7. Άλλωστε, το αύριο είναι μια άλλη μέρα

Σόρυ για την καθυστέρηση, αλλά η φίλη σας τα βρήκε σκούρα με την εξεταστική του Εράσμους. Ας μην χαρακτηρίσω πως μας πηγαίνει...

Enjoy♥

~~~

Η επόμενη μέρα μετά από κάποιο λάθος είναι συνήθως μια από τις χειρότερες μέρες της ζωής σου.

Είναι το ηλίθιο ξύπνημα καταρχάς. Που δεν καταλαβαίνεις που βρίσκεσαι και τι έκανες. Και έπειτα η συνειδητοποίηση που σε χτυπάει με δύναμη στο κεφάλι.

Έκανα σεξ με τον Νέιτ εχθές το βράδυ.

Σε χτυπάει με δύναμη λες και βρίσκεται ένα καρφί γεμάτο τύψεις στην κορυφή του κεφαλιού σου και η ανάμνηση της χθεσινής βλακείας σου είναι το σφυρί που κοπανάει με δύναμη το καρφί ώστε να εισχωρήσει μέσα στο κεφάλι σου.

Δεν ξέρω πως κατάφερα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Θα ήμουν τυχερή αν τουλάχιστον είχα πιεί πολύ εχθές, τόσο ώστε να μην θυμόμουν τίποτα. Στην τελική αυτό που λένε το: όσα λιγότερα ξέρεις, τόσο καλύτερα κοιμάσαι, θα μπορούσε να ισχύει αν άλλαζα μια λέξη. Όσα λιγότερα θυμάσαι, τόσο καλύτερα κοιμάσαι.

Επίσης δεν ξέρω πως ντύθηκα και έφυγα από το σπίτι μου στην ώρα μου για να πάω στο βιβλιοπωλείο. Υποθέτω απλά το μυαλό μου δεν λειτουργούσε και έκανε όλες αυτές τις κινήσεις αυτόματα.

Αν δεν είχα μπει στον αυτόματο πιλότο, σίγουρα τώρα είτε θα κοιμόμουν ακόμη σαν γουρούνα είτε απλά θα έκλαιγα στο κρεβάτι μου για αυτό που έκανα εχθές. Σίγουρα το κλάμα δεν είναι η λύση και επίσης σίγουρα το κλάμα δεν διορθώνει τίποτα.

Μπορώ όμως να γυρίσω τον χρόνο πίσω; Δεν μπορώ. Δυστυχώς.

Βασικά αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, πέρα από το σεξ με τον Νέιτ που δεν θα έκανα, θα πρόσεχα ώστε να μην έριχνα τον μισό και παραπάνω καφέ πάνω μου μόνο και μόνο επειδή είδα ένα Range Rover στον δρόμο ακριβώς ίδιο με το δικό του και τρόμαξα.

Και να μην αργούσα στο μαγαζί. Γιατί ποιος ακούει τον Μπερνάρντ μετά.

Διασχίζω το τετράγωνο τρέχοντας γιατί έχει πάει ήδη παρά 10 και σταματάω σε έναν φούρνο ακριβώς στην απέναντι γωνία από το βιβλιοπωλείο για να πάρω ντόνατς. Είναι ο μοναδικός τρόπος να μην προσέξουν την αργοπορία μου.

«Ευχαριστώ πολύ» μουρμουρίζω στην ευγενική κοπελίτσα στο ταμείο και πριν προλάβω να τα πάρω χτυπάει το κινητό μου.

Ο Ράιαν.

Κοιτάζω το όνομά του και ύστερα την κοπέλα που φαίνεται λίγο μπερδεμένη με την στάση μου. Παίρνω την σακούλα με τα ντόνατς στο χέρι και γυρίζω για να βγω από το μαγαζί.

«Ναι;» το σηκώνω και αμέσως ακούω ένα μεγάλο χασμουρητό από την άλλη πλευρά της γραμμής.

«Καλημέρα, ομορφιά μου» λέει και κλείνω τα μάτια μου. Σφίγγω το χέρι μου σε μπουνιά για να μην αφήσω τα δάκρυα να πέσουν.

Έχει τελειώσει η ιστορία μου με τον Ράιαν. Μετά τα χθεσινά... σίγουρα έχει τελειώσει.

