14. Τότε χτύπησαν την πόρτα {...} Και έτσι μια καινούρια θλίψη μπήκε στον κόσμο
Disclaimer: Ο ολόκληρος τίτλος του κεφαλαίου είναι: 14. Τότε χτύπησαν την πόρτα. Κι εγώ, αφελής όπως πάντα, άνοιξα. Και έτσι μια καινούρια θλίψη μπήκε στον κόσμο.
Απλά το wattpad μάλλον δεν θέλει να βάζουμε σιδηρόδρομους για τίτλους. Έλεος. Άλλα κι άλλα δεν το πειράζουν, οι μεγάλοι μας τίτλοι το ενόχλησαν λολ.
~~~
Το πρωί ξυπνάω με δυσκολία. Ίσως φταίνε τα απανωτά ποτά που κατέβασα το προηγούμενο βράδυ, αν και συνήθως ακόμη και όταν πίνω ποτέ δεν έχω θέμα με το πρωινό ξύπνημα.
Τεντώνομαι αλλά αμέσως το μετανιώνω γιατί όλο μου το σώμα είναι πιασμένο από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Δεν ξέρω κατά πόσο ήταν τελικά καλή ιδέα να γίνουν τα εγκαίνια μεσοβδόμαδα και όχι μια χαλαρή Παρασκευή ή Σάββατο. Μια μέρα τέλος πάντων που να μην χρειάζεται να ξυπνήσω από τις 8 το επόμενο πρωί γιατί πιάνω δουλειά στις 10.
Ανακάθομαι στο κρεβάτι και παίρνω το κινητό μου από το κομοδίνο. Το ξυπνητήρι μετά από 10 προσπάθειες να με ξυπνήσει στην ώρα μου με αναβολή κάθε 5 λεπτά, τελικά σταμάτησε από μόνο του, μάλλον καταλαβαίνοντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ξυπνήσω.
Κάνω να διώξω τα σκεπάσματα από πάνω μου, αλλά ένα χέρι τυλίγεται γύρω από την μέση μου τραβώντας με προς το κέντρο του κρεβατιού.
«Καλημέρα όμορφη!» μια σέξι αγουροξυπνημένη φωνή ακούγεται από δίπλα μου και γουργουρίζω όσο χώνομαι στην αγκαλιά του Νέιτ.
«Καλημέρα και σε εσένα όμορφε» ψιθυρίζω και κοιτάζω το πανέμορφο πρόσωπό του. Μου χαμογελάει στραβά και έπειτα κολλάει τα απαλά του χείλη στα δικά μου, μια συνήθεια που αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι. Όχι τα φιλιά μαζί του προφανώς, τα φιλιά αμέσως μετά το ξύπνημα.
Πρέπει οπωσδήποτε να έχω καραμέλες εύκαιρες στο κομοδίνο μου, αν πρόκειται να συμβαίνει αυτό. Τον Νέιτ δεν τον νοιάζει καθόλου, σε αντίθεση με τον Ράιαν που και εκείνος το απέφευγε.
Ο Ράιαν.
Κάθε φορά που τον φέρνω στο μυαλό μου η καρδιά μου σφίγγεται.
Δεν μπορώ να ευχαριστηθώ οτιδήποτε κάνω με τον Νέιτ, σκεπτόμενη ότι ακόμη η ιστορία μου με τον Ράιαν δεν έχει τελειώσει. Είμαι απαίσια που του κάνω κάτι τέτοιο, ενώ εκείνος βρίσκεται σε μια άλλη πόλη, σε ένα νοσοκομείο δίπλα στην μητέρα του και πιστεύοντας ότι η κοπέλα του τον περιμένει στο σπίτι.
Είμαι απαίσια. Φρικτή. Τραγική.
«Τι σκέφτεσαι μωρό μου;» μουρμουρίζει και με τραβάει εξ ολοκλήρου στην αγκαλιά του.
Κοιτάζω τα καταγάλανα μάτια του και τις τούφες των μαλλιών του που πέφτουν στο μέτωπό του.
Δεν του αξίζει να του συμπεριφέρομαι έτσι. Ούτε σε εκείνον, ούτε στον Ράιαν. Για ποιον λόγο τα έχω κάνει τόσο σκατά στην ζωή μου;
«Ήταν πολύ ωραία που κοιμηθήκαμε μαζί» παρατηρώ και απλώνω το χέρι μου για να χαϊδέψω το γυμνό του στέρνο.
Ήταν ριψοκίνδυνο να τον φέρω εδώ, αλλά εχθές το βράδυ δεν σκεφτόμουν. Και δεν με ένοιαζε. Γυρίσαμε μαζί με το αυτοκίνητό του, παρόλο που το βιβλιοπωλείο είναι 1 τετράγωνο μακριά, και όταν πήγε να με αφήσει, του ζήτησα να ανέβει πάνω μαζί μου.
Δεν το σκέφτηκε ούτε δευτερόλεπτο. Αμέσως έσβησε το αυτοκίνητο και με πήρε στην αγκαλιά του για να ανέβουμε μαζί. Το μόνο που θυμάμαι είναι απλά να πέφτω με δύναμη στο κρεβάτι χωρίς καν να έχω βγάλει το φόρεμά μου και να με παίρνει ο ύπνος αμέσως.
