4. Οι άλλοι αγαπούν τον άνθρωπο για ό,τι είναι

«Ναι, αλλά εγώ δεν μπορώ να γράψω όσο είστε εσείς εδώ» λέω και κοπανάω για άλλη μια φορά την οθόνη του λάπτοπ μου στο πληκτρολόγιό του. Εγώ το έχω πει, δεν μαθαίνω από τα λάθη μου. Αν τώρα αυτό δεν ξαναλειτουργήσει, εγώ θα είμαι η ηλίθια που θα πρέπει να πληρώσω για να πάρω καινούριο.

Αλλά ποιος με ακούει; Εγώ τα λέω, ούτε εγώ δεν τα ακούω. Κυρίως γιατί είμαι ξεροκέφαλη, αλλά επίσης επειδή από την στιγμή που ήρθαμε στο σπίτι μου με την Ελίζ και τον Νέιτ, αυτοί οι δύο έχουν βαλθεί να πίνουν και να ακούνε υποτίθεται χαλαρωτική μουσική, και είμαι τόσο εκνευρισμένη που πραγματικά δεν μπορώ να ακούσω ούτε τις ίδιες μου τις σκέψεις.

«Μμμ...» μουρμουρίζει η φίλη μου από τον καναπέ και γυρνάω για να τους κοιτάξω έξω φρενών. Εκείνη κρατάει το, μάλλον άδειο, ποτήρι της με το μοχίτο στο χέρι και μάλλον κοιμάται ενώ ο Νέιτ δίπλα της βρίσκεται σε σαφώς καλύτερη κατάσταση και απλά είναι ξαπλωμένος στον καναπέ πατώντας τα αφράτα μαξιλάρια που ξόδευα ώρες το πρωί για να τα φτιάξω.

«Με δουλεύετε τώρα;» πετάγομαι όρθια και τους πλησιάζω. Αν ήμουν καρτούν αυτή την στιγμή, σίγουρα θα έβγαιναν φωτιές από τα αυτιά μου. «Υποτίθεται ότι ήρθατε εδώ για να με βοηθήσετε, όχι βέβαια ότι ζήτησα την βοήθειά σας, αλλά τέλος πάντων. Έτσι με βοηθάτε;» τους δείχνω και παρόλο που μιλάω στον β πληθυντικό, το βλέμμα μου είναι πάνω στον Νέιτ μιας και η Ελίζ όντως κοιμάται. «Με το να πίνετε και να ακούτε μουσική; Μπορούσατε να πάτε σε κλαμπ!» παίρνω το κινητό της Ελίζ που είναι συνδεδεμένο με την τηλεόρασή μου και κλείνω την μουσική.

Αλήθεια, δεν ξέρω για ποιον λόγο τους άφησα να έρθουν. Φταίει που με έπεισε η τρελή φίλη μου ότι σίγουρα θα με βοηθούσαν και οι δύο και θα έδιναν φοβερές ιδέες για το βιβλίο μου; Φταίει που μόλις είδα για δεύτερη φορά σήμερα τον Νέιτ, οριακά δεν σωριάστηκα κάτω γιατί κάθε φορά παθαίνω σοκ με το πόσο ωραίος μπορεί να είναι αυτός ο άνθρωπος, πράγμα που του το αναγνωρίζω χωρίς βέβαια να ξεχνάω το ότι έχω αγόρι; Φταίει που μόλις του έφερα αντίρρηση, εκείνος κατέβασε το κεφάλι με κοίταξε με κουταβίσιο βλέμμα; Ε όχι, δεν ξέρω, κάτι από όλα αυτά.

Το θέμα όμως είναι άλλο. Ήρθαμε, κάτσαμε, συζητήσαμε λίγο για το βιβλίο μου και αυτό. Η Ελίζ είπε ότι πάντα όταν κάνει σοβαρές συζητήσεις, επιβάλλεται να έχει δίπλα της ένα ποτήρι κρασί και εντελώς ξαφνικά τα δύο μπουκάλια ροζέ κρασί που είχα στο ψυγείο μου και τα κρατούσα για καμία ιδιαίτερη περίσταση, εξαφανίστηκαν. Την μια στιγμή σέρβιρα εγώ σε τρία ψηλά ποτήρια και την αμέσως επόμενη τα μπουκάλια ήταν άδεια και παρατημένα δίπλα στο τραπέζι, με εμένα ακόμη να μην έχω τελειώσει το πρώτο μου ποτήρι και με την Ελίζ να γελάει σαν χαζό.

Και έπειτα ήρθε η εξαιρετική ιδέα στον Νέιτ να παραγγείλουμε κοκτέιλ από ένα τέλειο μαγαζί που άνοιξε την προηγούμενη εβδομάδα κοντά στο σπίτι της Ελίζ. Εγώ μια που το άκουσα αυτό και μια που εξαφανίστηκα, αν και στο τέλος δέχτηκα να μου πάρουν και ένα zombie για μένα.

«Νομίζω γίνεσαι λίγο υπερβολική» λέει ο Νέιτ και αφήνει το μισογεμάτο του ποτήρι πάνω στο μικρό μου τραπέζι.

«Υπερβολική;!» κρατιέμαι για να μην τραβήξω τα μαλλιά μου. «Εγώ; Εγώ γίνομαι υπερβολική;»

Σηκώνεται όρθιος και διορθώνει την φόρμα του. «Πλάκα έκανα Σιέννα» μου κλείνει το μάτι και σταυρώνω τα χέρια μου. «Έχω την εντύπωση πως η κοπελιά από εδώ έχει γίνει τύφλα»

«Λες ε;» τον ειρωνεύομαι και κοιτάζω την Ελιζ. «Γιατί άραγε; Μεθάει κανείς με δύο μπουκάλια κρασί και δύο μοχίτο;»

Γελάει και διορθώνει τα κορδόνια της κουκούλας του φούτερ του. «Όσο αξιολάτρευτο και αν είναι αυτό το ειρωνικό σου υφάκι, θα το εκτιμούσα πολύ να το αφήσεις στην άκρη και να με βοηθήσεις να την πάω μέσα στο δωμάτιό σου» την πιάνει από το αριστερό της χέρι και της παίρνω το ποτήρι από το χέρι.