«Καλημέρα» απαντάω και κάθομαι σε μια από τις εξωτερικές καρέκλες του μαγαζιού γιατί νιώθω τα πόδια μου να λυγίζουν και να μην μπορούν να με κρατήσουν όρθια. «Τι κάνεις;»

«Αγκχ, μόλις ξύπνησα! Έχουμε προπόνηση στις 10 και εγώ ο μαλάκας το ξέχασα» λέει γελώντας και παρατηρώ ότι το χέρι με το οποίο κρατάω τα ντόνατς τρέμει. «Εσύ πηγαίνεις στην δουλειά τώρα ε; Κοιμήθηκες καλά εχθές το βράδυ; Μου αρέσει που σου είπα να μου στείλεις μήνυμα όταν φτάσεις στο σπίτι ρε Σι!»

Πολλές ερωτήσεις μαζεμένες και δεν ξέρω σε ποια να του πρωτοαπαντήσω.

Αν κοιμήθηκα καλά το βράδυ; Ναι, ου! Εξαιρετικά! Οι μαύροι κύκλοι και τα πρησμένα από το κλάμα μάτια μου, έπειτα από υπερβολικό κονσίλερ κατάφεραν να καλυφθούν, αλλά όχι τελείως.

Γιατί δεν του έστειλα μήνυμα χθες με το που έφτασα σπίτι; Καλή ερώτηση.

Δεν ξέρω καν πως έφτασα σπίτι. Αυτό είναι το θέμα.

Μετά από αυτό που έγινε στα μπροστινά καθίσματα του αυτοκινήτου του Νέιτ, ναι, είμαι σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορώ καν να πω τι έκανα εχθές, ντύθηκα όπως όπως και εξαφανίστηκα από εκεί μέσα. Άκουγα τις φωνές του Νέιτ όσο χανόμουν στο σκοτάδι, αλλά εκείνη την στιγμή δεν ήθελα να δω κανέναν άνθρωπο.

Δεν απάντησα ούτε στα μηνύματά του ούτε στις κλήσεις του. Λες και αυτό θα διόρθωνε τα πάντα.

«Συγνώμη, απλά μόλις έφτασα σπίτι ξεράθηκα στον ύπνο» δικαιολογούμαι κοιτάζοντας τα αυτοκίνητα που περνάνε από μπροστά μου. «Εσείς τις ώρα γυρίσατε;»

Νιώθω πως αρχίζω και τρελαίνομαι. Παντού τον βλέπω. Και αυτόν και το αυτοκίνητό του. Είμαι στα πρόθυρα να μπω σε φρενοκομείο, αλήθεια.

«Ούτε που θυμάμαι. Παίζει να ήταν 6. Και γαμώτο, αν ήξερα ότι έχω προπόνηση σήμερα, θα σου έλεγα να μην βγούμε...»

Μια μαύρη Range Rover περνάει ακριβώς από μπροστά μου αλλά δεν μπορώ να αναγνωρίσω τον οδηγό πίσω από τα μαύρα τζάμια.

Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι αυτός, και πάλι όμως κοιτάζω καλά καλά το αυτοκίνητο όσο περιμένει στο φανάρι από το οποίο πέρασα εγώ πριν. Ο Ράιαν συνεχίζει τον μονόλογό του στην κλήση και εγώ σηκώνομαι απρόθυμα από εκεί που είχα σωριαστεί χωρίς να παίρνω το βλέμμα μου από το συγκεκριμένο αυτοκίνητο.

Άραγε πόσοι να κυκλοφορούν με Range Rover στο Χάρλεμ; Άπειροι.

«Δεν νομίζω να μπορώ» απαντάω στην ερώτηση του Ράιαν για το αν θέλω να βγούμε για φαγητό το βράδυ. «Έλεγα να κάτσω να ασχοληθώ λίγο με το βιβλίο μου. Το έχω παρατήσει αρκετά και αν συνεχίσω έτσι σίγουρα δεν θα προλάβω»

Δεν είναι αυτός.

Στέκομαι ακριβώς μπροστά στην διάβαση ενώ ο κόσμος περνάει τρέχοντας από δίπλα μου. Στενεύω τα μάτια μου και προσπαθώ όσο μπορώ να καταλάβω αν είναι εκείνος στην θέση του οδηγού, αλλά ευτυχώς εκείνη την στιγμή ο οδηγός αποφασίζει να ανοίξει το παράθυρο και ένα ξανθό κεφάλι με πολλά εξτένσιον εμφανίζεται.

Ναι, σίγουρα δεν είναι ο Νέιτ.

Αναστενάζω ανακουφισμένη και... λίγο, ίσως απογοητευμένη, όπως στρίβω για να φτάσω στο μαγαζί. Δεν ξέρω αν θα τηρήσει αυτό που είπε, ότι δηλαδή θα εξαφανιστεί από την ζωή μου αν τον άφηνα να με φιλήσει.

