13. Τίποτα δεν είναι τόσο απλό ώστε να μην μπορεί να παρεξηγηθεί
ΞΕΧΑΣΑ ΝΑ ΤΟ ΑΝΕΒΑΣΩ ΧΘΕΣ ΣΟΡΡΡΥΥΥΥΥΥ
~~~
Οι πρώτοι καλεσμένοι έχουν ήδη φτάσει και από εδώ που στέκομαι όρθια σαν άγαλμα, μπορώ να παρατηρήσω το τεράστιο χαμόγελο του Μπερνάρντ έτσι όπως τους καλωσορίζει.
Εκείνος επέμενε να με βάλει στην υποδοχή, για να μαγεύω με την παρουσία μου τον χώρο, όπως είπε. Ευτυχώς όμως ο πρώτος καλεσμένος ήταν ο γιος ενός γιγαντοεκδοτικού της Ισπανίας, με τον οποίο στο παρελθόν είχε συμβεί κάτι μεταξύ τους, και εν τέλη ο Μπερ πήγε οικειοθελώς στην είσοδο αφήνοντας εμένα κοντά στον μπουφέ και ακριβώς δίπλα στις ακριβοπληρωμένες σαμπάνιες.
Γυρίζω και κοιτάζω ενθουσιασμένη τον τεράστιο μπουφέ που απλώνεται από την βιβλιοθήκη με τα παιδικά βιβλία μέχρι την άλλη άκρη με την επιστημονική φαντασία. Όλα έχουν έρθει στην ώρα τους, οι σερβιτόροι είναι εδώ από τις 17:00, κατά απαίτηση του αφεντικού και όλο το βιβλιοπωλείο έχει αλλάξει τόσο πολύ λες και βρισκόμαστε στο after party του met gala.
Κοιτάζω το ρολόι μου ανήσυχη. Είναι 10 λεπτά μετά τις 18:00 και ο dj ακόμη δεν έχει φανεί. Κανονικά θα έπρεπε να ενοχλήσω το αφεντικό και να του υπενθυμίσω ότι ίσως υπάρξει ένα μικρό πρόβλημα με την μουσική, αλλά είναι τόσο απορροφημένος στην συζήτηση του με τον Χούλιο, που δεν κάνω καν τον κόπο να τον πλησιάσω.
Έτσι κι αλλιώς το είχε τονίσει. Μας έχωσε πριν στην αποθήκη εμένα, την Μέρεντιθ και την Τζοάννα, την καινούρια υπάλληλο στο βιβλιοπωλείο, και μας είπε ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να τον διακόψουμε αν τον δούμε να κάνει συζήτηση με τρια πολύ σημαντικά άτομα: Τον Χούλιο από την Groupo Planeta, την Νάνσι Γκιμπς, πρώην διευθύνων σύμβουλος του περιοδικού Times -την οποία παρεμπιπτόντως σχεδόν στα πόδια της έπεσε για να έρθει- και, εννοείται, τον Ρέι, τον πρώην του,
Διορθώνω το μακρύ μου φόρεμα και το σηκώνω στα χέρια μου για να μην ποδοπατηθεί από τους σερβιτόρους που ήδη άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί με τους δίσκους γεμάτους με σαμπάνια.
Ήταν ιδέα της Ελίζ να φορέσω μακρύ φόρεμα, βασικά. Εγώ σκεφτόμουν για μια απλή τζιν φούστα που είχα αγοράσει στις εκπτώσεις μαζί με ένα τέλειο τιραντάκι, αλλά μόλις της το ανέφερα κόντεψε να πέσει από την καρέκλα της.
Και προφανώς δεν μπορούσα να προβάλλω μεγάλη αντίσταση, γιατί ήταν ήδη 16:00 και μόλις είχα γυρίσει από το σπίτι του Νέιτ, επειδή ξεχάστηκα στο ντους μαζί του. Της είχα στείλει μήνυμα ότι θα πήγαινα σπίτι της, όπως είχαμε συμφωνήσει τις προηγούμενες μέρες, αλλά αμέσως με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να πάω στο δικό μου οπωσδήποτε. Μόλις έφτασα, με τα μαλλιά μου ακόμη υγρά, εκείνη με περίμενε ήδη στην εξώπορτα μαζί με τον Μάξγουελ, τον σεκιουριτά του εκδοτικού, ο οποίος κρατούσε δύο φορέματα στα χέρια του.
Την μια στιγμή εκείνη με κοιτούσε πονηρά έχοντας καταλάβει που βρισκόμουν και τι έκανα και την αμέσως επόμενη με βοηθούσε να φορέσω ένα δικό της φόρεμα προσεκτικά γιατί ξέρει πόσο ατσούμπαλη είμαι.
Δεν μπορώ να διαμαρτυρηθώ όμως. Το φόρεμα είναι απίστευτα όμορφο. Είναι ασημί, με τον ένα ώμο πλισέ από γυαλιστερό ύφασμα και με ένα όμορφο σκίσιμο μπροστά από το αριστερό μου πόδι που φτάνει μέχρι τη μέση του γλουτού μου. Με τα μαλλιά μου πιασμένα σε μια επιμελιμένη κοτσίδα, μοιάζω με αρχαία Ελληνίδα θεά.
Το μόνο θέμα είναι ότι πρέπει να αποφεύγω να αναπνέω, γιατί το φόρεμα με πιέζει σε πολύ βασικά σημεία και οριακά είναι έτοιμο να σκιστεί, διότι ξεκάθαρα δεν είναι το νούμερό μου. Όταν η Ελίζ με βοηθούσε να το κουμπώσουμε, μου ζήτησε να πάρω μια βαθιά ανάσα. Ε με αυτή την ανάσα είμαι εδώ και σχεδόν μια ώρα. Φοβάμαι να την αφήσω και να πάρω καινούρια.
«Είσαι λίγο χλωμή ή μου φαίνεται;» η εκνευριστική φωνή της Μέρεντιθ ακούγεται από πίσω μου και κλείνω τα μάτια μου έχοντας ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη.
«Λογικό δεν είναι; Έχω ξεχάσει να αναπνέω» απαντάω και παίρνω ένα ποτήρι σαμπάνια. Είμαι σίγουρη πως έστω και ένα καναπεδάκι αν φάω, θα κάνω μπαμ. Αλήθεια.
«Σκέψου όμως ότι δείχνεις πανέμορφη» πιάνει το φόρεμά μου στα χέρια της και το κοιτάζει εντυπωσιασμένη. «Και τι δεν θα έδινα να το φορέσω και εγώ»
Πίνω μια γουλιά από το ποτό μου, το οποίο για κάποιον λόγο είναι πολύ καλύτερο από όσο νόμιζα. Αν και αποφεύγω τον αφρώδη οίνο, ο συγκεκριμένος έχει μια επίγευση φρούτων, που σίγουρα τον κάνει νόστιμο.
«Και εσύ είσαι πολύ όμορφη σήμερα» κάνει μια σβούρα και το πρασινομπλέ φόρεμά της ανοίγει.
