3. Αυτό που ψάχνεις σε ψάχνει και εκείνο
Το τραγούδι της Ελλάδας στην γιουροβιζιον είναι θεσπε. Ντοντ τσειντζ μαι μαιντ.
~~~
Τελικά έχω κατασταλάξει ότι το μοναδικό μέρος όπου καταφέρνω να ξεχνάω όλα μου τα προβλήματα, είναι σε ένα βιβλιοπωλείο. Σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, βασικά. Δεν ξέρω τι φταίει, ο χώρος, οι μεγάλες βιβλιοθήκες, η μυρωδιά των βιβλίων, οι άνετες πολυθρόνες που έχουν τα περισσότερα για να μπορείς να απολαύσεις το βιβλίο που επέλεξες...
Ίσως φταίει που απλά είμαι λάτρης όλων αυτών που προανέφερα και δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο στην ζωή μου, παρά να περνάω όσο περισσότερο χρόνο μπορώ ανάμεσα σε βιβλία. Ιδίως στην κατηγορία εφηβικής φαντασίας. Εκεί μπορώ να κάτσω ώρες ολόκληρες απλά κοιτώντας εξώφυλλα και περιλήψεις.
«Και για πες, λοιπόν» φωνάζει η Μέρεντιθ από τον ακριβώς διπλανό διάδρομο. «Πως ήταν το φοβερό πάρτι το Σάββατο;»
Αφήνω την στοίβα με βιβλία που κρατούσα πάνω σε ένα τραπέζι και ανεβαίνω την μικρή σκάλα για να φτάσω με ευκολία στο τελευταίο ράφι. «Καλά ήταν» απαντάω με έναν αναστεναγμό και επικρατεί ησυχία από την απέναντι πλευρά.
Πράγμα πολύ περίεργο, διότι αν είναι η Μέρεντιθ γνωστή για ένα πράγμα, είναι για το ότι μπορεί να σου σπάσει τα νεύρα με τις τόσες ερωτήσεις που κάνει. Όχι ότι έχω παράπονο γιατί όλοι όσοι εργάζονται στο Revolution books ήταν εξ αρχής πολύ ευγενικοί και καλοπροαίρετοι απέναντί μου. Εδώ και τέσσερα χρόνια που βρίσκομαι εδώ, και όντας πλέον σε αναβαθμισμένη θέση στο ταμείο και όχι στην τοποθέτηση βιβλίων στα ράφια από όπου και ξεκίνησα, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. Δεν έχω κανένα παράπονο από κανέναν εδώ μέσα. Μόνο που μερικές φορές η ομιλητική Μέρεντιθ με κάνει να θέλω να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο για να μην την ακούω άλλο.
«Μόνο καλά;!» πετάγομαι και χάνω για λίγο την ισορροπία μου. Όχι, εγώ φταίω που νόμιζα ότι θα σταματούσε τις ερωτήσεις.
«Έλεος ρε Μέρ, κόντεψα να σκοτωθώ εδώ πέρα» της φωνάζω και κατεβαίνω αργά από την σκάλα. Καλύτερα όταν μιλάς μαζί της, να πατάς και με τα δύο σου πόδια στο έδαφος, απλή υπενθύμιση στον εαυτό μου.
«Με συγχωρείς, αλλά δεν γίνεται να πέρασες μόνο καλά. Η φίλη σου ανέβασε 20 στόρυ στο Instagram από προχθές και εσύ δεν ήσουν σε κανένα. Πως γίνεται αυτό;»
Σχεδόν ξεχνάω μερικές φορές ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι τόσο προσκολλημένοι στο Instagram και στο Twitter, που αν δεν δουν ότι είσαι ενεργός και δεν ανεβάζεις τρεις την ώρα status πιστεύουν ότι δεν κάνεις τίποτα με την ζωή σου.
Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι και η κατά ένα χρόνο μικρότερή μου, Μέρεντιθ. Πολύ χειρότερη, βασικά. Αναγκάζομαι κάποιες φορές να την κάνω απόκρυψη για να μην βλέπω συνέχεια τις δικές της δημοσιεύσεις.
«Κι όμως» απαντάω και παίρνω κάτι βιβλία κλασσικής λογοτεχνίας που μάλλον μπερδεύτηκαν με την εφηβική φαντασία. Αναρωτιέμαι ποιος έκανε λάθος και είχε το μυαλό του αλλού...
«Είχε πολύ κόσμο; Έβαζαν ωραία μουσική; Είδες γνωστούς συγγραφείς ή καθόσουν αμίλητη στην γωνιά σου;» την λοξοκοιτάζω στην τελευταία της ερώτηση και γελάει. «Ναι, λες και δεν σε ξέρω ρε Σιέννα τόσα χρόνια» Έχει ένα δίκιο σε αυτό.