«Μου αρέσει να κοιμάμαι μαζί σου» διορθώνει μια τούφα από τα μαλλιά μου όσο με κοιτάζει χαμογελαστός. «Είσαι τόσο ήρεμη, καμία σχέση με το πως είσαι όλη την υπόλοιπη μέρα» κοροϊδεύει και τον χτυπάω μαλακά στο μπράτσο.
«Εσύ από την άλλη δεν σταμάτησες να με κλοτσάς» του λέω και γελάει δυνατά. «Τυχερός είσαι που δεν πήγα να κοιμηθώ στον καναπέ» βάζω το κεφάλι μου στο στέρνο του και ακούω την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα, ακριβώς όπως η δική μου από τότε που τον γνώρισα.
«Αν πήγαινες στον καναπέ, θα ερχόμουν μαζί σου» απαντάει αμέσως και ρολάρω τα μάτια μου χωρίς να με βλέπει. «Τουλάχιστον με άφησες να σου βγάλω το φόρεμα χωρίς να με εμποδίζεις. Και αυτή η μαλακία με το ζόρι βγήκε»
Μουγκρίζω και κοιτάζω το φόρεμα της Ελίζ κρεμασμένο στην καρέκλα μπροστά από την μικρή μου τουαλέτα. «Δεν ξέρω πως έπαιρνα ανάσες εχθές, σε κάποια φάση παίζει να είχα μελανιάσει και κατέβασα για λίγο το φερμουάρ για να ανασάνω σαν άνθρωπος» παραδέχομαι και μου φιλάει τα μαλλιά.
«Πως στο καλό φοράτε τέτοια φορέματα; Και μόνο που τα βλέπω αισθάνομαι άβολα»
Τώρα είναι η δική μου σειρά να γελάσω. «Δεν έχεις ιδέα. Η ομορφιά όμως χρειάζεται θυσίες και, πίστεψέ με, αν πήγαινα εχθές στα εγκαίνια με τις φόρμες μου, θα ήταν ακόμη πιο άβολο» αστειεύομαι και με πιάνει από το πηγούνι για να τον κοιτάξω.
«Ό,τι και αν φορέσεις θα είσαι όμορφη» μιλάει σοβαρά και η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο. Για κάποιον λόγο θέλω να πάρω ένα σημειωματάριο και να γράψω όλα αυτά που μου λέει και με κάνουν να ξεχνάω να αναπνεύσω. Είναι τόσο ωραίο να έχεις κάποιον να σου λέει τόσο ωραία λόγια. Ειδικά μόλις ξυπνάς αναμαλλιασμένη.
Ανασηκώνομαι λίγο από πάνω του και διώχνω τα σκεπάσματα. «Μη μου λες τέτοια, γιατί θα σε πιστέψω» αστειεύομαι και κάνω να σηκωθώ αλλά τα χέρια του τυλίγονται γύρω από την μέση μου.
«Μικρέ μου συγγραφέα, δεν θα έλεγα ποτέ οτιδήποτε απλά και μόνο για να το πω» μουρμουρίζει στον λαιμό μου και κλείνω ευχαριστημένη τα μάτια μου. «Και καλά θα κάνεις να με πιστέψεις γιατί σκοπεύω να στα λέω συνέχεια»
Χριστέ μου, που τον βρήκα; Πως στο καλό είναι αυτός ο άνθρωπος αληθινός; Και επίσης, πως κατάφερα να τον έχω στο κρεβάτι μου;
«Πρέπει να σηκωθώ» παραπονιέμαι όταν νιώθω τα χέρια του να κατεβαίνουν στο λάστιχο της ανάποδα φορεμένης πιτζάμας μου. «Πρέπει να πάω στο βιβλιοπωλείο. Είναι η πρώτη μέρα σήμερα, δεν γίνεται να αργήσω» παρόλα αυτά δεν εμποδίζω τα χέρια του και εκείνος ακάθεκτος συνεχίζει να με παρασέρνει.
«Και εγώ πρέπει να πάω στο σπίτι μου» αφήνει μικρά φιλιά στο λαιμό μου. «Πρέπει να μελετήσω τα σχέδια του κλαμπ που ανέλαβα με την ομάδα μου»
«Κλαμπ;» ρωτάω ξαφνιασμένη και γυρίζω να τον κοιτάξω. «Για να σχεδιάσεις ένα κλαμπ ήρθες από την Βοστώνη;» ακούγεται τόσο γελοίο και το γέλιο του μου το επιβεβαιώνει. «Εκεί δεν έχετε κέντρα για διασκέδαση;»
«Όχι τόσο ωραία όσο είναι εδώ» στηρίζει το κεφάλι του στον ώμο του. «Επίσης, συγνώμη κιόλας, αλλά μιας και το αγόρασα πρέπει να κάνω και τις αλλαγές που θέλω, δεν παίρνω γουρούνι στο σακί»
Σχεδόν πνίγομαι με το σάλιο μου. «Το αγόρασες;» γνέφει βαριεστημένα. «Αγόρασες ολόκληρο κλαμπ στο Μανχάταν;»
«Στο Μπρούκλιν, συγκεκριμένα» τονίζει και τότε που είναι που επιτέλους παθαίνω το εγκεφαλικό.
«Ποιό εννοείς... Κάτσε. Αγόρασες το Avant Gardner;» φωνάζω και γυρίζω εξ ολοκλήρου προς το μέρος του.