Τον γνωρίζω πόσο; 5 μέρες; Ήδη νιώθω όμως λες και τον ξέρω χρόνια.

Και... και δεν ξέρω πως νιώθω, αλλά είμαι σίγουρη ότι... τι στο καλό κάνουν τρία φορτηγάκια μεταφορικής μπροστά στο βιβλιοπωλείο;

Σχεδόν μου πέφτουν τα ντόνατς από το χέρι όταν δύο άντρες κουβαλάνε μια από τις μικρές αλλά βαριές βιβλιοθήκες που έχουμε πίσω από το ταμείο. Σφίγγω την σακούλα στο χέρι μου και με μεγάλα βήματα προσπερνάω τον Ντόντι, τον γάτο που ταίζω κάθε μέρα και τον προσέχω εγώ η ίδια και μπαίνω μέσα στο μαγαζί.

«Ράιαν, θα σε πάρω μετά, εντάξει;» λέω στο αγό... στον Ράιαν τέλος πάντων.

«Έγινε κάτι;» ρωτάει όσο εγώ κοντεύω να μην πάθω καρδιακό με το γεγονός ότι το βιβλιοπωλείο είναι εντελώς άδειο.

«Θα σε πάρω μετά» του το κλείνω απότομα και χώνω το κινητό μου βαθιά στην τσέπη. «Τι στο-;» ψελλίζω και κάνω στην άκρη για να περάσει άλλος ένας τυπάς με τον μεγάλο επιδαπέδιο φωτιστικό που έχουμε στην είσοδο.

«Βρε καλώς την!» ακούω την φωνή του Μπερνάρντ από κάπου πίσω μου και ξεφυσάω ανακουφισμένη που επιτέλους βλέπω ένα γνωστό πρόσωπο.

«Τι στο καλό γίνεται;» ρωτάω προχωρώντας προς το μέρος του. «Για ποιον λόγο αδειάζουν αυτοί το μαγαζί; Μη μου πεις ότι μας το κλείνουν γιατί δεν πήγες να πληρώσεις το ενοίκιο σε εκείνη την γριούλα με τον σκύλο;» σταυρώνω τα χέρια μου και τον κοιτάζω θυμωμένη. «Κανόνισε να γίνει σαν την άλλη φορά που...»

Με πιάνει από τους ώμους και με ταρακουνάει. «Σιέννα, παιδί μου, τα έχεις χάσει;» ρωτάει χαμογελαστός και τον κοιτάζω μπερδεμένη. «Δεν υπάρχει κανένα θέμα με το ενοίκιο. Γιατί πλέον δεν υπάρχει ενοίκιο!» με αγκαλιάζει σφιχτά από τους ώμους και με γυρνάει για να δούμε το άδειο πλέον μαγαζί.

«Έλα μου;» ένας από τους τυπάδες που κουβαλούσαν πριν τα πράγματα περνάει από δίπλα μου και μου κλείνει το μάτι.

«Σταμάτα βρε σατανούλη!» τον τσιμπάει ο Μπερνάρντ και ο ξανθός που μοιάζει το πολύ 25, του χαμογελάει. Α όκευ, σε εκείνον έκλεισε το μάτι. Τέλεια.

«Θα μου πεις τι γίνεται επιτέλους;» ρωτάω αγανακτισμένη και ξεφεύγω από τα χέρια του. «Μη μου πεις ότι τους έφερες αυτούς εδώ επειδή σου γυάλισε ο ξανθούλης»

Κουνάει το κεφάλι του «Μικρή ανόητη, το μαγαζί είναι πλέον δικό μου» ανοίγει τα χέρια του για μια αγκαλιά.

«Αφού είναι ήδη δικό σου μωρέ. Τι ήπιες πρωινιάτικα;»

Κλικάρει την γλώσσα του. «Ωραία, μάλλον είσαι πολύ πιο ανόητη από όσο νόμιζα» μουρμουρίζει και κάνει ένα βήμα μπροστά μου χωρίς να κατεβάσει τα χέρια του. «Αγόρασα τον χώρο και πλέον επίσημα όοολο το μαγαζί είναι δικό μου!» ανακοινώνει και το σαγόνι μου σχεδόν αμέσως φτάνει στο πάτωμα.

«Κάνεις πλάκα!» φωνάζω και κουνάει αρνητικά το κεφάλι του έχοντας ένα τεράστιο χαμόγελο. Πέφτω στην αγκαλιά του και χοροπηδάμε μαζί ενθουσιασμένοι. «Μα συγνώμη, το μήνυμα που σου έστειλα εχθές το βράδυ δεν το είδες;» ρωτάει όταν απομακρύνομαι.