«Στο δωμάτιό μου γιατί; Καλύτερα να την πας στο σπίτι της» ψιθυρίζω και την πιάνω από την άλλη πλευρά. Την σηκώνουμε όρθια και εκείνη μουρμουρίζει κάτι ασυναρτησίες.

«Τα έχω τσούξει και εγώ, αν το ξεχνάς» μουρμουρίζει όσο την σέρνουμε προς το δωμάτιο μου. «Προτιμώ να ξεμεθύσω και μετά να πιάσω τιμόνι».

Ανοίγει την πόρτα του δωματίου μου και τον παρακολουθώ όπως την παίρνει εξ ολοκλήρου στα χέρια του και την αφήνει προσεκτικά πάνω στο κρεβάτι μου.

Ναι, εντάξει, είναι επιμελής και δεν οδηγεί όταν πίνει. Πόσα ακόμη προτερήματα έχει αυτός ο άνθρωπος; Τι σκατά; Σε όλα τέλειος είναι;

Μου ζητάει μια λεκάνη για να αφήσει δίπλα της σε περίπτωση που θελήσει να βγάλει το στομάχι της και νευριάζω που δεν το σκέφτηκα εγώ πρώτη αυτό. Του την δίνω και αμέσως του γυρνάω την πλάτη επιστρέφοντας στο σαλόνι.

Τέλεια. Μείναμε και επισήμως μόνοι μας.

«Να την προσέχουμε» ακούω την φωνή του και πετάγομαι μέχρι πάνω. Με προσπερνάει και πηγαίνει προς το σαλόνι. «Την έβαλα να ξαπλώσει στο πλάι, για να μην πνιγεί αν θελήσει να κάνει εμετό. Γενικά είναι λίγο απρόσεκτη...»

«Εμ, τι ακριβώς κάνεις;» ρωτάω και με κοιτάζει μπερδεμένος.

«Μαζεύω τα μπουκάλια;» απαντάει λες έπρεπε να θεωρήσω αυτονόητο το γεγονός ότι εκείνος θα τα μάζευε. Στο σπίτι μου. Και όχι εγώ.

Είναι λογικό να νευριάζω με ό,τι κάνει αυτός ο άνθρωπος;

«Ξέρεις, μπορώ και μόνη μου» του τα αρπάζω μέσα από τα χέρια και πηγαίνω στην κουζίνα για να τα αφήσω μέσα στην σακούλα για την ανακύκλωση.

«Μα θέλω να σε βοηθήσω. Εγώ τα προκάλεσα όλα αυτά» δείχνει τον μικρό χαμό στο σαλόνι μου. «Όχι ακριβώς εγώ, αλλά ο υπαίτιος αυτή την στιγμή ροχαλίζει μέσα» λέει και κρατιέμαι για να μην χαμογελάσω.

«Μπορείς πολύ απλά να κάτσεις εκεί» του δείχνω τον καναπέ «και να μην μιλάς. Και αυτό βοήθεια είναι»

Γαμώτο, είμαι πολύ κακιά που του μιλάω έτσι; Είμαι.

Τον προσπερνάω για να μαζέψω τα πλαστικά ποτήρια. «Όντως τώρα είσαι νευριασμένη;» ρωτάει και σταματάω απότομα τις κινήσεις μου για να τον κοιτάξω με το πιο αγριεμένο βλέμμα που διαθέτω. «Δεν νομίζω ότι σε εκνεύρισε τόσο πολύ που απλά κάτσαμε με την Ελίζ και ήπιαμε λίγο»

Αποφασίσω να μην του απαντήσω, γιατί στην τελική έχει δίκιο. Αυτός που φταίει, αυτή την στιγμή κοιμάται. Δεν είναι σωστό να ξεσπάω όλα μου τα νεύρα πάνω του.

«Α τώρα ούτε καν θα μου απαντάς;» συνεχίζει μόνος του και ρολάρω τα μάτια μου. «Εξαιρετικά» πηγαίνει και κάθεται στην θέση που του υπέδειξα, ευτυχώς όχι σε εκείνη που καθόταν ήδη. «Παιδιάστικη συμπεριφορά» μουρμουρίζει και κλείνω απότομα το ντουλάπι με τα σκουπίδια.

«Η δική μου συμπεριφορά είναι παιδιάστική;» του λέω και πηγαίνω δίπλα του για να διορθώσω τα πατημένα μαξιλάρια. «Εσείς που ήρθατε εδώ και... Όχι, ξέρεις κάτι; Δεν θα το συνεχίσω, γιατί δεν θέλω να ξεσπάσω πάνω σου. Είναι περασμένη η ώρα, είμαι κουρασμένη και θέλω απλά να κάτσω με την ησυχία μου και να γράψω σε αυτό το αναθεματισμένο λάπτοπ» απαντάω όσο πιο ήρεμα μπορώ.

«Πες μου λίγα πράγματα για εσένα» απλώνει το χέρι του στην πάνω άκρη του καναπέ και στηρίζει το κεφάλι του.

«Με ακούς όταν μιλάω ή με αγνοείς επιδεικτικά;» ρωτάω και γελάει.

«Έλα εδώ!» απλώνει το χέρι του και χτυπάει την άδεια θέση δίπλα του. «Όντως θα κάτσεις να γράψεις τέτοια ώρα;»

«Όχι και ναι!» απαντάω χαμογελαστή. «Δεν είμαι σκυλάκι για να μου λες τι να κάνω και να μου χτυπάς δύο φορές την θέση για να κάτσω, Νέιτ» του γυρίζω την πλάτη και ευχαριστημένη με την απάντησή μου, κάθομαι στην καρέκλα μου μπροστά από το γραφείο και ανοίγω για χιλιοστή φορά τις τελευταίες μέρες το λάπτοπ μου στο κλασικό έγγραφο του word.

Ναι, είναι σχεδόν μεσάνυχτα, η Ελίζ κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο και στο σαλόνι μου κάθεται ένας γκόμενος, που το σημειώνω, δεν είναι δικός μου, του οποίου το βλέμμα νιώθω να τρυπάει την πλάτη μου.