«Ναι, ναι, όχι πολλούς και όχι όλη την ώρα» απαντάω στις ερωτήσεις με την σειρά όσο κατευθύνομαι στην νότια πλευρά του βιβλιοπωλείου όπου υπάρχουν τα κλασσικά μυθιστορήματα και τα θρίλερ. Ναι, ο Μπερνάρντ, o υπεύθυνος του μαγαζιού, ανέλαβε την διάταξη των βιβλίων στα ράφια και η εξήγησή του για το ότι απέναντι από την Emily Bronte και την Jane Austen βρίσκεται ο Sebastian Fitzek και ο Steven King είναι απλά και μόνο για εμφανισιακούς λόγους. Συνδυάζει την απλότητα των εξωφύλλων που έχουν τα κλασσικά μυθιστορήματα με τα έντονα χρώματα των βιβλίων μυστηρίου και όλο αυτό κάνει τον αναγνώστη να στραφεί περισσότερο στα θρίλερ.
Και για να είμαι ειλικρινής, όντως από τότε που έκανε την αναδιάταξη, έχω παρατηρήσει μεγάλη αύξηση στις πωλήσεις των θρίλερ και βιβλίων τρόμου. Να δεις που στο τέλος θα έχει και δίκιο...
«Και τι δεν θα έδινα να πήγαινα και εγώ στο Avant Gardner. Λένε ότι γαμάει και είναι γεμάτο στα γκομενάκια» παραπονιέται κάπου πίσω μου και χαμογελάω.
Να πω ότι έχει άδικο; Δεν έχει. Γιατί όντως είχε γκομενάκια, πολλά. Και συγκεκριμένα έναν γαλανομάτη που... Όχι, κανέναν. Κανέναν γαλανομάτη.
«Θα πάμε μια μέρα μαζί» της υπόσχομαι και τσιρίζει από τη χαρά της. «Αρκεί να πας τώρα στην αποθήκη και να δεις αν ήρθε η παραγγελία από τον εκδοτικό Macmillan. Είχαν πει ότι θα ερχόντουσαν οι κούτες την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά άργησαν»
«Μάλιστα καπετάνιε!» λέει και με έναν στρατιωτικό χαιρετισμό χάνεται πίσω από ροζ τοιχάκι που κλείνει κάπως αυτό το δωμάτιο από το υπόλοιπο μαγαζί.
Βγάζω από την τσέπη της ποδιάς μου το πανάκι με το όνομά μου και ξεσκονίζω λίγο την σκόνη πάνω από τα βιβλία. Αν ήξερα ότι ο Καθηγητής της Charlotte Bronde θα έπιανε τόση σκόνη, σίγουρα θα τον έβαζα στα μεσαία ράφια μαζί με τα υπόλοιπα γνωστά βιβλία των αδελφών Bronde.
«Σι, πελάτης!» ακούω τον Μπερνάρντ και με ψιλοβρίζω που εντελώς ξαφνικά με έπιασε η καλοσύνη μου για να βοηθήσω την Μέρεντιθ με τα βιβλία και ξέχασα το κανονικό μου πόστο.
«Έρχομαι!» φωνάζω και τρέχω στην άλλη άκρη του μαγαζιού προσπερνώντας την Μέρεντιθ που με ενημερώνει ότι οι κούτες δεν έφτασαν και ότι μάλλον πρέπει να τους πάρω ένα τηλέφωνο να τους ενημερώσω. Φτάνω στην είσοδο και αμέσως σκύβω κάτω από τον πάγκο μου για να φορέσω το καρτελάκι με το όνομά μου. «Πως θα μπορούσα να σας...»
Κοκκαλώνω.
«Μα τι ευχάριστη έκπληξη!» μουρμουρίζει ο Νέιτ και κατεβάζει τα γυαλιά ηλίου του τόσο ώστε να δω τα μάτια του.
Κάποιος μου κάνει πλάκα έτσι; Τι δουλειά έχει αυτός εδώ; Δεν υποτίθεται ότι θα ήταν μαζί με την Ελίζ στο Σόχο; Ή τέλος πάντων κάπου πολύ πολύ μακριά από εδώ;
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» ρωτάω φανερά μπερδεμένη και παρατηρώ ότι είναι ντυμένος με φόρμες. Αν μη τι άλλο δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον συγκεκριμένο να φοράει φόρμες, παρά μόνο ακριβά κοστούμια.
Και γαμώτο, είναι η ιδέα μου ή έτσι όπως είναι χαλαρά ντυμένος είναι ακόμη πιο όμορφος;
Χαμογελάει και βγάζει εντελώς τα γυαλιά του. «Θες την αλήθεια ή αυτό που επινόησα μέχρι να μπω στο μαγαζί;» ρωτάει και γελάω. Από την αμηχανία μου κυρίως.
Ο Μπερνάρντ στέκεται ακριβώς πίσω του και κάνει ότι καλά καθαρίζει την τζαμαρία, αν και το βλέμμα του όπως επίσης και τα αυτιά του είναι στραμμένα προς το μέρος μας.
Βγαίνω από το πόστο μου και τον πλησιάζω. «Θα γελάσω αν ακούσω αυτό που επινόησες;»
Κάνει πως σκέφτεται. «Νομίζω πως ναι»
«Τότε πες το μου!»
Σταυρώνει τα χέρια του και κοιτάζει το μαγαζί. «Το βρήκα στους χάρτες και επειδή μου άρεσε η ονομασία, σκέφτηκα να περάσω μια βόλτα και να αγοράσω κανένα βιβλίο»
Σφίγγω περισσότερο την κοτσίδα μου και κοιτάζω και εγώ με την σειρά μου το μαγαζί. Ναι, είναι πανέμορφο και η διακόσμηση και σε μόνο σίγουρα σε κάνει να θέλεις να το επισκεφτείς.
