16. Είναι εκεί όπου η ψυχή φυλάει πάντα την αλήθεια

Δεν ξέρω πως καταφέρνω να βγάλω σώα την υπόλοιπη μέρα στο βιβλιοπωλείο. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ κάθε φορά που άνοιγα κούτες και διάβαζα προσεκτικά τις λίστες με τα αντίτυπα που έπρεπε να υπάρχουν στο μαγαζί, ήταν ότι με περίμενε η αδελφή του Νέιτ στο σπίτι μου, χωρίς να το ξέρει ο ίδιος του αυτό και ότι όλα αυτά γίνονται πίσω από την πλάτη του Ράιαν που ακόμη δεν ξέρει τίποτα απολύτως. Ένα μπέρδεμα, κοινώς.

Ίσως θα ταίριαζε κάτι τέτοιο και στο βιβλίο μου. Δηλαδή εντάξει, καλοί και άγιοι οι έρωτες, αλλά λίγο μυστήριο σίγουρα θα το έκανε πιο ωραίο.

Και για να είμαι ειλικρινής, αρκετό μυστήριο έζησα σήμερα. Και τρόμο μαζί. Αφού φυγάδευσα προσεκτικά την Τζόι, οκευ αυτό ακούστηκε λες και ήταν κρατούμενη στις φυλακές, έμεινα στο υπόγειο για να τακτοποιήσω τις νέες παραλαβές και να βάλω τις τιμές στα οπισθόφυλλα των βιβλίων.

Ε και το υπόγειο, το έχω ξαναπεί, δεν είναι και το αγαπημένο μου μέρος. Αύριο κιόλας θα αγοράσω μια ροζ μπογιά και θα κατέβω να το βάψω. Θα πάρω και λάμπες, πολλές λάμπες, που να μην τρεμοπαίζουν και να μην καίγονται εύκολα.

Κοιτάζω για άλλη μια φορά το πλέον κατά πολύ τακτοποιημένο υπόγειο και ανεβαίνω τις σκάλες σχεδόν τρέχοντας, όπως κάθε φορά έκανα στο σπίτι μικρή όταν τελείωνε το θρίλερ που έβλεπα κρυφά από τους γονείς μου και πατούσα τρέξιμο μέχρι το δωμάτιό μου γιατί πίστευα ότι ο δολοφόνος της ταινίας είχε τηλεμεταφερθεί στο δικό μου σπίτι και με κυνηγούσε.

Κλείνω την πόρτα και την κλειδώνω μια φορά. Δύο φορές. Το κλειδί για τρίτη δεν γυρνάει οπότε το βγάζω αναγκαστικά από την τρύπα και αφήνω την ανάσα μου ελεύθερη.

Βγάζω βιαστικά την ποδιά μου και την κρεμάω πίσω από την πόρτα που ενώνει τον κεντρικό χώρο του μαγαζιού με τον μικρό διάδρομο. Νέα προσθήκη στο μαγαζί, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, ήταν η πανέμορφη μεταλλική κρεμάστρα καρφωμένη στην πράσινη πόρτα με τα ονόματα μας πάνω από κάθε θέση για να αφήνουμε εκεί τα πράγματά μας.

Ο Μπερνάρντ το χαρακτηρίζει απίστευτη ιδέα και εγώ πεταμένα λεφτά. Αλλά ακόμη δεν έχω παραδεχτεί ότι μπορεί, λέω μπορεί, και να βολεύει. Γιατί αν υπάρχει ένα άτομο που μόλις έρχεται πετάει τα πράγματά του εδώ και εκεί, είναι σίγουρα εγώ. Και οι φορές που με απείλησε η Μέρεντιθ ότι θα πετάξει την τσάντα μου στα σκουπίδια αν την βρει πεταμένη ξανά στο πάτωμα, άπειρες!

«Αφεντικό εγώ φεύγω!» φωνάζω και προσπαθώ να βγάλω τα ακουστικά από την τσάντα μου όσο τον ψάχνω στο βιβλιοπωλείο. «Μπερ! Θα κλειδώσεις εσύ;»

Η Μέρ έχει φύγει ήδη από ώρα για να προλάβει το πρώτο μάθημα πιλάτες στο οποίο γράφτηκε μαζί με κάτι φίλες της. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι θα τις διώξουν πριν καν ολοκληρωθούν τα 60 λεπτά γιατί ξέρω την Μέρεντιθ. Και τις φίλες της. Και ο συνδυασμός είναι κάκιστος!

Με το που στρίβω στην γωνία με τις εγκυκλοπαίδειες, αμέσως το μετανιώνω. «Χριστέ μου, με συγχωρείτε!» γυρίζω την πλάτη και προσπαθώ να κρύψω το σοκ μου.

Σε παρακαλώ, πες μου ότι τα μάτια μου δεν είδαν αυτό που είδαν... Δεν είναι δυνατόν να...

«Γαμώτο ρε παιδί μου, εδώ ήσουν;» φωνάζει ο Μπερνάρντ από πίσω μου και ακούω το χέρι του να συγκρούεται με δύναμη στο μικρό τραπεζάκι.