«Κοκτέιλ φόρεμα είναι» λέει ενθουσιασμένη και παίρνει ένα καναπεδάκι από δίπλα μου. «Πήγα εχθές με την Τζοάννα για ψώνια και πήραμε μαζί τα φορέματα μας» μου δείχνει την ανιψιά του Μπερνάρντ στην άλλη άκρη του μαγαζιού να μιλάει με κάποιον στο κινητό της. «Μάλλον με το αγόρι της μιλάει» έρχεται πιο κοντά μου και η μυρωδιά του φρέσκου σολωμού κάνει την κοιλιά μου να γουργουρίσει. «Μου είπε ότι τσακώθηκαν εχθές και εκείνος την έκανε unfollow από το instagram πάνω στα νεύρα του»
«Γιατί τσακώθηκαν;» ρωτάω ενώ με το βλέμμα μου ψάχνω την Ελίζ και τον Νέιτ. Υποτίθεται ότι θα ερχόντουσαν μαζί, ακριβώς στις 18:00, για αυτό κιόλας η κολλητή μου με έντυσε και εξαφανίστηκε γρήγορα.
Ανασηκώνει τους ώμους της. «Δεν έχω ιδέα. Μου είπε απλά ότι μάλωσαν, δεν έδωσε λεπτομέρειες»
Η κοπελίτσα κλείνει το κινητό και διορθώνει το μαύρο κολλητό φόρεμά της. Από μακριά φαίνεται ότι είναι στεναχωρημένη, αλλά προσπαθεί να το διορθώσει με ένα ψεύτικο χαμόγελο με τα κόκκινα χείλη της.
«Όλα καλά;» την ρωτάει η Μερ μόλις μας φτάνει και εκείνη γνέφει βάζοντας το κινητό της σε μια μικρή τσέπη του φορέματος.
«Όλα τέλεια» απαντάει και με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω. «Ωραίο φόρεμα» σχολιάζει και πριν προλάβω να απαντήσω, κάνει μεταβολή και φεύγει.
Κοιτάζω την Μέρεντιθ απορημένη. «Μην της δίνεις σημασία, μπορεί και να χώρισε» αφήνει ένα φιλί στο μάγουλό μου και πηγαίνει στην είσοδο για να καλωσορίσει τους νέους καλεσμένους.
Παρατηρώ την μικρή έτσι όπως στέκεται σαν άγαλμα δίπλα από τα βιβλία ευεξίας, στην άλλη άκρη του δωματίου, ακριβώς δίπλα στο σετ που θα στηνόταν ο υποτιθέμενος dj μας. Από τα κουτσομπολιά της Μέρεντιθ, ξέρω ότι είναι 20 χρονών και πως πριν λίγες μέρες ήρθε στο Μανχάταν επειδή ο αδελφός της είναι εδώ. Είπε ότι δεν μένει μαζί του, γιατί εκείνος της έλεγε εξαρχής να μην έρθει, μάλλον για να μην μπλέκεται στα πόδια του (λόγια της Μέρ, όχι δικά μου), και την φιλοξενεί κρυφά από τον αδελφό της μια φίλη της τις τελευταίες 2 ημέρες, από την Δευτέρα. Τώρα το πως ήρθε στο βιβλιοπωλείο και από που κι ως που την άφησε το αφεντικό να δουλέψει, δεν έχω ιδέα.
Σκανάρω την αίθουσα μια ακόμη φορά και επιτέλους βλέπω ένα γνώριμο πρόσωπο. Αφήνω νευριασμένη το μισο άδειο μου ποτήρι στον μπουφέ, αλλά αμέσως το μετανιώνω.
Όχι νεύρα σήμερα. Παρόλο που ήδη έχω πιεί δύο καφέδες και τα χέρια μου τρέμουν.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και γυρίζω για να αντικρίσω το πιο όμορφο θέαμα του κόσμου. Ο Νέιτ, αν και αργοπορημένος εννοείται, στέκεται δίπλα στον Μπερνάρντ, κομψός, ντυμένος με ένα απλό Giorgio Armani κοστούμι με μια απλή, αλλά σίγουρα πανάκριβη γραβάτα να κρέμεται στο λαιμό του.
Και ξαφνικά εγώ θα ήθελα να ήμουν αυτή η γραβάτα.
Με εντοπίζει που τον κοιτάζω σαν ξελιγωμένη και μου κλείνει χαμογελαστός το μάτι. Η ανάσα μου, όπως και μερικών ακόμη γυναικών στον χώρο που είδαν αυτή την κίνηση, απευθείας σταμάτησε και με την άκρη του ματιού μου εντόπισα αρκετές από αυτές να διορθώνουν τα ντεκολτέ τους.
Δεν ξέρω καν αν είναι φυσιολογικό να ζηλεύω κάτι τέτοιο, ενώ η κατάσταση μεταξύ μας είναι πιο μπερδεμένη και από τον γόρδιο δεσμό. Αλλά, αν μπορούσα, αυτή την στιγμή θα τις ξεμάλλιαζα όλες.
Όταν επιτέλους φεύγει από το πλευρό του Μπερνάρντ, διασχίζει τον χώρο κοιτώντας μόνο εμένα. Μόλις με φτάνει γέρνει προς το μέρος μου και εγώ τραβιέμαι φοβισμένη στο πλάι. Ναι, τον έχω ικανό να με φιλήσει μπροστά σε τόσο κόσμο. «Τι κάνεις;» τον ρωτάω σοβαρή και κοιτάζω τριγύρω μήπως κάποιος πρόσεξε αυτή του την κίνηση.
«Χαλάρωσε, ένα ποτήρι σαμπάνια ήρθα να πάρω» μου λέει με το υπέροχο χαμόγελό του και κλείνει το μάτι στην κοπέλα πίσω από τον μπουφέ. Γυρίζω να την κοιτάξω και, ω μα τι έκπληξη, προφανώς κοκκίνισε!
«Αυτό που κάνεις είναι εκνευριστικό!» λέω μέσα από τα δόντια μου και σταυρώνω τα χέρια μου. «Περνάς και όλες παραληρούν» δεν ξέρω αν ακούστηκε σαν παράπονο, αλλά είμαι σίγουρη ότι μόλις τον έκανα να πιστέψει πως ζηλεύω. Θεσπέσια!
«Εγώ φταίω;» ρωτάει και καλά ξαφνιασμένος και βάζει το ένα του χέρι στην τσέπη του παντελονιού του ενώ με το άλλο πίνει μια γουλιά σαμπάνια.
Με μια γρήγορη ματιά τριγύρω, επιβεβαιώνομαι. Όλες τον κοιτάζουν. Όλες!
Μπαίνω μπροστά του κόβοντας την θέα σε αρκετές λυσσάρες. «Αν έχεις βάλει στόχο απόψε να με εκνευρίσεις...» τον απειλώ και κουνάει αμέσως αρνητικά το κεφάλι του.