«Ωραία. Πες τώρα την αλήθεια»
Κάνει μερικά βήματα μακριά μου και βλέπω τον Μπερνάρντ να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό όπως περνάει από μπροστά του. «Το βρήκα στους χάρτες και επειδή μου άρεσε η ονομασία, σκέφτηκα να περάσω μια βόλτα και να αγοράσω κανένα βιβλίο» επαναλαμβάνει και σηκώνω το φρύδι μου κοιτώντας τον δύσπιστα. «Βασικά το βρήκα στους χάρτες επειδή μου ανέφερε η Ελίζ ότι δουλεύεις εδώ» συμπληρώνει και τότε επιτέλους ενώνω όλα τα κομμάτια.
Γαμώτο Ελίζ!
«Όντως θέλεις να αγοράσεις βιβλία;»
«Δεν με πιστεύεις;» φέρνει την παλάμη του ακριβώς πάνω από την καρδιά του. «Νομίζω με προσβάλλεις»
Γελάω και φέρνω τους αγκώνες μου πίσω από το σώμα μου για να στηριχτώ στα τυφλά πάνω στο ψηλό γραφείο της υποδοχής. «Ωραία λοιπόν. Τι είδους βιβλίο ψάχνεις;» ρωτάω όπως θα έκανε με τον κάθε πελάτη.
Στερεώνει τα γυαλιά στο μαύρο φούτερ του και βάζει τα χέρια του στην μεγάλη ενωμένη τσέπη στο μπροστινό μέρος του. «Κάτι σε θρίλερ ίσως;»
«Σου αρέσουν τα θρίλερ;» ρωτάω παραξενεμένη, διότι ζήτημα να έχω γνωρίσει έναν μόνο άνθρωπο που να βλέπει θρίλερ.
«Τα λατρεύω»
Χαμογελάω σατανικά. Έτσι είσαι; Ας παίξουμε λιγάκι.
Προπορεύομαι προς το δωμάτιο που βρισκόμουν πριν και ακούω τα βήματά του πίσω μου. «Έχεις κάποια προτίμηση σε συγγραφέα;»
«Όχι ιδιαίτερα!» κρατιέμαι για να μην γελάσω. «Τι μου προτείνεις εσύ;»
Στρίβω αριστερά και χώνομαι ανάμεσα στις μεγάλες βιβλιοθήκες. «Virginia Woolf ή Elisabeth Gaskell;» τον ρωτάω και τον κοιτάζω «Δύο από τις πιο γνωστές συγγραφείς βιβλίων μυστηρίου»
Ψέματα. Αλλά αν του έλεγα γνωστά ονόματα κλασικών συγγραφέων σίγουρα θα τα ήξερε και θα καταλάβαινε ότι τον δουλεύω. Ενώ αυτές τις δύο συγγραφείς τις ξέρεις μόνο αν είσαι λάτρης του κλασικού.
Και από ό,τι βλέπω από την αντίδρασή του... σίγουρα δεν είναι!
Κοιτάζει μπερδεμένος και τις δύο βιβλιοθήκες. Μια εκείνη με τα έντονα εξώφυλλα και μια την απέναντι με τα πιο ήρεμα χρώματα. «Νομίζω θα επιλέξω την Woolf;» ρωτάει και χαμογελώ διάπλατα.
«Εξαιρετική επιλογή, Νέιτ» γυρίζω και μόλις βρίσκω το όνομά της, παίρνω ένα από τα πιο γνωστά της βιβλία και το αφήνω στο χέρι του. «Ορίστε»
«Η κυρία Νταλ... Ντολ...»
«Νταλογουέι. Η κυρία Νταλογουέι. Δεν το ξέρεις;» ρωτάω και καλά σοκαρισμένη και εκείνος αμέσως καταλαβαίνει την γκάφα του.
«Φυσικά και το ξέρω» χαϊδεύει το εξώφυλλο. «Είναι αρκετά γνωστό. Αυτή η Νταλογουέι είναι μια τύπισσα που πεθαίνει και μετά γίνεται πνεύμα και κυνηγάει αυτούς που έρχονται να μείνουν στο σπίτι της, έτσι; Ή το μπερδεύω με κάποιο άλλο;»
Θέλω να κλάψω από τα γέλια, αλλά κρατιέμαι όσο καλύτερα μπορώ. «Ε πάνω κάτω είναι αυτό» τον βλέπω που γυρίζει στο οπισθόφυλλο για να διαβάσει την περίληψη και τον σταματάω παίρνοντάς το από το χέρι του. «Χαίρομαι που βρήκαμε αμέσως αυτό που έψαχνες»
«Ποιος θα μου το έλεγε ότι γνωρίζεις τόσα πολλά για τα βιβλία» σχολιάζει και διακρίνω ένα μικρό μειδίαμα στα χείλη του.
«Τα λατρεύω» απαντάω με τον ίδιο τρόπο που απάντησε και εκείνος πριν. «Ίσως σε κάποια προηγούμενη ζωή μου ήμουν συγγραφέας. Γιατί σε αυτή που ζω τώρα, χλωμό το βλέπω» λέω το τελευταίο σιγανά, αλλά το ακούει.