«Εγώ ήθελα απλά να ενημερώσω ότι φεύγω» λέω με δυσκολία όσο προσπαθώ να κλείσω τα μάτια μου μιας και από την αντανάκλαση του απέναντι τζαμιού μπορώ πεντακάθαρα να δω τον Μπερνάρντ όσο προσπαθεί να κουμπώσει το πουκάμισό του, αλλά και την Νάνσυ Γκιμπς να διορθώνει με βιαστικές κινήσεις το κατακόκκινο φόρεμά της.

Η Νάνσι Γκιμπς. η πρώην διευθύνων σύμβουλος του περιοδικού Times. Και ο Μπερνάρντ, το αφεντικό μου. Μόλις τους έπιασα έτοιμους να κάνουν σεξ κόντρα στην βιβλιοθήκη με τις εγκυκλοπαίδειες.

Σε ποιον να το πω και να με πιστέψει;

«Εντάξει, άσε τα κλειδιά εε... δίπλα από το ταμείο» τον ακούω να λέει όσο απομακρύνομαι από την σκηνή του εγκλήματος όσο πιο γρήγορα γίνεται.

«Μου αρέσει που με διαβεβαίωσες πως θα είμαστε μόνοι μας...» ακούω την Νάνσι Γκιμπς να του λέει χαμηλόφωνα και μάλλον θυμωμένα.

«Με δουλεύεις τώρα κι εσύ;» της απαντάει ο Μπερνάρντ την στιγμή που αφήνω τα κλειδιά ακριβώς δίπλα από το ταμείο για να τα βρει αμέσως μόλις... τελειώσει με την τύπισσα.

«Χριστέ μου, έτσι και μαθευτεί κάτι... Έτσι και μαθευτεί κάτι, έχω τελειώσει!»

Δεν ακούω κάτι άλλο. Βγαίνω από το βιβλιοπωλείο σαν κυνηγημένη και κλείνω την βαριά πόρτα πίσω μου με όση περισσότερη δύναμη μπορώ.

Δηλαδή κάτσε. Για να καταλάβω.

Αποφάσισε ο Μπερνάρντ να κάτσει σε αυτήν επειδή τελικά είναι straight ή απλά επειδή θέλει οπωσδήποτε να γίνει ευρέως γνωστό το βιβλιοπωλείο μας;

Που, εντάξει, πιο λογικό μου ακούγεται το δεύτερο, γιατί αν σκεφτώ πόσες φορές μου έχει πει την γνώμη του για τις straight σχέσεις, θα ήταν απίστευτα δύσκολο να πιστέψω ότι έχει αλλάξει ρότα.

Δεν προλαβαίνω να φτάσω στην πόρτα της πολυκατοικίας και νιώθω το κινητό στην τσέπη μου να δονείται. Μήνυμα από τον Μπερνάρντ; Σπάνιο φαινόμενο να στέλνει μήνυμα. Και πόσο μάλλον SMS και όχι στο Instagram.

Από Αφεντικό: Σιέννα αύριο πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουμε. Έλα στις 10 από το βιβλιοπωλείο.

Σιέννα; Χριστέ μου, για να με λέει Σιέννα και όχι μικρή ανόητη ή μικρή πανέξυπνη, η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή.

Κάνω κίνηση να βγάλω τα κλειδιά από την τσέπη μου, αλλά θυμάμαι τελευταία στιγμή ότι τα έδωσα στην Τζόι για να έρθει εδώ και να κρυφτεί. Κοινώς, φυγάδευσα την αδελφή του παράνομου δεσμού μου, στο σπίτι μου. Αυτό κι αν ακούγεται σαν σενάριο φαντασίας...

Ευτυχώς η πόρτα της εισόδου δεν είναι καλά κλεισμένη, οπότε με μια μου σπρωξιά ανοίγει και μπαίνω μέσα στην πολυκατοικία γρήγορα.

Ένα δεύτερο μήνυμα σκάει στο κινητό μου και έκπληκτη συνειδητοποιώ ότι είναι πάλι από τον Μπερνάρντ.

Από Αφεντικό: Συγνώμη για το σημερινό. Απλά θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν είδες τίποτα.

Χαμογελάω όσο πληκτρολογώ την απάντησή μου.

Προς Αφεντικό: Δεν άκουσα τίποτα, δεν είδα τίποτα, δεν μιλάω για τίποτα ;)

Περήφανη που χρησιμοποίησα τον τίτλο μιας θεατρικής παράστασης που είδα πριν μια 5ετία περίπου, φτάνω στον όροφό μου και χτυπάω το κουδούνι βιαστικά.

Η πόρτα ανοίγει διστακτικά χωρίς να φανεί κάποιος από πίσω και με μια μου κίνηση την ανοίγω διάπλατα και μπαίνω μέσα. Το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι το σπίτι μου μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και τα παντζούρια κατεβασμένα, όπως τα άφησα το πρωί πριν φύγω για την δουλειά.

«Τζόι;» ρωτάω και ψάχνω στα τυφλά τον διακόπτη.

«Εδώ!» νιώθω το χέρι της να με αγγίζει στον ώμο και πετάγομαι μέχρι πάνω.

Ανοίγω το φως και γυρίζω προς το μέρος της. «Τι πάει λάθος μαζί σου; Γιατί κάθεσαι πάντα μες τα σκοτάδια; Είναι κάποιο φετίχ αυτό;» ρωτάω προσπαθώντας να φανώ αστεία και κλείνω βιαστικά την πόρτα πίσω μου.