Υπάρχει καλύτερη στιγμή για να γράψω;

«Είσαι απίστευτη...» τον ακούω να λέει σιγανά και χαμογελάω ξέροντας ότι δεν μπορεί να με δει.

Προσπαθώ όντως να συγκεντρωθώ. Αλήθεια. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τις τελευταίες αράδες που έγραψα, μήπως καταφέρω και συνεχίσω, αλλά δεν μπορώ.

Άραγε όντως πίστεψα έστω για μια στιγμή ότι θα κάτσω να γράψω; Όντως;

"Ήθελε απλά να ζήσει. Μπορούσε όμως;"

Κοιτάζω διακριτικά το ημερολόγιο μου. Τέλεια, κατάφερα ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο να το περάσω δίχως να γράψω ούτε μια παραπάνω λέξη στο βιβλίο μου. Οι μέρες μειώνονται και εγώ απλά κάθομαι και ξύνομαι.

Κλείνω με δύναμη το λάπτοπ μου και ρίχνω το κεφάλι μου μπροστά. Αν δεν σοβαρευτώ και δεν κάτσω να γράψω δεν με βλέπω καθόλου καλά.

«Τι συμβαίνει συγγραφέα;» ρωτάει παιχνιδιάρικα και σηκώνομαι όρθια. «Δεν έχουμε έμπνευση;» κάθομαι δίπλα του στον καναπέ, σε μια ασφαλή εννοείται απόσταση, και παίρνω το τηλεχειριστήριο στα χέρια μου. Να μην ξεχάσω αύριο κιόλας να πάω στο πιο κοντινό κατάστημα με έπιπλα και να πάρω έναν ακόμη καναπέ. Οπωσδήποτε.

«Να μην σε νοιάζει!»

Α, εξαιρετική απάντηση. Και καθόλου παιδιάστικη.

«Άρα το σόου πριν λίγο ήταν για το τίποτα;» ανακάθεται και πλέον το γόνατό του ακουμπάει την εξωτερική πλευρά του μηρού μου. Κυριολεκτικά έχω κολλήσει στην άκρη του καναπέ, αλλά αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, γιατί εκείνος και δύο μέτρα. Είναι γυρισμένος προς το μέρος μου και νιώθω ότι με κοιτάζει ενώ εγώ κοιτάζω ευθεία μπροστά στην τηλεόραση, υποτίθεται παρακολουθώντας μια διαφήμιση για πολυμίξερ.

«Αν δεν με είχατε νευριάσει με την συμπεριφορά σας...» αρχίζω να λέω αλλά με διακόπτει.

«Πρέπει να μάθεις να ελέγχεις τα νεύρα σου» απλώνει το δεξί του χέρι κατά μήκος της κορυφής του καναπέ και τα δάχτυλά του ακουμπούν ελάχιστα το γυμνό μου σβέρκο. Αμέσως τινάζομαι και λύνω την κοτσίδα που τόση ώρα τα κρατούσε ψηλά. «Ίσως μια βαλεριάνα θα σου έκανε καλό» προτείνει και παίρνω μια βαθιά ανάσα.

Αλήθεια τώρα; Τι προσπαθεί; Να με βγάλει τρελή;

Αλλάζω κανάλι πατώντας υπερβολικά δυνατά το κουμπί. «Ευχαριστώ για την πληροφορία» απαντώ δίχως να του ρίξω ούτε μισό βλέμμα. «Όταν είσαι μεθυσμένος λες σοφά πράγματα» τον ειρωνεύομαι και γελάει σιγανά.

«Όντως πιστεύεις ότι είμαι μεθυσμένος;» γυρνάω και τον κοιτάζω εξεταστικά.

Βέβαια σχεδόν αμέσως το μετανιώνω γιατί και μόνο το να κοιτάς αυτόν τον άνθρωπο, μπαίνουν πολύ περίεργες σκέψεις στο μυαλό σου. Σκέψεις που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν και σκέψεις που πρέπει οπωσδήποτε να διώξω.

Αλλά γαμώτο, πως γίνεται να είναι τόσο ωραίος; Το γαλάζιο στα μάτια του μοιάζει πιο ζωντανό, μια τούφα από τα μαλλιά του πέφτει στο μέτωπό του, κάνοντας με να θέλω να την βάλω στην άκρη. Ακόμη και ο φωτισμός που είναι χαμηλός, τον κάνει να δείχνει ακόμη πιο αισθησιακό.

Σοβαρά τώρα. Δεν μπορώ να καταλάβω πως γίνεται αυτός ο άνθρωπος να δείχνει σαν μοντέλο ακόμη και μετά από μια κουραστική μέρα. Σε αντίθεση με εμένα που ξέρω ότι δείχνω ξεθεωμένη.

Ξαναγυρνάω μπροστά προσπαθώντας να ελέγξω την αναπνοή μου, η οποία οριακά κόπηκε μπροστά του. «Τα μάτια σου είναι κόκκινα. Άρα είσαι. Εκτός κι αν έχεις καπνίσει μπάφο, πράγμα που δεν θα μου φαίνεται περίεργο από τυπάδες σαν και του λόγου σου» απαντάω με μια ανάσα και προσποιούμαι ότι κοιτάζω με μεγάλο ενδιαφέρον τις ανοξείδωτες κατσαρόλες που διαφημίζει μια κυριούλα.

«Αν και θα έπρεπε να προσβληθώ με αυτό που είπες, όχι, δεν έχω καπνίσει μπάφο. Σήμερα τουλάχιστον» κουνάω απαξιωτικά το κεφάλι μου. Το διασκεδάζει ο τύπος. «Όσον αφορά στο αλκοόλ, δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Έχω μεγάλη αντοχή. Δεν ξέρεις αυτό που λένε για όσους έχουν γαλάζια μάτια; Ότι είναι περισσότερο ανθεκτικοί στο αλκοόλ;» ρωτάει και παίζει να είναι η πρώτη φορα που τον ακούω να μιλάει τόσο πολύ. Τελικά δεν είναι και τόσο ανθεκτικός όσο νομίζει.

Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου, παρόλο που ξέρω ότι αυτό που λέει ισχύει. Κάπου το είχα διαβάσει πρόσφατα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Η Ελίζ έχει μπλε μάτια, αλλά κάθε φορά γίνεται κώλος όταν πίνει. «Λυπάμαι»

«Δεν χρειάζεται» με μια απότομη κίνηση παίρνει το τηλεχειριστήριο μέσα από τα χέρια μου και κλείνει την τηλεόραση.

«Δώστο μου, Νέιτ» απλώνω το χέρι προς το μέρος του και εκείνος το βάζει πίσω από την πλάτη του.

«Δεν έχει κάτι ωραίο τέτοια ώρα»

«Δεν με άφησες καν να ψάξω» διαμαρτύρομαι σιγανά.

«Μα δεν έψαχνες. Απλά κοιτούσες κάτι κατσαρόλες» απαντάει αμέσως και ξεφυσάω. «Μίλησέ μου για σένα»

Γελάω. «Κόλλησε η βελόνα;» Μου την σπάει απίστευτα αυτό το στυλάκι του, αλλά είμαι πραγματικά κουρασμένη που δεν έχω όρεξη καν να του φέρω αντίρρηση. Νιώθω το χέρι του πίσω από το κεφάλι μου, αλλά δεν κάνω κάποια κίνηση για να τον αποδεσμεύσω από αυτή του την κίνηση. Στην τελική αν τον ενοχλεί μπορεί και μόνος του να το τραβήξει.

«Τόσο παράξενο σου φαίνεται που θέλω να σε μάθω; Είσαι η καλύτερη φίλη του πιο κοντινού μου ανθρώπου στην Νέα Υόρκη και γενικά. Κανονικά θα έπρεπε να περάσεις από εξονυχιστικό έλεγχο»

Μου ξεφεύγει ένα γελάκι. «Από εσένα;» γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι και τον κοιτάζω.

«Εννοείται, Σιέννα! Γνωρίζω την Ελίζ από τότε που ήταν 3 και ήμουν 5. Εγώ της έμαθα τα πρώτα της λόγια. Εγώ την σήκωσα πρώτος όρθια για να μάθει να περπατάει. Είμαι σαν μεγάλος της αδελφός» σταματάει απότομα και παρατηρώ ότι μάλλον είπε κάτι που δεν έπρεπε. «Όχι πως δεν έχει... κατάλαβες πως το εννοώ...» προσπαθεί να διορθώσει αυτό που είπε.

«Γνωρίζεστε με τον Μέισον;» ρωτάω και παρατηρώ το όμορφο πρόσωπό του που ξαφνικά έχει σκληρύνει.

Ξεφυσάει και ξύνει τα κοντά του γένια με το ελεύθερό του χέρι χωρίς να με κοιτάζει. «Ναι. Κολλητάρια ήμασταν από μικροί. Σε όλα μαζί»

Γυρνάω ολόκληρη προς το μέρος του και βολεύω καλύτερα το κεφάλι μου πάνω στο χέρι του. «Μοιάζεις λες και το έχεις μετανιώσει» σχολιάζω και χαμογελάει ενώ εξακολουθεί να κοιτάζει κάπου πίσω μου. «Συνέβη κάτι μεταξύ μας; Μαλώσατε;»

Τα μάτια του βρίσκουν τα δικά μου και πλέον καταλαβαίνω ότι όχι απλά το έχει μετανιώσει, αλλά είναι και βαθιά πληγωμένος. «Τι έγινε μικρέ συγγραφέα;» ρωτάει περιπαιχτικά «Ψάχνουμε λαβράκι; Θα κάνεις την ζωή μου βιβλίο μήπως;»

Χαμογελάω. «Εσύ δεν φαγώθηκες να μάθεις για μένα; Ε και εγώ θέλω να μάθω κάποια πράγματα» υπερασπίζομαι τον εαυτό μου και νιώθω τα δάχτυλά του στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου να μου κάνουν μασάζ και, γαμώτο, αυτό είναι πολύ ωραίο...

«Δίκαιο ακούγεται» κάνει πως σκέφτεται και τον κοιτάζω ανυπόμονη προσπαθώντας να μην παρασυρθώ σε αυτές τις απίστευτες κινήσεις των δακτύλων του λίγο πιο πάνω από το σβέρκο μου. «Με μη κοιτάς έτσι, μικρή. Δεν έγινε κάτι, ούτε μετάνιωσα για τίποτα. Απλά μερικές φορές καταλαβαίνεις ότι κάποιοι άνθρωποι δεν κάνουν για σένα» λέει και σμίγω τα φρύδια μου. «Να, ρε παιδί μου, δεν σου έχει τύχει να υπάρχει ένας άνθρωπος στην ζωή σου που να τον αγαπάς, να κάνεις τα πάντα για αυτόν, να τον προσέχεις όταν ενίοτε κάνει βλακείες...» χαμογελάει ασυναίσθητα και μοιάζει λες και θυμήθηκε μια παλιά ανάμνηση «...τέλος πάντων, να τον νιώθεις κοντά σου, αλλά να καταλαβαίνεις ότι από την πλευρά του δεν ισχύει τίποτα από όλα αυτά»

«Όχι...» ψελλίζω και τρέμω μόνο στην ιδέα να μου συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το αντιμετωπίσω.

«Καλύτερα» απαντάει αμέσως και το ελεύθερο χέρι του προσγειώνεται απαλά στο εσωτερικό του αριστερού μου γόνατου έτσι όπως κάθομαι απλωμένη προς το μέρος του. «Εύχομαι να μην νιώσεις ποτέ αυτό το συναίσθημα» συμπληρώνει και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στα λόγια του και όχι στο γεγονός ότι και τα δύο του χέρια βρίσκονται πάνω στο σώμα μου.

«Μαλώσατε δηλαδή;» ρωτάω για άλλη μια φορά και γελάει.

«Αυτό κατάλαβες μετά από όσα είπα;» ανασηκώνω τους ώμους μου γιατί σιγά σιγά η ικανότητα ομιλίας με εγκαταλείπει.