«Ποιο μήνυμα;» ρωτάω ακόμη χαμένη και εντελώς τρελαμένη από αυτό που άκουσα.

Τέσσερα χρόνια τώρα το μόνο που ακούω από το στόμα του είναι πότε θα πεθάνει η γιαγιούλα από την οποία νοίκιαζε τον χώρο για το βιβλιοπωλείο, για να το αγοράσει ο ίδιος του και να του αλλάξει τα φώτα.

Δεν ξέρω αν πέθανε ή όχι, δεν ξέρω καν αν σε αυτό συνέβαλε ο Μπερνάρντ, αλλά σίγουρα τέτοιο χαμόγελο έχω να δω στα χείλη του πάρα πολύ καιρό. Και χαίρομαι δίπλα για αυτόν. Όσο να 'ναι, τόσα χρόνια κοντά του, τον νιώθω σαν τον δεύτερο πατέρα μου, παρόλο που "μικρή ανόητη" με ανεβάζει και "μικρή ανόητη" με κατεβάζει.

«Που σου έλεγα να μην έρθεις σήμερα γιατί θα το κλείσουμε το μαγαζάκι για 2 εβδομάδες» σταυρώνει τα χέρια του.

Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. Μάλλον τελικά τα μηνύματα που μου ερχόντουσαν εχθές δεν ήταν μόνο από τον Νέιτ και την μεθυσμένη Ελίζ που ρωτούσε στις 5 το πρωί αν το ροζ μαγιό που έχει, της κάνει ωραίο κώλο.

«Δεν το είδα» απαντάω και ανοίγω την σακούλα με τα ντόνατς. «Λες και το ήξερα πάντως. Έφερα να κεράσω γιατί νόμιζα ότι είχα αργήσει για τη δουλειά» του προσφέρω και μου αφήνει ένα σβουριχτό φιλί στο μάγουλο.

«Πόσο καλά με ξέρεις, μικρή!» λέει μπουκωμένος με ένα ντόνατ γεμιστό με πραλίνα και χαζογελάω. «Θα μου λείψει το μαγαζάκι μας...»

Αφήνω την σακούλα πάνω στον πάγκο, μιας και μόνο αυτός έχει απομείνει επειδή είναι κολλημένος με το πάτωμα. «Κάτσε! Θα το κλείσεις;» ρωτάω έντρομη και κατευθείαν κουνάει τα χέρια του όσο μασάει για να καταλάβω ότι δεν θα κάνει κάτι τέτοιο.

«Όχι, βέβαια!» έρχεται δίπλα μου και του δίνω μια χαρτοπετσέτα για να σκουπιστεί. «Ανακαίνιση θα παιχτεί καλό μου. Όλα αυτά που βλέπεις» δείχνει τον χώρο, παρόλο που είναι άδειος «...όλα αυτά που έβλεπες εδώ μέσα, τέλος πάντων, πάνε για πέταμα! Ο χώρος θα αλλάξει, θα γίνει θεσπέσιο το μαγαζάκι μας, μικρή. Θα το ζηλεύουν όλοι»

Χτυπάω ενθουσιασμένη παλαμάκια. «Θα το κρατήσεις βιβλιοπωλείο έτσι;» με κοιτάζει πονηρά. «Μπερνάρντ, μη μου πεις ότι θα το κάνεις μπουτίκ για σκύλους. Σου έχω πει έχω αλλεργία...»

«Όχι, παιδί μου. Εννοείται πως όχι» παίρνει άλλο ένα ντόνατ και το δαγκώνει. «Βιβλιοπωλείο θα είναι, απλά με μια πιο... πικάντικη πινελιά» μου κλείνει το μάτι και μου κάνει νόημα να φάω και εγώ.

«Τι εννοείς;» δαγκώνω ένα από τα αγαπημένα μου, με γέμιση φράουλα και γλύφω την άχνη ζάχαρη από τα χείλη μου. «Θα είναι πιο μοντέρνο;»

«Καλά αυτό είναι σίγουρο. Απλά έχουν πέσει πολλές ιδέες στο τραπέζι» εξηγεί και αφήνει το κινητό του πάνω στο τραπέζι, αφού τσεκάρει αν έχει κάποια κλήση. «Η αλήθεια είναι πως μόνος μου δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρω να σουλουπώσω όλο αυτό»

«Μα δεν είσαι μόνος σου, έχεις και εμάς» τον διακόπτω εννοώντας εμένα και την Μέρεντιθ. Με κοιτάζει με σηκωμένο φρύδι. «Εντάξει, μόνο εμένα!»