Ξύνει το πηγούνι του. «Τι; Κακώς έκανα;» ρωτάει μπερδεμένος ενώ το σαγόνι μου έχει πέσει στο πάτωμα.
«Πόσα λεφτά έχεις τέλος πάντων;» η ερώτηση αυτή υποτίθεται ότι θα έμενε στο κεφάλι μου, αλλά κλασικά μου ξέφυγε. Ανοίγει το στόμα του, αλλά τον εμποδίζω. «Δεν θέλω να ξέρω. Δεν με νοιάζει»
Ανασηκώνει τους ώμους του και με ένα σάλτο σηκώνεται όρθιος. «Στο είχα πει;»
«Ότι αγόρασες το Avant Gardner; Όχι, βέβαια!» είμαι σε κατάσταση σοκ με αυτά που ακούω. Πρώτη φορά έχω γκόμενο, ή οτιδήποτε θεωρείται αυτή την στιγμή ο Νέιτ, που έχει τόσα λεφτά για να αγοράσει ένα ολόκληρο κλαμπ. «Πότε το αγόρασες;»
Παίρνει το πουκάμισό του από το γραφείο και έτσι όπως είναι τσαλακωμένο το φοράει. «Έχει σίγουρα έναν μήνα που υπέγραψα το συμβόλαιο αλλά ο προηγούμενος ιδιοκτήτης θα μείνει μέχρι τέλη Οκτωβρίου στην θέση του διευθύνοντα γιατί έχει οργανώσει event και θέλει λέει να βρίσκεται ο ίδιος εκεί, δεν κατάλαβα» τον παρατηρώ έτσι όπως κουμπώνει τα κουμπιά όντας πολύ προσεκτικός.
Και ματσό και σέξι και δικός μου. Μήπως βρίσκομαι σε παράλληλο σύμπαν;
Όχι πως με νοιάζουν τα λεφτά, αλίμονο. Απλά είναι τόσο περίεργο, πέρα από την Ελίζ, που ξέρω ότι το φυσάει και ξοδεύει τα χρήματα σαν καραμέλες, να ξέρω ότι και ο Νέιτ είναι στην ίδια φάση. Η Ελίζ τα δίνει για ρούχα, αυτός για επιχειρήσεις.
Δεν ξέρω πόσο πιο τέλειος μπορεί να φανεί στα μάτια μου. Ειδικά τώρα που τον απολαμβάνω όσο ντύνεται. Δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να θέλει τον Ράιαν τόσο πολύ που να κρατιέμαι να μου του σκίσω τα ρούχα.
«Ωραίο το θέαμα;» ρωτάει χαμογελαστός και γλείφω τα χείλη μου.
«Απολαυστικό, θα έλεγα» σηκώνομαι όρθια και πηγαίνω προς την ντουλάπα μου προσπαθώντας να ελέγξω την αναπνοή μου. «Και δηλαδή είσαι ιδιοκτήτης κλαμπ τώρα εσύ;» τον ρωτάω και εκείνος γελάει.
«Το κάνεις να ακούγεται λες και είμαι μαφιόζος»
Κλείνω την ντουλάπα μου αφού παίρνω ένα τυχαίο τζιν και μια μπλούζα. «Θα έπαιρνα όρκο ότι όλοι αυτοί που έχουν λεφτά και είναι δικά τους όλα τα μεγάλα κέντρα διασκέδασης, είναι χωμένοι μέχρι τον λαιμό στην παρανομία» γδύνομαι με άνεση μπροστά του όσο μιλάω.
«Στο εγγυώμαι, η συγκεκριμένη αγοραπωλησία έγινε όσο πιο νόμιμα γινόταν» βάζει το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι του χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω μου. «Μέχρι τουλάχιστον να βρουν το πτώμα του προηγούμενου ιδιοκτήτη. Ίσως τότε να έχουμε θέμα»
Θα μπορούσα κάλλιστα να τον πιστέψω, αλλά το γεγονός ότι ο Νέιτ είναι από τους ανθρώπους που δεν πειράζουν ούτε μυρμήγκι, το κάνει δύσκολο και σχεδόν γελοίο και μόνο στην σκέψη.
Μόλις ολοκληρώνω το ντύσιμό μου τον πλησιάζω και τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του. «Θα είσαι σέξι αφεντικό»
«Είμαι ήδη σέξι αφεντικό» μου υπενθυμίζει και σουφρώνω τα φρύδια μου. «Έχω ολόκληρη ομάδα δίπλα μου, δεν θα μπορούσα να κάνω ούτε τα μισά αν ήμουν μόνος»
Χαϊδεύω απαλά το φρεσκοξυρισμένο μάγουλό του. Είναι κούκλος ξυρισμένος. Και αξύριστος. Και γενικά. «Είναι τόσο όμορφο αυτό που λες»
Με μια κίνηση με σηκώνει στον αέρα και αυτομάτως τυλίγω τα πόδια μου γύρω από την λεκάνη του. «Εσύ είσαι πιο όμορφη»
Δεν ξέρω ποιος φίλησε ποιον πρώτος, αλλά δεν έχει και σημασία. Τα χείλη του είναι φτιαγμένα για να τα φιλάω και δεν νομίζω να σταματήσω ποτέ. «Πρέπει να φύγω» λέω ανάμεσα στο φιλί μας.
