5. Ουδέν ουδενί συμβαίνει, ό ού πέφυκε φέρειν

Και σε περίπτωση που θέλετε να βεβαιωθείτε τι σημαίνει ο τίτλος ή απλά να αποφύγετε να το μεταφράσετε μόνες σας γιατί αρχαία sucks (same sis!) η θεία Ρίρι είναι εδώ για να σας εξηγήσει:

Ουδέν ουδενί συμβαίνει, ό ού πέφυκε φέρειν = Τίποτα δεν μπορεί να σου συμβεί που δεν είναι στην φύση σου να το αντέξεις.

Ο φίλος Μάρκος Αυρήλιος κάτι ήξερε για να το πει ;) Επίσης, το wattpad ψιλές, δασείες, περισπωμένες τα κάνει όλα οξείες, don't judge me!

Enjoy the chap♥

~~~

«Και δεν σου είπε γιατί έφυγε;» αναρωτιέται η Ελίζ και το ποτήρι που έπλενα σχολαστικά το τελευταίο πεντάλεπτο, γλιστράει από το χέρι μου και πέφτει μέσα στον νεροχύτη, ευτυχώς χωρίς να σπάσει. «Και αυτό πολύ περίεργο» συνεχίζει και κλείνω με δύναμη την βρύση.

«Γιατί, τι άλλο είναι περίεργο;» την κοιτάζω όσο σκουπίζω τα χέρια μου σε μια πετσέτα.

Δαγκώνει το τοστ της κοιτώντας με μπερδεμένη. «Εσύ!»

Μου κόβεται η ανάσα.

Το κατάλαβε. Κατάλαβε ότι εχθές φιλιόμουν με τον Νέιτ. Χριστέ μου που να βρω πέτρα να κρυφτώ;

«Εγώ;» πετάω την πετσέτα πάνω στον πάγκο και κάθομαι δίπλα της στην θέση μου. «Γιατί εγώ περίεργη;» λέω τυχαίες λέξεις στην σειρά και νομίζω πως πλέον φαίνεται ότι είμαι ταραγμένη.

Ανασηκώνει τους ώμους της. «Είσαι ξύπνια από τις 6. Σε άκουσα όταν σηκώθηκες» παίρνει το κινητό της στα χέρια της για να κοιτάξει ένα μήνυμα που της ήρθε. «Και έχεις καθαρίσει όλο το σπίτι. Δεν λέω, είσαι η Σιέννα που όλοι γνωρίζουμε και αγαπάμε, αλλά ακόμη και για σένα είναι περίεργο» αφήνει το κινητό ξανά πίσω και εγώ εστιάζω το βλέμμα μου πάνω του.

Είναι τρελό που για πρώτη φορά από τότε που γνώρισα την Ελίζ θέλω να μάθω ποιος της έστειλε μήνυμα στις 9:23 το πρωί;

Πίνω μια γουλιά από τον κρύο πλέον καφέ μου. «Όλα καλά είναι Ελ. Απλά είχα όρεξη σήμερα το πρωί»

Ψέματα. Και όπως μου είχε μάθει ο μπαμπάς μου: Όποιος λέει ψέματα, πέφτει μες τα αίματα.

Που να την βρω την όρεξη; Το βράδυ δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου. Κάθε φορά που προσπαθούσα να κλείσω τα μάτια μου, η εικόνα του Νέιτ να με φιλάει ερχόταν στο μυαλό μου. Γυρνούσε πλευρά η Ελίζ και με έπαιρνε αγκαλιά και εγώ νόμιζα ότι ήταν τα χέρια του Νέιτ πάνω μου.

Δεν άντεξα. Στριφογυρνούσα συνέχεια. Σε κάποια φάση σηκώθηκα και πήγα για νερό υποτίθεται, αλλά ήταν ήδη 6 το πρωί. Είχε αρχίσει να ξημερώνει και προτίμησα να κάτσω στην κουζίνα, όχι στον καναπέ προφανώς, για να συνέλθω.

Και μετά από το άγχος μου, άρχισα να κάνω δουλειές. Παρόλο που το σπίτι ήταν πεντακάθαρο, σκούπισα, σφουγγάρισα, καθάρισα τα τζάμια και έβαλα πλυντήριο. Και ευτυχώς για εμένα, αυτές τις 3 σχεδόν ώρες κατάφερα να ξεχάσω εντελώς τον λόγο που ήμουν τόσο αναστατωμένη. Μετά βέβαια τον θυμήθηκα και αισθανόμουν χειρότερα.