«Όταν υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος» μου υπενθυμίζει και γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι.
«Κάπου ανάμεσα στην θέληση και τον τρόπο όμως, υπάρχει και η ανία. Και, πίστεψέ με, η ανία τα κερδίζει όλα»
«Μιλάς από πείρα;» ρωτάει και βλέπω το ενδιαφέρον στα μάτια του.
«Μπορεί...»
Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν μου αρέσει να εκμυστηρεύομαι σε όλους ότι γράφω το δικό μου βιβλίο. Ανέκαθεν δεν ήμουν άνθρωπος που θα παινευόταν για αυτό που κάνει ή θα το διέδιδε με κάθε τρόπο, πόσο μάλλον τώρα που κάνω ένα τόσο μεγάλο βήμα και ακόμη δεν έχω φορέσει τα κατάλληλα παπούτσια.
Και ναι, το βήμα είναι ότι γράφω βιβλίο, τα παπούτσια που λείπουν είναι η υπόθεση αλλά και η όρεξη που με έχουν αφήσει προ πολλού.
«Μου έχει πει η Ελίζ ότι γράφεις» λέει την στιγμή που βάζω το βιβλίο που μόλις αγόρασε μέσα σε μια χάρτινη σακούλα.
Χαμογελάω. «Προφανώς και θα σου το έλεγε» μουρμουρίζω και του δίνω την απόδειξη.
Αφήνει ένα χαρτονόμισμα πάνω στον πάγκο. «Θα ήθελα πολύ να το διαβάσω πάντως» έτσι όπως πάω να πάρω τα λεφτά, ο αντίχειράς μου ακουμπάει τον δικό του και νιώθω να ηλεκτρίζομαι από αυτή την επαφή. Τι στο καλό συμβαίνει; Γιατί συμπεριφέρομαι τόσο περίεργα;
«Προς το παρόν διάβασε αυτό που πήρες» του δίνω την σακούλα «Θα περιμένω να μου πεις πώς σου φάνηκε»
Βγάζει τα γυαλιά από το φούτερ του και τα ξαναφοράει κρύβοντας αυτά τα απίστευτα μάτια. «Χάρηκα που σε είδα, Σιέννα» το όνομά μου από το στόμα του ακούγεται σαν μελωδία στα αυτιά μου για κάποιον ηλίθιο λόγο.
«Τα λέμε»
Τον παρακολουθώ να στρίβει προς την εξώπορτα και να χαιρετά και τον Μπερνάρντ όσο προχωράει. Μόλις βγαίνει εντελώς έξω, επιτέλους καταφέρνω να πάρω μια κανονική ανάσα. Νιώθω τα πόδια μου να μετατρέπονται σε ζελέ και αμέσως σωριάζομαι στο σκαμπό πίσω από τον πάγκο.
«Καλέ ποιος κούκλος ήταν αυτός;» έρχεται γρήγορα προς το μέρος μου η Μέρεντιθ κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση που έφυγε ο Νέιτ. «Χριστέ μου, είδες πως σε κοιτούσε; Ακόμη και εμένα έφτιαξε, ο άτιμος» με σπρώχνει με τον αγκώνα της και την κοιτάζω σοκαρισμένη.
«Τι εννοείς; Πως με κοιτούσε;» δεν ξέρω αν θέλω κάποια απάντηση σε αυτό, γιατί μόνο και μόνο το βλέμμα της τα λέει όλα.
Στηρίζει με τον αγκώνα της το πηγούνι της και κοιτάζει ονειροπόλα προς το έξω. «Σαν να ήσουν το μοναδικό πράγμα που τον ενδιαφέρει σε όλο τον κόσμο» αναστενάζει και νιώθω λες και προσγειώθηκε ένα τούβλο στο κεφάλι μου. «Εντάξει, μη τρομάζεις. Μπορεί να ήταν ιδέα μου»
«Ήταν σίγουρα ιδέα σου» σηκώνομαι όρθια και διορθώνω την ποδιά μου.
«Φάνηκε σαν να γνωρίζεστε πάντως» λέει τακτοποιώντας κάτι χαρτιά. «Τον ξέρεις;»
Ψάχνω το κινητό μου μέσα στην ποδιά. «Ε ναι, είναι φίλος της Ελίζ. Τον γνώρισα το Σάββατο» με το που το βγάζω, γυρνάω την πλάτη μου στον Μπερνάρντ για να μην με δει, επειδή αν και είναι χαλαρός με εμάς, το μόνο πράγμα που δεν του αρέσει είναι να εμφανίζουμε τα κινητά μας εν ώρα εργασίας.
Δύο νέα μηνύματα από τον Ράιαν και η καρδιά μου επιστρέφει στην θέση της.
«Θα μου τον γνωρίσεις;» πετάγεται η Μέρεντιθ και σηκώνω απότομα το κεφάλι μου για να την κοιτάξω. «Θέλω να πω... αν δεν παίζει τίποτα μεταξύ σας. Ο τύπος είναι κούκλος»
«Δεν παίζει τίποτα μεταξύ μας» την επιβεβαιώνω σχεδόν αμέσως. «Εξάλλου έχω σχέση, δεν ξέρω αν το θυμάσαι» βγάζω την ποδιά μου και της την πετάω.