«Παραιτήσου και μείνε όλη μέρα στο κρεβάτι μαζί μου» απαντάει και γελάω ρίχνοντας το κεφάλι μου πίσω.
«Θα το 'θελες πολύ ε;» περνάω το χέρι μου μέσα από τα πανέμορφα μαλλιά του. Γνέφει χαμογελαστός. Φιλάω το σαγόνι του. «Λυπάμαι αλλά όντως πρέπει να φύγω» κατεβάζω τα χείλη μου στον λαιμό του. «Όπως και εσύ» με ένα σάλτο, πηδάω από την αγκαλιά του και πηγαίνω καμαρωτή στην κουζίνα.
«Αυτό θα το πληρώσεις, Σιέννα» φωνάζει μέσα από το δωμάτιο και κρυφογελάω.
Βάζω την καφετιέρα σε λειτουργία, με τον αγαπημένο μου πλέον καφέ φίλτρου με άρωμα καραμέλα να γεμίζει τον χώρο σχεδόν αμέσως. Κατεβάζω δύο κούπες από του ντουλάπι και τις αφήνω ακριβώς δίπλα.
Βγαίνει από το δωμάτιο λίγο αργότερα προσπαθώντας να δέσει σωστά την γραβάτα του. «Έβαλα καφέ» του λέω και μου χαρίζει ένα πανέμορφο χαμόγελο βγαλμένο από διαφήμιση οδοντόκρεμας. «Μπορώ να σου ετοιμάσω και κάτι να φας, αν θες. Εγώ θα πάρω από τον φούρνο κοντά στο βιβλιοπωλείο κάτι»
«Ευχαριστώ, μωρό μου, αλλά δεν τρώω συνήθως το πρωί. Ο καφές είναι μια χαρά» φοράει το μαύρο του σακάκι και πλέον είναι εντελώς έτοιμος μπροστά μου, με τις γκρι κάλτσες του να φαίνονται άκυρες σε σχέση με το υπόλοιπο υπερθέαμα.
«Πρέπει να τρως το πρωί. Δεν γίνεται να ξεκινάς την μέρα σου με άδειο στομάχι» βγάζω στα γρήγορα υλικά για ένα απλό τοστ. «Ολόκληρος μαντράχαλος αυτό δεν το ξέρεις;» του ετοιμάζω ένα τοστ και το τυλίγω με αλουμινόχαρτο. Του το δίνω και εκείνος το κοιτάζει με μια έκφραση που δεν μπορώ να διευκρινίσω. «Ορίστε»
«Για μένα;» ρωτάει μπερδεμένος και γνέφω. «Δεν ήταν ανάγκη» ένα μικρό χαμόγελο διαγράφεται στο πρόσωπό του και ορκίζομαι ότι τα μάγουλά του έχουν κοκκινίσει.
«Θα μάθεις να τρως πρωινό» του κλείνω το μάτι και η καφετιέρα έχοντας το πιο σωστό timing, χτυπάει εκείνη ακριβώς την στιγμή. «Πως τον πίνεις τον καφέ σου;» κατεβάζω την ζάχαρη από το ντουλάπι.
«Σκέτο, χωρίς ζάχαρη, χωρίς γάλα» παίρνει την μπλε κούπα, την κούπα του Ράιαν, και την γεμίζει με αχνιστό καφέ. «Εσύ;»
Ρίχνω μια κουταλιά του γλυκού ζάχαρη. «Μέτριο, με γάλα» απαντάω γελώντας και βγάζω το γάλα από το ψυγείο. Λέει κάτι που δεν καταλαβαίνω μέσα από τα δόντια του πριν πιει, αλλά δεν τον ρωτάω. «Επιτέλους κάτι φυσιολογικό!» μουρμουρίζω ρίχνοντας γάλα μέσα στον καφέ.
«Ποιο πράγμα;»
«Αυτή η συζήτηση που μόλις κάναμε» στηρίζομαι στον πάγκο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως κι εκείνος. «Είναι το μόνο φυσιολογικό πράγμα που συνέβη μεταξύ μας από τότε που γνωριστήκαμε»
Για λίγο μένει σιωπηλός και το μόνο που ακούω είναι τον αέρα να χτυπάει με δύναμη το παράθυρο. Για κάποιον λόγο το να πίνω μαζί του καφέ στην κουζίνα μου, μου φαίνεται τόσο οικείο. Μοιάζει σαν να ανήκει εδώ μέσα. Ταιριάζει στο σπίτι μου περισσότερο από όσο εγώ η ίδια.
«Είσαι η μοναδική κοπέλα που ξέρει πως πίνω τον καφέ μου» απαντάει ύστερα από λίγο και χαμογελάω πίσω από την κίτρινη m and ms κούπα μου. «Νομίζω πως κάτι σημαίνει αυτό» γυρίζω να τον κοιτάξω και, Χριστέ μου, δεν ξέρω γιατί, αλλά απολαμβάνω να βλέπω αυτόν τον άνθρωπο να χαμογελάει. Του πάει τόσο πολύ να είναι χαρούμενος, ιδίως μετά τα χθεσινά γεγονότα.
«Με την αδελφή σου μίλησες;» ρωτάω και κάθομαι πάνω στο μικρό τραπέζι δίπλα στο παράθυρο της κουζίνας. Σχεδόν αμέσως μετανιώνω την αναφορά στην Τζόι, ή Τζοάννα ή δεν ξέρω και εγώ με πόσα ονόματα κυκλοφορεί, γιατί η παιχνιδιάρικη συμπεριφορά του εξαφανίζεται.
