•I•
ΉΤΑΝ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ το πόση γαλήνη της έδινε το κτήμα με τα στάχυα που βρισκόταν μερικά μέτρα μακριά από το σπίτι της. Δεν ξεπερνούσαν το μισό μέτρο και το χρώμα τους ταίριαζε ιδανικά -σαν φωτοτυπία- στο χρώμα των μαλλιών της. Καθόταν εκεί με τις ώρες και αφουγκραζόταν την απόλυτη σιωπή μέσα από το αεράκι που διαπερνούσε την τέλεια φύση των στάχυων.
Ένιωσε την αύρα της Φοίβης, της μητέρας της, οπότε γύρισε προς το μέρος του σπιτιού. Πράγματι καθόταν εκεί και την κοίταζε με ένα μητρικό χαμόγελο βγαλμένο από την καρδιά της.
Η μητέρα της ήταν πολύ όμορφη και την θαύμαζε αδιανόητα η κόρη της. Με τα πανομοιότυπα μαλλιά τους, τα χρωματιστά της ρούχα, το ελαφρύ της μαύρισμα και τα βραχιόλια με τις μπλε πέτρες που φορούσε στο αριστερό της χέρι. Δεν είχε περάσει τα σαράντα, κάτι που τις έκανε να έχουν ισχυρότερο δεσμό, λόγω της σχετικής κοντινής τους ηλικίας.
Η Κάθριν σηκώθηκε πρόθυμα από το χώμα αφήνοντας πίσω της το κτήμα, κάθως είδε την μητέρα της να ξεμακραίνει και τελικά να μπαίνει στο σπίτι.
Πάτησε την ξύλινη βεράντα και έβγαλε τα παπούτσια της. Η μητέρα της σήκωσε το κεφάλι από τα λαχανικά που έκοβε λίγο πριν περάσει η κόρη της την σίτα.
"Ωραίο αυτό," είπε με την αυστραλέζικη προφορά της, δείχνοντας την μαργαρίτα στο αυτί της Κάθριν. Εκείνη απάντησε με ένα χαμόγελο.
"Ο Βιν καταφθάνει σε μερικά λεπτά," είπε και είδε την κόρη της να κοιτάζει αλλού βιαστικά. "Γνωρίζω πως είναι κάτι καινούργιο για 'σένα να έχεις άντρα μέσα στο σπίτι μετά από δέκα χρόνια, Κάθι."
"Θα συνηθίσω, μην αγχώνεσαι για 'μένα," απάντησε και πήρε ένα κομμάτι καρότου από αυτά που έκοβε η μητέρα της.
Χωρίς περαιτέρω κουβέντες ανέβηκε την σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιό της, για να κάνει ένα ζεστό ντους και να αλλάξει ρούχα.
Οι αποχρώσεις στις οποίες το δωμάτιο παραδινόταν ήταν της παστέλ παλέτας και αποτελούσε από ένα κρεβάτι, με λευκά σεντόνια, μια βιβλιοθήκη και ένα γραφείο στο χρώματος του ανοιχτού ξύλου. Οι ντουλάπες ήταν ένα με τον τοίχο και δεν είχαν άλλη απόχρωση από αυτή του λευκού.
Διάσπαρτοι πίνακες κοσμούσαν το δωμάτιο με την πανδαισία χρωμάτων τους και έδιναν στον χώρο την παιχνιδιάρικη όψη του κοριτσίστικου δωματίου.
Η Κάθριν αφού πλύθηκε μπόρεσε εύκολα να επιλέξει ένα λευκό φόρεμα να φορέσει. Έπλεξε τα μαλλιά της όπως συνήθιζε να κάνει σε ειδικές περιστάσεις.
Τα αυτιά της έπιασαν τις συχνότητες ενός διαπεραστικού ήχου, σαν παραπονεμένη μηχανή αυτοκινήτου.
"Έφτασε," ανήγγειλε η μητέρα της τραγουδιστά από τον κάτω όροφο. Η Κάθριν παρατήρησε πως είχε πολύ καιρό να ακούσει την μητέρα της να λέει κάτι με τόσο στόμφο.
Κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες και μόλις πάτησε το πόδι της στο κατώφλι της εισόδου παρατήρησε έναν άνδρα να βγαίνει από το αμάξι.
Είχε μαύρα ανάκατα μαλλιά και κοντοκουρεμένα μούσια κάλυπταν το πρόσωπό του στην γύρω ευρύτερη περιοχή του στόματος.
Είχε ψηλό ανάστημα και περήφανο, ακόμη και με τα λιτά του ρούχα και την μάταιη προσπάθεια να κουβαλήσει όλες τις βαλίτσες με την μια.
"Καλωσόρισες," του είπε η Φοίβη αφού είχε επιτέλους τακτοποιηθεί.
"Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, ήλιε μου," ανταπέδωσε και πήρε στην παλάμη του το μάγουλο της με ένα χαμόγελο. "Εσύ πρέπει να είσαι η Κάθι," είπε απευθυνόμενος στην νεότερη κάτοικο του σπιτιού.
"Ναι αυτή είμαι," συμφώνησε εκείνη.
"Χαίρομαι τρομερά που σε γνωρίζω. Η μητέρα σου δεν σταματούσε να μου μιλάει για 'σένα. Να καταλάβεις εάν δεν ήξερα ότι ήσουν η κόρη της θα νόμιζα ότι με απατούσε," σχολίασε και ξέσπασε σε γέλια. Η Κάθριν τον κοιτούσε με όσο πιο ζεστό τρόπο μπορούσε.
Θα ήταν πιο εύκολο εάν δεν έλεγε απερίσκεπτα ό,τι του έρθει στο μυαλό, σκέφτηκε.
Αρκέστηκε σε ένα χαίρομαι και εγώ που σε γνωρίζω και κατευθύνθηκε στην κουζίνα για να στρώσει το τραπέζι.
Με τα πολλά κάθισαν στο τραπέζι. Η Φοίβη με τον Βιν δίπλα-δίπλα, ενώ με την Κάθριν αντικριστά.
Το γεύμα ξεκίνησε και η σιωπή είχε πέσει πάνω στο τραπέζι. Το βλέμμα του Βιν περιπλανιόταν στον χώρο τριγύρω, ενώ των υπολοίπων είχε περιοριστεί στα πιάτα.
"Πολύ γευστικό δείπνο," ξεκίνησε με μια κλασική φράση ο Βιν κοιτώντας ερευνητικά τα πρόσωπα των δύο θηλυκών.
"Χαίρομαι πολύ," απάντησε γεμάτη έρωτα η Φοίβη, λες και της είπε κάποιο κομπλιμέντο.
"Κάθι, ξέρεις να μαγειρεύεις;" Ρώτησε ο άντρας κοιτώντας την ευγενικά.
"Φυσικά και ξέρω. Όταν η μητέρα μου πάει στο κτήμα, ετοιμάζω εγώ το φαγητό," απάντησε με μια χαλαρότητα.
"Αυτό είναι πολύ ευχάριστο," είπε εύθυμα ο Βιν. "Αυτό βοηθάει την μητέρα σου να προχωρήσει."
"Πώς να προχωρήσει ακριβώς;" Προσπάθησε να καταλάβει η Κάθριν, κοιτώντας τον ύποπτα. "Θεωρούσα πως απλά θα ερχόσουν εδώ να μείνεις."
"Ας αφήσουμε αυτά στην άκρη για την κατάλληλη στιγμή. Προς το παρόν ας γνωριστούμε καλύτερα," είπε και χαμογέλασε ζεστά.
Η Κάθριν τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο απορία, όμως το να το αφήσει να περάσει ήταν η ορθότερη επιλογή που μπορούσε να κάνει, όπως πίστευε.
"Αρχικά," ξεκίνησε η Φοίβη, "η συμβίωση στην αρχή θα είναι δύσκολη, αυτό το γνωρίζαμε. Η Κάθι έχει να δει τον πατέρα της πάνω από δέκα χρόνια, όπως ήδη γνωρίζεις. Άρα το να μένει ξαφνικά με κάποιον άλλον πέρα από εμένα ίσως την δυσκολεύει."
