2. Άξιζε να υπάρξουμε, για να συναντηθούμε...
No I won't be afraid, no I won't be afraid.
Just as long as you stand, stand by me.
~~~
«Χριστέ μου!» ακούω την φωνή της Ελίζ την στιγμή που κλείνω την εξώπορτα της πολυκατοικίας μου και δεν μπορώ παρά να γελάσω δυνατά. «Κούκλα μου, είπαμε να γίνεις θεάρα. Δεν εννοούσα τόσο θεάρα όμως!»
«Παιδί μου μην φωνάζεις!» πηγαίνω όσο πιο γρήγορα γίνεται προς το αυτοκίνητό, το οποίο συνειδητοποιώ σχεδόν αμέσως ότι δεν είναι δικό της.
Η Ελίζ βγαίνει από το παράθυρο του συνοδηγού και σχεδόν κρέμεται ολόκληρη έξω. «Θα κάνεις χοντρή ζημιά σήμερα στο Μπρούκλιν, φιλενάδα» με φιλάει στο μάγουλο και μου κάνει νόημα να μπω μέσα στο καθόλου διακριτικό Range Rover, του οποίου ο ιδιοκτήτης από την πλευρά που στέκομαι δεν φαίνεται καθόλου.
Ανοίγω την πόρτα, αλλά πριν μπω πλησιάζω ξανά την Ελίζ στο παράθυρο. «Γιατί δεν ήρθες με το δικό σου αυτοκίνητο;» ψιθυρίζω και ακούω σφυρίγματα από μια παρέα παιδιών λυκείου που περνάνε δίπλα από το αυτοκίνητο και οριακά νομίζω ότι τους τρέχουν τα σάλια.
Βγαίνει πάλι έξω η μισή και τώρα επιτέλους βλέπω το πάνω μέρος του ολοκαίνουριο Alexander Mcqueen φορέματος που αγόρασε αποκλειστικά για αυτό το πάρτι. Μου αποκάλυψε ότι είναι από την καινούρια κολεξιόν φθινόπωρο-χειμώνας και το μόνο στοιχείο που μου έδωσε πριν βγάλει την πιστωτική της, ήταν η λέξη «ουρανός». Υποθέτω αν την δω ολόκληρη θα τον δω;
«Σου είπα για τον Νέιτ το πρωί. Προσφέρθηκε να μας πάει εκείνος. Μπες τώρα μέσα γιατί είναι άβολο αυτό που κάνεις» μουρμουρίζει και μου γυρνάει την πλάτη για να ρωτήσει κάτι τον φίλο της.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ανεβαίνω με δυσκολία στα πίσω καθίσματα του τέρατος που αποκαλούν αυτοκίνητο. «Καλησπέρα!» λέω και από μέσα μου κάνω πάρτι που τα φώτα στο αυτοκίνητο είναι κλειστά και δεν θα υπάρχει αυτό το αμήχανο eye contact που κάνεις με έναν που μόλις γνωρίζεις και μάλιστα μέσα στο αυτοκίνητο του.
Α. Άκυρο. Μόλις τα άναψε. Και φωτίστηκε το σύμπαν, γαμώτο!
Ο άντρας δίπλα της γυρίζει προς το μέρος μου χαμογελαστός και με κοιτάζει ευθεία στα μάτια. Απλώνει το χέρι του προς το μέρος μου. «Νέιτ, στην διάθεσή σας» λέει και γελάω νευρικά.
Σφίγγω το χέρι του. «Χαίρω πολύ, Σιέννα» απαντάω και βλέπω την έκπληξη στο πρόσωπό του.
«Σιέννα έχεις το όνομα της αγαπημένης μου πόλης στην Ιταλία» σχολιάζει και αμέσως διακρίνω την νεοϋορκέζικη προφορά του. Παίρνω μια κοφτή ανάσα όσο τον παρατηρώ ξεχνώντας σχεδόν αμέσως τα λόγια του.
Ουάου. Νομίζω πως μόνο αυτό έχω να πω. Σίγουρα εκείνες οι φωτογραφίες στο περιοδικό δεν πιάνουν μια μπροστά στο live θέαμα που έχω μπροστά μου. Αν έχει τέτοιους παιδικούς φίλους η Ελίζ, αυτό είναι πολύ κακό...
Με κοιτάζει έντονα και, γαμώτο, νιώθω πως βλέπει μέσα στην ψυχή μου. Δεν είμαι σίγουρη, αλλά νομίζω πως είναι τα ωραιότερα μάτια που έχω δει ποτέ σε άνθρωπο.
9 στα 10. Μη σου πω και 9.5, γιατί θα φανώ υπερβολική.
«Αλήθεια;» ρωτάω και αποσύρω το βλέμμα μου από πάνω του. Ήδη νιώθω το πρόσωπό μου να κοκκινίζει. «Δεν έχω πάει ποτέ»
«Ποτέ δεν είναι αργά» λέει συνομωτικά και η Ελίζ δίπλα του γελάει. Ήταν αστείο; Έπρεπε να γελάσω κι εγώ; Εννοούσε κάτι; «Λοιπόν, που πηγαίνουν οι όμορφες δεσποινίδες;» πλέον απευθύνει και στις δύο μας τον λόγο και, παρόλο που δεν θέλω να το παραδεχτώ, θα ήθελα να μιλήσω λίγο ακόμη μαζί του. Μόνο εγώ.
Χριστέ μου, τι λέω... Μάγια μου έκανε αυτός ο άνθρωπος;
Χαμογελάω και κοιτάζω την φίλη μου που έχει γυρίσει εξ ολοκλήρου προς το μέρος μου και μου κλείνει το μάτι. «Σε ένα πάρτι, από όσο μου είπαν» συνεχίζω το παιχνίδι και διορθώνω την μαύρη φούστα μου, αφού παρατηρήσω ότι το βλέμμα του εν τέλει δεν στάθηκε μόνο στα μάτια μου. Έχω καιρό να νιώσω το βλέμμα κάποιου να με γδύνει με τόσο ξεδιάντροπο τρόπο. Και ναι, παίρνω όρκο πως όταν αυτός ο άντρας σε κοιτάζει έτσι, σίγουρα στο μυαλό του σε γδύνει.
Το βλέμμα μου τρέχει και στο δικό του σώμα, έτσι όπως έχει γυρίσει προς το μέρος μου. Από ό,τι μπορώ να δω από την θέση που κάθομαι, μάλλον το 9 από πριν, άνετα γίνεται 10. Πολύ πολύ άνετα.
Ράιαν. Αγόρι. Σχέση. Εντάξει, μαζεύομαι.