«Όχι» πίνει μια γουλιά από τον καφέ που κυριολεκτικά ζεματάει, αλλά δείχνει να μην τον πειράζει.
«Σκοπεύεις να επικοινωνήσεις μαζί της;» ξαναρωτάω όταν βλέπω ότι δεν είναι πρόθυμος να μιλήσει.
«Ναι»
Ωραία, με το τσιγκέλι πρέπει να του τα βγάλω.
«Μπορείς να μου μιλήσεις αν θες» ψιθυρίζω και ανεβάζω τα πόδια μου πάνω στο τραπέζι. Τυλίγω το ένα μου χέρι γύρω τους ενώ με το άλλο προσπαθώ να ισορροπήσω τον καφέ στο γόνατό μου. «Πιστεύω ότι θα σε βοηθήσει αν μιλήσεις σε κάποιον»
Παίρνει μια βαθιά ανάσα και αφήνει την κούπα με λίγη περισσότερη δύναμη από όσο έπρεπε πάνω στον πάγκο. «Αλήθεια, δεν θέλω να το συζητήσω» απαντάει και έρχεται με αργά βήματα προς το μέρος μου. «Θα παω να της μιλήσω σήμερα, ελπίζω να είναι στο σπίτι της Ελίζ και να μην έκανε την ανοησία να εμφανιστεί στο βιβλιοπωλείο ξανά» παίρνει την κούπα από το χέρι μου και την αφήνει δίπλα.
«Νομίζω πως θα έρθει» ψελλίζω και προσπαθώ να θυμηθώ το πρόγραμμα που μας έστειλε ο Μπερνάρντ σε μήνυμα. Από ό,τι φαίνεται δεν χρειάζεται να δουλεύουμε όλες μαζί, γιατί αν και καινούριο και ανακαινισμένο, το βιβλιοπωλείο εξακολουθεί να είναι μικρό για τρεις υπαλλήλους συν του Μπερνάρντ που είναι όλη την ώρα εκεί. «Σήμερα δουλεύω εγώ μαζί της»
Και τι δεν θα έδινα για να ήξερα τι σκέφτεται αυτή την στιγμή. Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα από τον τρόπο που με κοιτάζει. «Τι ώρα δουλεύεις;»
«Στις 10» απαντάω αμέσως. Τα χέρια του χαϊδεύουν τους γλουτούς μου και ακόμη κι αυτό το άγγιγμά του μπορεί να με τρελάνει. «10 με 4»
Γνέφει αφηρημένος. «Μην την αφήσεις να φύγει! Είναι ικανή να πάει οπουδήποτε, ιδίως μετά από αυτά που της είπα εχθές»
Η παλάμη μου με φαγουρίζει να τον ρωτήσω τι της είπε εχθές. Και γενικά για ποιον λόγο της συμπεριφέρεται έτσι ή τι στο καλό έχει συμβεί μεταξύ τους. Όλη αυτή η μυστικοπάθεια μου τη δίνει στα νεύρα.
«Θα έρθεις να την πάρεις εσύ;» ρωτάω και γνέφει ξανά κοιτώντας με ευθεία στα μάτια. «Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;»
«Ό,τι θες, μωρό μου»
Λιώνω. Σοβαρά.
«Μην κάνεις κάτι που ύστερα θα το μετανιώσεις. Δεν ξέρω τι έχει γίνει, αλλά πάρ'την με το μαλακό. Δεν μου αρέσει να σε βλέπω στεναχωρημένο» παραδέχομαι και χαμογελάει στραβά. «Τι;»
Απλώνει το χέρι του και χαϊδεύει το μάγουλό μου με τον αντίχειρά του. «Είσαι ο πιο υπέροχος άνθρωπος που ξέρω»
Λιώνω. Ξανά. Συνέχεια μπροστά του.
Ενώνω τα χείλη μας για ένα απλό, γλυκό φιλί, όπως και τα λόγια του. «Νομίζω δεν θα βαρεθώ ποτέ να το ακούω αυτό τελικά»
Περνάω τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του και μέσα από τον γιακά του τσαλακωμένου πουκαμίσου του και τον τραβάω όσο πιο κοντά μου γίνεται. Δεν ξέρω τι με έχει πιάσει, αλλά δεν θέλω να τον αφήσω από τα χέρια μου.
Σέρνομαι πάνω στο τραπέζι και αφήνω ελεύθερα τα πόδια μου για να τα τυλίξω γύρω του. «Δεν έχεις δουλειά τελικά;» με πειράζει χαμογελαστός και κάνω πως σκέφτομαι.
«Ο Μπερνάρντ ποτέ δεν έρχεται στην ώρα του, σιγά μην παρατηρήσει ότι λείπω» ψέμα, προφανώς, αλλά αυτή την στιγμή το μόνο που θέλω είναι να πάρω όση περισσότερη δόση μπορώ από τον κούκλο αρχιτέκτονα μπροστά μου.
«Τότε ας μην χάνουμε άλλο χρό-» Ένα βαρύ χτύπημα στην εξώπορτα γεμίζει τον χώρο κόβοντας την φράση του Νέιτ.