«Συγνώμη, απλά ήθελα η παρουσία μου να περάσει όσο το δυνατόν απαρατήρητη» δικαιολογείται και κάθεται στην άκρη του μπράτσου του καναπέ μου.

«Δύσκολο αυτό...» μουρμουρίζω για να μην με ακούσει και αφήνω τα πράγματά μου. Κάνω κίνηση να πάω στο μπάνιο, αλλά τελευταία στιγμή σταματάω και γυρίζω να την κοιτάξω. «Ξέρει κανείς ότι είσαι εδώ;»

Κουνάει αρνητικά το κεφάλι της και αρχίζει η καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. «Κανείς»

Η παλάμη μου με φαγουρίζει να πάρω αμέσως τηλέφωνο τον Νέιτ, αλλά προσπαθώ να αντισταθώ. «Θα πάρω την Ελίζ» της λέω τελικά και πριν προλάβει να απαντήσει, χώνομαι στο μπάνιο κλειδώνοντας πίσω μου την πόρτα.

«Θα πάρετε την δική μου άδεια για να φύγουν αυτές οι κούτες... Δεν με απασχολεί τι λέει ο γραφίστας, αν δεν το εγκρίνω εγώ το σχέδιο δεν τυπώνεται τίποτα, το καταλάβαμε αυτό; Έλα Σιεννάκι, τι συμβαίνει;» λέει η κολλητή μου από την άλλη πλευρά της γραμμής και στηρίζομαι στον νεροχύτη.

«Σε χρειάζομαι! Έχεις δουλειά;» ρωτάω αν και είναι αυτονόητο. Από πίσω της ακούω φωνές και πάω στοίχημα ότι η κολλητή μου έχει ήδη αρχίσει τις φωνές.

«Τι συμβαίνει;» ρωτάει μάλλον εμένα, αλλά πριν απαντήσω, συνεχίζει απομακρύνοντας το κινητό από το αυτί της. «Ενρίκε, πάρε αυτές τις μπούρδες που μου έφερες και σε δύο ώρες θέλω τα νέα σχέδια εκτυπωμένα στο γραφείο μου. Και έναν λάτε από τα Starbucks στην γωνία!» Κοιτάζω τις παρανυχίδες στα δάχτυλά μου όσο περιμένω. «Έλα, Σιέννα. Λέγε, τι συμβαίνει;»

Ξεροκαταπίνω. «Η Τζόι είναι εδώ»

Ησυχία. Σχεδόν νεκρική ησυχία στην άλλη γραμμή.

«Ποιά Τζόι;»

«Η αδελφή του Νέιτ». Ξανά ησυχία. «Ελ με ακ-;»

«Σε 10 λεπτά είμαι εκεί. Μην την αφήσεις να φύγει»

Κοιτάζω για όγδοη φορά το ρολόι του κινητού μου, αλλά δυστυχώς η ώρα περνάει πιο βασανιστικά και από τις βραδινές μου βάρδιες στο βιβλιοπωλείο, πριν γίνει διάσημο.

Με το που μπήκε η Ελίζ στο σπίτι, κυριολεκτικά ακριβώς 10 λεπτά μετά το τηλεφώνημα, απλά έχουν κλειστεί και οι δύο τους στο δωμάτιό μου και συζητούν τόσο χαμηλόφωνα που πραγματικά δεν μπορώ να ακούσω τίποτα.

Και δεν είναι αυτό το θέμα. Ο Νέιτ μου έστειλε διακόσια μηνύματα ρωτώντας με αν είμαι καλά και γιατί δεν απαντάω στις κλήσεις του. Και στο τελευταίο μάλιστα με απειλησε πως αν δεν απαντήσω, θα έρθει από το σπίτι.

Και εγώ τι κάνω; Από το άγχος μου καθάρισα όλα τα φρούτα που είχα στην φρουτιέρα, λεπτομερώς χωρίς να τα πετσοκόψω όπως κάνω πάντα, και έχω κάνει μια φρουτοσαλάτα, την οποία και τρώω δίχως σταματημό.

Και οι άλλες ακόμη δεν λένε να βγουν.

Μήπως να κάτσω να γράψω;

Με τόσα σενάρια εξάλλου που υπάρχουν αυτή την στιγμή στον εγκέφαλό μου, άνετα μπορώ να κάτσω και να γράψω στο βιβλίο μου. Και να το γυρίσω μάλιστα σε επιστημονική φαντασία.

Ή απλά να πάρω τηλέφωνο τον Νέιτ και να τον διαβεβαιώσω ότι είμαι καλά και ότι δεν χρειάζεται να έρθει σπίτι μου;

Βασικά, ξέρω πως θα έρθει. Είναι τόσο ξεροκέφαλος όσο και εγώ.

Οπότε μάλλον απλά πρέπει να χτυπήσω για τρίτη φορά διακριτικά την πόρτα του δωματίου μου και να ζητήσω ευγενικά να τελειώνουν γιατί θα τις πάρει ο διάολος και τις δύο.

Ναι. Αυτό θα κάνω, τέλος.