«Τέλεια!» τσιρίζει και την διπλώνει. «Θα του μιλήσεις για εμένα;»
Και μόνο στην ιδέα να βγει ο Νέιτ ραντεβού με την Μερ και να αρχίσει εκείνη να τον πρήζει για τα μαθήματα γλυπτικής που κάνει, πεθαίνω στα γέλια. Νομίζω του αξίζει να βασανιστεί λιγάκι. Δεν ξέρω γιατί θέλω κάτι τέτοιο, αλλά εγώ θα το διασκεδάσω απίστευτα. «Εννοείται!»
[...]
«Πωπω είναι βλάκας!» φωνάζει η Ελίζ μόλις της αναλύω τι έγινε σήμερα στο βιβλιοπωλείο και γελάω μαζί της. «Στο ορκίζομαι ότι δεν ήξερα πως θα ερχόταν» φιλάει σταυρό και κουνάω το κεφάλι μου.
«Δεν πειράζει, πλάκα είχε» λέω την στιγμή που η σερβιτόρα φέρνει το μιλκσέικ μου και τον εσπρέσσο της φίλης μου. «Έπρεπε να δεις την φάτσα του. Αλήθεια, δεν τον είχα για τόσο άσχετο με την κλασική λογοτεχνία»
«Νομίζω πως πρέπει να του μάθεις τα βασικά» μου κλείνει το μάτι και κοιτάζω το λαχταριστό ποτό μπροστά μου. Αν και κανονικά αυτή την στιγμή θα έπρεπε να είμαι σπίτι και να προσπαθώ να γράψω, αποφάσισα μετά το σχόλασμα να βγω με την Ελίζ για άλλη μια φορά. «Μπορείς να μου πεις για ποιον λόγο ήθελες να σταματήσουμε σπίτι σου πριν έρθουμε;» κοιτάζει την τσάντα που πήρα μαζί μου παραξενεμένη.
Χαμογελάω σατανικά. Στην τελική, όταν ψάχνεις τρόπους να αποφύγεις κάτι, σημαίνει ότι αυτό το κάτι δεν θέλεις να το κάνεις. Και το αποδέχομαι αυτό. Αλλά γιατί να μην το κάνω λιγάκι πιο δημιουργικό;
Ανοίγω την τσάντα μου και αφήνω το λάπτοπ μπροστά μου προσεκτικά. «Θα γράψω!»
«Εδώ;» ρωτάει απορημένη. «Μπορείς να συγκεντρωθείς με τόσο κόσμο να πηγαινοέρχεται και με την μουσική να παίζει;»
Αναστενάζω και κοιτάζω τριγύρω. Της είχα ζητήσει ότι ήθελα να πιούμε τον απογευματινό μας καφέ, ή τέλος πάντων μιλκσέικ, σε ένα ήσυχο μέρος, και μου ορκίστηκε ότι ήξερε ένα τέλειο μαγαζί προς τα βόρεια του Μανχάταν, τόσο ήσυχο όσο το ήθελα. Και καλά.
Ήξερα το Chipped Cup σαν ονομασία και αρκετές φορές άκουγα άτομα να το αναφέρουν στο μαγαζί, αλλά ποτέ δεν είχα έρθει. Και η αλήθεια είναι ότι ίσως και να μην ήταν η καλύτερη επιλογή για εμένα αυτή την στιγμή.
Αλλά κάνει τέλεια μιλκσέικ.
«Δεν έχω άλλη επιλογή» παραδέχομαι και με κοιτάζει σουφρώνοντας τα χείλη. «Με την δουλειά 6 ώρες κάθε μέρα, με τα πάρτι που με σέρνεις τις παρασκευές και τα σάββατα και με την οριακά μηδαμινή μου όρεξη να γράψω, σίγουρα δεν θα προλάβω να αποτελειώσω το έργο» την κοιτάζω και ρουφάω μια γουλιά από το ποτό μου.
«Έχεις δίκιο» ανακάθεται και σκύβει πάνω στο τραπέζι προς το μέρος μου. «Θες να περιορίσουμε τους καφέδες; Ξέρεις πως αν κάθομαι σπίτι συνέχεια θα με πιάσουν τα υπαρξιακά μου» γνέφω καταλαβαίνοντας απόλυτα τι λέει. Γενικά η Ελίζ δεν θέλει να κάθεται μέσα. Αν και το διαμέρισμα που έχει νοικιάσει στο Χάρλεμ είναι πραγματικά απίστευτο και τεράστιο, η ίδια της αποφεύγει να μένει εκεί. Είτε έρχεται σε εμένα κάποιες φορές, είτε επιστρέφει στο πατρικό της στο Σόχο. Η ίδια της ισχυρίζεται ότι δεν της αρέσει το φενγκ σούι και ότι το σπίτι της μεταδίδει κακή ενέργεια. Εγώ από την άλλη πιστεύω ότι αισθάνεται πολύ μόνη της και κάθε φορά που είναι εκεί κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους, το αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο.