«Δεν σε καταλαβαίνω, Σιέννα. Για ποιον λόγο να σε κάνω να έχεις τέτοια συναισθήματα για εμένα; Έκανα κάτι που δεν έπρεπε;» σκύβει λίγο προς το μέρος μου και στενεύω τα μάτια μου.
«Αυτό θα το πληρώσεις» χαμογελάω ειρωνικά και κατεβάζει όλο το ποτήρι με την σαμπάνια μονοκοπανιά.
«Ανυπομονώ, μωρό μου» λέει χαμηλόφωνα και αφού μου δώσει το άδειο του ποτήρι, με αφήνει στα κρύα του λουτρού πηγαίνοντας σε κάποιους συνεργάτες του.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και αφήνω το ποτήρι του πίσω μου.
Έτσι σκοπεύει να το πάει το σημερινό; Να τριγυρνάει από δώ και από κει γοητεύοντας τους πάντες και κάνοντάς με να νιώθω λες και θέλω να διαπράξω πολλαπλές δολοφονίες;
Τον παρατηρώ έτσι όπως γελάει δυνατά με ένα αστείο κάποιου. Είναι τέρμα άνετος, λες και βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον. Κάνει τα πάντα να δείχνουν πανεύκολα, ενώ εγώ εδώ τρέμω σαν το ψάρι.
Ξαφνικά ξεκινάει να παίζει μουσική από τα τεράστια ηχεία στις τέσσερις άκρες του χώρου και κοιτάζω μπερδεμένη το στάντ του dj. Ο οποίος, όχι μόνο άργησε, αλλά ήδη έβαλε μια playlist δική του, ενώ χαρακτηριστικά είχα τονίσει στην Μέρεντιθ να του στείλει την playlist που έφτιαξα εγώ με τραγούδια που αρμόζουν στην περίσταση.
Για. Ποιον. Λόγο. Ακούγεται. Το. PAPI CHULO;
Προσπερνάω τον κόσμο, ο οποίος έχει φτιαχτεί φουλ με αυτό το τραγούδι, και εντοπίζω την Μέρεντιθ να κάθεται μαζί με την καινούρια στον πορτοκαλί καναπέ. Μόλις με βλέπει, διορθώνεται και μου κάνει νόημα να πλησιάσω.
«Σιένναα!» φωνάζει για να ακουστεί. Ένα ζευγάρι δημοσιογράφων δίπλα μας, την κοιτάζει περίεργα. «Έλα εδώ! Δοκίμασες το φρουτ πάντς του Γκρέγκορ; Είναι τοπ!»
Εισπνέω βαθιά από την μύτη. Την πιάνω από το χέρι και την σηκώνω όρθια. «Πλάκα μου κάνεις;» ψιθυρίζω κοιτώντας την αγριεμένη. «Μπορείς να μου απαντήσεις σε τρεις ερωτήσεις; Πρώτον, για ποιον λόγο ο dj, ο οποίος άργησε μισή ώρα, παίζει δικά του τραγούδια, δεύτερον, γιατί κάθεσαι σε αυτόν τον καναπέ, ενώ ο Μπερνάρντ τόνισε ότι δεν πρέπει και ΤΡΙΤΟΝ, αν είναι δυνατόν Μέρεντιθ, θες να μας κάνεις ρεζίλι στα περιοδικά; Τι σκατά κάνεις;» τα λέω όλα τόσο γρήγορα, που, αν καταλαβαίνω σωστά από την έκφραση της, δεν έχει καταλάβει Χριστό.
«Έι, μη της φωνάζεις» πετάγεται η μικρή από δίπλα και την κοιτάζω με σηκωμένο το φρύδι. «Απλά χάρηκε πολύ με το πάρτι, αυτό είναι όλο» την υπερασπίζεται και η φίλη της την κοιτάζει χαμογελαστή.
Τι ακούω, Θεέ μου! «Με δουλεύετε και οι δύο σας;» κοιτιούνται μεταξύ τους, λες και υπάρχει σωστή απάντηση σε αυτό «Η δουλειά μας σήμερα εδώ είναι να βοηθάμε τον Μπερνάρντ και να μπλέκουμε σε συζητήσεις προωθώντας το βιβλιοπωλείο με όποιον τρόπο μπορούμε. Πως στο διάολο θα το κάνετε αυτό με το να πίνετε και να ξαπλώνετε εδώ;»
«Χαλάρωσε» κοιτάζω την Τζοάννα και για κάποιον λόγο ένιωσα λες και άκουσα τον Νέιτ από πριν. «Όλα πάνε τέλεια. Το αφεντικό έχει εγκλιματιστεί πλήρως, δεν υπάρχει κανένα θέμα, όλοι χορεύουν και ο Μπεν κάνει εξαιρετική δουλειά με τα τραγούδια, έχουν ανέβει όλοι, δεν τους βλέπεις;»
Αποκλείεται να παραδεχτώ ότι έχει δίκιο, παρόλο που βλέπω ότι όλοι χορεύουν στον ρυθμό. «Ξέρεις τον dj;»
Γνέφει και πίνει μια γουλιά από το ποτό της. «Είναι κολλητός του αδελφού μου, τον ξέρω χρόνια» Η Μέρ από δίπλα μας έχει εξαφανιστεί, αλλά αποφεύγω να δω που πήγε. Αύριο θα της τα ψάλλω κανονικότατα όμως.
Πιάνω το κολιέ μου και το παίζω στα δάχτυλά μου, η μοναδική κίνηση που μπορεί να με ηρεμήσει όταν έχω άγχος. «Βρες την Μέρεντιθ και προσπάθησε να την συνεφέρεις» λέω στην κοπέλα μπροστά μου και αμέσως γνέφει αφήνοντας το ποτό της δίπλα στο γραφείο. «Και, προς Θεού, μη την δει έτσι ο Μπερνάρντ, θα μπλέξει»
«Μάλιστα» απαντάει και κάνει να φύγει, αλλά σταματάει. «Προσπάθησε να ηρεμήσεις» προτείνει «Όλα πάνε μια χαρά, ήρθε αρκετός κόσμος και από ό,τι είδα, το αφεντικό ήδη μίλησε με τον Χούλιο και την Νάνσι. Αυτός ο Ρέυ δεν ξέρω καν αν ήρθε, οπότε όλα είναι κομπλέ» διορθώνει τον ώμο του φορέματός μου. «Πάω να βρω τον μπεκρούλιακα» μου κλείνει το μάτι και χάνεται στον κόσμο.
Επιλέγω να ακολουθήσω την συμβουλή της. Με μια βαθιά ανάσα, χάνομαι και εγώ στον κόσμο και αμέσως παίρνω μέρος σε μια συζήτηση για την ανοικοδόμηση περισσότερων βιβλιοπωλείων στο κέντρο του Μανχάταν.
Όλα καλά.
Η ώρα περνάει πολύ γρήγορα και ίσως είναι η πρώτη φορά που διασκεδάζω τόσο πολύ σε πάρτι που υποτίθεται ότι θα ήταν ξενέρωτο.