Μου σφίγγει το χέρι. «Το ξέρω Σιέν» είναι ο μοναδικός που με λέει έτσι. Ναι, για ένα τόσο σπάνιο όνομα, έχουν καταφέρει όλοι να μου βγάλουν διαφορετικό παρατσούκλι. «Τι καλύτερο όμως από το να έχεις κάποιον που να ξέρει από αυτά καλύτερα από εμάς;»

«Ποιον; Έχεις κάποιον στο μυαλό σου;» βγάζω την τσάντα μου και την αφήνω πάνω στον πάγκο.

Κοιτάζει ξανά το κινητό του και φωτίζεται για άλλη μια φορά το πρόσωπό του. «Μάλιστα! Έχω βρει τον κατάλληλο. Μαζί του έχουμε συζητήσει κάποια πράγματα που μου είπε ότι μέχρι σήμερα θα έχει το τέλειο σχέδιο για το μαγαζί»

Γνέφω εντυπωσιασμένη. «Αρχιτέκτονας είναι;» σηκώνει τον αντίχειρά του όσο με το άλλο του χέρι πληκτρολογεί στο κινητό του. «Και που τον βρήκες; Βασικά, όχι που τον βρήκες, αλλά πως και βρήκες εσύ αρχιτέκτονα; Ξέρεις ότι εδώ όλοι είναι πανάκριβοι και σου πιάνουν τον κώλο» σηκώνει το κεφάλι του και με κοιτάζει πονηρά. «Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Ένας αρχιτέκτονας το μόνο που μπορεί να σου κάνει είναι απλά να πετάξει δύο τρεις ιδέες, να σου ζωγραφίσει πέντε πράγματα και μετά εσύ να τον πληρώσεις ένα σκασμό λεφτά. Και στο τέλος; Αν δεν σου αρέσει αυτό που έκανε, απλά το βουλώνεις και λες και ευχαριστώ» κουνάω απηυδισμένη το κεφάλι μου και ο Μπερνάρντ κοιτάζει κάπου πίσω μου.

«Λυπάμαι, που σου το λέω, αλλά έχεις σχηματίσει λάθος εικόνα για εμάς»

Κοιτάζω το αφεντικό μου στα μάτια ενώ το ντόνατ που μόλις έπιασα πέφτει στο πάτωμα σκορπώντας παντού ζάχαρη άχνη.

Δεν είναι αυτός που νομίζω έτσι;

Αποκλείεται. Θα είναι σαν την Range Rover που είδα πριν, που την κυκλοφορούσε μια τύπισσα. Σίγουρα αυτή η φωνή ανήκει σε κάποιον άλλο, εντελώς άγνωστο αρχιτέκτονα που για κάποιον ηλίθιο λόγο έχει ακριβώς την ίδια φωνή με τον...

«Νέιτ, αγόρι μου! Καλώς ήρθες!» φωνάζει ο Μπερνάρντ και με προσπερνάει για να πάει κοντά του. Η πλάτη μου είναι γυρισμένη σε αυτούς και η αλήθεια είναι πως δεν θέλω να γυρίσω να τους... τον αντικρίσω.

«Με συγχωρείτε που ενοχλώ» σκύβω για να μαζέψω το ντόνατ που μου έπεσε και το τυλίγω με μια χαρτοπετσέτα για να το πετάξω στα σκουπίδια. «Απλά σου είχα πει ότι θα σου έχω τα σχέδια έτοιμα και επειδή τα ολοκλήρωσα εχθές το βράδυ, δεν μπορούσα να περιμένω μέχρι το απόγευμα για να τα δεις» λέει με μια ανάσα και γυρνάω επιτέλους για να τον δω.

Χριστέ μου, πάρε με, πάρε με τώρα από εδώ. Δεν μπορώ να τον διαχειριστώ αυτή την στιγμή. Πόσο μάλλον όταν είναι ντυμένος έτσι και είναι τόσο χαμογελαστός σαν να μην συνέβη τίποτα.

Που γιατί να μην είναι δηλαδή; Έγινε αυτό που ήθελε. Του έκατσα. Για αυτό και τα κεφάκια και οι ορεξούλες σήμερα.

«Το βράδυ μετά το κλαμπ έκατσες εσύ και ετοίμασες σχέδια;» ρωτάω προσπαθώντας να δώσω περισσότερο έμφαση στο πως να τυλίξω το ντόνατ σωστά μες την χαρτοπετσέτα, παρά στα καταγάλανα μάτια του και στον τρόπο που τα γυαλιά ηλίου του είναι περασμένα στα επιμελώς ατημέλητα μαλλιά του.

Στα μαλλιά που εχθές τραβούσα με δύναμη όσο φώναζα το όνομά του.