Η φίλη μου απλώνει το χέρι της και χαϊδεύει το δικό μου. «Συγνώμη για εχθές Σι. Αλήθεια, δεν ξέρω τι με έπιασε. Ήταν απλά το βάρος της δουλειάς; Δεν ξέρω. Συγνώμη πάντως»

Χαμογελάω. «Μη το σκέφτεσαι» της σφίγγω το χέρι με τη σειρά μου. «Λες και μπορώ να σου κρατήσω μούτρα, ξέρω γω» της λέω για πλάκα και γελάει.

«Δεν κατάλαβα πότε με έπιασε ο ύπνος» πίνει λίγο από τον καφέ της και ξεφυσάει. «Απλά σε κάποια φάση εκεί που γελούσα με τον Νέιτ, ξεράθηκα. Εσείς τι κάνατε μετά;»

Μου κόβεται η ανάσα για άλλη μια φορά.

«Δεν πιστεύω στον έρωτα, Σιέννα. Πιστεύω σε κάτι πιο δυνατό. Θέλεις να σου δείξω;»

Η εικόνα με τα χέρια του να είναι τυλιγμένα γύρω μου ενώ τα χείλη του συνθλίβουν τα δικά μου, έρχεται ξανά στο μυαλό μου.

«Μπα, τίποτα το ιδιαίτερο. Απλά αράξαμε λίγο» προσπαθώ να πω όσο πιο φυσιολογικά μπορώ και από το γνέψιμό της καταλαβαίνω ότι μάλλον την έπεισα. Παρόλο που αυτή την στιγμή τρέμω σαν ψάρι.

«Καλά κάνατε, μωρέ! Ελπίζω να μην τον πότισες άλλο, γιατί αν έφυγε μεθυσμένος και έπεσε σε κανένα χαντάκι εσύ θα φταις» λέει για πλάκα και χλωμιάζω.

Χριστέ μου. Έχει γούστο...

«Δεν... δεν νομίζω...» προσπαθώ να πω και από το γέλιο της καταλαβαίνω ότι μάλλον έκανε πλάκα.

«Σιγά που θα έπεσε σε χαντάκι. Αυτός ο άνθρωπος ακόμη και μεθυσμένος οδηγάει καλύτερα από εμένα νηφάλια» σηκώνεται όρθια και διορθώνει τις πυτζάμες που της έδωσα να φορέσει σήμερα το πρωί. «Θυμάμαι ένα βράδυ, είχαμε πιεί τον κώλο μας ρε και οι δύο. Και όταν ήταν να φύγουμε από το μαγαζί, του έλεγα να πάρουμε ταξί αλλά εκείνος αρνιόταν. Γιατί σιγά μην άφηνε το Range Rover μόνο του. Και φίλε, με το που μπήκε πίσω από το τιμόνι ήταν λες και οδηγούσε άλλος το αυτοκίνητο...» συνεχίζει την ιστορία όσο κατευθύνεται προς το μπάνιο, ενώ το δικό μου μυαλό έχει σταματήσει αλλού.

Ήθελε να μείνει εχθές εδώ. Μπορεί να μου έφερε ως δικαιολογία το ότι ήπιε και δεν ήθελε να οδηγήσει, αλλά... αλλά ήθελε να κάτσει μαζί μου. Και σίγουρα όχι επειδή η Ελίζ ήταν ημιλιπόθυμη στο κρεβάτι μου.

Κοιτάζω το κινητό της Ελ και δίχως να το καταλάβω, το αρπάζω και το ανοίγω μόνο και μόνο για να σιγουρευτώ ότι το μήνυμα από πριν δεν ήταν δικό του. Με το που διαβάζω το όνομα "Ενρίκε" ξεφυσάω ανακουφισμένη. Ενρίκε αν θυμάμαι καλά λένε έναν γραφίστα στον εκδοτικό οίκο.

Και μάλλον είναι λογικό να την αναζητούν, γιατί κοντεύει 10 και εκείνη ακόμη να φανεί. Ευτυχώς δηλαδή που εγώ σήμερα ζήτησα άδεια, λόγω της επιστροφής του Ράιαν. Σε κάτι τέτοια ο Μπερνάρντ είναι πολύ τίμιος. Αν και, για να είμαι ειλικρινής, άνετα θα μπορούσα να πάω να δουλέψω, απλά και μόνο για να μην είμαι εδώ μέσα.

Οπουδήποτε πέρα από εδώ. Από το σαλόνι μου, συγκεκριμένα.

Κάνω να αφήσω το κινητό, όμως ένα ακόμη μήνυμα εμφανίζεται στην οθόνη και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά, σαν να θέλει να φύγει από την θέση της, μόλις διαβάζω το όνομα "Σπαστικός", το παρατσούκλι δηλαδή που έχει δώσει η Ελίζ για τον Νέιτ.

Και το: "Μπορούμε να βρεθούμε σε μισή ώρα;"

Αμέσως πετάγομαι όρθια αφήνοντας το κινητό της φίλης μου στην θέση του και επιστρέφω στην στοίβα με την πλυμένα πιάτα από πριν.

