12. Κάναμε χιλιόμετρα για ανθρώπους που δεν έκαναν ούτε βήμα για 'μας...


Οι τελευταίες βδομάδες ήταν μια τρέλα. Γύρισα επιτέλους από Βερολίνο, είμαι στο πατρικό μου και προσπαθώ να διαχειριστώ το γεγονός ότι δεν μπορώ να βρίζω όποιον να ναι στο δρόμο επειδή είναι Έλληνες και όχι Γερμανοί. Και με καταλαβαίνουν.

Σύντομα κεφάλαιο και στο Away!

~~~

«Μην ξεχάσεις να πάρεις τηλέφωνο στο κέτερινγκ και να τους υπενθυμίσεις ότι αν δεν φέρουν σωστά τα καναπεδάκια που ζήτησα, θα τους πάρει και θα τους σηκώσει!» φωνάζει ο Μπερνάρντ από την άλλη πλευρά της γραμμής και σημειώνω στο κινητό μου όλα αυτά που μου ζήτησε.

«Μην ανησυχείς για αυτό, το έχω ήδη κανονίσει» σταματάω στο φανάρι και περιμένω μέχρι να γίνει πράσινο. «Μίλησες με τους καλεσμένους; Τις προσκλήσεις τις έστειλες την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά έχουν γίνει κάποιες αλλαγές στην ώρα. Τους το θύμησες;»

Αν μη τι άλλο, το να οργανώνεις τα εγκαίνια του νέου σου βιβλιοπωλείου είναι τόσο αγχωτικό, που σχεδόν ξεχνάς να κάνεις τα βασικά πράγματα. Ή στην περίπτωση του Μπερνάρντ, του αφεντικού όπως μου έχει ζητήσει να τον φωνάζω μπροστά στον κόσμο σήμερα το βράδυ, ετοιμάζεις τις προσκλήσεις πριν καν αρχίσουν οι εργασίες και τελευταία στιγμή αναγκάζεσαι να ενημερώνεις τον κόσμο ότι τα εγκαίνια θα γίνουν στις 18:00 και όχι στις 16:00.

Και φυσικά, δεν μπορείς να τα κάνεις όλα μόνος σου. Κάπου εδώ χώνομαι και εγώ. Πριν καν μου ζητήσει βοήθεια, τον είχα ήδη βγάλει από την δύσκολη θέση του να μιλήσει σε 10 κέτερινγκ μέχρι να αποφασιστεί το καλύτερο. Γενικά το Μανχάταν δεν παίζει με αυτά τα πράγματα. Μπορείς να βρεις ό,τι θέλεις, σε ό,τι τιμή θέλεις και αυτό είναι τόσο αγχωτικό όσο ακούγεται.

Όχι όμως για μένα!

«Έχω μιλήσει σχεδόν με όλους, καλό μου. Από εχθές κιόλας. Τους πήρα τηλέφωνο όλους έναν προς έναν» λέει και γνέφω υπερήφανη ενώ το σβήνω από την λίστα μου.

«Τέλεια» περνάω τον δρόμο και μπαίνω στην πολυκατοικία μπροστά μου. Πατάω το θυροτηλέφωνο και σε κλάσματα δευτερολέπτου, η πόρτα μπροστά μου ανοίγει. «Τα τραπέζια και οι καρέκλες έχουν φτάσει πάντως» μπαίνω γρήγορα στο ασανσέρ και πατάω το κουμπί για τον 6ο όροφο. «Στις 15:00 εγώ θα είμαι εκεί για να αρχίσω να τα τακτοποιώ, θα έρθεις και εσύ να φανταστώ;»

«Είμαι ήδη εδώ Σιέν. Από το πρωί έχω έρθει και τα ετοιμάζω όλα. Δεν χρειάζεται να έρθεις πιο νωρίς εσύ» ανακοινώνει όσο εγώ κοιτάζομαι στον καθρέφτη και προσπαθώ να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα. Πως είμαι έτσι γαμώτο μου;

Λογικό όμως να μοιάζω σαν τρελή αφού είμαι από τις 7 το πρωί στο πόδι. Και αυτό, όχι επειδή δεν είχα ύπνο προφανώς, αλλά επειδή σήμερα είναι η πιο σημαντική μέρα του νέου μας βιβλιοπωλείου. Και για κάποιον λόγο που ακόμη δεν έχω καταλάβει, αν ξυπνούσα από τις 7 το πρωί για να κάνω τις δουλειές που μου είχε αναθέσει ο Μπερ, τις οποίες θα μπορούσα κάλλιστα να κάνω και 3 ώρες αργότερα, όλα θα πήγαιναν σήμερα εξαιρετικά.

«Είσαι σίγουρος;» ρωτάω μόλις βγαίνω από το ασανσέρ και αμέσως εντοπίζω έναν χαμογελαστό Νέιτ μπροστά μου. Τα χείλη του αμέσως βρίσκουν τα δικά μου ενώ το χέρι του προσπαθεί να με απαλλάξει από τις πέντε σακούλες σούπερ μάρκετ που κουβαλάω και την τσάντα του λάπτοπ μου.

«Κλείσε μικρή. Τα λέμε στις 18:00. Να λάμψεις!» μου το κλείνει στα μούτρα και πριν προλάβω να αντιδράσω, το κινητό μου έχει κάνει φτερά και βρίσκεται πεταμένο κάπου ανάμεσα στον γκρί σκεπάσματα του καναπέ.

«Καλημέρα» γουργουρίζω στην αγκαλιά του και τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του.

«Καλημέρα στην πιο όμορφη, αγχωμένη συγγραφέα που γνωρίζω» μου απαντάει χωρίς να ξεκολλήσει τα χείλη μας και χαμογελάω.

Δεν με αφήνει να απαντήσω, αντί αυτού με σηκώνει από τους γλουτούς κάνοντάς με να τυλίξω τα πόδια μου γύρω από την μέση του και προχωράει με γρήγορα βήματα προς το δωμάτιό του.