Είναι περασμένες 10, τα φώτα είναι χαμηλομένα και εγώ λικνίζομαι παρέα με ένα κοκτέιλ με baileys στο χέρι στους ρυθμούς των πλέων ήρεμων τραγουδιών που ακούγονται από τα ηχεία. Νιώθω ένα χέρι να αγγίζει απαλά τον ώμο μου και χαμογελαστή γυρνάω για να αντικρίσω έναν άκρως ενθουσιασμένο, και λίγο ξαναμμένο από τον χωρό, Μπεράρντ.
«Αφεντικό!» παίρνω το χέρι του και εκείνος το σηκώνει ψηλά κρατώντας με για να κάνω μια στροφή.
«Μικρή πανέξυπνη, δεν ξέρω πόσα ευχαριστώ να σου πω» έρχεται κοντά μου και με πιάνει από την μέση.
Χαμογελάω διάπλατα. Νιώθω τα λυμένα μου μαλλιά να κολλάνε στον γυμνό μου λόγω της ζέστης, αλλά δεν με νοιάζει. «Για ποιο πράγμα;»
Δείχνει με το χέρι του τον χώρο. «Για όλα. Έκανες φοβερή δουλειά. Νομίζω πως πλέον μπορώ και επίσημα να σε φωνάζω μικρή πανέξυπνη, αν και το μικρή ανόητη πάντα θα είναι το καλύτερο» λέει και μου κλείνει το μάτι.
Ψάχνω με το βλέμμα μου τον χώρο και απευθείας βρίσκω την Ελίζ να έχει στριμώξει σε μια γωνία τον υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων ενός από των εκδοτικών της περιοχής. Μόλις με βλέπει, της σηκώνω τον αντίχειρά μου και μου κλείνει το μάτι χαμογελαστή. Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο κάνει κίνηση και τον αρπάζει από τον γιακά του πουκαμίσου του και κολλάει τα χείλη της στα δικά του.
Να κάτι που δεν θα είχα ποτέ τα κότσια να κάνω.
«Η φίλη σου μας έκανε δουλίτσα» λέει ο Μπερνάρντ και γυρνάει και εκείνος για να κοιτάξει την κολλητή μου. «Έκανε τρομερή εντύπωση στον αρχισυντάκτη του Times. Ο Ρίτσαρντ πρότεινε μόνος του να μας συμπεριλάβει στο επόμενο τεύχος με θέμα "Βιβλιοπωλεία γεμάτα αγάπη"»
Τον κοιτάζω έκπληκτη. «Σοβαρά; Θα έρθει να σου πάρει συνέντευξη;»
Ανασηκώνει τους ώμους του. «Δεν έχω ιδέα. Θα με ειδοποιήσει είπε» κοιτάζει τριγύρω στον χώρο. «Είδες πουθενά τον Νέιτ, παρεμπιπτόντως; Η Νάνσυ Γκίμπς τον έψαχνε προηγουμένως. Δεν θέλω να τον βγάλω στο κλαρί, αλλά αν είναι να προτείνει δημιουργία στήλης στο περιοδικό για μη γνωστά βιβλιοπωλεία στην καρδιά του Μανχάταν, θα τον αναγκάσω να κοιμηθεί μαζί της» μου λέει συνομοτικά και γελάει.
Τον ψάχνω και εγώ με το βλέμμα μου, αλλά δεν τον βλέπω πουθενά. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν ίσως μια ώρα νωρίτερα, όταν πήγα στο μπάνιο για να φρεσκαριστώ και με ακολούθησε κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα.
«Μου έλειψαν τα χείλη σου, μικρέ συγγραφέα» μου ψιθύρισε και για τα επόμενα δέκα λεπτά με φιλούσε λες και είχε ξεχάσει που βρισκόμασταν. Εγώ τουλάχιστον είχα ξεχάσει.
«Δεν έχω ιδέα» πίνω μια γουλιά από το κοκτέιλ μου και συνειδητοποιώ ότι έχουν μείνει μόνο τα παγάκια. «Πάω να πάρω άλλο ένα, θες να σου φέρω τίποτα αφεντικό;» ρωτάω και κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
«Όχι, αλλά θα εκτιμούσα αν κρατούσες αυτή την προσφώνηση για πάντα»
«Ξέρεις ότι δεν πρόκειται» του κλείνω το μάτι και πηγαίνω προς τον μπουφέ.
Ο περισσότερος κόσμος έχει ήδη φύγει. Βασικά με το που έγινε η ανακοίνωση του νέου ονόματος του βιβλιοπωλείου και πετάχτηκαν οι φελλοί από τις τέσσερις έξτρα πανάκριβες σαμπάνιες που ο Μπερνάρντ έκανε ειδική παραγγελία με την ονομασία «A New Chapter», το αμέσως επόμενο δεκάλεπτο είχαν μείνει οι μισοί.
Και αυτοί γιατί ήταν δωρεάν τα ποτά, προφανώς.
«Άλλο ένα ίδιο» παραγγέλνω χαμογελαστή στο παιδί πίσω από το αυτοσχέδιο μπαρ και αμέσως κατεβάζει το baileys από το ράφι.
«Παίζει να είσαι η μοναδική που πίνει αυτό το κοκτέιλ» αστειεύεται και στηρίζομαι με τους αγκώνες στον πάγκο μπροστά του.
«Δεν έχουν όλοι ωραίο γούστο» του κλείνω το μάτι και χαμογελάει.
Ανοίγει το στόμα του για να απαντήσει, αλλά σηκώνομαι απότομα και του γυρίζω την πλάτη. Που στο καλό είναι ο Νέιτ, μπορεί να μου εξηγήσει κάποιος;
Εντοπίζω την Μέρεντιθ να στέκεται, ευτυχώς, δίπλα στον dj και να του μιλάει, αλλά εκείνος να μην της δίνει ιδιαίτερη σημασία κάνοντας και καλά ότι είναι απασχολημένος με το να πατάει τυχαία κουμπιά. Αρκετοί χορεύουν στο κέντρο χαλαρά πίνοντας ταυτόχρονα τα ποτά τους και κάπου πιο δίπλα ο Μπερνάρντ μιλάει με τον Ρέυ, ο οποίος τελικά εμφανίστηκε στο πάρτι, αν και δεν ξέρω για ποιον λόγο.
«Έτοιμο το κοκτέιλ για την κούκλα» ακούω την φωνή του μπάρμαν και παίρνω αμέσως το γεμάτο ποτήρι. «Αν δεν έχεις κανονίσει κάτι για αργότερα, μπορούμε να φύγουμε μαζί και να συνεχίσουμε σπίτι μου» προτείνει και τον κοιτάζω από πάνω μέχρι κάτω ρουφώντας παράλληλα με το καλαμάκι μου το ποτό που μου ετοίμασε.