«Μου ήρθε μήνυμα;» φωνάζει μέσα από το μπάνιο και ξεροκαταπίνω.

«Ν-ναι» η φωνή μου τρέμει και αφήνω πάλι πίσω το πιάτο που πήρα γιατί είμαι σίγουρη ότι θα το ρίξω κάτω.

«Έλεος, Χριστέ μου. Μια μέρα να μην με ψάξουν αυτοί οι άνθρωποι. Μια μέρα!» έρχεται τρέχοντας στην κουζίνα ενώ πλέον φοράει το κοστούμι της από εχθές. «Αλήθεια, ώρες ώρες σκέφτομαι να πάω στα Μπαρμπέιντος και να αφήσω το κινητό μου εδώ»

Την παρατηρώ όσο διαβάζει το μήνυμα συγκεντρωμένη. Έπειτα πληκτρολογεί μια απάντηση, επίσης συγκεντρωμένη. Και στο τέλος ξεφυσάει και αφήνει το κινητό ξανά στην θέση του.

«Όλα καλά;» ρωτάω και καλά αδιάφορα και την πλησιάζω.

«Ναι. Απλά ο σπαστικός φίλος μου αποφάσισε να γίνει ακόμη πιο σπαστικός» διορθώνει τα ρούχα της και ανεβαίνει πάνω στον πάγκο.

«Ο Νέιτ;» λέω το όνομά του και πραγματικά, αν η φίλη μου ήταν ελάχιστα παρατηρητική, θα καταλάβαινε ότι η φωνή μου τρέμει.

Και γαμώτο, τι σκατά έχω πάθει; Γιατί συμπεριφέρομαι λες και έχω κάνει κάποιο έγκλημα;

Γνέφει αποτελειώνοντας το τοστ της. «Λέει θέλει να συναντηθούμε σε λίγο. Αναρωτιέμαι τι τον έπιασε πρωινιάτικα»

«Μπορεί να έγινε κάτι» ψελλίζω και ξαφνικά μου σκάει η συνειδητοποίηση κατά κέφαλα.

Θα της το πει! Θα της πει ότι φιληθήκαμε και ότι ήμασταν έτοιμοι να το κάνουμε όσο εκείνη κοιμόταν στο δωμάτιό μου.

«Μεταξύ μας, προτιμώ να πάω για καφέ μαζί του και να μου αρχίσει τις βλακείες του για γκόμενες που γνώρισε, παρά να πάω στον εκδοτικό. Γίνεται χαμός με αυτό το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει την Παρασκευή» αφήνει το άδειο πιάτο της μέσα στον νεροχύτη και μου αφήνει ένα φιλί στο μάγουλο.

Όχι, ξέρεις κάτι; Θα της το πει, εντάξει; Είναι αυτονόητο. Για να της ζητάει να βρεθούν μετά από ο,τι έγινε μεταξύ μας εχθές το βράδυ, σίγουρα θα θέλει να της πει τι έκανε στην κολλητή της.

Και σε τελευταία ανάλυση, η Ελίζ δεν είναι άτομο που θα σου κρατήσει μούτρα για τα γκομενικά. Ναι, σίγουρα θα της φανεί περίεργο που απάτησα τον Ράιαν, γιατί όντως τον απάτησα και Χριστέ μου, είμαι στα όρια νευρικής κρίσης αυτή την στιγμή, αλλά μετά θα γελάσει και θα με ρωτήσει πως ήταν. Γιατί έτσι είναι η Ελ.

Οπότε; Για ποιον λόγο να ανησυχώ; Ας της το πει.

«Με ακούς που σου μιλάω ή με έχεις συνδέσει με κάιρο;» φωνάζει και ανοιγοκλείνω τα μάτια μου μπερδεμένη.

«Τι είπες;»

«Α καλά. Κατάλαβα» πηγαίνει στον καλόγερο και παίρνει το παλτό της. «Κατάλαβα γιατί είσαι έτσι σήμερα. Επειδή έρχεται ο Ράιαν, έτσι δεν είναι;» ρωτάει και αυτόματα γνέφω προσπαθώντας να χαμογελάσω πειστικά. «Λογικό. Μπορεί να μην τον χωνεύω, αλλά προφανώς και θα σου έλειψε» κοιτάζεται στον καθρέφτη. «Αν με ρωτάς πάντως, εγώ θα του έριχνα ένα κέρατο όσο θα έλειπε»

Γελάω. Για να μην καρφωθώ. «Γιατί;»

«Καλό μου, ο τύπος λείπει 20 μέρες και εσύ» με δείχνει με το δάχτυλο «έχεις να το κάνεις πολύ περισσότερες» έχει δίκιο. Λόγω τον αγώνων, τις τελευταίες μέρες πριν φύγει, είχαμε συμφωνήσει να μην κάνουμε κάτι. «You need some dick, girl!»