Παρά τον καυγά μας την Δευτέρα, ο οποίος στην τελική δεν ήταν καν καυγάς, η υπόλοιπη μέρα όπως και ολόκληρη η Τρίτη πέρασαν με εμάς τους δύο να μην μπορούμε να ξεκολλήσουμε ο ένας από τον άλλο. Όχι ότι παραπονιόμουν, ίσα ίσα, πέρασα πολύ καλά.

Ειδικά εχθές. Πήγαμε στο βιβλιοπωλείο μαζί για να ελέγξουμε κάτι τελευταία πράγματα στην διακόσμηση και κάθε φορά που έφευγε από κοντά μας ο Μπερνάρντ ή η Μέρεντιθ, με τραβούσε και με φιλούσε. Σχεδόν σκέφτηκα να του ζητήσω να με φιλήσει όσο είναι μπροστά η Μέρ, αλλά δεν το έκανα. Γιατί θα ήταν κατινιά.

«Μου έλειψες» μουρμουρίζει όσο με βιαστικές κινήσεις μου βγάζει την μπλούζα και γελάω αφοπλιστικά.

«Εμένα να δεις...»

Δεν ξέρω καν αν είναι δυνατόν να μου έχει λείψει τόσο πολύ ενώ τον είχα δει εχθές το βράδυ και στην ουσία το μόνο που μας χώρισε ήταν ένας ύπνος. Είχα πολλά χρόνια να νιώσω έτσι για κάποιον.

Τον παρατηρώ έτσι όπως σηκώνεται στα γόνατά του για να βγάλει και την δική του μπλούζα. Είναι πανέμορφος, όσες φορές και αν τον κοιτάξω, πάντα θα μου προκαλεί την ίδια αντίδραση. «Θα με ματιάξεις, μωρό μου» λέει χαμογελαστός και με πιάνει από τους γλουτούς για να μας γυρίσει ανάποδα και να είμαι εγώ από πάνω του.

Σκύβω να φιλήσω το πηγούνι του. «Μπορώ να μην σε κοιτάζω; Είσαι...» κάνω πως σκέφτομαι ενώ συνεχίζω τα φιλιά μου στον λαιμό του «...απολαυστικός»

Τα χέρια του χαϊδεύουν την μέση μου και φτάνουν στο κούμπωμα από το σουτιέν μου. «Απολαυστικός ε;» ρωτάει και ανασηκώνεται για διορθώσει το μαξιλάρι πίσω του. Δεν κάνει κάποια κίνηση να το ξεκουμπώσει και αυτό γιατί βλέπει ότι έχω σταματήσει τα ζουζουνίσματα. «Τι έγινε;» ρωτάει ανήσυχος με το στέρνο του να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα από τις κοφτές ανάσες του. «Μη μου πεις ότι ξέχασες να κάνεις κάτι που σου ανέθεσε ο Μπερνάρντ, γιατί μα την-»

«Όχι» κατεβαίνω από πάνω του και παίρνω με τρεμάμενα χέρια την μπλούζα μου που είναι πεταμένη στην άκρη του κρεβατιού.

Ναι, Σιέννα, άραγε για ποιον λόγο δεν το συνεχίζεις; Δεν ζεις την ζαχαρένια σου μαζί με αυτό το τεκνό που είναι ερωτευμένος μαζί σου και ημίγυμνος μπροστά σου; Τι στο καλό σε εμποδίζει, λοιπόν;

«Αυτόν σκέφτεσαι;» η φωνή του στάζει πικρία και ξεφυσάω ενώ βγάζω τα μαλλιά μου μέσα από την μπλούζα.

Δεν ξέρω αν θέλω να το συζητήσω μαζί του. Μετά τον καυγά μας προχθές, δεν ανέφερα ούτε εγώ, αλλά ούτε και ο Νέιτ το θέμα με τον Ράιαν. Και αυτό, γιατί μου είχε ζητήσει εκείνος όσο είμαι μαζί του να μην σκέφτομαι τίποτα άλλο πέρα από εμάς τους δύο.

Αλλά, γαμώτο μου, αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο από όσο νόμιζα.

Νιώθω τα χέρια του να τυλίγονται στην μέση μου και το μέτωπό του να αγγίζει τον αριστερό μου ώμο. «Θες να φάμε κάτι;» ξαναρωτάει και γνέφω πριν καν ολοκληρώσει την ερώτησή του.

Σηκώνεται όρθιος και αφήνοντας ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού μου, παίρνει ξανά την μπλούζα του και την φοράει. Παρακολουθώ τις κινήσεις του ενώ ταυτόχρονα προσπαθώ να βρω οτιδήποτε να πω που θα μας κάνει να ξεχάσουμε ό,τι προηγήθηκε.

Και όχι, εχθές δεν κάναμε σεξ. Και ούτε επιχειρήσαμε. Εγώ τουλάχιστον. Μετά το βράδυ της Δευτέρας που έγινε ό,τι έγινε με τον Νέιτ, αισθανόμουν απαίσια που ακόμη και κάτω από αυτές τις συνθήκες απάτησα τον Ράιαν.

Ή τουλάχιστον έκανα σεξ πίσω από την πλάτη του ενώ ακόμη δεν τον έχω χωρίσει. Παρόλο που στο μυαλό μου, και ιδίως στο μυαλό του Νέιτ, είμαστε χωρισμένοι από πριν καν φύγει για το Σκράντον.

«Συγγνώμη για αυτό» ψελλίζω όταν τον βλέπω να μαζεύει από το χαλάκι μπροστά μου κάτι πεταμένα χαρτιά και χάρακες.

«Για ποιο πράγμα;» αφήνει τα πράγματα πάνω στο γραφείο του και με κοιτάζει με γνήσια απορία στο βλέμμα του.

«Για το...» του δείχνω το κρεβάτι και σηκώνει το φρύδι του. «... που σε ξενέρωσα πριν...»