Με το που σηκώνομαι, βέβαια, από την καρέκλα της κουζίνας, ακούω το κλειδί του δωματίου μου να γυρνάει -μα καλά είχαν κλειδώσει;-, και την Ελίζ να βγαίνει πρώτη έχοντας ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη της.

«Την σκότωσες;» ρωτάω τρομοκρατημένη και ρολάρει τα μάτια της.

«Και θα γέμιζα αίματα το πανάκριβο Burberry σακάκι; Πας καλά;» έρχεται δίπλα μου και τσιμπάει ένα κομμάτι μήλο.

«Σε έχω ικανή να ντύθηκες με δικά μου ρούχα για να μην λερωθείς» μουρμουρίζω και ρουφάει ειρωνικά την μύτη της.

«Τζόι βγες, γιατί νομίζει πως σε σκότωσα!» φωνάζει και ακούω ένα μικρό, και μάλλον ψεύτικο, γελάκι από το δωμάτιό μου.

«Μπορείς να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει;» ρωτάω χαμηλόφωνα την κολλητή μου και σταματάει να μασουλάει γρήγορα την μπουκιά της. «Είναι καλά; Έχει κάποιο θέμα με την υγεία της και φοβάται να το πει στον Νέιτ; Έχει μπλέξει με τα ναρκωτικά;»

«Σοβαρέψου μωρέ!»

«Ναι, συγνώμη κιόλας που τόση μυστικοπάθεια με κάνει να σκέφτομαι αυτά τα πράγματα» ειρωνεύομαι και κουνάει το κεφάλι της. «Απλά θέλω να μάθω την αλήθεια!»

«Βλακείες...» μουρμουρίζει η κολλητή μου και την κοιτάζω εκνευρισμένη. «Πραγματικά»

«Ελίζ...»

«Σιέννα!» ακούω την φωνή της Τζόι από πίσω μου. «Η Ελίζ έχει δίκιο. Κακώς σε έμπλεξα και εσένα σε όλο αυτό. Και, ειλικρινά, συγνώμη για το βάρος» έρχεται δίπλα στην Ελίζ και εκείνη την κοιτάζει σκεπτική όσο τρώει μια φέτα αχλάδι. «Θα φύγω σήμερα. Θα με πάει η Ελίζ στον σταθμό του τρένου και-»

«Με δουλεύετε και οι δύο τώρα;» ρωτάω έκπληκτη και με κοιτάζουν απορημένες. «Πρώτα εμφανίζεσαι εσύ» δείχνω την Τζόι «εντελώς στο άκυρο στο βιβλιοπωλείο και καλά ως καινούρια υπάλληλος, που πραγματικά απορώ πως σε δέχτηκε ο Μπερνάρντ και τι ψέματα του είπες, μένεις κρυφά στο σπίτι της Ελίζ για να μην σε βρει ο Νέιτ, συναντιέστε στο πάρτι του βιβλιοπωλείου και μαλώνετε, σε βλέπω ύστερα στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου κρυμμένη να μου λες ότι δεν θες να σε βρει ο αδελφός σου και σε φέρνω εδώ» παίρνω μια ανάσα και κοιτάζω την κολλητή μου. «Και μου λέτε ότι όλα αυτά είναι βλακείες; Με κοροϊδεύετε;»

«Σι ηρέμησε!» ανασηκώνεται η Ελίζ και διορθώνει το σακάκι της. «Ειλικρινά δεν είναι κάτι σπουδαίο»

«Ωραία, λοιπόν» σταυρώνω τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι. «Εφόσον δεν είναι σπουδαίο, μπορείτε να μου το πείτε στα γρήγορα. Ακούω»

Κοιτιούνται μεταξύ τους και η Τζόι κουνάει ανεπαίσθητα το κεφάλι της. Ύστερα τραβάει την καρέκλα απέναντί μου και κάθεται με τον ίδιο τρόπο όπως εγώ. «Εντάξει» ψιθυρίζει «Θα σου πω»

Η κολλητή μου χτυπάει δυνατά τις παλάμες της. «Τα έχω ακούσει 60 χιλιάδες φορές. Οπότε καλύτερα να πηγαίνω πριν εκνευριστώ περισσότερο» αφήνει ένα φιλί στον κρόταφό μου και ένα στο μάγουλο της Τζόι. «Θα έρθεις μόνη σου ή να περάσω να σε πάρω;»

«Θα έρθω μόνη μου, Ελ» της λέει εκείνη και σουφρώνω τα φρύδια μου. Γιατί την λέει Ελ; Αυτό δεν είναι κάτι δικό μας; «Δεν θα αργήσω»

Με το που χτυπάει η πόρτα πίσω από την Ελίζ, ανακάθομαι και την κοιτάζω με σοβαρό ύφος. «Σε ακούω» λέω με τρεμάμενη φωνή. Δεν ξέρω καν γιατί τρέμω.

«Ο λόγος που ήρθα εδώ...» ξεκινάει αλλά βλέπω ότι ζορίζεται. «Μην με πεις ηλίθια!» με κοιτάζει προειδοποιητικά και στενεύω τα μάτια μου.

«Για ποιον λόγο να σε πω ηλίθια;»

Ξεροκαταπίνει. «Είναι ο Μέισον» λέει κάτω από τα δόντια της και για λίγο την κοιτάζω μπερδεμένη.