«Ποιο κλαμπ;» ρωτάει ο Μπερνάρντ περνώντας το χέρι του αγκαζέ στο χέρι του Νέιτ.

«Ναι, κάποιες φορές μου έρχεται έμπνευση τα βράδια» μου απαντάει και γνέφω σταυρώνοντας τα χέρια μου. «Είσαι καλά εσύ;» τον κοιτάζω αποφασιστικά και το μόνο που βλέπω μπροστά μου είναι ένας κούκλος άντρας, ντυμένος με φόρμες, που απλά νοιάζεται για το αν είμαι όντως καλά.

Ένας κούκλος, σέξι άντρας που εχθές το βράδυ...

«Ναι, είμαι καλά ευχαριστώ» απαντάω προσπαθώντας να διώξω τις ηλίθιες σκέψεις από το μυαλό μου. «Εσύ; Τελικά θα μείνεις;» ρωτάω συγκρατημένα. Ξέρει πως είναι σπόντα για αυτό που είπε εχθές πριν με φιλήσει.

«Γιατί σκόπευες να φύγεις αγορίνα;» πετάγεται ο Μπερνάρντ.

«Δεν θα έφευγα έτσι κι αλλιώς» απαντάει και δίνει τα χαρτόνια με τα σχέδια στον Μπερνάρντ. «Δεν θα πάω πουθενά Σιέννα. Το ξέρεις αυτό»

«Μπράβο Νειτούκο μας. Μπράβο αγόρι μας!» τον χτυπάει το αφεντικό μου φιλικά στο μπράτσο και έρχεται μπροστά μου για να ανοίξει τα χαρτόνια. «Πουθενά να μην πας, γιατί σε χρειαζόμαστε»

«Χαίρομαι που το ακούω αυτό» απευθύνεται στον Μπερνάρντ και έρχεται δίπλα μου για να κοιτάξει και εκείνος τα σχέδια. Με το που νιώθω το σώμα του δίπλα στο δικό μου, πετάγομαι και κολλάω όσο περισσότερο μπορώ πάνω στον πάγκο. «Θέλω να μιλήσουμε» ψιθυρίζει στο αυτί μου και κάνω πως κοιτάζω και εγώ τα σχέδια του.

Το κινητό του Μπερνάρντ χτυπάει και αφού μας ζητήσει συγνώμη, απομακρύνεται λίγα μέτρα μακριά για να μιλήσει. Πιάνω τα χαρτόνια και τα φέρνω μπροστά στο πρόσωπό μου. «Μπορείς να μου εξηγήσεις τι σκατά κάνεις εδώ;» τον κοιτάζω και μοιάζει μπερδεμένος. «Από που και ως που ανέλαβες εσύ το βιβλιοπωλείο που δουλεύω; Τι προσπαθείς να κάνεις, Νέιτ, αλήθεια;»

«Καταρχάς ηρέμησε!» με πιάνει από τον αγκώνα αλλά τραβιέμαι απότομα. «Το αφεντικό σου με έψαξε και μου ζήτησε να το κάνω, Σιέννα. Την Δευτέρα το απόγευμα, πριν έρθω να σας βρω με την Ελίζ στην καφετέρια, με πήρε τηλέφωνο για να μου ζητήσει αυτή την χάρη. Από ό,τι φαίνεται είδε τα στοιχεία της κάρτας μου και με έψαξε, δεν ξέρω. Πριν έρθω σε εσας, γύρισα στο βιβλιοπωλείο και κλείσαμε την συμφωνία σχεδόν αμέσως» ανασηκώνει τους ώμους του και κοιτάζω πίσω του.

Δεν ξέρω καν αν μου λέει αλήθεια. Που, εντάξει, το δέχομαι το ότι τον έψαξε, γιατί είναι κάτι που σίγουρα θα έκανε ο Μπερνάρντ, πόσο μάλλον για τον Νέιτ ποτ με το που τον είδε του έτρεξαν τα σάλια.

Αλλά και πάλι!