Αφήνει ένα χαχανιτό να βγει από τα χείλη του. «Δεν με ξενέρωσες Σιεννάκι. Ίσα ίσα, τώρα πρέπει όντως να πάω για τρέξιμο. Απλά ήλπιζα ότι θα το γλίτωνα κάνοντας γυμναστική μαζί σου» μου κλείνει το μάτι και απλώνει το χέρι του για να με τραβήξει να σηκωθώ όρθια.

Μειδιάζω και κοιτάζω τα ξεβαμμένα άσπρα γράμματα από το μπλε μπλουζάκι του, που κάποτε έλεγαν Boston. «Δεν μπορώ να μην τον σκέφτομαι»

Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν ξέρω τι στο καλό συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου, αλλά αισθάνομαι άσχημα ακόμη και που αγγίζω τον Νέιτ πίσω από την πλάτη του Ράιαν.

Την τελευταία φορά που μίλησα μαζί του... ή βασικά όχι. Η τελευταία φορά που επικοινώνησε εκείνος μαζί μου ήταν την Κυριακή το βράδυ, με τα μηνύματα που μου έστειλε όσο ήταν ο Νέιτ μέσα στο δωμάτιό μου μετά την λιποθυμία μου. Για την οποία, επίσης, γνωρίζουν μόνο ο Νέιτ, η Ελίζ και ο οικογενειακός γιατρός της. Κανείς άλλος.

Και ύστερα ήταν η απάντησή μου στα μηνύματά του. Ένα απλό εντάξει και ένα ακόμη πιο απλό στείλε μου μήνυμα αν έχεις νεότερα. Μετά από αυτά δεν είχα τίποτα. Ούτε την Δευτέρα, ούτε εχθές. Και σήμερα, κάθε τρεις και λίγο που κοιτάζω το κινητό μου, τα μηνύματά μου έχουν μείνει στο διαβάστηκε από το βράδυ της Κυριακής. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή όχι. Δεν μπορώ να σκεφτώ καθόλου καθαρά.

«Τι είπαμε;» βάζει τον δείκτη του στο στόμα μου κλείνοντάς το. «Δεν μιλάμε για αυτό όσο είμαστε μαζί» μου υπενθυμίζει και κλείνω τα μάτια προσπαθώντας να διώξω τα δάκρυα που για άλλη μια φορά έχουν μαζευτεί. «Μην βασανίζεις το μυαλουδάκι σου»

Χώνομαι στην αγκαλιά του και μυρίζω το άρωμα του. Δεν μου φαίνεται ξένο, ποτέ δεν μου φαινόταν βασικά. Απλά τώρα μοιάζει περισσότερο με σπίτι. «Ποιος θα μου το έλεγε ότι θα ήσουν τόσο γλυκός» τον πειράζω και τραντάζεται από ένα μικρό γελάκι.

«Έχεις παράπονο; Εξ αρχής ήμουν το τέλειο αγόρι για εσένα, παρόλο που δεν το έβλεπες» με ένα τελευταίο φιλί στο στόμα μου με αφήνει. «Πάω να παραγγείλω πίτσα»

Με αφήνει μόνη στο δωμάτιό του χωρίς να κλείσει την πόρτα πίσω του και περιφέρομαι από την μια πλευρά στην άλλη για να κλείσω την τεράστια μπαλκονόπορτα. Ο καιρός σήμερα είναι τελείως αναποφάσιστος. Την μια έχει ήλιο και ζέστη και την επόμενη στιγμή φυσάει και τεράστια μαύρα σύννεφα καλύπτουν τον γαλάζιο ουρανό.

Τον ακούω όσο προσπαθεί να συνεννοηθεί στο τηλέφωνο και να τους τονίσει ότι η πίτσα πρέπει οπωσδήποτε να έχει πράσινη πιπεριά σε όλα τα κομμάτια και χαμογελάω.

Εχθές κάναμε πολλές συζητήσεις. Ήταν η πρώτη φορά που είχα έρθει στο νέο του σπίτι, το οποίο είναι απελπιστικά κοντά στο διαμέρισμα της Ελίζ, και αισθανόμουν τρομερά άβολα. Και το θέμα ήταν πως το είχε παρατηρήσει για αυτό και προσπάθησε να με ηρεμήσει ζητώντας με να του μιλήσω για το πως μου αρέσει η πίτσα. Έτσι στο ξεκάρφωτο.

«Με χοντρό ζυμάρι. Έτσι ακριβώς όπως την κάνει η μαμά μου. Οι τραγανές χαλάνε όλη τη γεύση, ενώ στις μπαμπάτσικες καταλαβαίνεις και ζύμη και τα υλικά» έλεγα και εκείνος με κοιτούσε με προσοχή. «Δεν με νοιάζει τι θα έχει από πάνω, αρκεί να υπάρχει πράσινη πιπεριά. Λατρεύω τις πιπεριές. Μπορεί και να θυμώσω αν μου πάρει άλλος το κομμάτι με τις περισσότερες» τον απείλησα και γέλασε.

Αυτό, σε συνδυασμό με το Jäger που είχε εμφανίσει από το πουθενά ήταν αρκετά για να με κάνουν να χαλαρώσω. Και η αλήθεια είναι πως μετά το τρίτο σφηνάκι, παραχαλάρωσα.

«Πιπεριές, ρε άνθρωπε... Τι ελιές μωρέ... Πι-πε-ριές!» φωνάζει από μέσα όσο εγώ παρατηρώ το γραφείο του.

Ήξερα ότι είναι τακτικός άνθρωπος και χάρηκα πολύ όταν το διαπίστωσα. Σίγουρα μου έφυγε ένα από τα άγχη που με περιτριγυρίζουν όταν γνωρίζω έναν άνθρωπο. Ο Ράιαν ας πούμε όταν γνωριστήκαμε ήταν το ακριβώς αντίθετο του τακτικού. Εντελώς ακατάστατος στα πάντα. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να τον πείσω ότι δεν χρειάζεται να πετάει τις κάλτσες του όπου να 'ναι μέσα στο διαμέρισμα και ότι είναι προτιμότερο να κατεβάζει το καπάκι της λεκάνης.