Κοκκαλώνω στα χέρια του.
Άλλο ένα χτύπημα και ένα πάτημα του κουδουνιού.
«Μωρό μου είσαι μέσα;»
Ο Ράιαν.
Στο δευτερόλεπτο σπρώχνω με δύναμη τον Νέιτ από μπροστά μου και κατεβαίνω από το τραπέζι ρίχνοντας κατά λάθος την μισογεμάτη με καφέ κούπα μου στο πάτωμα.
«ΣΚΑΤΑ» ψιθυρίζω και έντρομη κοιτάζω μια την πόρτα και μια τον χαμό που μόλις προκλήθηκε με τα σπασμένα κομμάτια της κούπας να βρίσκονται παντού. «Τι θα κάνουμε;» γυρίζω προς τον Νέιτ ενώ το κουδούνι της πόρτας εξακολουθεί να χτυπά με δύναμη. «Τι. Θα. Κάνουμε;»
«Ηρέμησε!» με πιάνει από τα μπράτσα και με κοιτάζει έντονα στα μάτια.
«Δεν μπορώ να ηρεμήσω, ο Ράιαν χτυπάει το κουδούνι, είναι πίσω από την πόρτα και περιμένει να του ανοίξω και εμείς... εσύ... εμείς εδώ μέσα...» τα χέρια μου τρέμουν όσο ταυτόχρονα με τα λόγια μου του δείχνω την εξώπορτα πίσω από την οποία ο Ράιν περιμένει ανυποψίαστος.
«Σιέννα! Ηρέμησε!» με ταρακουνάει και ύστερα πιάνει το πρόσωπό μου. «Άκουσε με προσεκτικά, εντάξει;» ψιθυρίζει ενώ ταυτόχρονα μας μετακινεί προς το μπάνιο. «Με ακούς γαμώτο;»
«Ναι... ναι σε ακούω» δεν καταλαβαίνω πότε τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα και πότε βρίσκομαι μέσα στο μπάνιο μου με τον Νέιτ να μην με αφήνει από τα χέρια του. Ξέρω πως αν το κάνει ίσως και να λιποθυμήσω.
Ο Ράιαν. Είναι έξω από το διαμέρισμά μου. Και μέσα είναι ο Νέιτ.
Επίσημα έχω πάθει κρίση πανικού.
«Εγώ θα μείνω εδώ μέσα και θα κλειδώσω την πόρτα. Κλείσε την πόρτα του υπνοδωματίου και πήγαινε γρήγορα να του ανοίξεις πριν ξεσηκώσει ολόκληρη την πολυκατοικία, με καταλαβαίνεις;» μου μιλάει αργά και σταθερά λες και είμαι παιδί. Γνέφω ενώ κοιτάζω τα, περιέργως, ήρεμα μάτια του. «Πες του ότι είσαι άρρωστη, ότι κόλλησες κάτι, ότι πέθανε το καναρίνι σου, δεν ξέρω τι στο διάολο θα πεις, απλά βρες μια δικαιολογία για να μην τον αφήσεις να μπει»
«Κ-κι αν προλάβει και μπει μέσα;» ψελλίζω όσο η πόρτα εξακολουθεί να χτυπάει, όπως και το κινητό μου.
«Φρόντισε να κάτσει λίγο και, προς Θεού, Σιέννα, ηρέμησε. Ηρέμησε, γαμώτο μου! Δεν θα γίνει τίποτα απολύτως, απλά ηρέμησε!» σκουπίζει βιαστικά τα δάκρυά μου και ύστερα με μια απαλή σπρωξιά με βγάζει από το μπάνιο. «Αυτό που σου είπα, εντάξει;»
«Εντάξει» κλείνει την πόρτα πίσω του και αμέσως την κλειδώνει. Ακολουθώ κατά γράμμα τις οδηγίες του και κλείνω βιαστικά την πόρτα του υπνοδωματίου. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στο σαλόνι και πέρα από τα πεταμένα βιβλία μου και το λάπτοπ παρατημένο στον καναπέ, δεν βρίσκω τίποτα άλλο που να αποδεικνύει την ενοχή μου.
«Έρχομαι» φωνάζω και τον ακούω να φωνάζει κάτι σαν "επιτέλους". Τυλίγω το ριχτάρι του καναπέ γύρω από τους ώμους μου για να γίνει πιο αληθοφανής η αρρώστια μου και κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και προσπαθώ να ηρεμήσω τους χτύπους της καρδιάς μου. Ανοίγω την βαριά πόρτα αργά και βγάζω πρώτα το κεφάλι μου έξω.
«Σι, τι στο διάολο, με τρόμαξες!» φωνάζει ο Ράιαν και από όσο μπορώ να δω, φαίνεται εκνευρισμένος. «Για ποιον λόγο δεν σήκωνες το γαμωκινητό σου;»
«Κάτσε ρε βλαμμένε!» αυτή είναι η φωνή της Ελίζ. Είναι η Ελίζ εδώ! Σώθηκα! «Δεν την βλέπεις πως είναι;» μπαίνει μπροστά του και ανοίγει την πόρτα εντελώς. «Σιεννάκι μου, τι έγινε; Γιατί φοράς το κουβερλί σαν πανωφόρι;»
Τους κοιτάζω εναλλάξ. «Δεν αισθάνομαι πολύ καλά» λέω τελικά και ο Ράιαν έρχεται κοντά μου. «Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και δεν άκουσα την πόρτα, το κινητό το είχα μέσα στην τσάντα μου, συγνώμη» λέω με όσο πιο βραχνή φωνή μπορώ.