Δεν είναι σε καμία περίπτωση άσχημος, αλλά σίγουρα δεν είναι στα γούστα μου. Και εκτός αυτού, ήδη έχω τον Νέιτ και τον Ράιαν, δεν θα ήθελα να μπει κι άλλος στο ενδιάμεσο.
Γέρνω προς το μέρος του. «Να μου λείπει» κάνω να φύγω αλλά σταματάω απότομα. «Μήπως είδες έναν ψηλό, καστανόξανθο με γαλάζια μάτια, που απαντάει στο όνομα Νέιτ, κάπου;»
Γυρίζει αδιάφορα το κεφάλι του και παίρνει κάτι μισοάδεια ποτήρια από μπροστά του. «Θα έπρεπε;» ρωτάει και ρολάρω τα μάτια μου.
Διασχίζω την αυτοσχέδια πίστα και αφού αρνούμαι κανά δύο χέρια που με τραβούν να χορέψουμε μαζί, φτάνω μπροστά στον dj και την κολλιτσίδα του.
«Μερ!» την τραβάω από το μπράτσο. «Είδες πουθενά τον Νέιτ;» την ρωτάω και με κοιτάζει μπερδεμένη.
«Ποιον Νέιτ;»
Πόσο ήπιε αυτή η κοπέλα, Θεέ μου; «Τι ποιον Νέιτ, μωρέ; Τον αρχιτέκτονα, ξέρεις κι άλλους;»
Ο dj ακούγοντας ήδη την συζήτηση, κατεβάζει το ένα ακουστικό από το αυτί του και γυρνάει να με κοιτάξει. «Είσαι η Σιέννα;» ρωτάει και απλώνει το χέρι του προς το μέρος μου.
Κάνω την ίδια κίνηση εμφανώς μπερδεμένη. «Ναι...» απαντάω και τότε παρατηρώ το στραβό του καπέλο και το που το έχω ξαναδεί. «Είσαι φίλος του Νέιτ; Νομίζω σε θυμάμαι από το κλαμπ στο Μπρούκλιν» η συνειδητοποίηση με χτυπάει στο κεφάλι και εκείνος γνέφει στον ρυθμό της μουσικής.
Κάτσε να δεις... Ποιος άλλος μου είπε ότι τον ξέρει;
«Όχι απλά φίλος, κολλητός!» χαμογελάει διάπλατα. «Μπεν, χάρηκα! Εσύ ήσουν, λοιπόν η τύπισσα για την όποια μου έκανε ο Νέιτ συνέχεια νόημα για να αλλάζω τα τραγούδια στο κλαμπ» μου σφίγγει το χέρι και με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω.
Το ήξερα ότι είχε βάλει ο Νέιτ το χεράκι του. Το ήξερα, γαμώτο μου! Του το είχα πει κιόλας!
«Με συγχωρείς. Δεν ξέρω τι τον είχε πιάσει» λέω και ανακατεύω με το καλαμάκι το ποτό μου.
«Ξέρω εγώ» μου κλείνει το μάτι και αμέσως αλλάζει το τραγούδι. Με το που ακούω τις πρώτες νότες του Glory Box, τον κοιτάζω έκπληκτη ξεχνώντας το προηγούμενο θέμα συζήτησης.
«Ωραίο γούστο, αν και η playlist που σου είχα φτιάξει ήταν αρκετά πιο τίμια από τα περισσότερα κομμάτια που έβαλες απόψε» πετάω την σπόντα μου και πηγαίνω δίπλα του από την άλλη πλευρά.
Αυτή την φορά βγάζει εντελώς τα ακουστικά και με κοιτάζει. Τα μάτια του είναι πράσινα, σχεδόν λαχανί και το χρώμα μοιάζει σαν ψεύτικο έτσι όπως ξεχωρίζει στο σκοτάδι. «Δεν πήρα καμία playlist σου. Μου την έστειλες στο email μου μήπως; Γιατί δεν το ανοίγω συχνά»
Στρέφω εκνευρισμένη το βλέμμα μου στην μισοκοιμισμένη Μέρεντιθ που έχει βολευτεί στο περβάζι του παραθύρου. «Όχι, εγώ βασικά. Άλλος υποτίθεται ότι θα στην έστελνε» παραδέχομαι και γνέφει. «Κάποιος που αύριο έχει να φάει γερό ξεχέσιμο για την αποψινή του συμπεριφορά» σταυρώνω τα χέρια μου και ο Μπεν μόλις καταλαβαίνει ότι εννοώ την κοπέλα δίπλα του, γελάει.
«Με έπρηξε όλο το βράδυ» έρχεται πιο κοντά μου. «Την έστελνα τρεις την ώρα να μου παίρνει ποτό και στο τέλος τα έπινε εκείνη» ψιθυρίζει στο αυτί μου και πνίγομαι με την γουλιά μου.
«Τέλεια. Αύριο δεν πρόκειται καν να ξυπνήσει πριν το μεσημέρι με τόσα που ήπιε» κουνάω απηυδισμένη το κεφάλι μου και εκείνος πατάει κάτι άλλα κουμπιά και αμέσως ακούγεται ένα remix του Mount Everest σε πιο αργή version.
Δεν περνάει αρκετή ώρα και έχω ήδη πεθάνει στο γέλιο μαθαίνοντας ιστορίες του Μπεν και του Νέιτ από όταν γνωρίστηκαν σε μια παμπ πριν τρια χρόνια. Το μαγαζί σχεδόν έχει αδειάσει, οι τελευταίοι καλεσμένοι βρίσκονται αυτή την στιγμή στην πόρτα και ο Μπερνάρντ τους ξεπροβοδίζει παρέα με τον Ρέυ.
Τα φώτα εξακολουθούν να είναι χαμηλομένα, η Μέρ να κοιμάται και ο Νέιτ να αγνοείται. Σε κάποια φάση σκέφτηκα να τον πάρω τηλέφωνο, αλλά δεν ήθελα να φανώ πιεστική. Υποθέτω ότι σίγουρα θα φαινόταν περίεργο αν τον καλούσα έτσι στο άκυρο για να τον ρωτήσω απλά που είναι.
«Φοβερό πάρτι παιδιά μου» λέει το αφεντικό και ο πρώην του περνάει το χέρι του γύρω από την μέση του Μπερνάρντ. «Πολύ καλή δουλειά» λέει στον dj και ο Μπεν του κλείνει το μάτι.
«Φεύγεις;» τον ρωτάω και σηκώνομαι από το σκαμπό που και καλά προοριζόταν για τον dj.
«Ναι, και καλό θα ήταν να κάνεις και εσύ το ίδιο. Αύριο έχουμε δουλειά!» με κοιτάζει απειλητικά και καταλαβαίνω τον λόγο μόνο όταν βλέπω τα δύο άδεια ποτήρια μπροστά μου.