«Ποιος είναι ο Μέισον;» στηρίζω το πηγούνι μου στο χέρι μου εμφανώς ανακουφισμένη. Όχι ότι είμαι υπερβολική, αλλά περίμενα να ακούσω κάτι πολύ, πολύ χειρότερο.

Με κοιτάζει ευθεία στα μάτια, υπενθυμίζοντάς μου για άλλη μια φορά πόσο ίδια είναι με του Νέιτ. Και με τα δικά μου. «Ο αδελφός της Ελίζ, Σιέννα».

Γουρλώνω τα μάτια μου. «Από που ξέρεις τον Μέισον;» ρωτάω αν και είμαι σχεδόν σίγουρη πως ξέρω την απάντηση. Όπως και την συνέχεια της ιστορίας που πάω στοίχημα ότι δεν θα είναι και η καλύτερη.

Παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Από μωρό τον ξέρω. Δεν ξέρω αν σου έχει αναφέρει ο Νέιτ, αλλά η οικογένειά μας και η οικογένεια της Ελίζ έχουμε τις καλύτερες σχέσεις. Από πάντα, δεν ξέρω. Ακόμη και οι γιαγιάδες μας ήταν κολλητές, να φανταστείς» γνέφω καθώς όντως θυμάμαι να μου μιλάει ο Νέιτ για αυτό την ημέρα που είχα βρει ότι έχει αδελφή. «Ο αδελφός μου και ο Μέισον από μικροί ήταν κολλητάρια, αχώριστοι. Κυριολεκτικά. Έκαναν τα πάντα μαζί. Γενέθλια, γιορτές, σχολείο, γκόμενες» λέει το τελευταίο και κατεβάζει το κεφάλι της. «Γενικά οι δύο τους έχουν περάσει πολλά»

«Εσύ που εμπλέκεσαι σε όλο αυτό;» ρωτάω ενώ ταυτόχρονα κοιτάζω το ρολόι. Γιατί έχω την εντύπωση ότι όπου να ναι θα έρθει ο Νέιτ;

«Εγώ ήμουν η μικρή. Το μωρό. Όταν γεννήθηκα εγώ, ο Νέιτ και ο Μέισον ήταν 8 χρονών, η Ελίζ ήταν 2. Ο Νέιτ είχε τρελαθεί μαζί της. Τον δικαιολογώ όμως, ήταν μικρός και η Ελίζ πολύ ξεπεταγμένη για την ηλικία της» λέει χιουμοριστικά και κουνάει το κεφάλι της. «Εμένα με πρόσεχε περισσότερο ο Μέισον. Πάντα ήμασταν κοντά. Τότε μέναμε και στην ίδια γειτονιά και μπορείς να φανταστείς τι γινόταν» παίρνει μια ακόμη βαθιά ανάσα λες και ετοιμάζεται να γεννήσει. Εντωμεταξύ έτσι όπως την πηγαίνει την ιστορία στο τέλος θα γεννήσω εγώ. «Τα χρόνια πέρασαν, όλοι μεγαλώσαμε. Και αλλάξαμε. Πάντα όμως με πρόσεχαν. Και οι τρείς. Είμαι η χαϊδεμένη, όσο να ναι. Όταν πέρασε η Ελίζ στο πανεπιστήμιο, ο Νέιτ ήταν ήδη στον τρίτο χρόνο και μετακόμισαν μαζί στο Μανχάταν για να μοιράζονται τα έξοδα. Ο Μέισον δεν πέρασε κάπου, δεν ήταν και ο καλύτερος μαθητής. Και αυτός ήταν ο λόγος που οι γονείς του τον έδιωξαν από το σπίτι»

Γουρλώνω τα μάτια μου. «Τον έδιωξαν τότε;» ρωτάω και εκείνη γνέφει. «Εγώ ξέρω ότι μάλωνε με τον κύριο Βίνσεντ συχνά και ότι πριν 3 χρόνια...»

«Ξέρω, αυτό λέει η Ελίζ σε όλους» με διακόπτει και πλέον παίζει με το καρεδάκι που έχω στρωμένο πάνω στο τραπέζι. «Όταν έφυγε τότε ο Μέισον, ήρθε σε εμάς. Μίλησε με τους γονείς μου, αλλά δεν μπορούσαν να τον αφήσουν να μείνει. Ήμασταν κυριολεκτικά μια γειτονιά, θα το μάθαιναν αν έμενε ακριβώς απέναντι» χαμογελάει σαν να θυμήθηκε κάτι. «Και εκεί εμφανίζομαι εγώ»

«Τον βοήθησες;» μαντεύω και γνέφει.

«Τον έπεισα να διαβάσει και να κάνει αιτήσεις για κολέγια. Ακόμη δεν έχω καταλάβει πως το κατάφερα αυτό και πως στο καλό άκουσε ένα μικρό κορίτσι που δεν είχε ιδέα για το τι είναι κολέγιο. Αλλά, Σιέννα, τον έβλεπα. Ήταν στεναχωρημένος. Και απογοητευμένος με τον εαυτό του. Πάντα η σύγκρισή του με τον Νέιτ ήταν μοιραία και καταλαβαίνεις...»