«Εσύ όλα τα ξέρεις» κάθομαι στον καναπέ και την κοιτάζω όσο ετοιμάζεται να φύγει. «Αλλά έχεις δίκιο. Μου έλειψε πολύ» της λέω και με κοιτάζει πονηρά.

«Τι ώρα θα φτάσει;»

Πιάνω το κινητό μου στα χέρια μου. «Είπε 12, αλλά δεν ξέρω αν θα έρθει κατευθείαν εδώ ή θα πάει σπίτι του» διαβάζω το τελευταίο μήνυμά του από εχθές το μεσημέρι, το οποίο με προειδοποιεί ότι απόψε θα είναι αξέχαστη η βραδιά και χαμογελάω μόνη μου.

«Ίσα που προλαβαίνεις! Κάνε κανένα αφρόλουτρο, μην είσαι μες την βρώμα. Ξυρίσου, βάψου και παρήγγειλε τίποτα για να φάτε μετά το... ξέρεις!» μου κλείνει το μάτι και σηκώνομαι για να την ξεπροβοδίσω. «Α! Και προφυλάξεις! Δεν είμαι έτοιμη να γίνω νονά»

«Σταμάτα να κάνεις σαν την μαμά μου, παρακαλώ!» της ανοίγω την πόρτα. «Μου τα έχεις πει χίλιες φορές όλα αυτά και, ευτυχώς, ο Ράιαν ξέρει να βάζει προφυλακτικό» της υπενθυμίζω και πιάνει τα χέρια μου.

«Το ξέρω, μικρή. Εγώ απλά στα λέω, γιατί έτσι αισθάνομαι» αφήνει ένα φιλί στο κούτελό μου και την κοιτάζω μπερδεμένη. «Να προσέχεις»

«Εντάξει μαμά» την φιλάω και εγώ και ύστερα την διώχνω με συνοπτικές διαδικασίες.

Ωραία. Τώρα πρέπει να τρέξω.

[...]

«Ομορφιά μου» η ανάσα του χτυπάει το μάγουλό μου και γουργουρίζω ευχαριστημένη από κάτω του. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και τον κολλάω περισσότερο πάνω στο σώμα μου.

Όντως μου έλειψε. Απίστευτα πολύ. Και το κακό είναι ότι ήταν η πρώτη φορά που μείναμε χωριστά για περισσότερο από 10 μέρες. Πραγματικά δεν θέλω να σκέφτομαι το ενδεχόμενο να μην τον δω για πολύ περισσότερο καιρό.

Πέφτει στο κρεβάτι δίπλα μου και ανοίγει το χέρι του για να κουρνιάσω στην αγκαλιά του. «Μου έλειψε αυτό» ψελλίζω και αφήνω ένα μικρό φιλί στο στέρνο του.

Ακούω το γελάκι του. «Μάλλον μας κάνει καλό τελικά να έχουμε μέρες να βρεθούμε» λέει λαχανιασμένος και ανασηκώνω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω απορημένη. «Κάνουμε φοβερό σεξ!» συμπληρώνει και με φιλάει.

Ναι, ναι, ναι! Έχει απόλυτο δίκιο.

«Δεν θέλω να ξαναφύγεις για τόσο καιρό» παραδέχομαι και στρώνω καλύτερα πάνω μου την ψιλή κουβέρτα που είχα στρωμένη στο κρεβάτι μου.

Ξέρω πως αυτό που ζητάω είναι παράλογο και πως το ότι έλειψε 19 μέρες δεν είναι τίποτα μπροστά σε άλλους συμπαίκτες του που κάνουν τον γύρο της Αμερικής και λείπουν τουλάχιστον 6 μήνες από το σπίτι τους, αλλά δεν θέλω να σκεφτώ τι μπορεί να κάνω αν λείψει παραπάνω.

Και ναι, αυτό είναι σπόντα για το χθεσινό με τον Νέιτ. Το οποίο υποτίθεται πως θα ξεχνούσα, αλλά σιγά που θα το κατάφερνα.

«Ομορφιά μου...» λέει για άλλη μια φορά, αλλά έχω κολλημένο το κεφάλι μου στο στήθος του. «Μωρό μου, κοίταξέ με...» σηκώνω διστακτικά το κεφάλι μου. «Την έχουμε ξανακάνει αυτή την κουβέντα. Πριν φύγω. Το ξέχασες;» πιάνει το πρόσωπό μου στα χέρια του και το χαϊδεύει τόσο απαλά, λες και είμαι κουτάβι.

