11. Μονάχα γιατί μ'αγάπησες γεννήθηκα

Το πρώτο πράγμα που ακούω είναι η φωνή της Ελίζ. Η τρομοκρατημένη φωνή της Ελίζ.

Το δεύτερο πράγμα που ακούω είναι μια αντρική φωνή που δεν μου θυμίζει απολύτως τίποτα.

Και το τρίτο πράγμα που ακούω είναι οι σούστες από το κρεβάτι μου, που με κάθε κίνηση που κάνουν αυτοί που κάθονται και σηκώνονται, με ανεβοκατεβάζουν και κάνουν τον χαρακτηριστικό τους ήχο.

«Της έπεσε η πίεση. Δεν είναι κάτι που πρέπει να σας ανησυχεί» λέει η φωνή που δεν γνωρίζω και αμέσως καταλαβαίνω ότι μάλλον είναι κάποιος γιατρός.

«Πότε θα ξυπνήσει γιατρέ; Έχει τρεις ώρες που κοιμάται» φαντάζομαι ήδη πόσο φοβισμένη δείχνει η κολλητή μου. Για να τους ακούω τόσο καλά μάλλον στέκονται αρκετά δίπλα στο κρεβάτι μου και μιλούν.

«Δεσποινίς μην αγχώνεστε. Μπορείτε να αφήσετε την κοπέλα να κοιμηθεί όλο το βράδυ, αλλά να έχετε το νου σας σε περίπτωση που ξυπνήσει. Μην την αφήσετε να σηκωθεί μόνη της, μπορεί να χάσει την ισορροπία της και να χτυπήσει. Άμα θέλετε αφήστε την πόρτα ανοιχτή και καθίστε μέσα για να την προσέχετε»

«Τι λέτε γιατρέ;» η φωνή της ακούγεται ακόμη πιο δυνατά. «Θα φέρω μια καρέκλα και θα κάτσω ακριβώς δίπλα της, δεν πρόκειται να την αφήσω στιγμή από τα μάτια μου...»

Δεν καταλαβαίνω την συνέχεια της συζήτησης γιατί μάλλον απομακρύνονται. Ανοίγω τα μάτια μου σιγά σιγά και μόλις συνειδητοποιώ ότι όντως βρίσκομαι στο μισοσκοτεινό δωμάτιό μου, κάνω κίνηση να σηκωθώ. Ένα χέρι όμως με σταματάει.

«Επ, για που το έβαλες εσύ;» εμφανίζεται ο Νέιτ στο οπτικό μου πεδίο και πέφτω με δύναμη στο κρεβάτι.

«Με τρόμαξες» καταφέρνω να πω και ξανακλείνω τα μάτια μου. «Τι στο καλό έγινε; Λιποθύμησα;»

Νιώθω τις σούστες από το κρεβάτι και εκείνον να κάθεται δίπλα μου. Το χέρι του χαϊδεύει απαλά το δικό μου. «Ναι. Στα χέρια μου. Είσαι τυχερή που έχω δύναμη και κατάφερα να σε κουβαλήσω μέχρι το δωμάτιο σου χωρίς να σε αφήσω» αστειεύεται και χαμογελάω.

«Σιγά ιππότη εσύ!» τον κοροϊδεύω και γελάει. «Πρώτη φορά λιποθυμάω, αν θες να ξέρεις» διορθώνω το μαξιλάρι μου και ανακάθομαι στην θέση μου. Ήδη αισθάνομαι καλύτερα. Μάλλον φταίει η παρουσία του.

Με κοιτάζει έντονα, μάλλον σκέφτεται τι να πει. Ο αντίχειράς του δεν σταματάει να χαϊδεύει την παλάμη μου και μόνο από αυτό του το άγγιγμα ανατριχιάζω.

Ανοίγω το στόμα μου για να μιλήσω, αλλά με προλαβαίνει. «Θα σε αφήσω να ξεκουραστείς» σηκώνεται όρθιος και μένω να τον κοιτάζω έκπληκτη.

Ήμουν έτοιμη να του ζητήσω να μείνει εδώ, να με φιλήσει ξανά, ίσως να κάνουμε και σεξ αν ακόμη η Ελίζ είναι απασχολημένη με τον γιατρό και δεν μας ακούει.

«Γιατί με αδειάζεις κάθε φορά;»

Ωραία, αυτό υποτίθεται ότι θα ήταν σκέψη. Τέλεια.