«Και τελικά;»

«Έπεισε τον πατέρα του και εκείνος του έδωσε δεύτερη ευκαιρία. Τον απείλησε ότι αν δεν περνούσε πάλι πουθενά θα τον άφηνε στον δρόμο» κλείνω με το χέρι μου το στόμα μου. Αποκλείεται ο Βίνσεντ... ο Βίνσεντ που ξέρω εγώ δεν θα έλεγε ποτέ κάτι τέτοιο σε κανέναν. Πως είναι δυνατόν; «Είχε κάνει αίτηση για ένα κολέγιο στο Μπρούκλιν και ήταν η μοναδική θετική απάντηση που έλαβε, προφανώς και δεν το είχε πει στον πατέρα του. Το επόμενο πρωί σηκώθηκε και έφυγε από το σπίτι και μετακόμισε μόνιμα εκεί. Είχα να τον δω 7 χρόνια. Μάθαινα από τους γονείς μας ότι τέλειωσε την σχολή του και ότι πλέον δουλεύει σε ένα μεγάλο κλαμπ στο κέντρο για να βγάζει τα λεφτά του»

«Στο Avant Gardner» λέω και με κοιτάζει απορημένη. «Μη ρωτάς, τουλάχιστον αυτό το ήξερα!» αστειεύομαι. «Πότε τον είδες ξανά;» ρωτάω και ξεροκαταπίνει.

«Πέρυσι. Είχα έρθει με κάτι φίλες μου για το ΣΚ εδώ και ήξερα ότι δούλευε εκεί. Και απλά ήθελα να τον δω»

«Ο Νέιτ το ήξερε;»

Κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι. Δηλαδή, ναι. Ήξερε ότι θα ερχόμουν εδώ, αλλά εκείνος ήταν στην Βοστώνη, αρκετά χιλιόμετρα μακριά και χωρίς κανέναν τρόπο να με εμποδίσει να κάνω αυτό που θέλω. Τα είχαν σπάσει εδώ και αρκετό καιρό για μια γκόμενα, δεν έχω ιδέα...»

Για γκόμενα; Αυτό δεν μου το είπε ποτέ ο Νέιτ. Εμένα μου άδειαζε αρλούμπες για το ότι κάνεις πράγματα για κάποιον και αυτός δεν στα ανταποδίδει και δεν ξέρω κι εγώ τι.

«Και τι έγινε;» ρωτάω ανυπομόνα.

Καταλαβαίνω ότι τα κουνάει νευρικά τα πόδια της από την ελαφριά κίνηση του τραπεζιού. «Είχε αλλάξει, Σιέννα. Πάρα πολύ. Και... δεν ξέρω. Ίσως πάντα να ήμουν ερωτευμένη μαζί του»

«Είσαι ερωτευμένη με τον Μέισον;» ρωτάω αυτό που από την αρχή της ιστορίας ήθελα και εκείνη γνέφει. «Τζόι, τι συνέβη μεταξύ σας;»

Την παρατηρώ που με το ζόρι συγκρατεί τα δάκρυά της. «Δεν αποσκοπούσα τίποτα. Απλά πήγα να τον δω. Χάρηκε που με είδε και ξέρεις... κάτσαμε μαζί και συζητούσαμε ώρες για όλα αυτά τα χρόνια που είχαν περάσει. Ενθουσιάστηκε που σπούδαζα φυσικοθεραπεία, πάντα βλέπεις του άρεσε να του κάνω μασάζ» λέει και δεν καταλαβαίνω αν το εννοεί ή είναι αστείο. «Ενδόμυχα ίσως και αυτός να ήταν η αιτία που επέλεξα αυτό μπροστά σε χίλια άλλα επαγγέλματα»

Ακούγεται ένας ήχος από το κινητό μου, αλλά δεν δίνω σημασία.

«Εκείνο το βράδυ μέθυσα» συνεχίζει «οι φίλες μου είχαν χαθεί μέσα στο κλαμπ, το επόμενο πρωί τις μάζεψα από άκυρα σπίτια αντρών. Εγώ... εγώ είχα φύγει μαζί με τον Μέισον. Του είχα ζητήσει να με επιστρέψει στο ξενοδοχείο, αλλά δεν το δέχτηκε. Έλεγε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να με αφήσει να κοιμηθώ μόνη τώρα που με βρήκε ύστερα από 6 χρόνια. Χάρηκα, δεν θα σου πω ψέματα. Και, βαθιά μέσα μου πίστευα ότι έχει παρατηρήσει και εκείνος την αλλαγή. Δεν ήμουν εκείνο το 12χρονο που τον έβλεπε στον δρόμο και έτρεχε για να του κατεβάσει το παντελόνι και μετά να τρέξει για να κρυφτεί»

«Κάνατε σεξ;» ψιθυρίζω και την βλέπω να δαγκώνεται.

«Ναι» ψελλίζει και ανοίγω το στόμα μου. «Δεν θυμάμαι πολλά, αλλά θυμάμαι ότι ήθελα. Πάρα πολύ. Ήθελα να είναι ο πρώτος μου, ξέρεις τον εμπιστευόμουν» κάνει μια παύση και δεν ξέρω αν πρέπει να πω κάτι. «Το άλλο πρωί βρήκα ενα σημείωμα που έλεγε ότι είχε δουλειά και ότι το ξενοδοχείο είναι ένα 10λεπτο από το σπίτι του. Τον έπαιρνα τηλέφωνα αλλά δεν το σήκωνε. Ένιωσα... δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ηλίθια ένιωσα»

Απλώνω το χέρι μου και χαϊδεύω το δικό της. «Τζόι...»