«Εννοείται» χαμογελάω διάπλατα. Από το κέιτερινγκ έχουν ήδη μαζέψει τα πάντα και έχουν φύγει πριν κάτι λεπτά. Οι μόνοι εδώ μέσα είμαστε εμείς και ο μπάρμαν που είναι και αυτός έτοιμος να φύγει. Α και η Μέρεντιθ που κοιμάται. «Μπερ, μπορείς να την γυρίσεις σπίτι; Φοβάμαι να την πάω εγώ τέτοια ώρα, είναι αργά»
«Αχ αυτό το κορίτσι, μη δει ποτό, πάει, την χάσαμε» την παίρνει στην αγκαλιά του και του δίνω αμέσως τα πράγματά της. «Μωρό, έχεις το αυτοκίνητο ε;» ρωτάει τον Ρέυ και εκείνος γνέφει.
«Να προσέχεις» του ψιθυρίζω και του αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο.
«Εσύ πάλι όχι και τόσο» κοιτάζει τον Μπεν που πλέον έχει κλείσει το ηχοσύστημα και ετοιμάζει τα πράγματά του. «Ωραίο το παλικάρι»
Αμέσως νιώθω να κοκκινίζω. «Ούτε καν» διορθώνω το φόρεμά μου. «Εννοώ... ναι, αλλά δεν... καμία σχέση... εγώ δεν...»
«Καλά κατάλαβα» διορθώνει την Μέρεντιθ στην αγκαλιά του και εκείνη ψελλίζει κάτι στον ύπνο της. «Την άλλη, την μικρή δεν είδα καθόλου απόψε. Αν την κοπάνησε, ακόμη δεν ξεκινήσαμε, θα γίνει χαμούλης αύριο»
Έχει δίκιο. Η Τζοάννα κυριολεκτικά μετά από κάποια φάση εξαφανίστηκε. Όπως και ο Νέιτ. Θα έλεγα και η Ελίζ, αλλά σε κάποια φάση την είδα να φεύγει αγκαζέ με τον αρχισυντάκτη του Times και λίγο αργότερα μου έστειλε μήνυμα ότι σήμερα θα είναι λιγάκι απασχολημένη, άρα θα πρέπει να γυρίσω μόνη μου στο σπίτι.
Την ρώτησα αν θα τον πήγαινε στο σπίτι της, μιας και πλέον είναι γνωστό ότι εκεί είναι ο γαμιστρώνας της Ελίζ, αλλά μου είπε πως θα πήγαιναν στην βίλα του. Ή μπορεί και να έμεναν και στο αυτοκίνητο.
«Ελπίζω να έρθει αύριο» πηγαίνω μέχρι την πόρτα μαζί του. «Είδες μήπως κατά τύχη τον Νέιτ;» ρωτάω προσπαθώντας να το παίξω όσο πιο αδιάφορη μπορώ.
Τον ακολουθώ μέχρι το παγκάκι μπροστά στο πεζοδρόμιο όπου και αφήνει προσεκτικά την Μερ. «Ούτε αυτόν τον είδα, για να είμαι ειλικρινής» ξύνει τα μούσια του σκεπτόμενος. «Σε κάποια φάση τον είδα να βγαίνει έξω με μια κοπέλα με ένα μαύρο φόρεμα. Μάλλον ο αρχιτεκτονάκος μας είχε δουλίτσα απόψε» λέει πονηρά και εγώ χάνω έναν χτύπο.
Κοπέλα; Με μαύρο φόρεμα;
«Λες... λες να έφυγε μαζί της;» ρωτάω και τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το σώμα μου.
Ανασηκώνει τους ώμους του και μόλις ακούει την κόρνα από το αμάξι του Ρέυ, ανασηκώνει την Μερ. «Το ελπίζω. Τόσο καιρό μόνος του, επιτέλους να βρει κάποια και αυτός» τον βοηθάω να την σηκώσει και να την βάλει στις πίσω θέσεις του τζιπ. «Θες να σε πάμε και εσένα; Εδώ κοντά μένεις έτσι κι αλλιώς»
Γνέφω αρνητικά. «Θα γυρίσω με τα πόδια. Πρέπει να κλειδώσω το μαγαζί κιόλας» του υπενθυμίζω και γελάει.
«Τι θα έκανα χωρίς εσένα άραγε;» με φιλάει στο πλάι του κεφαλιού μου. «Καλό βράδυ, μικρή πανέξυπνη» μπαίνει μέσα στο τζιπ.
Προσπαθώ να καταπνίξω έναν λυγμό. «Καλό βράδυ, αφεντικό»
Ο Ρέυ πατάει γκάζι και σε λίγα δευτερόλεπτα εξαφανίζονται από το οπτικό μου πεδίο. Τα μάτια μου σχεδόν αμέσως γεμίζουν δάκρυα και ο κρύος αέρας περνάει μέσα από το λεπτό μου φόρεμα κάνοντάς με να τρέξω σχεδόν μέχρι το μαγαζί.
Μπαίνω μέσα και προσπαθώ απλά να θυμηθώ που άφησα την τσάντα και το παλτό μου.
Έφυγε με άλλη; Όντως έκανε αυτό το πράγμα;
Αγνοώ τον Μπεν που λέει ότι μπορεί να με πετάξει μέχρι το σπίτι μου και χώνομαι στο διαδρομάκι που βγάζει στην αποθήκη.
Μου έλειψαν τα χείλη σου, μικρέ συγγραφέα. Τα ίδια λέει και σε αυτήν τώρα;
Ανοίγω με δύναμη την πόρτα της αποθήκης και πατάω τον διακόπτη για να ανοίξει το φως παρόλο που ξέρω ότι η λάμπα είναι καμένη. Σχεδόν τσιρίζω μόλις βλέπω μια φιγούρα στην άκρη μιας παλιάς βιβλιοθήκης. Πρώτα μυρίζω τον καπνό και ύστερα βλέπω το τσιγάρο.
Και έπειτα τον Νέιτ να στέκεται σκεπτικός μέσα στο σκοτάδι και να καπνίζει.
«Νέιτ!» φωνάζω πιάνοντας την καρδιά μου. Αφήνω την πόρτα ανοιχτή για να μπαίνει φως από τον διάδρομο. «Τι στο καλό κάνεις μέσα στα σκοτάδια;»
Κάνει μια τελευταία τζούρα και έπειτα πετάει το τσιγάρο κάτω σβήνοντάς το με το παπούτσι του. «Με συγχωρείς που σε τρόμαξα» με πλησιάζει. Το σακάκι του είναι ακουμπισμένο σε μια παλιά καρέκλα κάπου πίσω του, η γραβάτα του είναι ανοιγμένη και τα πρώτα κουμπιά από το σακάκι του ανοιχτά.
Ας μην είναι αυτό που νομίζω ότι είναι...
«Μόνος σου είσαι;» ρωτάω καχύποπτα και αμέσως σκανάρω τον χώρο.
«Τι; Ναι, μόνος μου είμαι» απαντάει αμέσως και φτάνει μπροστά μου. «Περίμενα να τελειώσει το πάρτι για να φύγουμε μαζί»
Κοιτάζω τα μάτια του. Δεν μοιάζει να έχει πιει. «Τι έκανες εδώ μέσα;» ρωτάω χωρίς να πέσω καν στην παγίδα της γοητείας του.
Περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. «Τίποτα... απλα καθόμουν»
Θέλω να κλάψω. Και να τον χαστουκίσω.
«Δεν σε πιστεύω» απαντάω και τον σπρώχνω για να μπω καλύτερα μέσα. «Που είναι; Που την κρύβεις, γαμώτο μου;»
«Ποια; Σιέννα τι λες;» ρωτάει μπερδεμένος όσο περνάω ανάμεσα από κούτες και ψάχνω για ένα μαύρο γαμημένο φόρεμα.
«Δεν θα δουλευόμαστε και μεταξύ μας, Νέιτ. Η γκόμενα που πήδηξες, λεω. Που την έχεις κρύψει;» φωνάζω και νιώθω ότι με πιάνει υστερία. Αρχίζω να ζαλίζομαι επικίνδυνα μόλις γυρίζω απότομα και πιάνομαι από μια καρέκλα.
«Την γκόμενα που πήδηξα; Πας καλά; Μεθυσμένη είσαι; Τι μαλακίες λες;» είναι εξαγριωμένος και έρχεται μπροστά μου. Με πιάνει με δύναμη από τον αγκώνα, αλλά τον σπρώχνω από κοντά μου.
Θέλω να κάνω εμετό αυτή την στιγμή. Και να τον χαστουκίσω με όλη μου την δύναμη.
«Ο Μπεράρντ μου είπε ότι σε είδε να φεύγεις με μια τύπισσα με μαύρο φόρεμα» λέω μέσα στην ζαλάδα μου. «Αλλά για να είσαι εδώ, μάλλον τελικά δεν φύγατε. Την πήδηξες εδώ, για να μην αργήσεις» τον ειρωνεύομαι και με πιάνει από τα μπράτσα.
«Κορίτσι μου, πας καλά; Τι μαλακίες είναι αυτές που λες;» πλέον φωνάζει και είμαι σίγουρη ότι θα μου αφήσουν σημάδια τα χέρια του. «Δεν πήδηξα καμία, αν είναι δυνατόν, Σιέννα. Για τέτοιον άνθρωπο με έχεις περάσει;» αρνούμαι πεισματικά να σηκώσω το κεφάλι μου για να δει τα δάκρυά μου.
Πιάνει το πηγούνι μου και με δύναμη με αναγκάζει να τον κοιτάξω. «Συγνώμη» ψελλίζω μόλις αντικρίζω το γαλανό και φουρτουνιασμένο του βλέμμα.
«Αλήθεια πίστεψες αυτό το πράγμα;» ρωτάει έκπληκτος και ίσως λίγο θυμωμένος.
Δεν του απαντάω γιατί αμέσως τα δάκρυά μου γίνονται ποτάμι και πλέον κλαίω μπροστά του σαν ένα παιδάκι που μόλις έπεσε από το ποδήλατο και χτύπησε. «Ό-όχι» σκουπίζω τα μάγουλά μου με την αντίστροφη της παλάμης μου. «Σ-συγνώμη»
Με κοιτάζει θυμωμένος και δεν ξέρω αν μπορώ να αισθανθώ χειρότερα αυτή την στιγμή. Είμαι ηλίθια! Ο Μπερνάρντ μπερδεύτηκε, αποκλείεται να έκανε κάτι τέτοιο ο Νέιτ.
Την επόμενη στιγμή με τραβάει με δύναμη στην αγκαλιά του και συγκρούομαι με το στέρνο του. Αμέσως μυρίζω το άρωμά του, που τόση ώρα είχε καλυφθεί από την απαίσια μυρωδιά του τσιγάρου. «Δεν θα σου έκανα ποτέ κάτι τέτοιο, μικρέ συγγραφέα» μου ψιθυρίζει ενώ εγώ συνεχίζω να κλαίω. «Όσο και αν ξέρω πως θα ήθελες να γίνει κάτι τέτοιο για να ξεμπερδεύεις μαζί μου»
Απομακρύνομαι ελάχιστα. «Δεν θέλω να ξ-ξεμπερδέψω μαζί σου» του λέω ανάμεσα στα αναφιλητά μου.
Φιλάει το μέτωπό μου και με κοιτάζει στα μάτια. Μοιάζει σαν να θέλει να μου πει κάτι, αλλά διστάζει. «Σιέννα...»
«Πες το μου» ζητάω και με χαϊδεύει με τους αντίχειρές του τα μάγουλά μου. «Σε παρακαλώ, πες το μου. Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι»
Κλείνει τα μάτια του και παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Πριν έφυγα όντως με μια κοπέλα με μαύρο φόρεμα» ανακοινώνει και νιώθω να παγώνω στο άκουσμα αυτών των λέξεων. «Αλλά όχι για τον λόγο που νομίζεις»
«Τι εννοείς;» η φωνή μου τρέμει, νιώθω πως θα λιποθυμήσω στα χέρια του. «Ποια κοπέλα ήταν αυτή, Νέιτ;» ψελλίζω και φοβάμαι την απάντησή του.
«Η Τζοάννα» ψιθυρίζει «Η κοπέλα που έπιασε δουλειά εδώ, στο βιβλιοπωλείο»
«Τι δουλειά έχεις εσύ μαζί της;» ρωτάω ίσως λίγο πιο άγρια από όσο θα έπρεπε.
Σκουπίζει τα δάκρυά μου. «Είναι η Τζόι, Σιέννα. Είναι η αδελφή μου» απαντάει και κοκκαλώνω.
Χριστέ μου! Νιώθω λες και μόλις έλυσα εγώ η ίδια με τα χέρια μου τον γόρδιο δεσμό.
«Πως την λένε;»
«Τζόι. Είναι η χαρά της ζωής. Για αυτό την ονόμασαν έτσι. Από την πρώτη στιγμή που την είδαν στο μαιευτήριο και τους χαμογέλασε»
Την λένε Τζοάννα. Είναι 20 χρονών. Ήρθε πριν λίγες μέρες στο Μανχάταν επειδή είναι ο αδελφός της εδώ. Αυτός βέβαια δεν την θέλει εδώ.
«Θέλει να έρθει. Εγώ δεν την αφήνω» κάτι στον τόνο της φωνής του με τρομάζει.
«Γιατί;» ψελλίζω μπερδεμένη.
Γυρίζει το κεφάλι του και με κοιτάζει έντονα. «Δεν έχει καμία δουλειά εδώ» απαντάει κοφτά.
«Ο Μπεν κάνει εξαιρετική δουλειά με τα τραγούδια, έχουν ανέβει όλοι, δεν τους βλέπεις;»
«Ξέρεις τον dj;»
Γνέφει και πίνει μια γουλιά από το ποτό της. «Είναι κολλητός του αδελφού μου, τον ξέρω χρόνια»
«Είσαι η Σιέννα;» ρωτάει και απλώνει το χέρι του προς το μέρος μου.