«Ναι, αλλά δεν μου αρέσει που λείπεις» παραδέχομαι και ανασηκώνομαι στα γόνατα μπροστά του τυλιγμένη με την κουβέρτα μου. «Ξέρω πως δεν έχω κανένα δικαίωμα να σου ζητάω κάτι τέτοιο και ξέρεις ότι θέλω να μπω εμπόδιο στην καριέρα σου, αλλά...»

Με πιάνει απότομα και με φιλάει. Όπως ακριβώς ξέρει πως μου αρέσει. «Σ'αγαπώ» ψιθυρίζει και νιώθω να λιώνω μπροστά του, όπως κάθε φορά. «Με μια σου μόνο λέξη μπορώ σήμερα κιόλας να βγω από την ομάδα»

Γίνεται να με τσιμπήσει κάποιος αυτή την στιγμή; Δεν παίζει αυτό που μου λέει να είναι αλήθεια, βρίσκομαι σίγουρα σε κάποιο όνειρο.

«Ποτέ δεν θα σου πω κάτι τέτοιο!» απαντάω αμέσως και χαμογελάει. «Όντως δεν μου αρέσει όταν λείπεις, αλλά ξέρω πως κάνεις αυτό που αγαπάς και ποτέ δεν θα σου ζητούσα να το σταματήσεις. Είναι σαν να ζητάς από εμένα να σταματήσω το γράψιμο»

Αφήνει ένα φιλί στο μέτωπό μου και με τραβάει απότομα πάνω του. Μου ξεφεύγει μια τσιρίδα, η οποία έπειτα μετατρέπεται σε χαχανιτό. «Είσαι απίστευτη» μουρμουρίζει και ορμάει στα χείλη μου για άλλη μια φορά.

Τον αφήνω να με παρασύρει και να απολαύσει αυτό το φιλί ίσως λίγο περισσότερο από εμένα.

Είσαι απίστευτη. Το ίδιο είπε ο Νέιτ εχθές...

Γαμώτο!

Ξαφνικά νιώθω λες και με χτύπησε ρεύμα. Σπρώχνω τον Ράιαν από πάνω μου και ανασηκώνομαι αφήνοντας την κουβέρτα πάνω στο κρεβάτι.

«Που πας μωρό μου;» ρωτάει μπερδεμένος και σκύβω για να ανοίξω το τελευταίο συρτάρι από την τουαλέτα μου για να βγάλω δύο πετσέτες.

Τι στο διάολο παθαίνω; Για ποιον λόγο έχει κολλήσει το ηλίθιο μυαλό μου σε αυτόν;

«Πάω να κάνω ένα ντουζάκι» του πετάω την δική του πετσέτα πετυχαίνοντας τον στο κεφάλι. «Καλά θα κάνεις και εσύ να σηκωθείς σιγά σιγά. Θα βγούμε με την Ελίζ για ποτό!»

Τραβάει την κουβέρτα πάνω από το κεφάλι του και αφήνει μια κραυγή. Κάποιες φορές κάνει σαν μικρό και παιδί και είναι αξιολάτρευτος. «Μπορούμε να μην πάμε;»

Βγαίνω από το δωμάτιο εντελώς γυμνή χωρίς να έχω κοιτάξει αν τα παντζούρια είναι κατεβασμένα. Την τελευταία φορά που έγινε κάτι τέτοιο και κυκλοφορούσα βράδυ στο σπίτι μου φορώντας την φόρμα μου και από πάνω ένα απλό σουτιέν, είχα συναντήσει το άλλο πρωί τον απέναντι όταν πήγα να πετάξω τα σκουπίδια, ο οποίος σίγουρα είχε πάρει χοντρό μάτι και οριακά δεν μου έδωσε λεφτά για να το ξανακάνω.

Όχι ότι ντρέπομαι να κυκλοφορώ γυμνή, καμία σχέση. Μάλιστα στο δεύτερο έτος του πανεπιστημίου, εκείνο το καλοκαίρι που είχαμε πάει με τον Ράιαν διακοπες, είχαμε επιχειρήσει να πάμε σε παραλία γυμνιστών. Παρόλο που στην αρχή ήταν λίγο άβολα, εγώ το συνήθισα. Εκείνος απλά καθόταν κάτω από ένα φουσκωτό και δεν κουνιόταν.

«Μην αρχίζεις, σε παρακαλώ!» του φωνάζω μόλις βεβαιώνομαι ότι τα παντζούρια είναι ερμητικά κλειστά.

«Θα με πρήξει για τον ζαχαροπλάστη ρε Σιέννα!» απαντάει και γελάω ανοίγοντας την βρύση της μπανιέρας.