«Το ίδιο βράδυ πήγαμε ξανά με τα κορίτσια στο club. Δεν γινόταν να το αφήσω έτσι. Ήταν η τελευταία μας νύχτα στο Μπρούκλιν. Τον βρήκα σχεδόν αμέσως και του ζήτησα να μιλήσουμε. Στην αρχή ήταν χαρούμενος που με έβλεπε, υποθέτω επειδή είχε άτομα τριγύρω. Με το που μείναμε μόνοι μας, άλλαξε. Με ρώτησε με ποιο δικαίωμα ήρθα ξανά εδώ και ότι αν θέλω να με πηδήξει μπορούσα να περιμένω μέχρι να σχολάσει. Τον ρώτησα γιατί μου συμπεριφέρεται έτσι και ξαφνικά ένιωσα λες και δεν μιλούσα στον Μέισον. Λες και αυτός ο άντρας μπροστά μου ήταν ένας κακός άνθρωπος. Αλλά εξακολουθούσα να επηρεάζομαι από τα πάντα επάνω του, με τραβούσαν σαν μαγνήτης, σαν...»

«Μη μου πεις ότι...»

«Έγινε ξανά. Το ίδιο βράδυ. Έμεινα στο κλαμπ να τον κοιτάζω μέχρι να σχολάσει. Όταν πήγαινε στο αυτοκίνητό του πήγα και τον βρήκα. Δεν με άφησε να μιλήσω, απλά με έβαλε μέσα και με πήδηξε. Ξανά. Και στο σπίτι του, ξανά» βλέπω τα δάκρυα στα μάτια της. «Αυτό συνεχίστηκε για τρεις μήνες. Είτε πήγαινα εγώ στο Μπρούκλιν με την πρόφαση ότι παρακολουθούσα κάθε Σαββατοκύριακο ένα σεμινάριο, είτε ερχόταν εκείνος κρυφά από όλους και για δύο μέρες χανόμουν μαζί του»

Κι άλλο μήνυμα στο κινητό μου. Και αρχίζω σιγά σιγά να ανησυχώ.

«Η Ελίζ; Το ήξερε; Ο Νέιτ;»

Χαμογελάει θλιμμένα. «Ο Νέιτ μας έπιασε ένα βράδυ στο δωμάτιό μου. Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν όταν τον κάλεσα να έρθει στο σπίτι. Ήξερα ότι κανείς δεν ήταν εδώ και δεν είχα όρεξη για άλλη μια φορά να πάω σε ένα απρόσωπο ξενοδοχείο. Η Ελίζ το έμαθε την επόμενη μέρα. Εγώ της το είπα. Αλλά ήταν αργά»

«Τι εννοείς αργά;»

«Ο Νέιτ πλακώθηκε άσχημα με τον Μέισον. Δεν ξέρω αν έφταιγε μόνο το γεγονός ότι ο πρώην κολλητός του χαμουρευόταν με την αδελφή του ή αν ταυτόχρονα έλυναν κι άλλα, παλιότερα θέματά τους. Αλλά έγινε χαμός. Ο Μέισον έφυγε με σπασμένη μύτη και πολλαπλά χτυπήματα στο κεφάλι και εγώ έκλαιγα, ούρλιαζα τό όνομά του όσο τον έβλεπα να μπαίνει μέσα στο αμάξι του και να φεύγει. Ήταν το τελευταίο βράδυ που τον είδα»

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν τόσες πολλές νέες πληροφορίες στο κεφάλι μου, που αισθάνομαι ότι είναι έτοιμο να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.

«Και θες να μου πεις, ότι ήρθες πάλι εδώ μετά από τόσο καιρό, για να κάνεις τι ακριβώς;»

Με κοιτάζει σαν να πιστεύει ότι δεν κατάλαβα όλα αυτά που μου είπε. «Να δω τον Μέισον, προφανώς!»

Προφανώς;

Όντως τώρα; Προφανώς;

Σηκώνομαι όρθια και ανοίγω το ψυγείο για να πάρω ένα μπουκάλι κρασί. Όχι για να της το φέρω στο κεφάλι, παρόλο που με αυτά που ακούω θα ήταν πολύ καλή λύση, αλλά για να πιω μπας και αφομιώσω όλα αυτά που έχω ακούσει.

«Ξέρω ότι όλα αυτά είναι βαριά για εσένα» συνεχίζει να λέει όσο ψάχνω ένα ποτήρι από ντουλάπι. Που στο διάολο έχω βάλει τα δύο κρυστάλλινα που αγόρασα τις προάλλες γαμώτο μου;

«Βαριά;» ρωτάω ειρωνικά και την ακούω να ξεφυσάει.

«Μη ξεχνάς ότι εσύ ήθελες να στα πω όλα» γυρίζω να την κοιτάξω έκπληκτη. «Τι; Δεν φταίω εγώ!»