Ενώ ο Νέιτ... το κάνει χωρίς να του το πω. Γενικά κάνει πολλά πράγματα που ενώ συνήθως μάλλιαζε η γλώσσα μου να τα λέω στον Ράιαν, εκείνος τα κάνει από μόνος του. Όπως το να πλένει την κούπα του μόλις τελειώσει με τον καφέ. Ή να διορθώνει τα μαξιλάρια του καναπέ του μόλις σηκωθεί, παρόλο που μετά ξανακάθεται και τα κάνει χειρότερα. Ή μαζεύει τα μπουκάλια που βρίσκει και τα βάζει σε σακούλα ανακύκλωσης.

Κάνει τόσα πολλά πράγματα που κάποιες φορές τρίβω τα μάτια μου για να σιγουρέψω ότι αυτό που βλέπω είναι όντως αλήθεια και όχι αποκύημα της φαντασίας μου.

Κοιτάζομαι στον μεγάλο ολόσωμο καθρέφτη ακριβώς δίπλα από το γραφείο του και επιλέγω να μαζέψω τα μαλλιά μου σε έναν περίτεχνο κότσο στο κέντρο του κεφαλιού μου. Ή όπως τον αποκαλώ εγώ, Κότσο Γραψίματος, μιας και είναι το πρώτο πράγμα που κάνω κάθε φορά που θέλω να γράψω.

Αρκετές φωτογραφίες είναι κολλημένες με σελοτέιπ στην άκρη του καθρέφτη και πλησιάζω λίγο περισσότερο για να τις δω. Στην μια είναι αυτός με την Ελίζ, με εκείνη να κάθεται πάνω στα πόδια του και να έχει την γλώσσα της έξω ενώ εκείνος την φιλάει στο μάγουλο. Δεν φαίνεται πολύ πρόσφατη, αν κρίνω από τα μαύρα μαλλιά της Ελίζ και το γεγονός ότι μου είχε αναφέρει παλιότερα πως είχε επιχειρήσει να τα κάνει εντελώς μαύρα, αλλά το μετάνιωσε την αμέσως επόμενη στιγμή.

Στην ακριβώς διπλανή είναι μαζί με την μητέρα του, υποθέτω. Μοιάζουν πολύ στο πρόσωπο, κυρίως στα μάτια. Και των δύο είναι καταγάλανα και το χαμόγελό τους φτάνει μέχρι τα αυτιά τους. «Από εδώ πήρες λοιπόν την ομορφιά σου, αρχιτεκτονάκο...» μουρμουρίζω όσο το βλέμμα μου πηγαίνει και στις επόμενες φωτογραφίες, επιβεβαιώνοντας μου ότι εκείνη ήταν όντως η μητέρα του.

Σε μια άλλη είναι όλη η οικογένεια μαζί, όπως επίσης και μια κοπέλα κοντά στην ηλικία μου. Φαίνεται να τραβήχτηκε τώρα στα κοντά. Ο Νέιτ φοράει ένα τέλειο μαύρο κοστούμι κάνοντάς τον να φαίνεται κυριολεκτικά σαν μοντέλο δίπλα στους γονείς του και γενικά όλοι είναι καλοντυμένοι. Μάλλον ήταν σε κάποια δεξίωση ή γκαλά. Διότι, ναι, εννοείται πως ο Νέιτ έχει πάει σε τόσα γκαλά στην ζωή του, που είναι απόλυτα λογικό να δείχνει τόσο άνετος και κούκλος μαζί με τους γονείς του.

Αυτή είναι η βασική μας διαφορά. Από την μια είναι ο Νέιτ. Έχει κάνει τόσα πράγματα, είναι γνωστός, ένας από τους καλύτερους αρχιτέκτονες στην Βοστώνη, έχει τόσα λεφτά, είναι κούκλος. Και από την άλλη είμαι εγώ. Που δουλεύω στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου και γράφω ένα βιβλίο που ο Θεός ξέρει πότε θα τελειώσει.

Τι στο καλό μας ενώνει εμάς τους δύο;

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μια τελευταία φωτογραφία μου τραβάει την προσοχή. Είναι ασπρόμαυρη και από το πόσο ταλαιπωρημένη δείχνει, είναι σίγουρα πολύ παλιά. Τον αναγνωρίζω σχεδόν αμέσως, το κλασικό του χαμόγελο και τα ανοιχτόχρωμα μάτια του που μοιάζουν σχεδόν διάφανα. Από μικρός ήταν κούκλος. Δίπλα του ένα κοριτσάκι με δύο μεγάλες κοτσίδες τον αγκαλιάζει και από την άλλη πλευρά ένα ακόμη αγοράκι κάνει έναν γελοίο μορφασμό στον φακό ενώ ταυτόχρονα αγκαλιάζει και τους δύο με τα μικρά του χέρια.

«Ο Μέισον είναι αυτός» ακούω την φωνή του από πίσω μου και πετάγομαι. «Και η Ελίζ είναι εκείνη με τις κοτσίδες» στέκεται στην πόρτα με σταυρωμένα τα χέρια.

Παρατηρώ καλύτερα την φωτογραφία. Αν δεν μου το έλεγε δεν θα καταλάβαινα ποτέ ότι αυτή η μικρούλα είναι η Ελίζ. Ενώ ο αδελφός της, ο Μέισον, ναι, είναι σχεδόν ίδιος με τώρα. Ή τουλάχιστον με την τελευταία φορά που του μίλησα πριν κάτι εβδομάδες ότι τον συνάντησα τυχαία στον εκδοτικό.