«Τι κάνω;» ρωτάει μπερδεμένος και παίρνει το κινητό του.

«Τίποτα, άσε» ήδη αισθάνομαι το πρόσωπό μου κατακόκκινο. Ξαπλώνω ξανά στο κρεβάτι και του γυρίζω την πλάτη. «Θα τα πούμε» ψελλίζω και τον ακούω να παίρνει μια βαθιά ανάσα.

Διασχίζει το δωμάτιο και μόλις φτάνει στην μισοκλειστή πόρτα, γυρνάει και με κοιτάζει. «Συγγνώμη» ψιθυρίζει και καταπίνω τον κόμπο στο λαιμό μου.

«Για ποιο από όλα;» ρωτάω ειρωνικά και τον βλέπω με την άκρη του ματιού μου να περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και να κλείνει την πόρτα. Πλέον είμαστε εντελώς οι δύο μας, στο δωμάτιό μου, με εμένα ξαπλωμένη και εκείνον... εκείνον να έρχεται με φόρα προς το μέρος μου και να γονατίζει ακριβώς μπροστά μου.

Εμβρόνητη μένω να τον κοιτάζω όσο παίρνει το πρόσωπό μου στα χέρια του και πάει να με φιλήσει. Κλείνω τα μάτια μου ενώ από μέσα μου χοροπηδάω που επιτέλους θα σταματήσει να με βασανίζει, αλλά όσο και αν το περιμένω, δεν το κάνει.

«Συγγνώμη που φέρομαι σαν 18χρονος μαλάκας» ψελλίζει πάνω στα χείλη μου και ανοίγω διστακτικά τα μάτια μου. «Γαμώτο, μπορείς να με καταλάβεις; Έστω και λίγο; Σε βλέπω μαζί του και αρρωσταίνω. Σκέφτομαι τι κάνει στο σώμα σου και θέλω να τον σκοτώσω. Είσαι μαζί του και νιώθω λες και μου καρφώνεις το μαχαίρι βαθιά στην γαμημένη μο καρδιά, Σιέννα...»

Ξεχνάω να αναπνεύσω. Ξεχνάω οριακά το όνομά μου μετά από αυτά που ακούω. Δεν μπορώ καν να αρθρώσω κάποια λέξη, η δυνατότητα ομιλίας με έχει αποχαιρετήσει προ πολλού. Τα μάτια του εξετάζουν το πρόσωπό μου προσεκτικά και εγώ απλά χάνομαι στην μπλε θάλασσα.

«Δεν ήξερα ότι νιώθεις έτσι...»

«Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι έτσι για κάποια και θέλω να με πιστέψεις» βάζει κάποιες τούφες των μαλλιών μου πίσω από τα αυτιά μου. «Θέλω να πιστέψεις κάθε γράμμα από αυτά που σου λέω. Όλα όσα σου είπα εκείνο το βράδυ που βγήκαμε οι τέσσερις μας, τα εννοούσα. Θέλω να το ξέρεις αυτό»

Με φιλάει. Απαλά, με τον πιο υπέροχο τρόπο, λες και είμαι κάτι ιερό, κάτι που θέλει να το προσέξει. Και, γαμώτο μου, πως γίνεται να το κάνει κάθε φορά αυτό;

«Θέλω να σου πω κάτι...» ψελλίζω μόλις τα χείλη μας αποχωρίζονται.

«Δεν ξέρω αν θέλω να το ακούσω» απαντάει αμέσως και συνοφριώνομαι. «Αν είναι να μου πεις ότι σου αρέσω αλλά στο τέλος είμαι μόνο μια ξεπέτα, να χαρείς, Σιέννα, απλά μην το πεις» δεν ξέρω αν το λέει για πλάκα, αλλά φαίνεται να το εννοεί.

Καγχάζω και τραβιέμαι λίγο πίσω. «Σοβαρά Νέιτ; Πιστεύεις ότι θα σου πω αυτό το πράγμα;»

Σηκώνει το φρύδι του ειρωνικά. «Γιατί; Δεν το έχεις ξανακάνει;» ρωτάει και κλείνω τα μάτια μου αγανακτισμένη. Διώχνω τα σκεπάσματα από πάνω μου και σηκώνομαι όρθια, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι μάλλον δεν θα έπρεπε να το κάνω γιατί θα ζαλιστώ. «Τι κάνεις παιδί μου; Έλα ξάπλωσε, σε παρακαλώ» απλώνει το χέρι του για να με πιάσει, αλλά τον αποφεύγω.