Γελάω. «Όντως τώρα Τζόι; Δεν φταίς;»

Πωπω. Γίνεται η αδελφή μου να μείνει για πάντα 7 χρονών; Τα μικρά αδέρφια μόνο σε μπλεξίματα ξέρουν να σε φέρνουν.

«Όχι γενικά. Για τώρα σου μιλάω» στηρίζει το πρόσωπό της στα χέρια της και με κοιτάζει εξεταστικά. «Συγγνώμη. Δεν ήταν ανάγκη να μάθεις όλες αυτές τις βλακείες»

Παίρνω το σχεδόν γεμάτο ποτήρι με το κρασί και ξανακάθομαι στην θέση μου. Πίνω μια γενναία γουλιά. «Είπες στον Νέιτ την αλήθεια;» ρωτάω και γνέφει σοβαρή. «Ότι ήρθες εδώ για να δεις τον Μέισον;» ξαναγνέφει. «Και τι σκέφτεσαι να κάνεις μόλις τον δεις;»

Μένει ακίνητη. «Δεν ξέρω. Δεν το έχω σκεφτεί αυτό»

«Η Ελίζ τι σου έλεγε τόση ώρα μέσα;» ξαναπίνω άλλη μια γουλιά κρασί και νιώθω σιγά σιγά το μπέρδεμα να ξεδιαλύνεται στο κεφάλι μου.

Σκύβει το κεφάλι της. «Αυτά που μου λέει από την στιγμή που έμαθε για τον Μέισον. Να τον ξεχάσω, να κόψω τις μαλακίες, να σοβαρευτώ και άλλα τέτοια» ανασηκώνει τους ώμους της. «Γενικά η Ελίζ δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις με τον Μέισον. Ποτέ δεν τις είχε. Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος ο αδελφός της»

Απλώνω το χέρι μου και αγγίζω το δικό της. «Τζόι, νομίζω πως η Ελίζ έχει δίκ-» ο ήχος του κουδουνιού διακόπτει την πρότασή μου και απευθείας γουρλώνω τα μάτια μου.

Σκατά.

Σκατάσκατάσκατάσκατά!

Ο Νέιτ.

Η Τζόι με κοιτάζει περίεργη. «Τι συμβαίνει; Χλώμιασες!»

Σηκώνομαι όρθια αποτελειώνοντας το κρασί στο ποτήρι μου. «Ο αδελφός σου. Στην πόρτα. Κουδούνι. Χτυπάει» απαντάω και την πιάνω από το χέρι για να σηκωθεί.

«Ωραία και γιατί κάνεις έτσι;» ψιθυρίζει παίρνοντάς μου το ποτήρι από το χέρι.

«Θες να σε δει εδώ; Με δουλεύεις;» ρωτάω και την σπρώχνω στο μπάνιο.

Τι στο διάολο; Πως γίνεται μέσα σε μια μέρα να κρύβω δύο άτομα στο μπάνιο για να μην τους δει αυτός που χτυπάει με μανία τα κουδούνια; Εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις, μα και στις δύο τη μαλακία την έχω κάνει εγώ.

Και κανείς άλλος.

«Χαλάρωσε. Θα του πούμε ότι η Ελίζ με έφερε εδώ μόλις με βρήκε και πως πετάχτηκε να μαζέψει τα πράγματά μου από το σπίτι για να γυρίσει να με πάρει και να με πάει στον σταθμό» λέει τόσο γρήγορα που το μόνο που καταλαβαίνω είναι το όνομα της Ελίζ και η λέξη σταθμός στο τέλος.

«Χριστέ μου, για όλα έχεις μια απάντηση;» ρωτάω ειρωνικά και μου δείχνει αυτό το χαμόγελο που έχω συνηθίσει στον αδελφό της. «Είσαι αδελφή του αδελφού σου» πετάω και ανασηκώνει τους ώμους της ενώ το κουδούνι και η φωνή του Νέιτ ακούγονται πιο δυνατά πλέον στα αυτιά μου.

Της κλείνω την πόρτα αλλά εκείνη την ξανανοίγει. «Τι; Θες να σε κλειδώσω μήπως;» την απειλώ όσο εξετάζω το σαλόνι και την κουζίνα για να δω αν ξέχασε τίποτα μέσα.

«Όχι, απλά να σου υπενθυμίσω ότι πρέπει κάποια στιγμή να μου πεις και εσύ για την σχέση σου με τον αδελφό μου» λέει και κοκκαλώνω. «Δηλαδή, εντάξει, δεν είμαι τυφλή, ούτε χαζή, παρόλο που ισχυρίζεται ο Νέιτ το αντίθετο, αλλά θα περιμένω να μου τα πεις εσύ» μου κλείνει το μάτι και τραβάει την πόρτα για να την κλείσει.

«Λες βλακείες. Δεν έχω σχέση με τον Νέιτ» απαντάω στην κλειστή πόρτα και ακούω ένα γέλιο από μέσα. Ναι, βασικά με τον τρόπο που το είπα οριακά θα έπρεπε να γελάσει και η πόρτα.

Διορθώνομαι και τρέχω στην εξώπορτα.

«Νέιτ. Γειά!» λέω όσο πιο χαμογελαστή μπορώ για να εισπράξω το πιο μοχθηρό του βλέμμα και τα πανέμορφα φουρτουνιασμένα μάτια του.

«Έχεις. Πεθάνει.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top