«Ομορφιά μου» πιάνει τα μάγουλά μου και ύστερα το μέτωπό μου. «Δροσερή είσαι, όμως. Δεν νομίζω πως έχεις πυρετό»
«Ήσουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι με το κουβερλί του καναπέ;» ρωτάει η Ελίζ και σταυρώνει τα χέρια της.
Γυρίζω το βλέμμα μου σε εκείνη. Δάκρυα απειλούν να ξαναγεμίσουν τα μάτια μου και εκείνη αμέσως καταλαβαίνει τι γίνεται.
«Μάλλον είναι γαστρεντερίτιδα» λέω το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό και κουκουλώνομαι περισσότερο με την μπέρτα μου.
«Θες να σου κάνω κάτι να φας;» ρωτάει ο Ράιαν και κουνάω αμέσως αρνητικά το κεφάλι μου. «Μωρό μου, δεν μπορώ να σε αφήσω μόνη σου. Ρε Ελίζ, μίλα ρε μαλάκα και εσύ!» σπρώχνει την κολλητή μου από το μπράτσο «Είναι άρρωστη, τι κάθεσαι και την κοιτάς;»
Η κολλητή μου, αντί να τον βρίσει που την έσπρωξε, όπως θα έκανε συνήθως, τον πιάνει από τον ώμο και τον τραβάει για να βγει έξω από το σπίτι. «Καλύτερα να την αφήσουμε μόνη της» του λέει και εκείνος την κοιτάζει έκπληκτος. «Δεν νομίζω να θες να κολλήσεις και εσύ γαστρεντερίτιδα και να μην μπορείς να πας ξανά στην μητέρα σου στο νοσοκομείο»
Χριστέ μου, το ξέχασα τελείως. Η μητέρα του. Είναι στο νοσοκομείο. «Πως είναι η Φραντζέσκα;» τον ρωτάω και χώνω το μισό μου πρόσωπο κάτω από το κουβερλί.
Μου δείχνει ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Μια χαρά είναι, σκληρό καρύδι την φωνάζουν οι γιατροί. Αύριο γυρνάει στο σπίτι»
«Ναι, αλλά εσύ δεν σκόπευες να πας σήμερα εκεί; Ο Μάικ είπες ότι έφυγε» τον πιέζει η Ελίζ ενώ ταυτόχρονα κοιτάζει πίσω από τον ώμο μου.
«Και να αφήσω την Σιέννα μόνη της; Ελίζ τι στο διάολο ήπιες πρωινιάτικα; Μου την δίνει που δεν συνεννοούμαστε»
«Αλήθεια, δεν χρειάζεται να μείνεις» απλώνω το χέρι μου και σφίγγω το δικό του. «Έχω κάνει σούπα και θα ξαπλώσω ξανά έτσι κι αλλιώς»
«Είσαι σίγουρη ομορφιά μου;» με πλησιάζει διώχνοντας το χέρι της κολλητής μου από πάνω του. Πιάνει το πρόσωπό μου και αφήνει ένα απαλό φιλί στα χείλη μου αγνοώντας τις φωνές της Ελίζ.
«Ναι Ράιαν» απαντώ και για κάποιον λόγο νιώθω το όνομά του τόσο ξένο στα χείλη μου. Πως στο καλό επέτρεψα να συμβεί αυτό;
«Άντε, πήγαινε εσύ σπιτάκι σου να ετοιμαστείς και θα περάσω να σε πάρω με το αυτοκίνητο για να σε πάω στον σταθμό» τον ξεκολλάει από πάνω μου η φίλη μου και εκείνος δυσανασχετεί.
«Ό,τι κι αν χρειαστείς, πάρε με τηλέφωνο. Ό,τι ώρα. Εντάξει μωρό μου;» φωνάζει όσο μπαίνει με την βια μέσα στο ασανσέρ. «Σε αγαπώ, εντάξει;»
Μόλις του κλείνει την πόρτα η Ελίζ, η κουβέρτα πέφτει από τους ώμους μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Κάνω στην άκρη για να περάσει η κολλητή μου μέσα και ύστερα κλείνω την πόρτα με δύναμη.
«Που είσαι πασά μου;» φωνάζει η Ελ διασχίζοντας το σαλόνι. «Που είσαι ρε ηλίθιε να σε βρίσω; Που είσαι κρυμμένος;» μπαίνει στο υπνοδωμάτιο την στιγμή που η πόρτα του μπάνιου ξεκλειδώνει και βγαίνει από μέσα ο Νέιτ σαν βρεγμένη γάτα.
«Εδώ!» της λέει με ένα ψεύτικο χαμόγελο και εκείνη χειροκροτάει δυνατά.
«Μπράβο και στους δύο σας» μας κοιτάζει με ένα ψεύτικο χαμόγελο στα κόκκινα βαμμένα χείλη της «Τα κάνατε και επισήμως σκατά!»
«Απλά βούλωσε το Ελίζ» ο Νέιτ έρχεται γρήγορα προς το μέρος μου και εγώ δεν κάνω καμία κίνηση να ξεκολλήσω το σώμα μου από την πόρτα. «Όλα εντάξει; Το πίστεψε;» ρωτάει και χαϊδεύει απαλά τα μπράτσα μου.