«Βλέπεις τι κάνεις;» ρωτάω και βάζω τα χέρια μου στην μέση μου. «Καταφέρνεις την μια στιγμή να με κάνεις να λιώσω με τα λόγια σου και να νιώσω πιο σίγουρη από ποτέ για αυτά που αισθάνομαι για εσένα και την επόμενη...» περπατάω πάνω κάτω στο δωμάτιο. «Την επόμενη πετάς απλά μια κακία και με κάνεις να αμφισβητώ τα πάντα, Νέιτ!»

«Εγώ σε κάνω να αμφισβητείς τα πάντα; Με δουλεύεις; Δεν έχεις χωρίσει καν το αγόρι σου και μου ζητάς τι πράγμα; Να σταματήσω να παίζω παιχνίδια μαζί σου, Σιέννα! Ενώ στην πραγματικότητα εσύ είσαι αυτή που καταφέρνει και παίζει ένα εξαίσιο παιχνίδι» σηκώνεται όρθιος και στέκεται μπροστά μου.

«Δεν. Παίζω. Κανένα. Γαμημένο. Παιχνίδι!» σχεδόν φτύνω τις λέξεις μπροστά στα μούτρα του. «Λες πως δεν σε καταλαβαίνω, αλλά εσύ δεν μπορείς καν να διανοηθείς να μπεις στην θέση μου!»

Γελάει ειρωνικά. «Έχεις δίκιο! Είναι απίστευτα δύσκολο να χωρίσεις κάποιον επειδή είσαι ερωτευμένη με άλλον. Χριστέ μου, σε αδίκησα! Συγγνώμη!» φωνάζει και με την άκρη του ματιού μου βλέπω την πόρτα του δωματίου μου να ανοίγει.

«Τι στο καλό; Γιατί φωνάζετε;» μπαίνει μέσα η Ελίζ. «Σιέννα γιατί δεν είσαι ξαπλωμένη; Νέιτ, τι στο διάολο συμβαίνει;»

«Ελ, φύγε, έχουμε μια συζήτηση» της λέω χωρίς να παίρνω τα μάτια μου από τα δικά του.

Με αγνοεί επιδεικτικά και ακούω τα τακούνια της να έρχονται προς το μέρος μας. «Συζήτηση; Πάτε καλά ρε;» σπρώχνει τον Νέιτ από τον ώμο, αναγκάζοντάς τον να σταματήσει την φορτισμένη οπτική επαφή μας. «Για καλό σε άφησα εδώ ρε ηλίθιε; Γιατί την αναστατώνεις;» του φωνάζει και τον τραβάει από τον αγκώνα για να βγει μαζί του.

Εκείνος βγάζει το χέρι της από πάνω του και την κοιτάζει αγριεμένος. «Σου είπε ότι έχουμε μια συζήτηση» της ξαναλέει και εκείνη σταυρώνει τα χέρια της.

Κοιτάζει μια εμένα και μια εκείνον. Αγκαλιάζω τον κορμό μου και προσπαθώ να αποφύγω το βλέμμα της. «Εντάξει, λοιπόν» παραιτείται αρκετά εύκολα και εκπλήσσομαι. «Αν την ξανακούσω να φωνάζει, την έχεις γαμήσει, βλαμμένο» του λέει και καλά ψιθυριστά αλλά την ακούω και δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω.

«Στα τσακίδια» της λέει με ένα μικρό χαμόγελο και την σπρώχνει για να φύγει.

Του κάνει μια άσεμνη χειρονομία και πριν βγει γυρίζει προς το μέρος μου. «Θα πάω σε ένα ένα σούπερμαρκετ να σου πάρω κάποια πράγματα. Το ψυγείο σου είναι άδειο, για όνομα!»

«Τέτοια ώρα;» το ρολόι στον τοίχο μου δείχνει 23 και 35. «Δεν νομίζω να βρεις κάτι ανοιχτό. Είναι και Κυριακή σήμερα»

«Θα κάνω βόλτες μέχρι να πετύχω κάτι, δεν με νοιάζει» κοιτάζει τον Νέιτ, ο οποίος έχει βάλει τα χέρια του στις τσέπες της φόρμας του και κοιτάζει τον τοίχο. «Αν πεινάσεις, έχω παραγγείλει πίτσα. Όπου να'ναι θα έρθει»

«Ευχαριστώ πολύ Ελ» μουρμουρίζω και γνέφει πριν μας αφήσει για άλλη μια φορά μόνους μας.