«Άρα όντως είσαι παιδικός τους φίλος» γυρίζω και τον κοιτάζω έκπληκτη. «Νόμιζα ότι με ψιλοκοροϊδεύατε όταν λέγατε και οι δυο πως γνωρίζεστε από μωρά»

Σουφρώνει τα φρύδια του. «Γιατί να σου πούμε ψέματα; Οι μητέρες μας είναι κολλητές από το Λύκειο. Με τον Μέισον γεννηθήκαμε με δέκα μέρες διαφορά. Μαζί μεγαλώσαμε» ακούω κάτι διαφορετικό στην φωνή του που δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Στεναχώρια; Μελαγχολία;

«Μου φαίνεται τόσο περίεργο» έρχεται προς το μέρος μου και με παίρνει στην αγκαλιά του. Οι πεταλούδες στο στομάχι μου κάνουν σαν τρελές. «Ξέρεις, να είσαι φίλος με κάποιον τόσα πολλά χρόνια» παραδέχομαι και κουρνιάζω στο στέρνο μου. Με μια κλεφτή μας ματιά στον καθρέφτη θα έλεγα πως ταιριάζουμε πολύ περισσότερο από ό,τι πίστευα.

«Δεν έχεις άτομα που να κάνεις παρέα από το δημοτικό, δηλαδή;» ρωτάει έκπληκτος και με κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη.

Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. «Ήταν κανά δυο, από το Λύκειο, αλλά αφού πέρασα στο Πανεπιστήμιο χώρισαν οι δρόμοι μας. Ή μάλλον καλύτερα μόνο ο δικός μου» εξηγώ με ένα μικρό χαμόγελο ενώ ταυτόχρονα άπειρες αναμνήσεις ξεχύνονται στο μυαλό μου.

«Λυπάμαι για αυτό» ψιθυρίζει και ανασηκώνω τους ώμους μου.

Ακολουθεί μια μικρή σιωπή με εμάς τους δύο να χανόμαστε στον δικό μας κόσμο. Δεν ξέρω τι σκέφτεται εκείνος ή αν αποτελώ τουλάχιστον ένα κομμάτι αυτών των σκέψεων, πράγμα που θέλω απίστευτα πολύ. Εμένα πάλι το μυαλό μου γυρνάει στο Λύκειο. Στην τότε μου παρέα, στα ξενύχτια, στις βόλτες με τα αυτοκίνητα, στους άπειρους καφέδες, σε όλα αυτά που έκανα και σε όλα αυτά που μου λείπουν απίστευτα πολύ.

Ο μπαμπάς μου, θυμάμαι μου είχε πει κάτι, όταν είχα περάσει στο πανεπιστήμιο. Έβλεπε ότι δεν ήμουν καλά ψυχολογικά με όλες τις αλλαγές που είχαν γίνει και εγώ δεν μπορούσα καν να κρύψω το πόσο είχα επηρεαστεί.

"Σκέψου αυτό. Ποτέ δεν είσαι μόνη σου. Ό,τι κι αν κάνεις, όσο και αν πιστεύεις ότι κανείς δεν είναι κοντά σου, θυμήσου ότι η οικογένεια σου είναι εκεί ακόμη κι αν δεν την βλέπεις. Εγώ προσωπικά σου εγγυώμαι ότι θα είμαι πάντα κοντά σου, σε ό,τι αποφασίσεις, σε κάθε ξεκίνημα. Και μην στεναχωριέσαι. Ο Λειβαδίτης είχε πει κάτι πολύ σοφό: Κάναμε χιλιόμετρα για ανθρώπους που δεν έκαναν ούτε ένα βήμα για 'μας. Ξέρω πόσο σου αρέσουν οι Έλληνες ποιητές. Άκουσε τα λόγια του. Και θα καταλάβεις"

Έκανα πολλά χιλιόμετρα για τέτοιους ανθρώπους, δυστυχώς.

«Τι σκέφτεσαι;» τα χέρια του σφίγγουν λίγο παραπάνω την μέση μου και ξεφυσάω.

«Έχεις αδερφή;» η ερώτηση ξεφεύγει από τα χείλη μου και σχεδόν αμέσως το μετανιώνω. Το στέρνο του ξεφουσκώνει και φοβάμαι να τον κοιτάξω μέσα από τον καθρέφτη.

Τι σε νοιάζει ρε ηλίθια αν έχει αδερφή; Θα νομίζει ότι ψάχνεις και τα πράγματά του στο τέλος...

«Ναι» απαντάει απλά και διστακτικά κοιτάζω το είδωλό του. Το βλέμμα του είναι στραμμένο στις φωτογραφίες και μάλλον έχει καταλάβει τον λόγο που του ρώτησα κάτι τέτοιο. «Είναι 20 χρονών. Σπουδάζει φυσικοθεραπεύτρια»

Απλώνει το χέρι του και αγγίζει την φωτογραφία που είναι όλη του η οικογένεια μαζί. Και η αδελφή του. «Πως την λένε;»

«Τζόι» απαντάει και μου ξεφεύγει ένα γελάκι. Με κοιτάζει παραξενεμένος και εγώ προσπαθώ να το καλύψω αποτυγχάνοντας με βήχα.

«Σόρυ, απλά κάθε φορά που ακούω αυτό το όνομα θυμάμαι τα Φιλαράκια» του εξηγώ και γυρίζει πάλι το κεφάλι του, σαν να μην τον έπεισα ιδιαίτερα.

«Είναι η χαρά της ζωής» συνεχίζει σαν να μην συνέβη τίποτα. «Για αυτό την ονόμασαν έτσι. Από την πρώτη στιγμή που την είδαν στο μαιευτήριο και τους χαμογέλασε»

Μοιάζει σαν να σκέφτεται πολλά πράγματα. Το καταλαβαίνω και μόνο από την έκφραση του προσώπου του. Του λείπει κάτι, διχάζεται για κάτι άλλο, δεν ξέρω. Μου μοιάζει σαν να ζορίζεται που γίνεται αυτή η κουβέντα.