«Για ποιον λόγο δέχτηκες;»

«Εσύ αν ήσουν στην θέση μου τι θα έκανες;» σταυρώνει τα χέρια του και... μου φαίνεται εκνευρισμένος ή είναι η ιδέα μου;

«Χμ, δεν ξέρω. Έχεις την φήμη του καλύτερου αρχιτέκτονα στην Βοστώνη. Και ήρθες εδώ υποτίθεται για άλλη δουλειά, αλλά ξαφνικά δέχεσαι να σχεδιάσεις ένα μικρό βιβλιοπωλείο στο Χάρλεμ, ούτε καν στο κέντρο της Νέας Υόρκης» τον ειρωνεύομαι και κλείνω με δύναμη τα χαρτόνια. «Δεν νομίζεις πως είναι λίγο περίεργο;»

Δεν προλαβαίνει να απαντήσει, γιατί ο Μπερνάρντ επιστρέφει. «Με συγχωρείτε παιδιά μου, αλλά έπρεπε να μιλήσω με την διακοσμήτρια. Όλα καλά με τους καναπέδες, Νέιτ» γυρίζει και τον πιάνει από τον ώμο. «Ελπίζω να μην έβαλες να τους παραγγείλω τζάμπα και να είναι όντως μέσα στα σχέδια!» λέει για πλάκα και ο Νέιτ γνέφει.

«Μπερ, δες τα σχέδια και πάρε με τηλέφωνο για να κανονίσουμε να έρθουν οι μάστορες για τον τοίχο που θες να γκρεμίσεις» του λέει και βγάζει τα κλειδιά από το αυτοκίνητό του.

Μπερ, καναπέδες, τοίχος για γκρέμισμα... τι σκατά; Θα του αλλάξουν τα φώτα του καημένου του βιβλιοπωλείου;

«Τι έγινε; Φεύγεις από τώρα;» με κοιτάζει πλάγια το αφεντικό μου και του ανταποδίδω το βλέμμα. «Δεν θέλετε να πάμε όλοι μαζί για φαγητό για να το γιορτάσουμε; Θα έρθει και η Μέρεντιθ είπε. Μόλις της ανέφερα το όνομά σου, μικρέ, ενθουσιάστηκε»

Και τώρα κοιτάζει εμένα. Ναι, ωραία, τι; Τι περιμένει; Μετά από τα χθεσινά μήπως όντως σκέφτεται να γνωρίσει την Μέρεντιθ; Γιατί ευχαρίστως να του την γνωρίσω εγώ. Αφού του μαυρίσω και τα δύο μάτια.

«Εγώ δεν μπορώ να έρθω» παίρνω την τσάντα μου και την περνάω γύρω από τους ώμους μου. «Με συγχωρείς, αφεντικό, αλλά πρέπει να γυρίσω σπίτι. Εφόσον για δύο εβδομάδες θα είμαστε κλειστά, θα αφοσιωθώ στο βιβλίο μου μπας και καταφέρω να το τελειώσω» του αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο και προσπερνάω τον Νέιτ χωρίς να του ρίξω ούτε ένα βλέμμα.

«Όπως νομίζεις, Σιεν. Αύριο θα περάσεις καμία βόλτα; Έχω κάτι κούτες με βιβλία στην αποθήκη και δεν μπορώ να τις κουβαλήσω μόνος μου στο σπίτι μου»

Χαμογελάω. «Εννοείται πως θα έρθω. Στείλε μου μήνυμα για την ώρα» χαιρετάω και βγαίνω σχεδόν τρέχοντας από εκεί μέσα. Παρόλο που το βιβλιοπωλείο ήταν άδειο, ένιωθα πως ήμουν ασφυκτικά πιεσμένη και δεν μπορούσα να αναπνεύσω.

Και αρχίζω να πιστεύω ότι για αυτό, δυστυχώς φταίει εκείνος.

«Σιέννα!» με φωνάζει πριν προλάβω να στρίψω και να εξαφανιστώ από προσώπου γης. Γυρνάω και τον βλέπω να τρέχει προς το μέρος μου. «Μπορούμε να μιλήσουμε για 5 λεπτά, σε παρακαλώ;»

Ανασηκώνω τους ώμους μου. «Δεν νομίζω πως έχουμε να πούμε κάτι» λέω κουρασμένη.

Κατεβάζει τα γυαλιά στα μάτια του επειδή τον χτυπάει ο ήλιος. «Είσαι εντάξει μετά το χθεσινό;» λέει χαμηλόφωνα και αφήνω την ανάσα μου να βγει αργά. «Γαμώτο, ξέρω πως σε πίεσα και μπορεί να μην ήθελες, αλλά αλήθεια Σιέννα...»

«Όλα εντάξει, Νέιτ!» τον διακόπτω. «Μην ρίχνεις τις ευθύνες πάνω σου. Ήθελα να κάνουμε σεξ. Δεν φταις εσύ για αυτό»

Περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. «Τι θα κάνεις με το αγόρι σου; Θα του το πεις;» ρωτάει και ανασηκώνω τους ώμους μου.

Αλήθεια, δεν ξέρω τι στο διάολο θα κάνω. Τα έχω κάνει όλα σκατά, οπότε δεν νομίζω πως μπορώ να χειροτερέψω την κατάσταση.