«Δεν θα σε πρήξει, της είπα να μην αναφέρει λέξη για το ραντεβού που υποτίθεται ότι θα της κανόνιζες» αφήνω το νερό να τρέχει και επιστρέφω τρέχοντας στο δωμάτιο. Πέφτω με δύναμη πάνω του και το αγόρι μου αφήνει μια πονεμένη κραυγή. «Και στην τελική εσύ φταις με όλες τις υποσχέσεις σου» κάθομαι μπρούμυτα πάνω στην κοιλιά του. «Καλύτερα να μην της έλεγες τίποτα, λογικό είναι τώρα να περιμένει»

«Α τώρα φταίω εγώ ε;» ανασηκώνεται με εμένα πάνω του. «Δεσποινίς Χαρτ, αυτό θα το μετανιώσετε οικτρά...» με απειλεί και τελευταία στιγμή ξεφεύγω από τα χέρια του και τρέχω σαν την τρελή προς το μπάνιο.

Ακούω τα βήματά του πίσω μου και δεν κλείνω την πόρτα αφήνοντάς τον να μπει και εκείνος και να με κοιτάξει με το πιο υπέροχο του βλέμμα.

Τα υπόλοιπα... είναι ιστορίες του καυτού μπάνιου!

[...]

Το Μανχάταν είναι πιο ωραίο τα βράδυ! Βασικά πάντα είναι ωραίο, αλλά το βράδυ ξεπερνάει όλες τις προσδοκίες σου.

Δεν ξέρω τι φταίει. Τα φώτα, τα πανάκριβα αυτοκίνητα που στολίζουν τους τεράστιους δρόμους, το γεγονός ότι είσαι στην πιο όμορφη πόλη του πλανήτη;

Παλιότερα είχε τύχει να δω κάποια επεισόδια του Gossip Girl σε επανάληψη στην τηλεόραση όσο ετοίμαζα το φαγητό μου τα βράδια, αλλά ποτέ δεν το πρόσεχα ιδιαίτερα. Μάλλον έφταιγε απλά και μόνο το γεγονός ότι έπαιζε ο Penn Badgley.

Ναι, τώρα που το ξανασκέφτομαι, μόνο για αυτόν το έβλεπα.

Είχα επίσης διαβάσει μόνο το πρώτο βιβλίο της σειράς από την Cecily von Ziegesar, μόνο και μόνο γιατί με είχαν πρήξει η Μέρεντιθ και ο Μπερνάρντ από το βιβλιοπωλείο. Όχι ότι με ενθουσίασε, αλλά μπροστά τους, όταν με ρώτησαν, έκανα σαν τρελή.

Τέλος πάντων, είχα δει μια συνέντευξη της συγγραφέως, που είχε πει όταν αν αποφάσιζε να γράψει μια νεανική σειρά, θα ήθελε να την τοποθετήσει στο Μανχάταν, σε ένα μέρος οικείο για εκείνη, μιας και εκεί μεγάλωσε, και ότι θα οι χαρακτήρες της σειράς θα έμοιαζαν πολύ με αυτήν και τους φίλους της.

Για να είμαι ειλικρινής, έτσι όπως βλέπω την πόλη καθισμένη στην θέση του συνοδηγού στο αυτοκίνητο του Ράιαν, σίγουρα θα ήθελα να κάνω και εγώ κάτι τέτοιο.

Ζω σε μια πανέμορφη πόλη, έχω το καλύτερο αγόρι και την καλύτερη κολλητή του κόσμου, είμαι ευτυχισμένη. Γιατί να μην μπορώ να περάσω την ευτυχία μου και στο βιβλίο μου;

Πως θα ήταν αν έπαιρνα κομμάτια της ζωής μου και τα αποτύπωνα στο χαρτί; Πως θα έμοιαζε αν η Σιέννα γινόταν Αννελίζ στο βιβλίο μου και ζούσε την ζωή μου στην πιο μαγευτική πόλη του κόσμου;

Νιώθω το χέρι του Ράιαν να παίρνει το δικό μου και να το αφήνει πάνω στον μοχλό των ταχυτήτων, σκεπάζοντας το με το δικό του. Μια κίνηση που ανέκαθεν έκανε και που ακόμη και τώρα καταφέρνει να μου προκαλεί πεταλούδες στο στομάχι.

«Είσαι εντάξει;» ρωτάει ενώ από πίσω ένα τυχαίο τζαζ κομμάτι ακούγεται από το ραδιόφωνο.

Τον κοιτάζω χαμογελαστή.

Η Αννελίζ θα ερωτευόταν τον Μάικλ στο πανεπιστήμιο. Η σχέση τους θα ήταν τέλεια, θα έκαναν τα πάντα μαζί. Και ο Μάικλ σίγουρα δεν θα γινόταν μπασκετμπολίστας και δεν έφευγε για τόσες μέρες από κοντά της. Γιατί μιας και στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τι καλύτερο από το να το γράψω όπως ακριβώς το θέλω;

«Όλα μια χαρά» απαντάω και εκείνος επιστρέφει ευθεία μπροστά για να προσπεράσει ένα αργό αυτοκίνητο από μπροστά μας.