Γυρίζει επιτέλους μπροστά και αφήνω μια μικρή ανάσα να ξεφύγει από τα χείλη μου. Σίγουρα το να με κοιτάζει έτσι ψαρωτικά ένας όμορφος άντρας, δεν είναι κάτι που έχω συνηθίσει και κανονικά δεν θα έπρεπε καν να το κάνω τόσο μεγάλο θέμα μέσα στο μυαλό μου.
Ένας μικρός βρυχηθμός ακούγεται από την μηχανή του τέρατος και νιώθω ξαφνικά να κουνιόμαστε πολύ ομαλά. «Όπου επιθυμείτε, δεσποινίς» πλέον κοιτάζει ευθεία μπροστά και με σίγουρες κινήσεις του τιμονιού καταφέρνει να περάσει ανάμεσα από κάτι παρκαρισμένα αυτοκίνητα και να βγει από την γειτονιά του. «Παρεμπιπτόντως είστε και οι δύο πανέμορφες απόψε» λέει και με κοιτάζει από τον εσωτερικό καθρέφτη.
Χαμογελάω σαν απάντηση και τον κοιτάζω όσο η Ελίζ του αναλύει τι ακριβώς φοράει και πόσο θεά νιώθει. Αν μη τι άλλο, δεν είμαι τόσο συνεσταλμένη, αλλά στην προκειμένη αυτός ο άνθρωπος έχει καταφέρει μέσα στα 7 λεπτά που τον γνωρίζω να με κάνει να ντραπώ.
Ποιος; Εγώ. Αν είναι δυνατόν. Γελάνε μέχρι και οι πέτρες.
Δεν μπορώ, παρά να παρατηρώ από απόσταση ασφαλείας τις βλεφαρίδες του, κάτω από το φως που βγάζουν οι μεγάλες λάμπες στις άκρες του δρόμου. Είναι κατάμαυρες και πυκνές και αναρωτιέμαι από μέσα μου πως γίνεται κάποιος να έχει όντως τέτοιες βλεφαρίδες. Εγώ πάντως αν δεν βάλω ένα κιλό μάσκαρα, δεν έχω καν βλεφαρίδες.
«Για πες και εσύ Σιέννα!» ακούω το όνομά μου και επανέρχομαι στην πραγματικότητα.
«Ορίστε;» ρωτάω μπερδεμένη και ακούω γελάκια. «Συγνώμη, αφαιρέθηκα»
«Πάλι τον Ράιαν σκέφτεσαι;» ρωτάει ρουθουνίζοντας η φίλη μου και γουρλώνω τα μάτια μου. Αμέσως το βλέμμα μου πέφτει στον Νέιτ, ο οποίος κοιτάζει ευθεία μπροστά σοβαρός. «Το αγόρι της» του εξηγεί λες και δεν είχε καταλάβει ήδη. «Κοντεύουν να κλείσουν μια δεκαετία μαζί, τραγικό»
Καμία αντίδραση, πάντως. Θα ήθελα να υπάρχει κάποια αντίδραση;
Τι στο καλό σκέφτομαι; Μήπως ο καφές που μου έφερε η Ελίζ το πρωί είχε κάτι μέσα και έχω αρχίσει να γεμίζω το μυαλό μου με ασυναρτησίες;
Ίσως φταίει που απλά είναι τόσο ωραίος και για κάποιον λόγο θα μου άρεσε πολύ αν μου την έπεφτε; Μάλλον βλέπω υπερβολικά πολλές ρομαντικές ταινίες. Από αύριο κομμένες.
«Όχι Ελίζ, αμάν πια» μουρμουρίζω και ανακάθομαι στην θέση μου. «Και επίσης 4 χρόνια είμαστε μαζί, όχι 10» λέω ειρωνικά αναφερόμενη στο σχόλιο της και μου βγάζει την γλώσσα.
«Τέλος πάντων, έλεγα ότι έχω πει πολλά για εσένα σε αυτόν εδώ τον βλάκα» του ανακατεύει τα μαλλιά, αλλά εκείνος παραμένει ανέκφραστος. «Κυρίως πόσο κουκλάρα και πανέξυπνη είσαι»
Όντως τώρα; Μήπως τελικά θέλει να με προξενέψει και δεν το ξέρω;
«Και για σένα μιλάει συνέχεια η Ελίζ πάντως» προσπαθώ να διώξω την προσοχή από πάνω μου. Αν είναι κάτι που δεν μου αρέσει, είναι σίγουρα να είμαι το επίκεντρο. Και το γεγονός ότι αυτή την στιγμή η κολλητή μου με εκθειάζει μπροστά σε αυτόν τον κούκλο, είναι σίγουρα κάτι που με κάνει να αισθάνομαι άβολα.
Ο Νέιτ γυρίζει ξαφνιασμένος και κοιτάζει την Ελ. «Σοβαρά;» την ρωτάει και εκείνη χασκογελάει. «Πες μου ότι με έχεις παινέψει κιόλας, γιατί θα τρελαθώ»
«Ούτε καν, καλέ μου. Της είπα για το πόσο σπάταλος είσαι και πόσο εκνευριστικός μπορείς να γίνεις με την δουλειά σου» τον κοροϊδεύει και του τσιμπάει το μάγουλο κάνοντάς με να χαμογελάσω αχνά. «Τα καλύτερα σου στοιχεία, δηλαδή»
«Α πες έτσι και τρόμαξα» απλώνει το χέρι του και την γαργαλάει στο πλευρό κάνοντάς την να διπλωθεί στα δύο από τα γέλια.
Θέλω πολύ να παρακολουθήσω το παιχνίδι τους, αλλά αυτή την στιγμή το μυαλό μου βρίσκεται αρκετά μίλια μακριά, σε ένα μισογεμάτο γήπεδο μπάσκετ και σε μια φανέλα με τον αριθμό 21, ίδιο με την ημερομηνία γέννησής μου. Και αυτό γιατί μου το θύμισε η Ελίζ. Εγώ είχα πει στον εαυτό μου ότι σήμερα δεν θα κάθομαι όλη την ώρα πάνω από το κινητό, ασχέτως που αυτό σκόπευα να κάνω κανονικά.
Διότι έχουν περάσει σχεδόν 10 ώρες και ακόμη δεν έχω νέα του.
Βγάζω το κινητό μου από την μικρό τσαντάκι που αναγκάστηκα να πάρω μαζί μου, δώρο της μητέρας μου για τα περσινά μου γενέθλια, που οριακά χωράει το κινητό μου, και πληκτρολογώ το νούμερό του. Ξέρω ότι είναι χαζή κίνηση μιας και από ό,τι μου είπε ο αγώνας ξεκινάει 9 και είναι ήδη 9 και 10. Το αφήνω να χτυπήσει 5 φορές και έπειτα απογοητευμένη τερματίζω την κλήση και μένω λίγο αφηρημένη να κοιτάζω την φωτογραφία μας στην επαφή του.