Απλώνω το χέρι μου και πιάνω το δικό της πάνω από το τραπέζι. «Δεν φταις εσύ που εγώ δεν βρίσκω όρεξη να γράψω!» σπεύδω να ξεκαθαρίσω τα πράγματα γιατί όντως δεν θέλω να νομίζει κάτι τέτοιο. Ίσα ίσα απολαμβάνω να βγαίνω μαζί της συνέχεια. Είναι το μοναδικό άτομο από τότε που ήρθα στο Χάρλεμ που το νιώθω τόσο κοντά μου, σαν την μεγάλη μου αδελφή. Όλες οι υπόλοιπες παρέες από το πανεπιστήμιο ναι μεν καλές, αλλά την σύνδεση που είχα εξ αρχής με την Ελίζ δεν την φτάνουν.
«Κοίτα, αυτό που με νοιάζει εμένα είναι να ασχοληθείς με το βιβλίο σου αυτή την στιγμή» παίρνει το επαγγελματικό της ύφος και χαμογελάω. «Και μάλλον το να βγαίνεις τρεις την ώρα έξω ίσως να μην είναι καλή ιδέα. Μην ανησυχείς για εμένα, τι τον έχω τον Νέιτ; Με αυτόν θα βγαίνω όσο εσύ θα συγγράφεις!» λέει γελώντας και μένω ακίνητη να επεξεργάζομαι τα λόγια της.
«Με τον Νέιτ;» ρωτάω και γνέφει πίνοντας λίγο από τον καφέ της. «Δεν θα γυρίσει στην Βοστώνη;» ανοίγω το λάπτοπ μου και το συνδέω απευθείας με τον φορτιστή που έφερα μαζί μου.
«Α! Δεν σου είπα τα ευχάριστα! Θα μείνει εδώ για λίγους μήνες, επειδή ανέλαβε την ανακαίνιση ενός μαγαζιού... ε και από ό,τι μου είπε θα είναι πολύ χρονοβόρο να πηγαινοέρχεται συνέχεια στην Βοστώνη» ανακοινώνει ενθουσιασμένη και εγώ μένω με το καλώδιο στο χέρι.
Θα μείνει εδώ; Εδώ εδώ; Άψογα... Τι να πω.
«Θα τον φιλοξενήσεις εσύ δηλαδή;»
Ρίχνει ένα γελάκι και σταυρώνει τα πόδια της. «Ναι, σιγά. Τον αγαπώ, τον εκτιμώ, αλλά τέτοιον μαντράχαλο στο σπίτι μου δεν βάζω. Θα θέλω να φέρνω γκόμενους σπίτι και εκείνος θα τους διώχνει. Άσε με σε παρακαλώ!» κοιτάζει προς τα έξω «Ψάχνουμε να βρούμε σπίτι εδώ στην περιοχή. Αν ακούσεις και εσύ τίποτα, πες μου»
«Ναι εννοείται» ψελλίζω και παρατηρώ τα χέρια μου να ψιλοτρέμουν πάνω στο πληκτρολόγιο όσο προσπαθώ να θυμηθώ τον κωδικό του λάπτοπ.
Άρα θα είναι συνέχεια εδώ; Και θα τον βλέπω επίσης συνέχεια;
Θέλω να πω... ουάου. Δηλαδή, χαίρομαι. Φυσικά. Είναι καλό παιδί και... και μπορώ να του στρώσω κατάσταση με την Μέρεντιθ. Σίγουρα.
Η Ελίζ συνεχίζει να λέει για κάτι πράγματα που πρέπει να ρυθμίσει στον εκδοτικό και εγώ προσποιούμαι ότι την ακούω όσο ανοίγω το έγγραφο του word και παρατηρώ όσο φορτώνουν οι σελίδες μπροστά στα μάτια μου.
Ναι, όχι σίγουρα δεν έχω θέμα με το να μείνει ο Νέιτ εδώ. Αλήθεια. Θα μπορώ κιόλας να συνεχίσω να τον κοροϊδεύω και να του πασάρω βιβλία ξένων κλασσικών σαν θρίλερ. Θα έχει πλάκα πιστεύω...
«Ελίζ;»
«Μχμμ;» είναι αφοσιωμένη στο κινητό της κοιτάζοντας παλιότερες δημοσιεύσεις της Kylie Jenner.
Παίζω με το δαχτυλίδι που έχω στο δάχτυλό μου. «Ο Νέιτ σε ρώτησε για το βιβλιοπωλείο που δουλεύω ή εσύ του είπες;» ρωτάω όσο πιο αδιάφορα μπορώ για να μην κινήσω υποψίες.
Όχι ότι είναι από μόνο του ύποπτο που την ρωτάω έτσι στο άσχετο, αλλά λέμε τώρα.
Αν θυμάμαι καλά ο ίδιος του είπε πως η κολλητή μου του το ανέφερε και εκείνος έπειτα έψαξε να βρει το μαγαζί. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε πρέπει να σβήσω όλες αυτές τις ηλίθιες σκέψεις από το μυαλό μου και να σταματήσω να νομίζω ότι ήθελε ο ίδιος του να με βρει.