Δεν ξέρω πόσο ερωτευμένη θα ήταν η Αννελίζ με τον Μάικλ, σίγουρα όμως η Σιέννα δεν μπορεί να αφήσει τα μάτια της από τον Ράιαν. Και το γεγονός ότι μιλάω σε τρίτο πρόσωπο για μένα και τα συναισθήματά μου, είναι περίεργο.

Σημείωση στον εαυτό μου: μην γράψεις ποτέ βιβλίο με τριτοπρόσωπη αφήγηση. Δεν το 'χεις.

«Είσαι πανέμορφη σήμερα» σχολιάζει και δαγκώνω το εσωτερικό από το μάγουλό μου, όπως κάθε φορά που μου κάνει κάποιο κοπλιμέντο. Σταματάει σε ένα κόκκινο φανάρι και σηκώνει το χέρι μου από τον λεβιέ. «Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω. Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ' εμένα.» αφήνει ένα φιλί στην αντίστροφη της παλάμης μου.

Χάνομαι στα λόγια του για άλλη μια φορά. Μένω με κομμένη την ανάσα να κοιτάζω το πρόσωπό του. Με μία ξαφνική μου κίνηση, γέρνω προς το μέρος του και αφήνω ένα φιλί διαρκείας πάνω στα χείλη του. «Τι σε έχει πιάσει με τους έλληνες ποιητές, μου λες;» ρωτάω και απομακρύνομαι, αλλά με σταματάει.

Κοιτάζει φευγαλέα το φανάρι μήπως έγινε πράσινο και, αφού σιγουρεύεται, με πιάνει από το σβέρκο και με τραβάει ξανά πάνω στα χείλη του. «Σου το έχω πει. Για εσένα θα μάθαινα όλα τα ποιήματα από όλους τους ποιητές» αφήνει μικρά φιλάκια στο στόμα μου και νιώθω το σώμα μου σαν ζελέ στα χέρια του.

«Αλήθεια μου λες;» ψελλίζω και τον κοιτάζω στα μάτια, τα οποία λόγω της έλλειψης φωτός, μοιάζουν σκούρα μαύρα αντί για καστανά. Τα μάτια του λένε αυτό που δεν λέει το στόμα του και τον ευχαριστώ βουβά που καταφέρνει να είναι ειλικρινής απέναντί μου και όχι να με γεμίζει με ψέματα.

Μια κόρνα από πίσω μας με κάνει να απομακρυνθώ και να κάτσω ξανά στην θέση μου. Ο Ράιαν ξεκινάει το αυτοκίνητο, μα το αριστερό μου χέρι εξακολουθεί να είναι φυλακισμένο μέσα στο δικό του.

Ναι, κάπως έτσι θα φανταζόμουν και την ιστορία στο βιβλίο μου.

Τι με έπιασε και αποφάσισα να το κάνω τόσο στενάχωρο; Ναι, ξέρω, η ζωή δεν είναι πάντα χαρές, γέλια και ευτυχία. Σίγουρα ο καθένας έχει τα προβλήματά του και είναι λογικό ένα βιβλίο να μην είναι μόνο χαρές και πανηγύρια.

Αλλά γιατί να το κάνεις αυτό; Η κοπέλα, η γυναίκα, το αγόρι, ο οποιοσδήποτε που θα θελήσει να διαβάσει αυτό το βιβλίο, θα το κάνει απλά και μόνο για να ξεφύγει από τα προβλήματα που πιθανόν να τον βασανίζουν. Για ποιον λόγο να τον κάνεις και εσύ να αισθανθεί χειρότερα;

Και στην τελική υπάρχουν και αυτές οι μικρές στιγμές. Αυτές που είναι στην ουσία, τα πάντα.

Μια βόλτα με το αυτοκίνητο, ένα χαμόγελο, η κίνησή του να κρατήσει το χέρι σου μέσα στα δικά του γιατί δεν θέλει να σε αποχωριστεί ούτε για λίγο...

Αν είναι αυτή η ευτυχία, τότε είμαι σίγουρη πως την έχω δίπλα μου.

Παρατηρώ τα μαγευτικά φώτα από την Time Square και ενώ κανονικά θα έβγαζα το κινητό μου για φωτογραφίες, ξεχνιέμαι και μένω απλά στο να παρατηρώ τα χρώματα, τις φωτεινές επιγραφές και τις ορδές κόσμου που μιλάνε, γελάνε και στήνονται για φωτογραφίες.