«Ναι... Είσαι φίλος του Νέιτ; Νομίζω σε θυμάμαι από το κλαμπ στο Μπρούκλιν» η συνειδητοποίηση με χτυπάει στο κεφάλι και εκείνος γνέφει στον ρυθμό της μουσικής.
«Όχι απλά φίλος, κολλητός!» χαμογελάει διάπλατα. «Μπεν, χάρηκα!»
«Που την πήγες;» τον ρωτάω μόλις πλέον όλα τα κομμάτια έχουν μπει στην θέση τους.
Κάνει ένα βήμα πίσω βγάζοντάς με από την αγκαλιά του. Ξαφνικά νιώθω ένα κενό, θέλω να του ζητήσω να με ξαναγκαλιάσει, αλλά δεν το κάνω. «Στην Ελίζ. Εκεί μένει από την Δευτέρα»
Σουφρώνω τα φρύδια μου.
Για αυτό είχε έρθει σπίτι μου σήμερα, ενώ είχαμε κανονίσει να βρεθούμε στο δικό της. Για αυτό έφυγε με τον Ρίτσαρντ και μάλλον πήγε στην βίλα του.
Σε εμένα γιατί δεν είπε τίποτα όμως;
«Μιλάει με την Ελίζ;» ρωτάω έκπληκτη και εκείνος γνέφει. «Πως βρήκε δουλειά στο βιβλιοπωλείο; Ο Μπερνάρντ δεν χρειαζόταν παραπάνω προσωπικό, το είχε πει ο ίδιος του»
Σταυρώνει τα χέρια του και κοιτάζει κάπου πίσω μου. «Δεν ξέρω, Σιέννα. Αλήθεια, δεν ξέρω τίποτα. Δεν μου είπε τίποτα. Και για μένα ήταν τέρμα ξαφνικό όλο αυτό»
Άρα η Ελίζ δεν του είχε πει τίποτα; Είχε κανονίσει να έρθει η αδελφή του πίσω από την πλάτη του; Γιατί να το κάνει αυτό; Στον κολλητό της;
Τα δάκρυα έχουν ξεραθεί στα μάγουλά μου μαζί με την μάσκαρα και την σκιά που έχουν τρέξει κάνοντάς με να φαίνομαι χάλια. Αλλά δεν με απασχολεί ούτε στο ελάχιστο.
Κάνω μερικά βήματα και μόλις τον φτάνω σηκώνομαι στις μύτες για να τον φιλήσω. Ναι, αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να σβηστεί αυτή η απαίσια εξέλιξη της βραδιάς.
Τα χέρια του τυλίγονται γύρω μου και με ανασηκώνει με ευκολία πάνω του. Γρήγορα περνάω τα πόδια μου γύρω από τον κορμό του χωρίς να σταματήσω να τον φιλάω και εκείνος μαζεύει με το ένα του χέρι το φόρεμά μου για να πάει στην άκρη.
Τον νιώθω να κουνιέται και σχεδόν αμέσως νιώθω τον παγωμένο τοίχο της αποθήκης στην πλάτη μου. Τα δάχτυλά μου προσπαθούν με τρεμάμενες κινήσεις να ξεκουμπώσουν το πουκάμισό του όσο εκείνος φιλάει και γλύφει τον λαιμό μου.
«Σε χρειάζομαι» μουρμουρίζει και αντί να απαντήσω ένας μεγάλος αναστεναγμός ξεφεύγει από τα χείλη μου σαν απάντηση.
Είναι αρκετές οι φορές που έχουμε κατηγορήσει ο ένας τον άλλο για το γεγονός ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι αισθανόμαστε. Ίσως είναι η πρώτη φορά όμως που και καταλαβαίνουμε και θέλουμε το ίδιο πράγμα. Ό,τι και αν έχει συμβεί, που ήρθε η αδελφή του, που η Ελίζ δεν του είπε τίποτα, που απατάω τον Ράιαν μαζί του, που μου είναι δύσκολο να τον χωρίσω μετά από πέντε χρόνια σχέσης, όλα αυτά διαλύονται μπροστά σε αυτό που νιώθουμε την δεδομένη στιγμή.
Χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλος, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και αυτό νομίζω είναι που τα εξαλείφει όλα.
«Σιέννα, σε φωνάζω τόση ώρα, που είσ- Ω ΣΚΑΤΑ! ΣΥΓΓΝΩΜΗ!» φωνάζει ο Μπεν και αμέσως πηδάω από την αγκαλιά του Νέιτ.
«Ρε μαλάκα τι κάνεις ακόμη εδώ;» απαντάει ο Νέιτ ενώ κουμπώνει το πουκάμισό του.
«Περίμενα την Σιέννα για να κλειδώσει το μαγαζί και να φύγουμε» μας κοιτάζει και τους δύο πονηρά ενώ εγώ προσπαθώ να διορθώσω το φόρεμα αλλά και τις ανάσες μου. «Που να ήξερα ότι ήσουν εδώ ρε μαλάκα» μουρμουρίζει στον κολλητό του και ύστερα λένε κάτι που δεν ακούω.
«Μπεν, συγγνώμη, απλά... ξεχαστήκαμε...» φτάνω δίπλα τους και περνάω τα μαλλιά μου από τον ένα ώμο μου. «Μιλούσαμε και...»
«Ναι, ναι ξέρω, ξέρω...» μου κλείνει το μάτι και ο Νέιτ του σκάει αγκωνιά στα πλευρά ενώ περνάει το άλλο του χέρι γύρω από την μέση μου.
«Θα το εκτιμούσα πολύ πάντως αν δεν έλεγες τίποτα σε κανέναν» του λέω και μοιάζει τόσο περίεργο να ζητάω από κάποιον να μην αποκαλύψει την κρυφή μου σχέση ενώ μόλις μας έπιασε έτοιμους να το κάνουμε σε μια ημισκοτεινή αποθήκη ενός βιβλιοπωλείου.
Σίγουρα θα ήταν μια σκηνή που θα ταίριαζε στο βιβλίο μου.
Σταυρώνει τα χέρια του και μας κοιτάζει μπερδεμένος. «Γιατί; Κανείς δεν το ξέρει;»
«Όχι. Και δεν θα το μάθει κανείς» απαντάει κοφτά ο Νέιτ. «Θα σου εξηγήσω άλλη φορά»
Σηκώνει ψηλά τα χέρια του. «Εντάξει, εντάξει. Έχετε τον λόγο μου» του χαμογελάω δειλά «Θα φύγουμε μαζί λοιπόν ή να φύγω μόνος μου για να συνεχίσετε την δουλίτσα σας;» ρωτάει πονηρά και κρύβω το πρόσωπό μου στο στέρνο του πιο σέξι αγοριού δίπλα μου.
«Ξεκουμπίσου ρε βλάκα!» του λέει γελώντας ο Νέιτ και μόλις ο Μπεν εξαφανίζεται, με σηκώνει ξανά σαν πούπουλο στην αγκαλιά του. «Που είχαμε μείνει, μικρέ και πανέμορφε συγγραφέα;»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top