Με τον Ράιαν είχαμε συζητήσει αρκετές φορές το ενδεχόμενο να συγκατοικήσουμε. Μάλιστα σχεδόν από τον δεύτερο χρόνο που ήμασταν μαζί. Παρόλα αυτά η άποψη και των δύο ήταν ίδια και απαράλλαχτη. Δεν υπήρχε λόγος να κάνουμε ένα τόσο μεγάλο βήμα στην σχέση μας από τόσο νωρίς. Και επίσης το ότι το διαμέρισμα που έχει νοικιάσει είναι σχεδόν 10 λεπτά με τα πόδια μακριά από το δικό μου, οπότε έτσι κι αλλιώς είμαστε πολύ κοντά.
Βέβαια κάποιες φορές φλερτάρω πολύ με την ιδέα να μείνω μαζί του στο ίδιο σπίτι. Όχι ότι θα μου φανεί περίεργο, μιας και γενικά μένουμε μαζί είτε στο δικό μου είτε στο δικό του διαμέρισμα. Αλλά δεν ξέρω... θα ήθελα να βλέπω τα ρούχα του στις κρεμάστρες μου, την οδοντόβουρτσά του δίπλα στην δική μου και τα παπούτσια του ανάμεσα στα δικά μου.
Την ίδια κουβέντα έχω κάνει τόσο με την μαμά μου, όσο και με την Ελίζ αλλά και με κάτι κορίτσια από το βιβλιοπωλείο που δουλεύω. Και όλες συμφωνούν με αυτό.
Κλείνω το κινητό και το αφήνω στο κάθισμα δίπλα μου. Αφήνω το κεφάλι μου να πέσει στο κάθισμα και χαζεύω την εναλλαγή φώτων στην 128η λεωφόρο και τα διάφορα μεγαλοπρεπή κτήρια που προσπερνάμε.
Από το βάθος ακούω την Ελίζ να μιλάει με πάθος για ένα βιβλίο που έχει αναλάβει ο εκδοτικός της με τον Νέιτ να της κάνει διάφορες ερωτήσεις που εκείνη απαντάει χωρίς να του αφήνει το περιθώριο να τις ολοκληρώσει. Από το ηχείο του αυτοκινήτου ακούγεται η γνωστή φωνή του Paul Anka να ερμηνεύει το Put your head on my shoulder και σχεδόν αποκοιμιέμαι στο μαλακό κάθισμα. Λατρεύω τις μεγάλες βόλτες με το αυτοκίνητο σε συνδυασμό με ήρεμη μουσική. Και χαίρομαι υπερβολικά πολύ που ο Νέιτ επέλεξε μια τέτοια χαλαρή μελωδία, γιατί σύντομα θα αναγκαστώ να ακούω στη διαπασών πολλά τραγούδια.
Ανοίγω τα μάτια μου και τον κοιτάζω μέσα από τον καθρέφτη. Παρατηρώ το συνοφρυωμένο του πρόσωπο όπως επίσης και το πόσο συγκεντρωμένος είναι στην οδήγηση. Όμως, δεν προλαβαίνω να τον χαλβαδιάσω όσο θέλω, σχεδόν αμέσως τα μάτια του βρίσκουν τα δικά μου και αποτραβώ το βλέμμα μου ντροπιασμένη.
Εξαίσια! Με έπιασε να τον κοιτάζω! Τέλεια, φοβερά!
Σίγουρα έχω κοκκινήσει ολόκληρη και θέλω να φτάσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο κλαμπ γιατί θέλω να εξαφανιστώ από προσώπου γης.
Τώρα μιλάει εκείνος για ένα βιβλίο μυστηρίου που έχει διαβάσει και για κάποιον λόγο, παρόλο που έχω το βλέμμα μου εστιασμένο στο κάθισμα της Ελίζ, έχω την αίσθηση ότι με κοιτάζει.
Επιβεβαιώνομαι όταν εντελώς τυχαία διασταυρώνονται τα βλέμματά μας άλλες πέντε φορές μέχρι επιτέλους να φτάσουμε στο κλαμπ. Δεν ξέρω αν αισθάνομαι κολακευμένη από τον τρόπο που με κοιτάζει μέσα από έναν μικρό καθρέφτη ή αν απλά πρέπει να το αγνοήσω όλο το σκηνικό. Επιλέγω το δεύτερο και όταν επιτέλους συμπεριλαμβάνομαι στην κουβέντα από μια δική του ερώτηση, απαντάω κοιτώντας τον κανονικά στα μάτια μιας και μόνο από εκείνον μπορώ να έχω μια κάποια αντίδραση που μπορώ να καταλάβω από το μέρος που κάθομαι.
Είδες; Έκανες τόσο μεγάλο θέμα ένα απλό κοίταγμα...
Απλά κάποιοι άνθρωποι λατρεύουν να κοιτάζουν τον συνομιλητή τους στα μάτια. Είναι μάλιστα ένας τρόπος να κάνεις τον άλλο να σου πει την αλήθεια όταν εστιάζεις το βλέμμα σου τόσο υπομονετικά πάνω του. Το είχα διαβάσει σε ένα βιβλίο αυτό.
Το αμάξι σταματάει ακριβώς μπροστά στην μεγαλοπρεπή είσοδο του κλαμπ 20 λεπτά αργότερα και βγαίνω έξω πριν προλάβει ο Νέιτ να σβήσει την μηχανή.
Στηρίζομαι στα πέδιλά μου και κλείνω με περίσσια δύναμη την πόρτα πίσω μου. Ο Νέιτ κάνει τον γύρω του τέρατος και ανοίγει την πόρτα στην Ελίζ, η οποία κατεβαίνει προσεκτικά με τον τρόπο που μου έχει μάθει να κάνω και εγώ όταν φοράω φόρεμα.
Πλέον έχω ολόκληρη εικόνα από αυτόν και αν δεν είχε κόσμο δίπλα, σίγουρα το σαγόνι μου θα είχε πέσει στο έδαφος. Αναγνωρίζω το Dsquared κουστούμι που φοράει, το είχα ξαναδεί να το φοράει ένα μοντέλο σε ένα fashion show που έβλεπα στην τηλεόραση προχθές. Αυτό και μόνο με κάνει να σκέφτομαι ότι ο τύπος παίζει να το φυσάει κανονικότατα.
Για να είμαι ειλικρινής μπορεί εκείνο το μοντέλο να ήταν αυτός. Γιατί όντως κάνει για μοντέλο. Και μάλιστα πολύ ωραίο μοντέλο.