«Έχει περάσει πολλά» συνεχίζει κοιτώντας αποκλειστικά εκείνη την φωτογραφία. «Αλλά εξακολουθεί να είναι η χαρά της ζωής. Συνήθως. Όταν δεν κάνει σαν σπαστικό σκατόπαιδο που τα θέλει όλα δικά του» λέει και χαμογελάω ανακουφισμένη.

Έχει περάσει πολλά; Τι πολλά; Τι έχει συμβεί; Και γιατί το μυαλό μου πηγαίνει απευθείας στο κακό;

«Πόσο καιρό έχεις να την δεις;» γέρνω στο μπράτσο του και κοιτάζω εμάς τους δύο στον καθρέφτη. Είναι κακό να πω ότι αυτή την στιγμή σκέφτομαι πολύ, πολύ διαφορετικά πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε με αυτόν τον καθρέφτη;

«Έχει έναν μήνα σίγουρα» περνάει το χέρι του γύρω από την μέση μου και εγώ προσπαθώ να διώξω τις ανώμαλες σκέψεις μου. «Αλλά με παίρνει κάθε μέρα τηλέφωνο, δεν είναι πως μου λείπει»

«Πως και δεν έχει έρθει καθόλου στο Μανχάταν;» ρωτάω και αμέσως σφίγγεται. Τι; Βλακεία είπα;

Παίρνει το χέρι του από την μέση μου και το βάζει στην τσέπη του. «Θέλει να έρθει. Εγώ δεν την αφήνω» κάτι στον τόνο της φωνής του με τρομάζει.

«Γιατί;» ψελλίζω μπερδεμένη.

Γυρίζει το κεφάλι του και με κοιτάζει έντονα. «Δεν έχει καμία δουλειά εδώ» απαντάει κοφτά και κουνάω το κεφάλι μου αργά.

Εμένα τώρα αυτό γιατί μου φαίνεται τόσο περίεργο; Η αδελφή του είναι 20 χρονών, σπουδάζει, για ποιον λόγο να μην έρθει εδώ να... να την γνωρίσω;

Χριστέ μου, λες να νομίζει πως θέλω να γνωρίσω την οικογένεια του; Για αυτό να μην θέλει να έρθει η αδελφή του εδώ;

Ψάχνω κάποια απάντηση στο βλέμμα του αλλά εκείνος αποφεύγει το δικό μου.

Ώρα να αλλάξεις κλίμα, μικρή ανόητη, όπως θα έλεγε και ο Μπερνάρντ.

«Και για πες λοιπόν» βάζω ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου «το Νέιτ, τι σημαίνει;» ρωτάω και μπαίνω μπροστά του, ανάμεσα σε εκείνον και τον καθρέφτη. «Ή βασικά ξέρω. Στα μανδαρίνικα μάλλον σημαίνει: σέξι και πανέμορφος άντρας που σε κάνει να λιώνεις με ένα του βλέμμα» γελάει και επιτέλους αυτό το όμορφο πρόσωπο φωτίζεται όπως ακριβώς πρέπει. Δεν μου αρέσει να τον βλέπω στεναχωρημένο.

«Ανατομικά είναι τα οπίσθια» λέει και γουρλώνω τα μάτια μου.

«Με δουλεύεις;» Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. «Άρα σε εσένα ισχύει το "έχει κωλο-όνομα";» ρωτάω και ταυτόχρονα μου ξεφεύγει ένα γελάκι.

«Είσαι πάρα πολύ αστεία» με κοιτάζει και καλά πειραγμένος. «Πάρα πολύ αστεία» κατεβάζει τα χέρια του στους γλουτούς μου, αλλά δεν κάνω κάποια κίνηση να κρεμαστώ πάνω του σαν μαϊμουδάκι.

«Συγνώμη, αλλά αστείο είναι το όνομά σου!» σκουπίζω τα δάκρυα από τα μάτια μου. Τόσο γέλιο είχα να ρίξω μήνες.

Τα χείλη του πλησιάζουν πολύ τα δικά μου. «Ενώ εσύ... Σιέννα...»

Σηκώνω τον δείκτη μου στο πρόσωπό του. «Είχες πει ότι έχω το όνομα της αγαπημένης σου πόλης» του υπενθυμίζω και ρολάρει τα μάτια του. «Δεν μπορείς να πεις τίποτα απολύτως»

Με φιλάει πεταχτά. «Γιατί τα θυμάσαι όλα γαμώτο μου;» ρωτάει περισσότερο τον εαυτό του και του κλείνω το μάτι. «Θέλω να σε πάω στην Σιέννα» ανακοινώνει χαρούμενος και γνέφω μπερδεμένη. «Για να δεις για ποιον λόγο την αγαπώ τόσο πολύ»

«Τόσο πολύ;» ψιθυρίζω και δαγκώνω τα χείλη μου.

«Λίγο λιγότερο από όσο αγαπώ εσένα» απαντάει και μου κόβεται η ανάσα.

Λίγο λιγότερο... από τι;

Χτυπάει το κουδούνι και αμέσως όλη αυτή η ατμόσφαιρα χαλάει. Με αφήνει για να ανοίξει την πόρτα στον πιτσαδόρο και αμέσως πιάνομαι από το γραφείο του για να μην σωριαστώ.

Τι είπε;

Ανέφερε μέσα σε μια πρόταση την λέξη αγαπώ και την λέξη εσένα; Σε μια πρόταση; Για μένα;

Τον ακούω να μιλάει στα ιταλικά στον πιτσαδόρο και να γελάει δυνατά.

Είπε ότι... ότι με αγαπάει;

Μωρέ λες να παράκουσα; Οι σκασμένες οι πεταλούδες μήπως βούλωσαν τα αυτιά μου; Ελπίζω πως όχι.

«Έλα Σι! Ήρθε η πίτσα. Στο υπόσχομαι δεν θα σου κλέψω το κομμάτι με τις περισσότερες πιπεριές!» φωνάζει και ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη.