Για ποιον λόγο, είπαμε, έχει πάρει τόσο θάρρος και με αγγίζει με αυτόν τον τρόπο;

Θέλω να πω, όχι ότι απαγορεύεται ή ότι ένα απλό μασάζ στο σβέρκο και ένα ακόμη πιο απλό άγγιγμα στο πόδι είναι σεξουαλικά αγγίγματα, αλλά μήπως δεν θα έπρεπε να γίνονται; Επειδή έχω αγόρι; Ίσως;

«Όχι, δεν μαλώσαμε» απαντάει τελικά «Ποτέ, για την ακρίβεια. Απλά απομακρυνθήκαμε μετά το λύκειο»

Ανασηκώνομαι και αποτραβιέμαι και από τα δύο του χέρια. «Και όλο αυτό το "αγαπάς κάποιον αλλά από την πλευρά του δεν ισχύει κάτι τέτοιο", που κολλάει;» κάθομαι με τον ίδιο τρόπο όπως εκείνος, αλλά λίγο πιο μακριά του.

Ναι, όσο κρατάει τα χέρια του για τον εαυτό του, μπορώ να σκεφτώ λογικά.

«Δεν το ελέγχεις αυτό, δυστυχώς. Κάποιες φορές η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια»

«Ουάου. Ακούστηκες πολύ μυστήριος τώρα» σχολιάζω για να ελαφρύνω λιγο το κλίμα και ο Νέιτ χαμογελάει. Όσο και αν θέλω να ρωτήσω περισσότερα πράγματα για την σχέση του με τον αδελφό της Ελίζ, αποφασίζω να μην το κάνω. Νιώθω πως τον έχω ήδη φέρει σε δύσκολη θέση και δεν πιστεύω πως θα πετύχω κάτι αν συνεχίσω να ρωτάω.

«Σειρά σου» απλώνει για ακόμη μια φορά το χέρι του, αυτή την φορά στο γόνατό μου. «Λίγα πράγματα για την Σιέννα Χαρτ»

Αναστενάζω. «Όντως τώρα; Βαριέμαι να μιλάω για μένα. Επίσης, πως ξέρεις το επίθετό μου;» λέω μπερδεμένη και μου κλείνει το μάτι.

«Απλά πες μου 5 πράγματα για εσένα. Δεν ζητάω πολλά. Εγώ σου ανοιχτηκα»

«5 ε;» γνέφει και σουφρώνω τα χείλη μου. «Ωραία. Πρώτον, δεν είμαι φυσική κοκκινομάλλα. Απλά στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου αποφάσισα να αλλάξω το βαρετό καστανό μου και να πειραματιστώ λιγάκι με τα χρώματα» εξηγώ και τον βλέπω να παρατηρεί με ενδιαφέρον τα λυτά σου μαλλιά. «Κατέληξα στο τζίντζερ γιατί νομίζω πως ταιριάζει και στην ψυχολογία μου»

«Η οποία είναι; Γεμάτη θυμό και ένταση;» αστειεύεται και γελάω ψεύτικα επίτηδες. «Διότι εγώ ξέρω πως το κόκκινο είναι ένα πολύ έντονο χρώμα»

«Αν θες να ξέρεις, το κόκκινο συμβολίζει την φωτιά, το πάθος και την αγάπη» λέω αν και ξέρω ότι δεν υπάρχει λόγος, μιας και ο ίδιος του το γνωρίζει αυτό. «Είναι όντως έντονο και πιστεύω πως ταιριάζει πολύ σε ένα άτομο που κρύβει μέσα του πάθος για αυτό που κάνει» ανασηκώνω τους ώμους μου και κοιτάζω πίσω του το παράθυρο του σαλονιού μου.

«Επόμενο;» ρωτάει ανυπομονος και χαμογελά πονηρά.

«Δεύτερον, μου αρέσουν τα βιβλία» απαντάω και γελάει. Προφανώς. Και ξέρω και τον λόγο.

Μου πετάει το μαξιλάρι που ήταν ανάμεσά μας. «Άντε ρε; Σοβαρά; Το τρίτο ποιο είναι; Ότι είσαι άνθρωπος;» πιάνω το μαξιλάρι στα χέρια μου και ρίχνω πίσω το κεφάλι μου γελώντας δυνατά.

«Το τρίτο είναι ότι θέλω να σε πλακώσω στο ξύλο που μου χαλάς τα μαξιλάρια στον καναπέ» λέω μεταξύ αστείου και σοβαρού και βάζω το μαξιλάρι εκεί που ήταν. Ανάμεσά μας.

«Άρα είσαι μανιακή με την τάξη και την καθαριότητα» συμπεραίνει και σηκώνει τρία δάχτυλα. «Μου το είχε αναφέρει η Ελίζ, αλλά δεν ήξερα πως όντως είσαι τέρας καθαριότητας»

Τον κλωτσάω με το ελεύθερό μου πόδι. «Πρόσεχε τα λόγια σου, αρχιτεκτονάκο!» τον απειλεί αλλά καταλήγουμε να γελάμε μαζί.

Δεν ξέρω τι φταίει, αλλά πραγματικά θέλω να συνεχίσω αυτή την συζήτηση για ώρες. Μέχρι να ξημερώσει ίσως. Όταν μιλάω με την Ελίζ, σχεδόν ποτέ δεν κάνουμε σοβαρές συζητήσεις. Είναι ωραίο να έχω κάποιον, εκτός του Ράιαν εννοείται, που να μπορώ να το κάνω αυτό.

«Νομίζω πως μου αρέσει να συζητάω με τον χαλαρό και ψιλο μεθυσμένο Νέιτ» ανακοινώνω στο άκυρο και χαϊδεύω το μαξιλάρι ανάμεσά μας με την αντίστροφη της παλάμης μου.

«Να το θεωρήσω προσβλητικό αυτό;» ρωτάει βάζοντας το χέρι στην καρδιά του και σκύβει περισσότερο προς το μέρος μου.

«Όχι μωρέ, απλά... γενικά οι άνθρωποι όταν κυλάει αλκοόλ στο αίμα τους, γίνονται πιο διασκεδαστικοί. Η Ελίζ, ας πούμε, είναι μάλλον η μοναδική εξαίρεση σε αυτό. Όταν πίνει, γίνεται ο πιο εκνευριστικός άνθρωπος στον κόσμο!»