«Είσαι εκθαμβωτική» λέω στην Ελίζ όταν επιτέλους παίρνω το βλέμμα μου πάνω από τον κούκλο συνοδό μας και εκείνη διορθώνει τα μαλλιά της χαμογελαστή. «Αυτό το φόρεμα είναι απίστευτο. Νιώθω ότι αντικατοπτρίζεται ο ουρανός πάνω του» Βέβαια σιγά μην έδινα 2000 για ένα απλό φόρεμα μόνο και μόνο επειδή είναι μάρκα, αλλά αυτό δεν της το λέω.
«Μπορείς να το δανειστείς όποτε θες» με πιάνει αγκαζέ και προχωράμε προς την κεντρική πόρτα ενώ ο Νέιτ δίνει τα κλειδιά του στον παρκαδόρο και του λέει ακριβώς που να το παρκάρει. «Και εσύ σκίζεις απόψε! Καμία σχέση με το πρωινό θέαμα που αντίκρισα» σταματάμε στην άκρη και με κάνει μια σβούρα γύρω από τον εαυτό μου. «Άραγε ποιος σου πήρε αυτή την φούστα;» σταυρώνει τα χέρια της και γελάω.
Η ίδια της. Όταν πήγε πριν έναν μήνα στο Λονδίνο διακοπές με μια ξαδέλφη της. Αγγίζω το απαλό δέρμα της στενής και όχι ιδιαίτερα κοντής μαύρης μου φούστας, η οποία δεν ξέρω καν αν είναι μάρκα ή όχι και ούτε που με νοιάζει. Είναι τόσο απλή όσο την ήθελα και σε συνδυασμό με το ανοιχτό καφέ κροπ τοπ που αγόρασα τις προάλλες από τα ζάρα, είναι εξαιρετικό. Μπόνους είναι τα μαύρα πέδιλα, που έχω εδώ και τρία χρόνια και συνολικά τα έχω φορέσει δύο φορές.
Αν και Οκτώβριος, ο καιρός είναι λες και είμαστε στις αρχές της άνοιξης και επιδιώκω να χαρώ για λίγο ακόμη τα δροσερά βράδια και τις ζεστές μέρες, πριν έρθει ο χειμώνας.
«Άντε βρε αγόρι μου» φωνάζει η Ελίζ και ο Νέιτ έρχεται τρέχοντας δίπλα μας... μου. Από την πλευρά μου.
«Με συγχωρείτε όμορφες κυρίες μου» μας κάνει νόημα να προπορευτούμε και η φίλη μου περνάει πρώτη μπροστά χαιρετώντας κάποιους γνωστούς της. Την ακολουθώ κοιτώντας κάτω για να μην μπουρδουκλωθώ σε κανένα χαλί, μέχρι που νιώθω ένα χέρι να με πιάνει από τον αγκώνα απαλά για να με στηρίξει ίσως λίγο καλύτερα. «Πόσο καιρό γνωρίζεις την Ελίζ;» ρωτάει ο Νέιτ από τα δεξιά μου και καταπίνω έναν κόμπο που είχε κάτσει στον λαιμό μου.
Περνάω όλα τα μαλλιά μου από την αριστερά πλευρά του προσώπου μου για να τον ακούω καλύτερα. «Σχεδόν 2 χρόνια. Γνωριστήκαμε στο Βερολίνο»
«Ουάου. Και από τότε είστε τόσο κοντά;» αναρωτιέται τη στιγμή που μπαίνουμε μέσα στο κλαμπ και ξαφνικά η μουσική μου φαίνεται υπερβολικά δυνατή για τα αυτιά μου.
«Ναι!» φωνάζω ακολουθώντας την Ελίζ που τώρα στρίβει σε έναν μικρό διάδρομο, μάλλον για να κατευθυνθεί στο VIP χώρο του κλαμπ. «Δεν σου το έχει αναφέρει αυτό; Περίεργο!» του λέω για πλάκα και έρχεται υπερβολικά κοντά μου για να ακούσει αυτό που του λέω. Τόσο κοντά που μυρίζω την κολόνια του.
«Μάλλον ήταν απασχολημένη με το να σε κοσμεί με όλα τα ωραία επίθετα!» λέει και γελάω. Μου απλώνει το χέρι του και όταν βλέπω ότι υπάρχουν αρκετά σκαλοπάτια μπροστά μας, το πιάνω δίχως δεύτερη σκέψη. Όταν είχα έρθει εγώ σε αυτό το κλαμπ, προφανώς και δεν είχα ανέβει στον VIP χώρο, βασικά δεν ήξερα ότι υπήρχε τέτοιος χώρος.
Παρατηρώ την σχεδόν άδεια αίθουσα όσο ανεβαίνω τα σκαλιά και τον dj που δοκιμάζει διάφορες μουσικές παρέα με κάτι άλλους άκυρους που πίνουν τα ποτά τους δίπλα του.
Καθόμαστε σε καναπεδάκια αρκετά μεγάλα μαζί με άλλα περίπου 20 άτομα, εκ των οποίων ο μόνος που αναγνωρίζω είναι ο κύριος Βίνσεντ, ο οποίος , αν και ακόμη είναι 10παρά, έχει ήδη αρχίσει να σερβίρει σαμπάνιες.
Η Ελίζ μόλις βλέπει ότι έχω βολευτεί στην άκρη μόνη μου, με τραβάει να σηκωθώ για να μου γνωρίσει τους πάντες. Κυριολεκτικά αυτό κάνει. Με πηγαίνει από παρέα σε παρέα και μου λέει ονόματα και δουλειές που δεν ακούω λόγω της μουσικής και σίγουρα έτσι κι αλλιώς δεν θα κατάφερνα να συγκρατήσω.
«Η κολλητή μου από εδώ επρόκειτο να εκδώσει το πρωτόλειο της σε λίγο καιρό από τις εκδόσεις μας!» ανακοινώνει υπερήφανη σε κάτι κουστουμάτους τυπάδες και χαμογελάω όσο πιο αληθινά μπορώ.
«Συγχαρητήρια! Ο τίτλος του, αν επιτρέπεται;» ρωτάει μια καστανομάλλα σίγουρα 15 χρόνια μεγαλύτερή μου.
«Ακόμη δεν έχει ανακοινωθεί» απαντάω. «Το κρατάμε έκπληξη. Θα το ανακοινώσουμε μόλις ολοκληρωθεί το έργο» νιώθω το μπερδεμένο βλέμμα της Ελίζ πάνω μου. «Μόλις ολοκληρωθεί από τις διορθώσεις δηλαδή» την κοιτάζω και γνέφει ικανοποιημένη.