Πηγαίνω και κάθομαι στο κρεβάτι μου. Δεν ξέρω αν θέλω να συνεχίσω αυτή την ηλίθια συζήτηση που είχαμε μέχρι να μας διακόψει η κολλητή μου, αλλά είμαι σίγουρη πως δεν έχει λυθεί τίποτα.

«Σιχαίνομαι να μαλώνω» παραδέχομαι χαμηλόφωνα και πειράζω τις παρανυχίδες μου. Οι γάτες στην πυτζάμα μου, την οποία ελπίζω να μου φόρεσε η Ελίζ, με κοιτάζουν παραξενεμένες.

Ναι και; Ό,τι συμβαίνει με τον Νέιτ και εσένα, πρέπει να λυθεί ευθύς αμέσως. Βλέπεις ότι δεν οδηγεί πουθενά αυτή η κατάσταση. Κάνε κάτι. Πες οτιδήποτε.

Δεν με κοιτάζει. Διασχίζει το δωμάτιό μου και φτάνει στο παράθυρο. Χωρίς να πει τίποτα απολύτως.

Παίρνω το κινητό μου στα χέρια μου και διαβάζω στα γρήγορα κάποια μηνύματα. Τα οποία είναι όλα από τον Ράιαν.

20:43 Η μαμά μου είναι καλύτερα λένε οι γιατροί. Αν δεν την δω, δεν πρόκειται να το πιστέψω.

20:44 Επίσης μάλλον θα κάτσω εδώ μέχρι να γυρίσει πίσω στο σπίτι, οπότε λογικά θα αργήσω :/

21:57 Προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά οι νοσοκομειακές καρέκλες είναι ό,τι χειρότερο. Μου λείπεις εσύ και η αγκαλιά σου.

21:58 "Θα λείπεις, το κρασί τους θα 'ναι αλλιώτικο, όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω"

Χαμογελάω. Καρυωτάκης.

Άραγε για ποιον λόγο να επέλεξε αυτό το απόσπασμα από τον συγκεκριμένο ποιητή;

Στο πανεπιστήμιο, στο μάθημα της ποίησης, όταν είχαμε φτάσει στους έλληνες ποιητές, και στην ουσία στον μόνο λόγο που πηγαίναμε και οι δύο στο μάθημα, αρκετές φορές ο καθηγητής μας μιλούσε για τον ανεκπλήρωτο έρωτα του Κώστα Καρυωτάκη με μια άλλη ελληνίδα ποιήτρια, την Μαρία Πολυδούρη.

Το πως ερωτεύτηκαν, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν βρουν ευτυχία μέσα από αυτόν τον έρωτα. Και το πως ο Καρυωτάκης έληξε άδοξα όλο αυτό με μια σφαίρα στο μέτωπό του.

Μόνο γιατί μ'αγάπησες γεννήθηκα

γι'αυτό η ζωή μου εδόθη.

Ποτέ μου δεν θα πλήγωνα τον Ράιαν με τον τρόπο που πληγωνόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι... Αλλά σίγουρα θέλω να ζήσω έναν τέτοιο έντονο έρωτα. Και αυτό μόνο με τον Νέιτ μπορώ να το κάνω.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κλείνω το κινητό. «Συγγνώμη για ό,τι-»

«Είμαι απίστευτα ερωτευμένος μαζί σου» η φωνή του ακούγεται σιγανή, αλλά τον ακούω. Νιώθω λες και είναι η πρώτη φορά που ακούω κάποιον. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, κοντεύει να πεταχτεί έξω από το στήθος μου, τα πόδια μου πονάνε έτσι όπως σηκώνομαι για να πάω δίπλα του, τα χέρια μου θέλουν να τυλιχτούν γύρω από τον κορμό του, αλλά τα κρατάω μαζεμένα.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ'αγάπησες.