Γρυλίζει «Μιλάει ασταμάτητα!» συμπληρώνει και γνέφω επανειλημμένα.

«Γλώσσα δεν βάζει μέσα της» αρκετές αναμνήσεις με την κολλητή μου πιωμένη περνάνε από το μυαλό μου, και σε όλες αυτές η Ελίζ είτε μιλάει μόνη της είτε γελάει, πάλι μόνη της.

«Εσυ;» τον κοιτάζω με σηκωμένο φρύδι. «Πως να μοιάζεις πιωμένη, άραγε;» αναρωτιέται και χαμογελάω.

«Δεν πίνω ιδιαίτερα. Συνήθως με χτυπάει πολύ γρήγορα το ποτό. Κυρίως τα σφηνάκια» παραδέχομαι και σχεδόν αμέσως το μετανιώνω, ιδίως μόλις τον βλέπω να σηκώνεται όρθιος.

«Χμ, τέταρτο» μουρμουρίζει περνώντας πάνω από τα απλωμενα στο μικρό μου τραπέζι πόδια μου. «Θα ήθελα πολύ να το δω αυτό»

«Που πας;» ανασηκώνομαι και γυρίζω για να δω τι θα κάνει. Πηγαίνει προς την κουζίνα και ανοίγει το ντουλάπι που κρατάω κάποια μπουκάλια με ποτά. «Έχεις ψάξει το σπίτι μου;» ρωτάω μπερδεμένη όταν έρχεται με ένα μισοάδειο μπουκάλι Jägermeister και δύο ποτηράκια για σφηνάκια στο χέρι του. «Πως ήξερες ότι έχω ντουλάπι με ποτά;»

Κάθεται ξανά στην θέση του. «Κάθε ιδιοκτήτης σπιτιού που σέβεται τον εαυτό του, έχει το ντουλάπι της αμαρτίας, όπως το λέω εγώ» μου χαμογελάει και ύστερα ανοίγει με γρήγορες κινήσεις το μπουκάλι. «Το δικό σου το είδα πριν όταν η Ελίζ έψαχνε τα καλαμάκια» γεμίζει τα ποτηράκια με το αγαπημένο σου ποτό και μου δίνει το ένα.

«Δεν πρόκειται να πιω» απαντάω παρόλο που το παίρνω στα χέρια μου.

«Γιατί Σι; Φοβάσαι ότι θα δω τον αληθινό σου εαυτό;» παίρνω μια κοφτή ανάσα και αποφεύγω να σχολιάσω το γεγονός ότι χρησιμοποίησε το παρατσούκλι, με το οποίο με φωνάζει συνήθως η Ελίζ. Εγώ είμαι η Σι και εκείνη η Ελ. Είναι ένα δικό μας αστείο υποτίθεται.

«Νομίζεις πως απλά θες να δεις τον πιωμένο μου εαυτό» τον διορθώνω. «Δεν σημαίνει ότι είναι και ο αληθινός μου» τσουγκρίζει το ποτηράκι του με το δικό μου.

«Κι όμως» το κατεβάζει με την μια και αμέσως με κοιτάζει λες και με προκαλεί να κάνω το ίδιο. Με μισή καρδιά τον αντιγράφω πίνοντας το δικό μου και αφήνοντας με δύναμη το άδειο πλέον ποτηράκι στο τραπέζι. «Όταν πίνεις λες αλήθειες. Δεν το ήξερες αυτό, συγγραφέα;»

Πέφτω πάνω στον καναπέ. Μπορεί το Jäger να είναι το αγαπημένο μου ποτό, αλλά είναι και το μοναδικό που με ένα σφηνάκι με κάνει να ζαλίζομαι αμέσως. Κάτι που αποφεύγω να πω στον Νέιτ, γιατί είμαι σίγουρη πως θα γελάσει. «Δεν μου έχει συμβεί. Συνήθως όταν πίνω, γελάω σαν χαζή» παραδέχομαι και τον βλέπω να κάνει κίνηση να ξαναγεμίσει τα ποτηράκια. «Νέιτ, δεν πρόκειται να πιω άλλο»

«Ω έλα τώρα, μη μου το χαλάς» γκρινιάζει και μου ξαναδινει το σφηνάκι. Δεν το σκέφτομαι καθόλου αυτή την φορά και το πίνω ταυτόχρονα μαζί του. Εκείνος κάνει μια γκριμάτσα μόλις το μαύρο υγρό κατεβαίνει στον λαιμό του και εγώ αφήνω το ποτηράκι ξανά στο τραπέζι. «Είσαι γερό ποτήρι» σχολιάζει και τον κοιτάζω ειρωνικά. «Δεν ήξερα ότι σου αρέσει αυτό το ποτό»

Ανασηκώνω τους ώμους μου. «Είναι το μοναδικό που πίνω» λέω και βάζω δύναμη στα χέρια μου για να σηκωθεί όρθια. Το δωμάτιο όμως σχεδόν αμέσως μαυρίζει με το που στηρίζομαι στα πόδια μου και καταλήγω ξανά στην θέση μου. «Και το μοναδικό ποτό που με κάνει να ζαλίζομαι με δύο σφηνάκια» συμπληρώνω γελώντας και νιώθω τα χέρια του να με πιάνουν από τη μέση όπως προσπαθώ να ξανασηκωθώ.

«Είσαι εντάξει;» ρωτάει και γνέφω.

«Τελικά δεν είμαι τόσο γερό ποτήρι όσο νομίζεις!» ανοιγοκλείνω τα μάτια μου αρκετές φορές για να συνέλθω.

«Άρα μάλλον φτάνουν τα σφηνάκια για σήμερα» μουρμουρίζει και χαμογελάω. Προφανώς και δεν είμαι μεθυσμένη και ξέρω τι γίνεται. Σε λίγο θα είμαι μια χαρά, ίσως απλά λίγο περισσότερο χαρούμενη. Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνει η Μέρεντιθ και κάθε φορά που της το λέω, γελάει.

Και μιας και είπα Μέρεντιθ τώρα...