«Εσύ τι θα έκανες στην θέση μου;» κάνω ακριβώς την ίδια ερώτηση που μου έκανε και εκείνος πριν λίγο. «Δεν ξέρω αν θέλω να διαλύσω αυτή την σοβαρή σχέση που έχω με τον Ράιαν για μια ξεπέτα μαζί σου» λέω με όλο το θάρρος που έχω μαζέψει. Ίσως μου κάνει καλό όταν φοράει γυαλιά ηλίου, γιατί δεν βρίσκομαι αντιμέτωπη με τα μάτια του. Από την αντανάκλαση βλέπω τον εαυτό μου και παίρνω θάρρος.

Είπα βλακεία. Το κατάλαβα αμέσως με το που βγήκε αυτή η απαίσια λέξη από το στόμα μου.

«Ξεπέτα;» ρωτάει προσβεβλημένος. «Σοβαρά τώρα, Σιέννα; Ήταν απλά μια ξεπέτα;»

«Εσύ τι νομίζεις πως είναι;» το παρατραβάω ενώ κανονικά δεν θα έπρεπε καν να του πω κάτι τέτοιο.

«Μην μου απαντάς με ερώτηση, με εκνευρίζεις!» λέει δυνατά και χαμογελάω θλιμμένα. «Το θεώρησες ξεπέτα αυτό Σιέννα; Νόμιζες πως ήθελα σεξ και διάλεξα εσένα ανάμεσα σε πόσες άλλες, μήπως; Α, μήπως πιστεύεις ότι επειδή εχθές σε έριξα με τα λόγια μου και σε πήδηξα, δεν θα με ξαναέβλεπες μπροστά σου;» πλέον φωνάζει και γινόμαστε ρεζίλι στους περαστικούς. «Αυτά νομίζεις για εμένα, γαμώ το κέρατό μου;»

Όχι. Προφανώς και δεν νομίζω τίποτα από όλα αυτά. Δεν είμαι ηλίθια για να πιστεύω ότι αυτά που μου έλεγε εχθές ήταν ψέματα.

Το έβλεπα στα μάτια του. Και εχθές και σήμερα. Πριν λίγο που με ρωτούσε αν ήμουν καλά. Το βλέπω ακόμη και στις κινήσεις του. Νοιάζεται, το ξέρω, το βλέπω.

Δεν τον κοιτάζω. Έχω το βλέμμα μου εστιασμένο στα κορδόνια του φούτερ του και δεν ξέρω αν είμαι σε θέση να απαντήσω αυτή την στιγμή.

«Καλώς» λέει μόνο και γυρνάει για να φύγει.

Θέλω να τον φωνάξω, να του πω να γυρίσει πίσω και να του ζητήσω συγνώμη που πίστεψε ότι έχω αυτή την γνώμη για εκείνον.

Παρόλα αυτά τον αφήνω να χαθεί ανάμεσα στον κόσμο που περνάει και όταν πια εξαφανίζεται από το οπτικό μου πεδίο, τότε μόνο αφήνω τα δάκρυα να βγουν από τα μάτια μου.

Δεν ξέρω καν γιατί κλαίω. Επειδή του μίλησα έτσι, ενώ δεν του άξιζε; Επειδή προσπάθησα να του δείξω ότι αυτό που συνέβη μεταξύ μας δεν σήμαινε τίποτα; Ή επειδή, όσο αστείο και αν ακουστεί αυτό, νιώθω ότι είμαι ερωτευμένη μαζί του;



~~~

Ακαλα Σιεννάκι, που να στα λέω! Αν νομίζεις ότι τον ερωτεύτηκες γρήγορα, τι να πω εγώ, που κάθε φορά που μπαίνω στο μετρό ερωτεύομαι 2-3 γερμαναράδες κούκλαρους...

Μοιράστηκα πολλά...

Ελπίζω να σας άρεσε λοιπόν. 

Αν έχετε κανένα παρόμοιο περιστατικό με hangover 3ου βαθμού και μεθύσι που σας έκανε να κάνατε χοντρές μαλακίες, πείτε μου!!! Θέλω να γελάσω λιγάκι!

Και επειδή το επόμενο Σάββατο μετακομίζω (μαζί με έναν κούκλο δισεκατομμυριούχο στο Μανχάταν, αφήστε με τρέχω σαν τρελή!), πολύ πιθανό το κεφάλαιο να ανέβει νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα!

Περιμένετε την κουκουβάγια μου για νεότερα!

Φιλούμπεεεεες♥

Ρίρι

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top