«Και εγώ» λέω με καθαρή φωνή. «Είμαι ερωτευμένη μαζί σου Νέιτ. Απίστευτα πολύ» γυρίζει και με κοιτάζει και τότε μόνο παρατηρώ πόσο φουρτουνιασμένα δείχνουν τα μάτια του. «Και... και θέλω να είμαι μαζί σου» άνοιξε το κουτί με τις αλήθειες, δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να το ξανακλείσω. «Και είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ποτέ μου στα 4 χρόνια σχέσης με τον Ράιαν δεν ασχολήθηκα με κάποιον άλλο, ποτέ μου δεν γύρισα να κοιτάξω αλλού, αλλά με εσένα...» ακούω τον σφυγμό μου να πάλλεται δυνατά «Μέσα σε 8 μέρες κατάφερες να με κάνεις να ερωτευτώ με έναν τρόπο που είχα ξεχάσει πως υπάρχει. Γρήγορα, δυνατά, χωρίς να σκεφτώ, χωρίς να με νοιάζει τι θα πει ο καθένας»

Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου, αλλά κάνω ακριβώς το ίδιο προς τα πίσω. «Θέλω να ξέρεις τι αισθάνομαι για σένα. Να είσαι σίγουρος για τα συναισθήματά μου, Νέιτ»

«Είμαι σίγουρος, Σιέννα» απαντάει και απλώνει το χέρι του. «Μετά από αυτό-»

«Δεν θα χωρίσω τώρα με τον Ράιαν» Η δήλωσή μου τον ακινητοποιεί. Το χέρι του παραμένει ακίνητο μπροστά μου. «Η μητέρα του είναι στην εντατική. Είναι πολύ δεμένος μαζί της. Δεν θέλω να τον παρατήσω, ειδικά τώρα που με χρειάζεται. Θέλω να βεβαιωθώ ότι θα είναι καλά, πρέπει να το καταλάβεις. Μόλις μάθω ότι όλα είναι καλά, αμέσως θα το διαλύσω, σου το υπόσχομαι» Το χέρι του πέφτει με δύναμη στα πόδια του και πετάγομαι ελαφρώς από τον θόρυβο. «Θέλω να... θέλω να με καταλάβεις. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου, αλλά δεν μπορώ να του το κάνω αυτό τώρα...»

Έρχεται μπροστά μου και σηκώνει το πρόσωπό μου τόσο όσο να τον κοιτάζω. «Νομίζω πως μπορώ να ζήσω με αυτή την υπόσχεση» ψιθυρίζει και αμέσως νιώθω λες και ένα τεράστιο βάρος μόλις έφυγε από τους ώμους μου.

Με φιλάει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο και χάνομαι στην αγκαλιά του.


Το πρωί με βρίσκει μόνη και ανεμαλλιασμένη.

Το ξυπνητήρι που για αρκετές ώρες αγνοούσα επιδεικτικά πατώντας αναβολή κάθε δέκα λεπτά, λες και αυτό θα το έκανε να σταματήσει σε κάποια φάση, πλέον μου τρυπάει τα αυτιά. Απλώνω το χέρι μου και το κλείνω εντελώς στα τυφλά.

Δεν ξέρω καν τι ώρα είναι, τι μέρα είναι ίσως και τι χρονιά.

Το μόνο που θυμάμαι αυτή την στιγμή έτσι χωμένη ανάμεσα στα υπερβολικά πολλά μαξιλάρια μου, είναι μόνο ο Νέιτ. Και το βράδυ που περάσαμε οι δυο μας. Το οποίο μάλλον ήταν το καλύτερο βράδυ της ζωής μου.

Καθόμασταν αγκαλιά στο κρεβάτι μου. Με φιλούσε, μου μιλούσε, με άγγιζε σαν να ήμουν το πολυτιμότερο πράγμα που είχε στα χέρια του. Μου έκανε έρωτα κοιτάζοντας με μέσα στα μάτια, μου έλεγε ότι με χρειάζεται κάθε φορά που τον ένιωθα μέσα μου. Έπεφτε πάνω μου ξεθεωμένος και ύστερα γελούσαμε μέχρι να ενωθούν για άλλη μια φορά τα χείλη μας και να χαθούμε σε αυτόν τον ενάρετο κύκλο.

Εχθές έζησα αυτό που κάθε άνθρωπος πρέπει να ζει.

Ψάχνω την άκρη της κουβέρτας και μόλις την βρίσκω την πετάω από πάνω μου για να πέσει στο πάτωμα μαζί με αρκετά μαξιλάρια. Κοιτάζω το κρεβάτι μου, αλλά δεν τον βρίσκω.