«Ξέρω τι σου λέω» απαντάω και κάθομαι οκλαδόν δίπλα του. «Πάντως, μιας και το θυμήθηκα, μια κοπέλα από το βιβλιοπωλείο τρελάθηκε με τη χάρη σου» τον σπρώχνω περιπαιχτικά στο μπράτσο και ξαπλώνει πάνω στα μαξιλάρια χαμογελαστός.

«Μόνο μια;»

Ρολάρω τα μάτια μου. «Σιγά ρε καζανόβα!»

Ενώνει τα δάχτυλά του και τα φέρνει πίσω από το κεφάλι του. «Εγώ νόμιζα πως εκείνος που καθάριζε τα τζάμια με είχε φάει με τα μάτια του» λέει και γελάω.

Ο Μπερνάρντ. Ναι, σίγουρα τον είχε φάει με τα μάτια του. Και δεν ήταν ο μόνος.

Παίρνω το μπουκάλι στα χέρια μου και ξαναγεμίζω το ποτηράκι μου. «Πάντως, μπορώ να σου την γνωρίσω. Την κοπέλα. Και να κανονίσω ραντεβού» του κλείνω πονηρά το μάτι και πίνω το σφηνάκι γρήγορα.

«Νομίζω είπαμε φτάνει...» μου παίρνει το μπουκάλι από τα χέρια και το αφήνει κάπου πίσω του στο πάτωμα. «Δεν ήξερα πως θέλατε εσύ και η Ελίζ να με αποκαταστήσετε, ακόμη δεν ήρθα» σχολιάζει και ξαφνικά αρχίζω να ζεσταίνομαι απίστευτα.

Τελικά όντως το ποτό σε ζεσταίνει ε;

«Γιατί όχι; Ελεύθερος είσαι, ωραίος είσαι, λεφτά έχεις, γιατί να μη βρεις καμία πρόθυμη να στα φάει;» απαντάω χαμογελαστή και σηκώνομαι όρθια, χωρίς να ζαλίζομαι αυτή την φορά. Βγάζω το πουκάμισό μου περνώντας το πάνω από το λαιμό μου και μένω με το ραντάκι φανελάκι μου μόνο. Ναι, πολύ καλύτερα.

«Τελικά είσαι πολύ διασκεδαστική όταν πίνεις» παρατηρεί ο Νέιτ και ξανακάθομαι στον καναπέ.

«Μην αλλάζεις θέμα! Θες να σου την γνωρίσω;»

Πάντα ήθελα να παίξω κάποια στιγμή τον ρόλο της προξενήτρας. Αρκετές φορές το προσπάθησα με την Ελίζ και κάτι γνωστούς μου, αλλά ποτέ δεν δούλεψε.

Αναστενάζει και πέφτει πίσω στα μαξιλάρια. «Δεν ξέρω. Εσυ θες;» ρωτάει κοιτώντας με ευθεία στα μάτια και σουφρώνω τα χείλη μου.

«Γιατί να μην θέλω;» ρωτάω χαμογελαστή και σκύβω προς το μέρος του. «Τι έγινε, Νέιτ; Φοβάσαι;»

Με κοιτάζει ευθεία στα μάτια. «Εγώ;» ρωτάει και γνέφω «Να φοβάμαι τι πράγμα, Σιέννα;» η φωνή του χαμηλώνει και σηκώνεται για να έρθει πιο κοντά μου.

Χριστέ μου, τι ζέστη είναι αυτή; Μήπως να ανοίξω το παράθυρο; Είναι λογικό να κάνει τέτοια ζέστη Οκτώβρη μήνα;

«Α δεν ξέρω! Μήπως είσαι από τους τύπους που δεν κάνουν σχέση; Προτιμάς τις απλές ξεπέτες και τα γρήγορα γαμήσια και όχι τα συναισθήματα και τους έρωτες;» ξέρω πως ξεφεύγω και πως κανονικά δεν θα έπρεπε να τον ρωτάω τέτοια πράγματα, αλλά το μειδίαμα στα χείλη του με κάνει να πιστεύω πως έχω δίκιο. Και γαμώτο, βάζω στοίχημα ότι δεν έχω πέσει έξω. «Είμαι σίγουρη πως είσαι τέτοιος. Σιγά μην πιστεύεις στον έρωτα»

«Πόσο σίγουρη είσαι;» ψιθυρίζει και κοιτάζει τα χείλη μου.

«Πάρα πολύ» απαντάω και νιώθω τα χέρια μου να τρέμουν έτσι όπως στηρίζομαι πάνω στο μαξιλάρι. «Πιστεύεις;» επιμένω και ξαφνικά νιώθω ο αέρας να κόβεται απότομα και τα χείλη του να συνθλίβουν τα δικά μου.

Το χέρι του στο σβέρκο μου με τραβάει περισσότερο προς το μέρος του, ενώ τα χείλη του ρουφούν τα δικά μου. Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου χαμένη στην αίσθηση και στον τρόπο που τα χείλη του πάνω στα δικά μου μοιάζουν τόσο γαμημένα σωστά.

Αμέσως το ελεύθερό του χέρι τυλίγεται γύρω από την μέση μου και με μια απότομη κίνηση με σηκώνει και και με καθίζει πάνω του περνώντας τα πόδια μου δεξιά και αριστερά από τον κορμό του.

Χριστέ μου, τι κάνω; Γιατί είναι τόσο τέλειο όλο αυτό; Και για ποιον λόγο το απολαμβάνω;

Βάζω τα χέρια μου στο στέρνο του, στηρίζομαι από εκεί όσο ο Νέιτ με σφίγγει πάνω του χωρίς να ξεκολλάει τα χείλη του από τα δικά μου.

Οι ανάσες μας έχουν βαρύνει, τα χέρια του με χουφτώνουν πάνω από την φόρμα και εγώ για πρώτη, και ίσως τελευταία, φορά αφήνομαι στις αισθήσεις μου και τον φιλάω δίχως να σκέφτομαι τίποτα, δίχως να με νοιάζουν οι συνέπειες.

Γαμώτο, το φιλί του είναι εθιστικό. Ή απλά εγώ είμαι στερημένη και τον καταβροχθίζω.