Ο Ράιαν στρίβει στην 46η λεωφόρο και ύστερα μπαίνει σε ένα ιδιωτικό πάρκινγκ ακριβώς κάτω από το Valerie. Αφού συνεννοηθεί με τον παρκαδόρο, αφήνει το αυτοκίνητο στην θέση που του υπέδειξε και εγώ με το βλέμμα μου ψάχνω την ασημί BMW της Ελίζ.

Ανεβάζει το χειρόφρενο και με κοιτάζει χαμογελαστός. «Φτάσαμε» ανακοινώνει και βγάζω από την τσάντα μου το μικρό μου καθρεφτάκι μαζί με το κόκκινο κραγιόν μου.

«Μισό λεπτό να διορθωθώ» του λέω και με προσεκτικές κινήσεις βάζω μια ακόμη στρώση κραγιόν στα χείλη μου, μιας και η τελευταία στρώση που έβαλα στο σπίτι, κατέληξε στα χείλη του αγοριού μου. «Είμαι εντάξει;» τον ρωτάω παρόλο που ξέρω πως είναι όλα καλά.

«Απορώ γιατί εσείς οι γυναίκες βάζετε συνέχεια κραγιόν» λέει και του σκουπίζω με ένα χαρτομάντιλο τα κόκκινα χείλη του. «Βάφεστε και μετά απαιτείτε να μην σας φιλάμε»

«Σταμάτα γκρινιάρη. Ξέρεις πως δεν βάφομαι γενικά, αλλά σήμερα είχα όρεξη» του κλείνω το μάτι και βγαίνω πρώτη από το αυτοκίνητο. Κλείνω απαλά την πόρτα του τζιπ του και τον ακούω να κάνει ακριβώς το ίδιο. «Και, έχεις δίκιο. Δεν θα με ξαναφιλήσεις μέχρι να φύγουμε. Δεν θα βάζω συνέχεια κραγιόν, ήμαρτον!» του λέω για πλάκα και πηγαίνω προς το μέρος του.

«Έλα εδώ» με πιάνει από την μέση και με κολλάει στην πόρτα του οδηγού. «Προλαβαίνουμε να μην πάμε» κρατάει το πρόσωπό μου στα χέρια του και τον κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια.

«Μην αρχίζεις πάλι!» τον απειλώ «Θα πάμε, θα πιούμε ένα ποτό και θα γυρίσουμε πίσω. Μια, άντε το πολύ δύο ώρες. Σε παρακαλώ» ψιθυρίζω και περνάω τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του.

«Αν αναφέρει έστω και μια φορά τον φίλο μου, θα της ρίξω το ποτό στα μούτρα, να ξέρεις» προειδοποιεί και γελάω. Κάνει κίνηση να με φιλήσει, αλλά την αποφεύγω γρήγορα. «Παραλίγο!»

«Α! Να 'τοι! Εκεί είναι!» ακούω μια γνώριμη φωνή και απομακρύνομαι ενστικτωδώς από την αγκαλιά του Ράιαν.

«Χαμογέλα σε παρακαλώ» του ψιθυρίζω διορθώνοντας το σακάκι του. Ακούω τα βήματα της Ελίζ από πίσω μας και βλέπω τον Ράιαν να την κοιτάζει έκπληκτος.

«Βρήκε γκόμενο η φίλη σου; Ευτυχώς, Χριστέ μου!»

Σουφρώνω τα φρύδια μου. «Γκόμενο; Τι γκόμενο;» γυρίζω μπερδεμένη και ξαφνικά νιώθω τα πόδια μου να μην με κρατάνε.

Δεν το έκανε αυτό... Δεν είναι δυνατόν να ήρθε αυτός εδώ!

Η Ελίζ έρχεται χαμογελαστή προς το μέρος μας και ο Νέιτ, ένα βήμα πιο πίσω, την ακολουθεί κι αυτός με ένα σαρδόνιο χαμόγελο κοιτάζοντας με στα μάτια, όσο εγώ στηρίζομαι από τον αγκώνα του Ράιαν για να μην σωριαστώ κάτω.

Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό το πράγμα...

Τι στο καλό κάνει αυτός εδώ;



~~~

Μα ρε Νέιτ αγόρι μου και εσύ, πετάγεσαι από το πουθενά μη πω σαν τι!

Όχι ότι με χάλασε εμένα, ούτε και την Σιέννα μην κοροϊδευόμαστε ;)

Ελπίζω να σας άρεσε το σημερινό κεφάλαιο αγάπες♥ Και γενικά βασικά το στόρυ μας εδώ. Βλέπω την αγάπη σας και δεν μπορώ παρά να την ανταποδώσω!

Λοβ γιου βέρι ματς♥♥ Τα λέμε στο επόμενοοοο

Καλό Σαββατόβραδο! Φιλούμπες

Ρίρι♥

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top