Το εννοούσε δηλαδή αυτό;


«Δεν ξέρω αν μπορούμε να το συνεχίσουμε αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας» κουρνιάζω στην γυμνή αγκαλιά του Τζιμ και κλείνω τα μάτια μου. Ίσως και να είναι η πρώτη φορά μετά από καιρό που αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. Στην αγκαλιά του και μόνο.

«Και τι προτείνεις να κάνουμε δηλαδή;» η φωνή του βραχνή, γεμάτη απορία ίσως και λίγο έρωτα, δεν είμαι σίγουρη ακόμη.

Σηκώνω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. Χριστέ μου, γιατί να είναι κάποιος τόσο όμορφος; Πως στο καλό γίνεται αυτό; «Δεν θέλω να σταματήσουμε» ψιθυρίζω και το βλέμμα του στρέφεται στα χείλη μου.

«Ούτε εγώ, ομορφιά μου...» με φιλάει και λιώνω στα χέρια του. «Χώρισε τον. Και μείνε εδώ, μαζί μου...»


Σηκώνω το βλέμμα μου από το λάπτοπ και κοιτάζω την πηγή έμπνευσής μου για πολλοστή φορά μέσα σε αυτό το απόγευμα.

Κατευθείαν το καταλαβαίνει και κλείνει το βιβλίο που διαβάζει. «Τι συμβαίνει μικρέ συγγραφέα;» ρωτάει πονηρά και χαμογελάω.

Πόσο, πόσο θεϊκό είναι να βλέπεις έναν άντρα να διαβάζει; Θέλω να πω... είναι ο τρόπος που κρατάει το βιβλίο, τα γυαλιά μυωπίας που του προσφέρουν αυτή την γοητεία, το πως ξαπλώνει στον καναπέ του ταιριάζοντας αρμονικά με όλο τον χώρο, το γκρι φούτερ του που τον κάνει να φαίνεται σαν γατούλης...

Ναι, βασικά το να βλέπεις τον Νέιτ να διαβάζει είναι θεϊκό. Και καυλωτικό.

«Αντλώ έμπνευση» στηρίζω το πηγούνι μου στα χέρια μου κοιτώντας τον ακόμη πιο προκλητικά.

Σηκώνει τα φρύδια του έκπληκτος. «Από εμένα;» ρωτάει και γνέφω «Τώρα θα με κάνεις να θέλω να διαβάσω οπωσδήποτε αυτό που γράφεις»

Καλέ μου, αν διαβάσεις αυτό που γράφω, πόσο μάλλον τις σκηνές που γράφω με εσένα, θα ψωνιστείς ακόμη περισσότερο...

Διορθώνω την οθόνη του λάπτοπ μου. «Όταν με το καλό το τελειώσω αρχιτεκτονάκο» πίνω μια γουλιά από τον καφέ μου και κλείνω τα μάτια μου. Πως στο καλό ακόμη και ένας απλός καφές φίλτρου με καραμέλα είναι απίστευτος όταν τον φτιάχνει εκείνος;

«Σε ποια φάση σε πετυχαίνω;»

Κοιτάζω τις σελίδες περήφανη. 89 σελίδες μέσα σε λιγότερο από εβδομάδα. Τελικά το να γράφεις βράδυ ίσως και να είναι το πιο αποτελεσματικό πράγμα στον κόσμο, τουλάχιστον για μένα. Έχω καταφέρει τα τελευταία βράδια και έχω γράψει τόσο πολύ που οι αρθρώσεις των δαχτύλων μου πονάνε. Στο πληκτρολόγιο πάνω στα γράμματα υπάρχουν μικρά βαθουλώματα από τον τρόπο που πληκτρολογώ με δύναμη,

Είμαι στην φάση που οι δύο πρωταγωνιστές είναι μαζί. Σχεδόν βασικά. Τα πάντα τους θέλουν μαζί, αυτοί βέβαια δεν έχουν εξομολογηθεί τον έρωτά τους. Και αυτό γιατί ακόμη δεν έχω χαρτογραφίσει τον Τζιμ όσο θα ήθελα.

Ναι, ακόμη και ο πιο χαζός θα καταλάβαινε ότι είναι ο Νέιτ του βιβλίου. Προφανώς. Απλά, δεν ξέρω αν θέλω να τον κάνω τόσο ίδιο σε όλα. Ναι μεν δεν θέλω η πρωταγωνίστριά μου να περάσει δύσκολα, αλλά δεν θέλω να της κάνω το χατήρι και να βρει έναν νέο έρωτα στο πιάτο.

Πρέπει τους χαρακτήρες να τους βάζεις να ζορίζονται. Να μην τους έρχεται τίποτα εύκολα. Με κόπο πρέπει να αποκτήσουν αυτό που θέλουν. Όταν αντιμετωπίσουν τα δύσκολα, η ευτυχία θα έρθει από μόνη της και θα είναι τόσο λυτρωτική όσο πρέπει!

«Σε μια πολύ καλή φάση» σηκώνομαι όρθια για να βάλω λίγο ακόμη καφέ στην κούπα μου. «Ακόμη είμαι στο αρχικό στάδιο βέβαια, αλλά με τον τρόπο και την συχνότητα που γράφω, πιστεύω θα το τελειώσω μέχρι τέλη Νοεμβρίου» με κοιτάζει προσηλωμένος κρατώντας τα γυαλιά του και χτυπώντας τα μαλακά πάνω στο εξώφυλλο του βιβλίου που κρατάει. «Η Ελίζ είπε ότι μπορούμε να το εκδόσουμε μέχρι τα Χριστούγεννα, αν στρωθώ και γράφω σαν να μην υπάρχει αύριο» εκμυστηρεύομαι και ξανακάθομαι στην θέση μου.