Το κεφάλι μου όμως πονάει υπερβολικά πολύ για να σκεφτώ ή ακόμη και να θυμώσω μαζί του που δεν είναι δίπλα μου.

Βγαίνω από το δωμάτιό μου και στα τυφλά πηγαίνω στην κουζίνα, στο τέρμα χαμηλό συρτάρι, εκεί που έχω το φαρμακείο μου. Βγάζω δύο παυσίπονα και τα καταπίνω με την βοήθεια λίγου νερού.

«Επιτέλους, πριγκίπισσα, πήγε 4»

Ή έχω παραισθήσεις ή αυτή η φωνή είναι όντως δική του.

Γυρίζω και τον βλέπω να κάθεται χαλαρός στον καναπέ με τα γυαλιά μυωπίας του, τι φάση από πότε φοράει γυαλιά μυωπίας, και ένα βιβλίο στα χέρια του.

Σχεδόν αμέσως ξεχνάω τον πονοκέφαλο.

Έμεινε εδώ το βράδυ; Δεν σηκώθηκε να φύγει μετά από... ό,τι κάναμε τέλος πάντων;

«Εδώ έμεινες;» ρωτάω ζαλισμένη και τον πλησιάζω.

Χαμογελάει και βγάζει τα γυαλιά του. «Μήπως μέθυσες και δεν το κατάλαβα;» ρωτάει για πλάκα και σηκώνεται όρθιος αφήνοντας το βιβλίο του πάνω στο τραπέζι. Με παίρνει στην αγκαλιά του ενώ εγώ ακόμη προσπαθώ να συνειδητοποιήσω την παρουσία του εδώ. «Τι έγινε, μωρό μου; Γιατί έχεις κοκκαλώσει;»

Μωρό του; Μόλις με αποκάλεσε... μωρό του;

Άρα η χθεσινή βραδιά δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας μου. Όντως έγιναν όλα αυτά. Παραδεχτήκαμε τα συναισθήματά μας. Και οι δύο.

«Σιέννα αρχίζεις και με τρομάζεις...» μουρμουρίζει και χαμογελάω διστακτικά.

«Χαίρομαι που είσαι εδώ» του λέω και περνάω τα χέρια μου γύρω από την μέση του. «Και που έμεινες το βράδυ μαζί μου»

Ανασηκώνει τους ώμους του. «Δεν μπορούσα να σε αφήσω μόνη σου. Η Ελίζ οριακά δεν με έσφαξε στο γόνατο όταν την πήρα τηλέφωνο και της ζήτησα να μην γυρίσει» λέει και γελάω. «Πως αισθάνεσαι;»

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, μυρίζω την κολόνια του. «Τώρα είμαι καλά»

Με παίρνει από το χέρι και μας κατευθύνει στον καναπέ. Κάθεται πρώτα εκείνος και έπειτα με τραβάει για να ξαπλώσω πάνω του. «Δεν το πιστεύω ότι όντως είμαι εδώ, μαζί σου» μουρμουρίζει και φιλάει την κορυφή του κεφαλιού μου.

«Ούτε εγώ βασικά» παραδέχομαι και ανασηκώνω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. «Είναι τόσο περίεργο»

Κολλάει τα χείλη του στα δικά μου και δεν προλαβαίνω να απολαύσω αυτό το υπέροχο φιλί, επειδή το ηλίθιο κινητό μου κουδουνίζει τέρμα δυνατά μέσα στο δωμάτιό μου.

Μουγκρίζω μέσα στο φιλί και όταν κάνω κίνηση να σηκωθώ εκείνος με τραβάει περισσότερο πάνω του. «Άσ'το να χτυπάει» μουρμουρίζει και χαμογελάω.

«Δεν μπορώ και το ξέρεις» σηκώνομαι με βαριά καρδιά και τρέχω προς τα μέσα.

Μπορεί να είναι ο Ράιαν. Μπορεί να έγινε κάτι με την μητέρα του ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Χριστέ μου, ας είναι καλά η Φραντσέσκα.

Ανακουφίζομαι μόλις βλέπω το όνομα του Μπερνάρντ στην οθόνη. «Παρακαλ-»

«Καλά κάνεις και παρακαλάς! Που στο καλό είσαι ρε παιδί μου;» φωνάζει από την άλλη άκρη και τραβάω το κινητό μακριά από το αυτί μου. «Υποτίθεται ότι θα ερχόσουν σήμερα εδώ για να με βοηθήσεις μικρή ανόητη! Τετάρτη ανοίγουμε και έχουμε να κάνουμε πόσα πράγματα!»