Δαγκώνει το κάτω χείλος μου και μου ξεφεύγει ένας αναστεναγμός. «Το βλέπεις;» ψιθυρίζει πάνω στο στόμα μου και ανοίγω τα μάτια μου για να αντικρίσω τον δικό του γαλάζιο ουρανό. «Το νιώθεις;» με φιλάει ξανά και ξανά και νομίζω πως χάνω το μυαλό μου.

Ξέρω πως πρέπει να τον σταματήσω, ξέρω πως ό,τι κάνω θα το μετανιώσω οικτρά σε λίγες ώρες, αλλά επίσης ξέρω πως το θέλω ίσως περισσότερο από όσο ποτέ άλλοτε.

"Ήθελε απλά να ζήσει. Μπορούσε όμως;"

Τα χέρια του κατευθύνονται από τους γλουτούς μου στο εσωτερικό της μέσης μου και ύστερα στα μπράτσα μου. Κατεβάζει απαλά τις τιράντες από το φανελάκι μου και γέρνω το κεφάλι μου πίσω απολαμβάνοντας τον τρόπο που με φιλάει στον λαιμό κατεβαίνοντας όλο και πιο χαμηλά.

«Δεν πιστεύω στον έρωτα, Σιέννα» μουρμουρίζει πάνω στο δέρμα μου. «Πιστεύω σε κάτι πιο δυνατό» με πιάνει ξανά από το σβέρκο και φέρνει τα χείλη του στα δικά μου. Ανοίγω τα μάτια μου χαμένη και τον κοιτάζω. «Θέλεις να σου δείξω;»

Όλο αυτό που συμβαίνει, τα σφηνάκια, η συζήτηση, τα πρησμένα του χείλη, ο τρόπος που τα χέρια του αγκαλιάζουν το σώμα μου, τα καταγάλανα μάτια του που με κοιτάζουν γεμάτα πάθος...

Ναι, το θέλω. Απεριόριστα.

Αλλά δεν πρέπει.

"Ήθελε απλά να ζήσει. Μπορούσε όμως;"

Ναι. Μπορώ. Μπορώ να ζήσω όπως θέλω. Και θα το κάνω. Αλλά αυτό... αυτό είναι λάθος. Και πρέπει να το σταματήσω πριν να είναι πολύ αργά.

Βάζω δύναμη στα χέρια μου και τον σπρώχνω προς τα πίσω. Είμαι ζαλισμένη, σίγουρα όμως όχι από το ποτό. Αλλά από την δύναμη που έχει καταφέρει αυτός ο άντρας να ασκήσει πάνω μου.

«Τι συμβαίνει;» ψιθυρίζει όταν βλέπει το αναστατωμένο μου πρόσωπο. «Έκανα κάτι λάθος;»

«Όχι...» ψελλίζω και σηκώνομαι όρθια. Ανεβάζω τις τιράντες της μπλουζας και διορθώνω τα μαλλιά μου. «Συγγνώμη, εγώ φταίω. Εγώ... δεν...»

Σηκώνεται και εκείνος όρθιος μπροστά μου. «Μη ζητάς συγγνώμη» αγκαλιάζει το πρόσωπό μου με τις παλάμες του.

«Όχι» απομακρύνω τα χέρια του από πάνω μου. «Αυτό δεν έπρεπε να γίνει» κοιτάζω τριγύρω και ξαφνικά νιώθω ο πιο απαίσιος άνθρωπος του κόσμου.

Απάτησα τον Ράιαν.

«Σιέννα...»

Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου και κάνω βήματα πίσω. «Χριστέ μου, ο Ράιαν!» λέω μόλις όντως συνειδητοποιώ τι έκανα μόλις τώρα. Αύριο έρχεται, πως θα τον αντικρίσω; «Τι έκανα;» μουρμουρίζω και του γυρνάω την πλάτη. «Δεν... δεν το έκανα αυτό...» αρχίζει και με πιάνει πανικός.

«Ηρέμησε, σε παρακαλώ» ακούω την φωνή του Νέιτ και γυρίζω απότομα προς το μέρος του.

«Καταλαβαίνεις τι έγινε μόλις τώρα;» ρωτάω αγριεμένη. «Απάτησα το αγόρι μου. Μαζί σου» και μόνο που το λέω, θέλω να βάλω τα κλάματα. «Τον απάτησα»

«Σιέννα, άκουσε με» με πιάνει από τους ώμους για να με συγκρατήσει. «Ηρέμησε. Απλά φιληθήκαμε, δεν...»

Ξεφεύγω από τα χέρια του. «Φύγε» ζητάω με χαμηλή φωνή. «Σε παρακαλώ» προσπαθώ να εμποδίσω τα δάκρυά μου. «Θα... θα πω στην Ελίζ ότι κάτι σου έτυχε. Απλά... φύγε, σε παρακαλώ»

«Εντάξει, ό,τι θες» σηκώνει τα χέρια του ψηλά και παίρνει το κινητό του από το τραπέζι. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και προσπαθώ να μην τον κοιτάζω όσο φοράει τα παπούτσια του. «Είσαι σίγουρη ότι...»

«Ναι» απαντάω χωρίς καν να ακούσω τι θέλει να πει. «Όχι. Δεν ξέρω. Απλά φύγε. Και ας το ξεχάσουμε» τον κοιτάζω έτσι όπως στέκεται δίπλα στην πόρτα. «Σε παρακαλώ»

Ανοίγει την πόρτα και χωρίς να μου ρίξει ούτε μισό βλέμμα, φεύγει. Και εγώ μένω μόνη μέσα σε ένα σαλόνι που ξαφνικά με πνίγει.

Τι έκανα;

~~~

Εμ τσιρίζω.

Νειτ αγόρι μου περνα μια βόλτα από δω να σου πω κάτι!!!!!😂😂

Έχω και εγώ μοναξιες όπως η φίλη μας Σιέννα αν θες να ξέρεις. Αμαπχια.

Ελπίζω να σας άρεσε το σημερινό κεφάλαιο πάντως.

Λοβ γιουυυυ.

Τα λένε στο επόμενο. Φιλούμπες ♡

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top