«Εννοείται πως το πίστεψε ανόητε!» τα τακούνια της Ελ μου τρυπάνε τα αυτιά έτσι όπως ακούγονται όσο βηματίζει προς το μέρος μας. «Πάτε καθόλου καλά; Τι μαλακίες είναι αυτές;» μοιάζει πραγματικά έξαλλη και ξέρω πως δεν με συμφέρει να μιλήσω αυτή την στιγμή. «Σιέννα για ποιον λόγο δεν του το έχεις πει ακόμη;»
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και σκουπίζω τα μάτια μου. «Μετά από αυτό που έγινε με την Φραντζέσκα...»
«Προτίμησες να τον κοροϊδεύεις κατάμουτρα δηλαδή;» σταυρώνει τα χέρια της μπροστά από το κόκκινο σακάκι της.
«Μπορείς να μην της μιλάς έτσι;» μπαίνει μπροστά μου ο Νέιτ για να με υπερασπιστεί και απλώνω το χέρι μου για να τον εμποδίσω.
«Έχει δίκιο» ψελλίζω. «Πρέπει να μάθει την αλήθεια»
Ξαναχειροκροτάει η Ελίζ αργά και δυνατά. «Επιτέλους» έρχεται προς το μέρος μου, αφού πρώτα ρίξει ένα αγριεμένο βλέμμα στο αγόρι δίπλα μου. «Δεν ήθελα να σου μιλήσω έτσι και το ξέρεις» μου λέει ψιθυριστά και με τραβάει στην αγκαλιά της.
Με το που κλείνει τα χέρια της γύρω από την μέση μου νιώθω ένα μεγάλο βάρος να φεύγει από πάνω μου. Όχι τόσο μεγάλο όσο εκείνο του να πω την αλήθεια στον Ράιαν, αλλά αρκετό για να με σιγουρέψει ότι η κολλητή μου μπορεί να με βοηθήσει και ότι σίγουρα θα το κάνει.
«Είναι δύσκολο» μουρμουρίζω στην αγκαλιά της. «Αλλά θα το κάνω. Στο υπόσχομαι»
Αφήνει ένα φιλί στο μέτωπό μου και ύστερα ανοίγει την πόρτα. «Ει εσύ» δείχνει με τον δείκτη της τον Νέιτ που απλά κάθεται και μας παρακολουθεί με τα χέρια στις τσέπες του. «Αρκετά δεν τα σκάτωσες σήμερα νομίζεις; Καλύτερα να πηγαίνεις σπιτάκι σου»
«Ελίζ φύγε γιατί κρατιέμαι να μην σε βαρέσω» της απαντάει και βλέπω πόσο εκνευρισμένος είναι με την παιδική του φίλη.
«Θα μιλήσουμε αργότερα» την σπρώχνω από τον ώμο πριν προλάβει να του απαντήσει. «Θα παω στο βιβλιοπωλείο και μόλις σχολάσω θα σε πάρω τηλέφωνο για να βρεθούμε»
Αφήνει ένα φιλί στο μάγουλό μου και εντελώς ξαφνικά το σοβαρό ύφος της μετατρέπεται σε πονηρό. «Θυμάσαι πριν κάτι μέρες που είχα έρθει σπίτι σου και νόμιζα ότι είχες κρύψει κάποιον γκόμενο μέσα στην τουαλέτα;» εννοείται πως το θυμάμαι, τότε που ο Ράιαν έλειπε με την ομάδα και εγώ μαράζωνα σπίτι προσπαθώντας να γράψω σε εκείνη την βλακεία που ονόμαζα φεμινιστικό μυθιστόρημα. «Είδες τελικά που η θεία Ελίζ είχε δίκιο; Το έκανες πονηρή» κλείνει το μάτι της πολλές φορές και ξεφυσάω αγανακτισμένη.
Την σπρώχνω μέσα στο ασανσέρ ενώ εκείνη γελάει και μπαίνω ξανά στο διαμέρισμά μου με ένα μικρό, ηλίθιο χαμόγελο στα χείλη μου.
Αν δεν περίμενα κάτι ποτέ από τον εαυτό μου, σίγουρα θα ήταν το να κρύψω κάποιον μέσα στην τουαλέτα. Σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας ακούγεται, κάτι που επίσης δεν σκοπεύω ποτέ να γράψω.
Χώνομαι στην αγκαλιά του Νέιτ χωρίς να χάσω δευτερόλεπτο. Τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και εισπνέω το άρωμά του.
«Είσαι εντάξει;» ψιθυρίζει μέσα στα μαλλιά μου και μουγκρίζω κάνοντάς τον να ρίξει ένα γελάκι. «Εγώ είμαι εδώ» αφήνει ένα φιλί στο κούτελό μου και κλείνω τα μάτια μου.
Τότε είμαι εντάξει.
~~~
Άργησα να ανεβάσω πιο πολύ και από τον υποτιθέμενο ερχομό ενός γκόμενου στη ζωή μου που βγήκε στα χαρτιά πριν 3 μήνες.
Τουλάχιστον ανέβασα, ο γκόμενος μάλλον έρχεται από την Κίνα με κουτσή χελώνα λολ.
Τα λέμε στο επόμενο♥
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top