Ναι, μάλλον πρέπει να μετριάσω λίγο τα λόγια μου, για να μην καταλάβει κανείς ότι το συγκεκριμένο πρωτόλειο όχι μόνο δεν έχει τίτλο, αλλά ούτε και μια ολοκληρωμένη υπόθεση.
«Ανυπομονώ να το διαβάσω!» λέει ένας άλλος κυριούλης με μεγάλα γένια, οριακά σαν του Άγιου Βασίλη, και γνέφω χαμογελαστή. «Περί τίνος πρόκειται;»
Χμ, να κάτι που έπρεπε να είχα προετοιμάσει στο σπίτι για να απαντήσω. Διότι προφανώς και θα βρισκόταν ένας βλάκας να με ρωτήσει για το έργο μου. Ξέρω γω, για άλλο ήρθαμε απόψε εδώ, τι τους νοιάζει η υπόθεση του βιβλίου μου;
Τα παραλέω όμως. Όκευ, δεν το έχω τελειώσει και ναι, ακόμη δεν έχω φτάσει καν στη μέση του, αλλά και πάλι, την υπόθεση πάνω κάτω την ξέρω.
Την ιδέα την είχα πάρει από μια ταινία μικρού μήκους που είχα δει στις αρχές του καλοκαιριού στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους του Χάρλεμ μαζί με τον Ράιαν. Αφορούσε μια γυναίκα που προσπαθεί να βάλει σε τάξη την ζωή της όντας παντρεμένη και μητέρα ενός παιδιού και προσπαθώντας να πάρει αύξηση στην δουλειά της. Και μου φάνηκε τρομερά ενδιαφέρον που ασχολήθηκε κάποιος με ένα τόσο συχνό θέμα, όπως η γυναικεία παρουσία σε ανδροκρατούμενες δουλειές και η προσπάθεια μιας απλής, καθημερινής γυναίκας να ισορροπήσει την ζωή της.
Οπότε έχοντας πάρει αυτή την υπόθεση και έχοντας διαβάσει αρκετά βιβλία για την θέση της γυναίκας στην σημερινή κοινωνία, αποφάσισα ότι ένα σχετικά φεμινιστικό βιβλίο για την σύγχρονη μέση Αμερικανίδα που αγωνίζεται καθημερινά για τα προς το ζην, είναι σίγουρα κάτι πολύ ενδιαφέρον από μια απλή και ουτοπική κατά βάση ιστορία αγάπης. Έτσι το είχα τουλάχιστον στο μυαλό μου.
Βέβαια όλο αυτό έχει μείνει λιγάκι στο κενό. Επειδή ξέρω τον εαυτό μου, εξ αρχής ήμουν σίγουρη ότι δεν θα κατάφερνα να κρατήσω ένα πλάνο για αυτό το βιβλίο, που να περιέχει αρχή, μέση και τέλος. Ναι, ξέρω πως όταν γράφεις κάτι συνήθως ξεφεύγεις από τα προσχεδιασμένα και ακολουθείς άλλους δρόμους έτσι όπως είσαι παρασυρμένος από την φαντασία σου, αλλά είμαι άνθρωπος που αν δεν έχω ένα συγκεκριμένο πλάνο για αυτό που κάνω, συνήθως αποτυγχάνω.
Έφτιαξα πλάνο. Όχι μια, αλλά τέσσερις φορές. Διότι τέσσερις φορές παρασύρθηκα ενώ έγραφα και άλλαξα, χωρίς να το καταλάβω, την ιστορία σε πιο ρομαντική και πιο ζουζουνιάρικη, καμία σχέση δηλαδή με αυτό που ήθελα εξ αρχής.
Οπότε τώρα έχω κολλήσει στην σελίδα 104, όπου η πρωταγωνίστρια, της οποίας το όνομα προφανώς και δεν έχω αποφασίσει ακόμη, έχει απορριφθεί από την θέση αρχισυντάκτριας στο περιοδικό που δουλεύει και κάθεται σε ένα μπαράκι μόνη της πίνοντας απανωτά το ένα τζιν μετά το άλλο και βάζοντας ως στόχο να κάνει την ζωή κόλαση σε όλους όσους δουλεύουν εκεί.
Κανονικά, αν άφηνα την φαντασία μου να οργιάσει λιγάκι, θα έβαζα έναν κούκλο μπάρμαν να της σερβίρει και έτσι όπως ρίχνει με έμπειρες κινήσεις το ποτό μέσα στο ποτήρι της, να παρατηρήσει το στεναχωρημένο βλέμμα της και τις σφιγμένες γροθιές της και να την ρωτήσει αν είναι καλά. Εκείνη θα του εξιστορούσε την ιστορία της ζωής της και έπειτα θα έκαναν καυτό σεξ στις τουαλέτες του κλαμπ ή στο αυτοκίνητο του μπάρμαν.
Για αυτό δεν αφήνω την φαντασία μου. Γιατί οργιάζει υπερβολικά πολύ.
«Αναφέρεται σε ένα πολύ επίκαιρο θέμα και έχει ως βάση την μέση γυναίκα και τις δυσκολίες που συναντά στη ζωή της» λέω όσο πιο επαγγελματικά μπορώ κερδίζοντας αρκετά βλέμματα επιδοκιμασίας όπως επίσης και ένα υπερήφανο κλείσιμο του ματιού από την Ελίζ.
«Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον» σηκώνει μια άλλη κυρία με φριζαρισμένο μαλλί το ποτήρι με την σαμπάνια της ψηλά. «Στις νέες επιτυχίες του Vincent and Ellyz, λοιπόν!» ανακοινώνει χαρούμενη και κάνουμε την ίδια ακριβώς κίνηση όλοι με τα ποτήρια μας.
Δεν ξέρω πως, αλλά καταφέρνω να ξεφύγω από αυτό το εξαίσιο παρεάκι και να βρεθώ στην άλλη άκρη της μικρής αίθουσας κοιτάζοντας από το γυάλινο τζάμι το υπόλοιπο κλαμπ και σχεδόν τους πάντες να χορεύουν στους ρυθμούς του maniac. Για κάποιον λόγο η 23χρονη μέσα μου θέλει να ανακατευτεί κάτω μαζί με τα ιδρωμένα κορμιά και να χορέψει σαν τρελή. Περίεργο για άνθρωπο που δεν του αρέσουν ιδιαίτερα τα κλαμπ.
Πίνω λίγο από την σαμπάνια μου και ταυτόχρονα κοιτάζω τις ειδοποιήσεις στο κινητό μου. 11 και 20 και ακόμη κανένα μήνυμα από τον Ράιαν. Δεν ανησυχώ ιδιαίτερα, αν και στους αγώνες του τις προηγούμενες μέρες, με το που τελείωνε μου έστελνε μια καρδιά για να ξέρω ότι είναι καλά και υπερβολικά κουρασμένος για συντάξει ολόκληρο μήνυμα.
