQ
https://open.spotify.com/episode/1x3qnLlAcaejZqcChO0evn?si=eKnfYfUzQ6GcGTxjtr1Mww
https://open.spotify.com/episode/2KljrXOhTQkHIIxeYK8CxY?si=orGKP5x4TEGnx4z20WbBRA
https://open.spotify.com/episode/68XsUmwX97NzLxQOQbexCD?si=THMvVMk7QImwlsvPH10obA
https://open.spotify.com/episode/31CWwt8GSWmCM2OCIpaolL?si=88XZcFLtSrKa4bqW2pIA7A
Στο επόμενο κεφάλαιο θα μιλήσουμε για την πιο επιτυχημένη πειρατίνα όλων των εποχών. Μπορείτε να μαντέψετε ποια είναι;
Όποι@ το βρει, θα κερδίσει ένα μπισκοτάκι 🍪!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top