"Δεν ήξερα ότι έχετε συζητήσει για τον μπαμπά," εξέφρασε την σκέψη της η κοπέλα.
Η μητέρα της χαμογέλασε κάπως αβέβαια, και εν συνεχεία πήρε ένα τρυφερό βλέμμα καθώς της μιλούσε.
"Ένα ζευγάρι δεν κρύβει τέτοιου είδους πράγματα, γλυκιά μου."
"Εγώ πάντως το βρίσκω πολύ όμορφο, που θα σε βοηθήσω να ξεπεράσεις αυτό το τείχος που έχεις χτίσει μετά τον μπαμπά σου," πήρε τον λόγο ο Βιν χαμογελώντας.
"Δεν έχω χτίσει κανένα τείχος. Χαίρομαι που η μητέρα μου τακτοποιήθηκε και είναι χαρούμενη ξανά," αποκρίθηκε η Κάθριν και τους χαμογέλασε. "Μην αγχώνεστε για εμένα, παρακαλώ."
"Νομίζω πως ήρθε η ώρα για το επιδόρπιο," είπε η Φοίβη μόλις κατάφερε να σταματήσει να χαμογελά.
••°°••°°••°°••°°••°°••°°••°°••°°••°°••°°••°°••
Το υπόλοιπο μεσημέρι κύλησε ήρεμα. Η Κάθριν μετά το φαγητό αποχώρησε από την κουζίνα και πήγε στο δωμάτιο της, η Φοίβη κάθισε με τον Βιν στην βεράντα κάμποση ώρα είτε απολαμβάνοντας τα τζιτζίκια που ακούγονταν, είτε συζητώντας με τον σύντροφό της.
Τώρα, που το ουράνιο πέπλο έχει πάρει μία πολύ σκοτεινή απόχρωση του μπλε, η Κάθριν αποφάσισε να κάνει έναν περίπατο, όπως συνήθιζε.
Ήταν διατεθειμένη να διασχίσει τα δύο χιλιόμετρα που χωρίζουν την θάλασσα από το σπίτι τους, δίχως κανένα άλλο μέσο πέρα από τα πόδια της.
Περπατούσε μέσ' τη νύχτα με μόνη συντροφιά τους γρύλους που ακούγονταν κάπου ανάμεσα στην χλωρίδα τριγύρω.
Η μητέρα της ήταν μαθημένη, δεν θα ανησυχούσε. Η φύση ήταν για αυτές το δεύτερο σπίτι τους, άρα γιατί να αγχώνεται;
Μετά από ένα εικοσάλεπτο αδιάκοπου περπατήματος ο μόνος ήχος που σάλευε ήταν τα κύματα που χτυπούσαν στην άλλοτε χρυσή άμμο. Ο ήχος των γρύλων προσπαθούσε να υπερνικήσει αυτόν του ωκεανού και τα κατάφερνε για μερικά δευτερόλεπτα όταν τα κύματα αποτραβιόντουσαν πίσω στον ωκεανό.
Ήταν γαλήνια για μια ακόμη φορά. Έτοιμη για την νέα της ζωή, ή έτσι απλά νόμιζε λόγω της στιγμής. Ήταν χαρούμενη για την μητέρα της αυτό ήταν σίγουρο.
Δεν ήξερε τι της επιφύλασσε το μέλλον και δεν την ένοιαζε κιόλας.
Μέγα λάθος.
[•][•][•][•][•][•][•][•][•][•][•][•][•][•][•][•]
Το πρώτο κεφάλαιο είναι εδώ. Ένα από τα πιο ήρεμα κεφάλαια, να είστε σίγουροι.
Γράψτε μου οπωσδήποτε την γνώμη σας.
Αλήθεια, ποια είναι η γνώμη σας και για τους τρεις βασικούς χαρακτήρες που έχουμε γνωρίσει;
Καλό σας βράδυ!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top