«Έχω την αίσθηση ότι δεν περνάς καλά...» ακούω μια αρκετά γνωστή φωνή από πίσω μου και αμέσως γυρνάω για να αντικρίσω τα καταγάλανα μάτια και το εκτυφλωτικό χαμόγελο του Νέιτ.
Απλώνω το ποτήρι μου για να το τσουγκρίσω με το δικό του. «Νομίζω πως οι αισθήσεις σου βγάζουν λαθεμένα συμπεράσματα» απαντάω συνεχίζοντας το παιχνίδι του και εκείνος γελάει ρίχνοντας το κεφάλι του πίσω. Μάλλον του αρέσει όταν του απαντάω με αυτόν τον τρόπο, μοιάζει σαν όντως να περιμένει τέτοια απάντηση από εμένα.
«Κι όμως» έρχεται ακριβώς δίπλα μου και στηρίζεται με τον αριστερό του ώμο στο τζάμι κρύβοντας με ουσιαστικά από το υπόλοιπο δωμάτιο. «Το πιστεύω ότι δεν περνάς καλά» η μουσική δεν ακούγεται τόσο δυνατά όσο στο υπόλοιπο δωμάτιο, μιας και τα μεγάλα ηχεία είναι από την αντίθετη πλευρά, οπότε τον ακούω, ακόμη και αν μιλάει κανονικά.
Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι. «Γιατί το λες αυτό;» ρωτάω μπερδεμένη και προσπαθώ να σκεφτώ αν όντως έδειξα τόσο έντονα την δυσαρέσκειά μου πριν που αναγκαζόμουν να μιλήσω σχεδόν με όλους εδώ.
Ανασηκώνει τους ώμους του. «Μιλάς ελάχιστα και χαμογελάς με το ζόρι σε εκείνους που σε γνωρίζει η Ελίζ, επιλέγεις να απομακρυνθείς με ένα ποτήρι σαμπάνια στην άκρη αυτού του γεμάτου εκλεπτυσμένο κόσμο δωματίου και κρατάς το κινητό σου τόσο σφιχτά, σαν να περιμένεις ένα πολύ σημαντικό τηλεφώνημα» τα λέει όλα αυτά με μια ανάσα και μένω άναυδη να τον κοιτάζω. «Κάνω λάθος;»
Θέλω πολύ να του φέρω αντίρρηση μόνο και μόνο για να δω την αντίδρασή του, αλλά δεν το κάνω. «Με παρακολουθείς;»
«Όχι ακριβώς. Απλά είμαι παρατηρητικός άνθρωπος» το βλέμμα του δηλώνει ότι διασκεδάζει με αυτή την συζήτηση και για να είμαι ειλικρινής προτιμώ να μιλάω μαζί του παρά με άκυρους τυπάδες που θέλουν να μάθουν αν είμαι ελεύθερη.
«Και για πες μου» στηρίζομαι με τον ίδιο τρόπο όπως εκείνος στο τζάμι. «Τι έχεις παρατηρήσει τις τελευταίες» απλώνω το χέρι μου και σηκώνω το δικό του για να κοιτάξω το ρολόι του «δύο ώρες που είμαστε εδώ;»
«Συγκεκριμένα σε εσένα ή γενικά;»
Ρολάρω τα μάτια μου. «Θα μου φανεί πολύ περίεργο αν μιλήσεις μόνο για εμένα. Ξέρεις, αυτό σημαίνει ότι είσαι λιγάκι stalker» τον κοροϊδεύω και γνέφει με ένα μικρό μειδίαμα στα χείλη, που πραγματικά με μπερδεύει.
Γυρίζει και στηρίζει ολόκληρη την πλάτη του στο τζάμι. «Λοιπόν, αυτός εκεί...» σηκώνει το χέρι που κρατάει την σαμπάνια του και μου δείχνει με τον δείκτη έναν άντρα ηλικίας το πολύ 45 χρονών να στέκεται δίπλα από τον τεράστιο κόκκινο καναπέ και να μιλάει με την μαμά της Ελίζ «είναι παντρεμένος, αλλά το παίζει χωρισμένος»
Τον κοιτάζω ξαφνιασμένη. «Με δουλεύεις;»
Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. «Έφτασε μαζί μας και τον είδα στην είσοδο. Φορούσε βέρα όταν έδινε φιλοδώρημα στον παρκαδόρο. Αν παρατηρήσεις τώρα, δεν υπάρχει καμία βέρα στο δάχτυλό του» λέει και στενεύω τα μάτια μου για να κοιτάξω καλύτερα.
«Μπορεί να τον ενοχλούσε» πετάω την πιο γελοία μου δικαιολογία και γελάει.
«Ναι, σίγουρα. Διότι οι βέρες είναι πολύ ενοχλητικές και συνήθως φέρνουν φαγούρα» με ειρωνεύεται και ρολάρω τα μάτια μου.
«Και για πες Κύριε Εξυπνάκια, για ποιον λόγο έβγαλε την βέρα του;» γέρνω περισσότερο προς το μέρος του και πίνω λίγο ακόμη από τη σαμπάνια μου.
«Πολύ απλά γιατί γουστάρει την μαμά της Ελίζ» απαντάει και πνίγομαι με το ποτό μου.
«Ορίστε;»
«Ω έλα τώρα, Σιέννα» λέει το όνομά μου με τόσο ωραία προφορά που σχεδόν μπερδεύομαι και νομίζω πως λέει κάτι άλλο «Και σε νόμιζα για πιο έξυπνη τις τελευταίες δυόμιση ώρες που σε γνωρίζω» με χτυπάει απαλά στην πλάτη και σηκώνω το φρύδι μου. «Από την στιγμή που ήρθε μιλάει μόνο μαζί της. Νομίζω στον Βίνσεντ είπε ένα απλό συγχαρητήρια και του γύρισε την πλάτη»
Αφήνω την σαμπάνια σε ένα ψηλό τραπέζι ακριβώς στην γωνία του δωματίου. «Νομίζω πως υπερβάλλεις, Νέιτ»
«Καθόλου. Κοίτα τον, απλά» μου κάνει νόημα με το ποτήρι του. «Παρατήρησε τις κινήσεις του, Σιέννα...»
Και τον κάνω. Όσο πιο διακριτικά μπορώ, φυσικά. Και ομολογώ ότι έχει δίκιο. Η κυρία Κάθριν, η μαμά της Ελίζ, είναι καθισμένη στον καναπέ και εκείνος είναι γονατιστός δίπλα της μιλώντας της έντονα. Κανονικά μια τέτοια εικόνα θα μου περνούσε απαρατήρητη, αλλά πλέον δεν μπορώ να μην προσέξω τον τρόπο που την κοιτάζει και το πως είναι στραμμένος ολοκληρωτικά προς το μέρος της αγνοώντας για το τι γίνεται τριγύρω.