«Γαμώτο μου πόσο πολύ γουστάρω να σε ακούω να μιλάς για το βιβλίο σου» μουρμουρίζει και γελάω. «Αλήθεια Σι! Δεν ξέρω τι φταίει, ίσως το ότι πάντα όταν μιλάς για κάτι που είσαι παθιασμένος μαζί του, βγαίνει όλη η αγάπη που του έχεις στα λόγια σου. Ίσως επίσης φταίει που απλά είσαι εσύ, ο κλασικός σου εαυτός, που λατρεύω να ακούω να μιλάει πρωί, μεσημέρι, βράδυ»

Μένω να τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό. Αυτός ο άνθρωπος έχει θεσπίσει έναν δικό του νόμο με το πως πρέπει να κολακεύεις κάποιον άνθρωπο. Και, διάολε, κάθε φορά που το κάνει, θέλω απλά να του ορμήξω σαν άγριο ζώο.

Έχω κατασταλάξει. Ο Νέιτ μου βγάζει τα άγρια, ζωώδη ένστικτά μου. Αυτό είναι.

Καθαρίζω τον λαιμό μου και κάθομαι πίσω στην καρέκλα. Ευτυχώς υπάρχει και μια απόσταση μεταξύ του τραπεζιού της κουζίνας που κάθομαι και γράφω και του καναπέ που είναι εκείνος ξαπλωμένος. Αλλιώς σίγουρα αυτή την στιγμή θα ήμουν πάνω του ξαπλωμένη.

«Πως πάει η κυρία Νταλογουέι;» αλλάζω θέμα και προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν έχει κοκκινίσει όσο νομίζει.

Ακούω το γελάκι του, αλλά δεν δίνω σημασία. «Μου το πούλησες για βιβλίο τρόμου» το σηκώνει στον αέρα και δαγκώνω τα χείλη μου.

«Τι; Δεν είναι;» βάζω το χέρι στο μέτωπό μου και καλά αναστατωμένη. «Ωιμέ! Μα πως έκανα αυτό το λάθος;» τον ειρωνεύομαι αλλά εκείνος το διασκεδάζει.

«Εγώ φταίω που δεν έβαλα μέσα στην πίτσα που έφαγες ποντικοφάρμακο» μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του και ξαναφοράει τα γυαλιά του.

«Σε ποιο σημείο είσαι;»

Κλικάρει την γλώσσα του. Και έπειτα ξανακλείνει το βιβλίο. «Στην αρχή. Στην πολύ αρχή» παραδέχεται και γελάω δυνατά. «Μιλάει όλο για αυτόν τον Πίτερ κάτι»

Τραβάω το λάπτοπ μου πιο κοντά μου. «Συνέχισέ το. Τώρα που το ξεκίνησες πρέπει να το τελειώσεις. Δεν πρέπει να αφήνουμε τα πράγματα στην μέση»

Είπε η Σιέννα που διέγραψε ολόκληρο βιβλίο 104 σελίδων από το αρχείο της επειδή δεν της άρεσε η υπόθεση. Τραγική ειρωνεία.

«Μα δεν έχω φτάσει καν στην μέση!» παραπονιέται. «Είμαι στην σελίδα 16 και ήδη το έχω βαρεθεί»

«Μην κάνεις σαν μωρό!» τον μαλώνω και, για να είμαι ειλικρινής, ο τρόπος που με κοιτάζει, μόνο μωρό δεν τον κάνει. «Υπόσχεση. Θα το τελειώσεις μέχρι να τελειώσω και εγώ το βιβλίο μου» προτείνω και σουφρώνει τα χείλη του. «Σύμφωνοι;»

Πετάει το βιβλίο στο τραπεζάκι του και σηκώνεται όρθιος. «Σύμφωνοι. Πάω για ντους» μου στέλνει ένα φιλί και με προσπερνάει. «Έτσι κι αλλιώς μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, ή όποτε τέλος πάντων σκοπεύεις εσύ να τελειώσεις το βιβλίο σου, έχουμε πολύ καιρό ακόμη» λέει και μπαίνει με την όπισθεν στο μπάνιο.

Ρολάρω τα μάτια μου μόλις κλείνει η πόρτα και επιστρέφω στις σελίδες word μπροστά μου.


«Τι αισθάνεσαι για μένα;» η ερώτηση ξεγλιστράει εύκολα από τα χείλη μου, αλλά αμέσως το μετανιώνω. Ιδίως όταν το βλέμμα του παγώνει.

«Τι ερώτησή είναι αυτή τώρα;» ανασηκώνεται και με βγάζει από την αγκαλιά του. Παίρνει το κουτί με τα τσιγάρα μαζί με τον αναπτήρα που του πήρα εγώ δώρο και ανάβει ένα στα γρήγορα.

«Μια πολύ απλή ερώτηση» τυλίγω καλύτερα το σεντόνι γύρω από το γυμνό μου κορμί. «Μου ζητάς να αφήσω τον Μάικλ και να μείνω μαζί σου. Δεν μου λες όμως γιατί να το κάνω αυτό...» φαίνεται ότι είμαι πληγωμένη από την απάντησή του;

«Ζητάς να σου πω ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου;» φυσάει τον καπνό πάνω μου και βήχω κάνοντας με τα χέρια μου αέρα μπροστά από το πρόσωπό μου. Ναι, γαμώτο μου, αυτό ζητάω. Τόσο δύσκολο είναι δηλαδή; «Δεν πρόκειται να στο πω Αν» ο καπνός εισχωρεί στα πνευμόνια μου. «Μην έχεις οφθαλμαπάτες. Περνάμε καλά, πολύ καλά. Αλλά μην περιμένεις μέσα σε μια εβδομάδα να σου πω κάτι, που από ό,τι κατάλαβα διψάς για να το ακούσεις»

«Μα γιατί;» ψελλίζω. Νιώθω τον καπνό σιγά σιγά να τρώει τα σωθικά μου.

«Γιατί δεν ισχύει» σβήνει το τσιγάρο και σηκώνεται έτσι όπως είναι γυμνός για να βγει από το δωμάτιο.

Το εννοεί δηλαδή αυτό;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top