Που στην τελική... γιατί να θέλει να με βρει; Και εμένα γιατί να με καίει κάτι τέτοιο; Γιατί να μην με καίει, ας πούμε, αν η ομάδα του Ράιαν θα κερδίσει στον αποψινό αγώνα, και να με καίει αυτό;
Την κοιτάζω όσο αφαιρείται για λίγο ακόμη στο κινητό της παρατηρώντας φωτογραφίες. «Ναι» μουρμουρίζει και σουφρώνω τα φρύδια μου.
«Ναι τι; Εσύ του είπες ή αυτός ρώτησε;» ρωτάω ανυπόμονη και νιώθω λες και το λογικό μου κομμάτι στέκεται στην γωνία του μαγαζιού και με μουτζώνει.
«Εγώ του είπα στο κλαμπ και μετά με ρώτησε εκείνος» αφήνει το κινητό στο τραπέζι. «Πρέπει επειγόντως να ανανεώσω την γκαρνταρόμπα μου. Δεν γίνεται η Kylie να φοράει συνέχεια Balenciaga και εγώ να έχω μόνο γυαλιά από αυτή την μάρκα. Έλεος»
Άρα; Με έψαξε ή όχι;
Την αφήνω να συνεχίσει το ψάξιμο και εγώ αποτελειώνω με μερικές ακόμη γουλιές το μιλκσέικ μου.
Τι με νοιάζει μωρέ; Τι κι αν με έψαξε, τι κι αν δεν με έψαξε! Τι στο καλό έχω πάθει;
Αφήνω το ποτήρι με περίσσεια δύναμη πάνω στο τραπέζι. Επικεντρώνω την προσοχή μου στην σελίδα μπροστά μου και διαβάζω τις τελευταίες γραμμές που έχω γράψει στο έργο μου, μπας και καταφέρω να διώξω αυτά τα νεύρα που μόλις μου προκλήθηκαν.
Δεν ήξερε τι γινόταν, ένιωθε ότι όλα άλλαζαν γύρω της, αλλά εκείνη παρέμενε η ίδια. Δεν μπορούσε να το ελέγξει. Ένα κομμάτι της ήθελε να συνεχίσει κανονικά την ζωή της, να παραμείνει η ίδια, να φροντίσει το παιδί της και να ξαναπάει αύριο στην δουλειά της... Όμως το άλλο κομμάτι, το κομμάτι που την πονούσε πιο πολύ, ήξερε ότι δεν αντέχει. Ήξερε ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει είναι να τα παρατήσει όλα, να φύγει στο άγνωστο, να αλλάξει την ζωή της, να νιώσει ξανά πως είναι να είσαι ελεύθερος, να μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις χωρίς δεσμεύσεις, να μπορείς να αγαπήσεις και να αγαπηθείς χωρίς όρια, να κάνεις έρωτα με το κορμί αλλά και με το μυαλό.
Ήθελε απλά να ζήσει. Μπορούσε όμως;
Για μια στιγμή μένω άναυδη διαβάζοντας αυτό που έγραψα. Νομίζω πως αυτές οι λίγες γραμμές είναι γραμμένες από κάποιον και σίγουρα όχι από εμένα. Θα έπαιρνα όρκο πως είναι ό,τι καλύτερο έχω γράψει μέχρι στιγμής σε αυτό το βιβλίο. Μοιάζουν τόσο αληθινές, σαν να της λέει κάποιος που όντως αμφιταλαντεύεται και δεν ξέρει τι να κάνει.
Ο ήχος του κινητού μου είναι που εν τέλει με επαναφέρει στην πραγματικότητα διαλύοντας όλες τις σκέψεις μου. Η Ελίζ ρουθουνίζει μόλις βλέπει την χαρακτηριστική φωτογραφία όσο ακούγεται ο ήχος κλήσης και αφήνω μια μεγάλη ανάσα να βγει από τα πνευμόνια μου.
Ναι, είναι ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει τι να μου πει. Και είμαι σίγουρη πως αυτή την στιγμή είμαι παραπάνω από πρόθυμη να τον ακούσω.
Σέρνω το δάχτυλό μου στην οθόνη και παίρνω το κινητό στα χέρια μου. «Γειά!» λέω χαμογελαστή μόλις επιτέλους βλέπω το πρόσωπό του.
Κάτι τέτοιες ώρες σαν και αυτή, ευγνωμονώ τον άνθρωπο που ανακάλυψε τις βιντεοκλήσεις. Κάποιες φορές ξεχνάω πόσο μου λείπει κάποιος και όταν τον βλέπω έστω και μέσα από μια μικρή οθόνη, θέλω να βάλω τα κλάματα.
«Ομορφιά μου» ακούω την φωνή του από την άλλη πλευρά και το χαμόγελό του φωτίζει ολόκληρη την οθόνη. «Είσαι σπίτι;» Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου και γυρίζω το κινητό για να του δείξω την Ελίζ. «Α βλέπω είσαι με εκλεκτή παρέα» λέει και η κολλητή μου του κάνει κωλοδάχτυλο. «Χάρηκα και εγώ που σε είδα Ελ!»
«Και εκείνη χάρηκε» τον γυρνάω ξανά σε εμένα. «Απλά δεν το δείχνει»
«Όχι, δεν χάρηκα!» ανακοινώνει και την κοιτάζω προειδοποιητικά.