Ξύνω το κεφάλι μου. «Μπερ, χίλια συγγνώμη» ψάχνω το τζιν μου και παίρνω μια τυχαία μπλούζα από την ντουλάπα. «Το ξέχασα. Οι τελευταίες μέρες ήταν λίγο κάπως...»

«Θα μου τα πεις από κοντά» λέει όσο προσπαθώ να βγάλω τις πυτζάμες μου και να ντυθώ σαν άνθρωπος. «Επίσης φέρε και ντόνατς. Μόνο έτσι θα σε συγχωρήσω που άργησες να έρθεις»

Γελάω. «Ό,τι θέλεις» νιώθω την παρουσία του χωρίς καν να έχω κοιτάξει προς τα πίσω. «Θα τα πούμε σε λίγο, εντάξει;»

«Κανόνισε να αργήσεις, μικρή ανόητη! Ο εκδοτικός της κολλητής σου έφερε σήμερα κάτι κούτες με νέα βιβλία. Εσύ θα τα τακτοποιήσεις, να ξέρεις!»

Τα χέρια του τυλίγονται γύρω από την μέση μου όσο προσπαθώ να φορέσω το τζιν μου. Η κίνηση του με κάνει να γελάσω και να απομακρυνθώ από κοντά του, γιατί αν υπάρχει ένα μέρος που γαργαλιέμαι απίστευτα, είναι σίγουρα στα πλευρά μου.

«Στο υπόσχομαι» σπρώχνω με το χέρι μου τον Νέιτ, που συνεχίζει να με γαργαλάει.

«Ένα τελευταίο» λέει ο Μπερνάρντ και πέφτω με δύναμη στο κρεβάτι με τον σπαστικό κούκλο πάνω μου. «Ξέρεις που στο καλό είναι ο αρχιτεκτονάκος; Τον έχω πάρει πόσα τηλέφωνα και βγάινει ο τηλεφωνητής του»

Γουρλώνω τα μάτια μου και ο Νέιτ σταματάει κάθε του κίνηση. Ανοίγει το στόμα του για να μιλήσει, αλλά του το κλείνω με την παλάμη μου. «Δεν έχω ιδέα. Θα... θα τον πάρω και εγώ τηλέφωνο»

«Μμμμ» λέει κάτω από το χέρι μου και τον κοιτάζω αγριεμένη.

«Βρες τον γιατί η μικρή εδώ έχει σκάσει να ρωτάει. Μου έχει πρήξει τα συκώτια» λέει ψιθυριστά και χαμογελάω ειρωνικά.

«Πες στην Μέρεντιθ να μην αγχώνεται» λέω το όνομά της δυνατά και τον σπρώχνω από πάνω μου. «Θα τον βρω και θα τον φέρω. Τα λέμε σε λίγο» του το κλείνω στα μούτρα και σηκώνομαι όρθια για να φορέσω επιτέλους το τζιν μου.

«Τι έγινε τώρα;» είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και με παρακολουθεί όσο ντύνομαι.

«Δεν πρέπει να μάθει κανείς για αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας» του ανακοινώνω και ψάχνω στην ντουλάπα μου για κάλτσες. «Κανείς, εκτός από την Ελίζ, προφανώς»

«Και γιατί αυτό;» ανασηκώνεται και στηρίζεται στους αγκώνες του.

Γυρίζω και τον κοιτάζω. «Δεν ξέρω αν το ξέχασες, αλλά ακόμη δεν χώρισα με τον Ράιαν»

Ρίχνει το κεφάλι του πίσω και τον χαζεύω έτσι όπως είναι ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι μου. Προσπαθώ να διώξω την επιθυμία μου να του ορμήξω, αλλά διάολε, είναι δύσκολο!

«Ωραία, μόλις χωρίσετε θα το μάθουν» απλώνει το χέρι του και παίρνει ένα βιβλίο πάνω από το κομοδίνο μου. Σταματάω το ψάξιμο καλτσών και γυρίζω ολόκληρη προς το μέρος του. «Δεν μπορώ κάθε φορά που με ρωτάει ο Μπερνάρντ αν το κουκλί είναι ελεύθερο, να του απαντάω ναι και να με γλυκοκοιτάζει. Γίνεται τρομακτικός κάποιες φορές» αστειεύεται και κάθομαι στο κρεβάτι.