Ψάχνω με το βλέμμα μου τον μπαμπά της Ελίζ, ο οποίος δεν έχει καταλάβει τίποτα για ό,τι γίνεται. Μιλάει με αρκετά άτομα της εταιρίας, συμπεριλαμβανομένης της κόρης του, και αδειάζει τις moet την μια μετά την άλλη.
«Μάλλον έχεις δίκιο» παραδέχομαι και με μηχανικές κινήσεις βάζω το κινητό μου μέσα στο μικρό μου τσαντάκι. «Τελικά όντως είσαι παρατηρητικός άνθρωπος» σχολιάζω και νιώθω το βλέμμα του να με καίει έτσι όπως προσπαθώ να κλείσω το μικρό φερμουάρ της τσάντας.
«Θες να σου πω τι παρατήρησα σε εσένα;» ρωτάει και τον κοιτάζω γεμάτη απορία.
«Νομίζω πως κάλυψες πλήρως εμένα»
Αφήνει το ποτήρι του ακριβώς δίπλα στο δικό μου και μου απλώνει το χέρι του. «Έχω την εντύπωση ότι θέλεις κάτι πολύ» είναι υπερβολικά κοντά μου και ξαφνικά αισθάνομαι τα χέρια μου να τρέμουν.
Δεν κάνω καμία κίνηση να του δώσω το χέρι μου. «Τι προσπαθείς να κάνεις;» τον ρωτάω στα ίσα κοιτώντας τον με τον ακριβώς ίδιο τρόπο, αναγκαζόμενη να σηκώσω το κεφάλι μου μιας και είναι αρκετά πιο ψηλός από εμένα.
«Να σε διασκεδάσω» απαντάει τέρμα φυσιολογικά και χαμογελάω.
«Δεν έχεις να κάνεις κάτι καλύτερο;» ρωτάω και σχεδόν αμέσως το μετανιώνω. Ίσως ο τρόπος με τον οποίο τον ρώτησα με έκανε να φανώ λιγάκι σκύλα. «Θέλω να πω...»
«Πίστεψέ με και εγώ πλήττω εδώ. Ο κολλητός μου είναι ο dj και νομίζω ότι περνάει πολύ καλύτερα εκεί κάτω από όσο εγώ εδώ πάνω» μου τον δείχνει αλλά από εδώ που βρίσκομαι το μόνο που βλέπω είναι γκόμενες να τον περιτριγυρίζουν. «Προτιμώ να βρίσκομαι κάτω με το πλήθος και να χορεύω» την τελευταία του πρόταση την λέει συνωμοτικά και σχεδόν τρομάζω από το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος πέρα από την ενισχυμένη παρατηρητικότητά του, μάλλον μπορεί να διαβάζει και το μυαλό των άλλων. «Λοιπόν;»
Κοιτάζω την Ελίζ πίσω του που χασκογελάει με την Αντζελίνα, την art designer στα γραφεία του εκδοτικού, και ύστερα κλείνω την παλάμη μου στη δική του.
Δεν ρωτάει τίποτα άλλο. Προπορεύεται με εμένα πίσω του, κυριολεκτικά σέρνοντάς με ανάμεσα στις παρέες που συζητούν δυνατά για να ακουστούν πάνω από τη μουσική και σκύβω το κεφάλι μου για να μην αναγκαστώ να αντιμετωπίσω το βλέμμα κανενός.
Δεν κάνω κάτι κακό. Εξάλλου ήρθα σε κλαμπ. Να μην χορέψω;
Κατεβαίνω με ευκολία τα σκαλιά στα οποία ζορίστηκα να ανέβω πριν και γελάω με ένα αστείο που λέει ο Νέιτ για έναν τυπά στην είσοδο που αν και προσπαθούσε να μείνει ακίνητος, δεν τα κατάφερνε ιδιαίτερα.
Χανόμαστε ανάμεσα στο πλήθος που χορεύει δίχως αύριο στους ρυθμούς του abcdefu της Gayle και αμέσως ξεχνάω τον λόγο που ήρθα σε αυτό το κλαμπ.
Τραγουδάω ή βασικά τσιρίζω τους αγαπημένους μου στίχους του ρεφρέν και ο Νέιτ μπροστά μου γελάει όταν με βλέπει να χορεύω με τόσο πάθος. Με πέθαναν τα πέδιλα από την στιγμή που μπήκα στο κλαμπ, αλλά δεν με νοιάζει. Έχω να νιώσω τόσο ελεύθερη από το λύκειο. Γιατί πραγματικά αυτή την στιγμή έτσι όπως χορεύω και γελάω με την προσπάθεια του Νέιτ να πει σωστά τα λόγια, αισθάνομαι σαν μαθήτρια λυκείου που βγήκε έξω μετά από πολύ καιρό.
Τραβάω τον κούκλο φίλο της κολλητής μου από το χέρι και τον σέρνω ως το μπαρ. «Δεν νομίζω να το μετάνιωσες» φωνάζω μόλις στηρίζομαι σε ένα άδειο σκαμπό και σκουπίζω το μέτωπό μου με την αντίστροφη της παλάμης μου.
«Δεν ήξερα ότι κρύβεις ένα party animal μέσα σου!» λέει στο αφτί μου και παραγγέλνω δύο σφηνάκια, τα οποία εγώ η ίδια κατεβάζω μονοκοπανιά χωρίς να τον αφήσω καν να τα αγγίξει.
Είμαστε υπερβολικά κοντά στον dj και τα αφτιά μου αρχίζουν και πονάνε από την ένταση της μουσικής που ακούγεται. Γυρίζω για να ψάξω τον Νέιτ και τον εντοπίζω να κλείνει το μάτι σε κάποιον και ύστερα να στρέφει το βλέμμα του προς το μέρος μου.
Ξαφνικά η μουσική αλλάζει εντελώς και πάνω που είμαι έτοιμη να συνεχίσω τον χορό μου και να λυσσάξω λίγο ακόμη, ο dj αποφασίζει να αλλάξει λίγο το κλίμα. Η τεράστια αίθουσα γεμίζει με το Stand by me του Ben E. King και ακούγονται αρκετές παραπονεμένες φωνές, μαζί με τη δική μου.
«Τι φάση; Πιωμένος είναι ο τυπάς με το ανάποδο καπέλο;» φωνάζω και κάνω νόημα στον μπάρμαν να φέρει άλλα δύο ίδια σφηνάκια.
Ο Νέιτ πιάνει το χέρι μου χαμογελαστός. «Θα μου χαρίσεις αυτόν τον χορό;» ρωτάει και γνέφω γελώντας.