«Αν κάνει έτσι για τον ζαχαροπλάστη, πες της, ότι αύριο που θα έρθω θα κανονίσω αμέσως να βγουν» λέει και γουρλώνω τα μάτια μου.
«Θα έρθεις αύριο;» τσιρίζω και μερικά άτομα από τα γύρω τραπέζια με κοιτάζουν έντονα. «Μου κάνεις πλάκα;!»
«Ναι, μωρό μου. Αύριο επιτέλους θα είμαι στην αγκαλιά σου. Ο τελευταίος αγώνας ακυρώθηκε και ο μάνατζερ νευρίασε. Ε και θα φύγουμε, δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ» λέει και θέλω να σηκωθώ να χορέψω από την χαρά μου, αλλά δεν το κάνω γιατί ήδη το κεραυνοβόλο βλέμμα της Ελίζ δεν μου αφήνει και πολλές επιλογές.
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου έλειψες» φέρνω το κινητό κοντά μου και γυρίζω στο πλάι για να μην ακούγομαι τόσο πολύ. «Αλήθεια»
«Και σε εμένα, μωρό μου» είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, εμφανώς κουρασμένος, αλλά εξακολουθεί να μου χαμογελάει. «Θέλω να έρθω και να μην σε αφήσω να πάρεις ανάσα»
«Πολλά υποσχόμενος ακούγεσαι» ξέρω πως τον προκαλώ και μου αρέσει απίστευτα.
«Ω, Σι, δεν έχεις ιδέα πόσο το σκέφτομαι από την πρώτη κιόλας μέρα που έφυγα» γυρίζει μπρούμυτα και τυλίγει τα χέρια του γύρω από το μαξιλάρι.
«Έλα τότε για να σταματήσεις να το σκέφτεσαι μόνο» χαμηλώνω την φωνή μου και κλείνει τα μάτια του.
«Με πεθαίνεις, το ξέρεις;»
«Έλα τώρα! Δεν θα κάνετε και σεξτινγκ εδώ πέρα. Πόσα να αντέξω η έρημη;» σηκώνεται και παίρνει το κινητό από τα χέρια μου. «Έχει μισή μέρα για να συνεχίσει το γράψιμο της χωρίς να την ενοχλείς. Σεβάσου το αυτό και από αύριο όλη μέρα σαν τα κουνέλια θα το κάνετε, στο υπόσχομαι!» του το κλείνει στα μούτρα χωρίς να προλάβει να απαντήσει και μου δίνει πίσω το κινητό.
«Όχι, μπράβο» χειροκροτώ δυνατά «πολύ ώριμο εκ μέρους σου. Θύμισέ μου πόσο χρονών είσαι; 12;»
«14» απαντάει και σηκώνεται όρθια μαζεύοντας τα πράγματά της. «Σήκω, φεύγουμε. Έχεις δουλειά απόψε»
«Δεν θέλω να πάω ακόμη σπίτι μωρέ» απαντάω ενώ ταυτόχρονα στέλνω μήνυμα στον Ράιαν. «Καλά καθόμαστε εδώ»
Ακούγεται ένας δυνατός ήχος που μάλλον έρχεται από το κινητό της Ελίζ. «Τέλεια!» αναφωνεί και την κοιτάζω. «Ο Νέιτ είναι απ' έξω και μας περιμένει»
Γλιστράει το κινητό μου και πέφτει με δύναμη στο τραπέζι. «Ο ποιος;»
Όχι τώρα. Σοβαρά; Δεύτερη φορά για σήμερα; Μήπως να του πω να έρθει να μείνει και μαζί μου;
Μου κάνει νόημα να βιαστώ. «Άντε σήκω, έχει διπλοπαρκάρει λέει»
Βάζω το λάπτοπ και τον φορτιστή μέσα στην τσάντα μου. «Θα μου πεις για ποιον λόγο ήρθε εδώ ο φίλος σου ή δεν χρειάζεται να ξέρω;» ρωτάω ειρωνικά.
«Ζήτησα την βοήθειά του. Σήμερα θα σε βοηθήσουμε και οι δύο ώστε να σου έρθει έμπνευση» χτυπάει παλαμάκια και την κοιτάζω μπερδεμένη.
«Ορίστε;»
«Άσε τα πολλά λόγια και έλα» παίρνει την τσάντα μου στον ώμο της και προπορεύεται. «Θα είναι αξέχαστη αυτή η βραδιά»
Γαμώτο. Γιατί έχω την εντύπωση πως έχει δίκιο;
~~~
Έχει δίκιο, στο λέει η συγγραφέας σου χοεχοεχοε.
Ελπίζω να σας αρεσεεεε το σημερινό κεφάλαιο λοβς.
Πάω να ετοιμαστώ για να βγω και να δω γιουροβιζιον παρέα με πολλές μπύρες.
Good luck Greece btw.
Πιστεύω θα βγούμε 5οι. Μόλις το δείτε σχολιάστε εδώ για να δω αν είχα δίκιο χοχοχιχ.
Τα λέμε το επόμενο Σάββατο αγάπες. Καλό γιουροβιζιανικο βράδυ:)
Φιλούμπες.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top