«Ελπίζω να μην έχεις πονηρές σκέψεις» τον πειράζω και με τραβάει κατά πάνω του για να χορέψουμε αργά στον ρυθμό του τραγουδιού.
«Μα για ποιον με πέρασες;» ρωτάει και νιώθω τα χέρια του γύρω από την μέση μου να με αγκαλιάζουν τόσο όσο πρέπει.
Απομακρύνομαι και τον κοιτάζω. «Ξέρεις τι νομίζω;» πλέον μιλάω δυνατά, αλλά όχι τόσο όσο πριν. Ήδη νιώθω τον λαιμό μου να μην αντέχει ιδιαίτερα πολύ.
«Τι νομίζεις;»
Σουφρώνω τα χείλη μου «Έχω την εντύπωση ότι εσύ ζήτησες να αλλάξει το τραγούδι» τον κοιτάζω στενεύοντας τα μάτια μου και ανασηκώνει τους ώμους του προσπαθώντας να κρύψει το χαμόγελό του.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Δεν ξέρω. Έτσι πιστεύω» απαντάω και συνεχίζω να λικνίζομαι απαλά στον ρυθμό. «Έχω δίκιο;»
«Μπορεί» παραδέχεται και χαμογελάω χωρίς βέβαια να του το δείξω. «Είμαι σίγουρος πως σου αρέσει όμως» λέει στο αυτί μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα.
Επιλέγω να μην απαντήσω. Αν και έχει δίκιο.
[...]
«Μπορείς να μου πεις που είχες εξαφανιστεί εσύ;» γυρίζει η Ελίζ από την θέση του συνοδηγού και με καρφώνει με το κεραυνοβόλο βλέμμα της. «Σε έψαχνα για περισσότερο από μια ώρα»
Φευγαλέα κοιτάζω τον μπροστινό καθρέφτη και εντοπίζω το γαλάζιο βλέμμα του. Από μέσα μου για κάποιον λόγο κάνω κωλοτούμπες όταν επιβεβαιώνομαι ότι με κοιτάζει.
«Είχα βγει λίγο έξω. Ζαλίστηκα λίγο με την σαμπάνια και την μυρωδιά του τσιγάρου» λέω εν μέρη την αλήθεια και παρατηρώ ένα μικρό χαμόγελο από την θέση του οδηγού.
«Πες έτσι ρε παιδί μου» κάθεται ξανά στην θέση της και αφήνω μια μικρή ανάσα. «Έχασες πάντως τον μονόλογο του πατέρα μου. Είχε πολλή φάση, μόνος του μιλούσε, μόνος του τα άκουγε, μόνος του έπινε. Ευτυχώς που η μαμά μου δεν είχε πιεί σταγόνα και πήρε εκείνη το αυτοκίνητο. Αλλιώς θα έμεναν εκεί το βράδυ»
Έχω απλώσει τα πόδια μου στο κάθισμα προσέχοντας να μην το λερώσω και ακούω στο βάθος την φωνή της Ελίζ. Από το μυαλό μου περνάνε πολλά πράγματα, κυρίως όμως σκέφτομαι την μητέρα της και εκείνον τον άντρα που την κοιτούσε μέσα στα μάτια. Φαίνεται άραγε ο έρωτας που κρύβει κάποιος για ένα πρόσωπο απλά και μόνο μέσα από τον τρόπο που τον κοιτάζει; Και εν τέλη ήταν όντως έρωτας ή απλά ο Νέιτ μπλόφαρε;
«Εσύ καθήκι που ήσουν;» η φωνή της κολλητής μου αντηχεί σαν καμπάνα στα αφτιά μου. «Ούτε εσένα έβρισκα. Πάλι ξελόγιαζες καμία κοπέλα στις τουαλέτες; Μέσα θα σε βάλω ρε ρεμάλι που την πέφτεις στα 18χρονα» του λέει και χαμογελάω μόνη μου.
Όχι ότι θα υπάρξει κάποιο πρόβλημα ή κάποια περίεργη αντίδραση αν της πούμε ότι αυτή τη μια ώρα που μας έψαχνε ήμασταν όντως μαζί, αλλά αποφασίσαμε να μην το πούμε. Χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Ήταν περισσότερο απόφαση της στιγμής.
«Μπα, απλά κατέβηκα στο μπαρ» λέει χαλαρός και αναδεύομαι στην θέση μου.
«Επίσης τι φάση με τον dj;» ρωτάει για άλλη μια φορά η φίλη μου. «Έβαζε ό,τι τραγούδια ήθελε ο τυπάς. Εκεί πάνω που ήμασταν δεν ακουγόντουσαν τόσο καθαρά, αλλά και πάλι δεν ξέραμε πως να χορέψουμε με τα κορίτσια. Μάλλον καψουρεύτηκε και είχε το μυαλό του αλλού, δεν εξηγείται... Χριστέ μου, τα πόδια μου με έχουν πεθάνει!» τα λέει όλα μαζί, αλλά εμένα το μυαλό μου κολλάει σε μια από τις πολλές λέξεις που είπε. Και σχεδόν αμέσως παγώνω.
Κοιτάζω προς τον καθρέφτη του αυτοκινήτου και ευτυχώς κανένα γαλάζιο βλέμμα δεν είναι επικεντρωμένο πάνω μου. Κατεβάζω αργά τα πόδια μου από το κάθισμα και κάθομαι κανονικά όσο μια σκέψη με χτυπάει εντελώς στο άκυρο.
Ας ελπίσω ότι είναι ιδέα μου. Γιατί αν όντως καψουρεύτηκε κάποιος... τότε σίγουρα αυτός ο κάποιος δεν ήταν ο dj.
~~~
Πόσο αγαπώ το Stand by me άραγε; Δεν ξέρω ούτε εγώ η ίδια. Όσες έχετε δει Euphoria την σκηνή με την Λέξι και τον Φεζ, νομίζω μπορείτε να με καταλάβετε.
Btw, Σιεννάκι δεν ήταν ο dj καψουρεμένος, αγάπη. Εγώ ήμουν χοχοχο.
Πλάκα πλάκα, μου έχει τύχει ακριβώς το ίδιο συμβάν (όχι να με σέρνει ένας καρακούκλαρος σε κλαμπ στο Μπρούκλιν, αν είναι δυνατόν). Ο dj την μια έβαζε το tranquila και καπάκι το hotel california.
Άραγε για αυτό έκλεισε εκείνο το κλαμπ την άλλη μέρα; Ουφ.
Τα λέμε στο επόμενο εμείς.
Μέχρι τότε σας στέλνω πολλή αγάπη ♥
Ριρι
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top