«Νομίζω πως ούτε τότε είναι καλή ιδέα να το μάθουν» ψιθυρίζω κοιτώντας τα νύχια μου.

«Τι εννοείς;» αφήνει το βιβλίο πάνω στο κρεβάτι και ξανασηκώνεται. «Δεν θες να μάθουν για εμένα, Σιέννα;»

«Αυτό εσύ το λες, όχι εγώ!» υπερασπίζομαι τον εαυτό μου και ξεδιπλώνω τις κάλτσες μου. «Απλά... νομίζω πως είναι καλύτερο να το κρατήσουμε για εμάς. Δεν θα ξέρω αν είμαι πρόθυμη να ακούσω όλα αυτά τα σχόλια...»

«Σχόλια για ποιο πράγμα; Για την σχέση μας;»

Ακούγεται τόσο τέλειο έτσι όπως το λέει. Η σχέση μας. Ουαου.

Ανασηκώνω τους ώμους μου. «Ναι» Σηκώνεται απότομα όρθιος και τον κοιτάζω έκπληκτη. «Μη μου πεις ότι θύμωσες...»

Καγχάζει. «Εγώ; Όχι βέβαια. Γιατί να θυμώσω άραγε;» βγαίνει έξω από το δωμάτιο και τον ακολουθώ φορώντας μόνο μια κάλτσα.

«Τότε γιατί φεύγεις;» ρωτάω όταν τον βλέπω να βάζει το μπουφάν του.

«Ο Μπερνάρντ με ψάχνει. Πρέπει να πάω στο βιβλιοπωλείο» εξηγεί και γνέφω.

«Μπορούμε να πάμε μαζί» προτείνω όταν φοράει τα παπούτσια του. «Έτσι κι αλλιώς του είπα ότι θα σε φέρω εγώ»

Σηκώνεται όρθιος και με κοιτάζει φευγαλέα. «Και να μας δουν μαζί στο αυτοκίνητο;» ρωτάει ειρωνικά. «Τι θα σκεφτούν; Ότι απατάς το αγόρι σου μαζί μου;»

«Ήμουν σίγουρη πως θα το έπαιρνες στραβά...» απλώνω το χέρι μου προς το μέρος του αλλά με σταματάει.

«Σιέννα, το πήρα ακριβώς όπως το είπες. Και έχεις δίκιο. Δεν χρειάζεται να προκαλούμε την τύχη μας. Χώρισε πρώτα με τον...» παίρνει μια βαθιά ανάσα αντί να πει το όνομά του «και το βλέπουμε τότε»

«ΤΟ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΟΤΕ;» ρωτάω αλλά εκείνος έχει ήδη ανοίξει την πόρτα και έχει εξαφανιστεί. «Γαμώτο μου» φωνάζω και επιστρέφω μέσα στο δωμάτιο.

Βγαίνω από το ζαχαροπλαστείο με μια τεράστια σακούλα ντόνατς και σχεδόν τρέχω για να φτάσω στο βιβλιοπωλείο όσο το δυνατόν πιο νωρίς. Το αυτοκίνητο του Νέιτ είναι ήδη παρκαρισμένο ακριβώς μπροστά από το μαγαζί και ένα βάρος φεύγει από πάνω μου. Για μια στιγμή πίστεψα ότι δεν πρόκειται να ερχόταν εδώ και ότι απλά το είπε για να φύγει από το σπίτι μου.

Μπαίνω μέσα και τα κουδουνάκια της πόρτας αντηχούν σε ολόκληρο το μαγαζί. «Ουάου» σφυρίζω μόλις κυριολεκτικά αντικρίζω ένα ολοκαίνουριο βιβλιοπωλείο.

Σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με το προηγούμενο. Οι τοίχοι είναι φρεσκοβαμμενοι σε πολύ ανοιχτά χρώματα, πολύ πιο ωραίοι από τους προηγούμενους που ήταν λερωμένοι και γεμάτοι υγρασία. Οι βιβλιοθήκες είναι τεράστιες και καλύπτουν ένα πολύ μεγάλο μέρος του μαγαζιού.

Ένας πολύ όμορφος πορτοκαλί καναπές, που ταιριάζει με τις καρέκλες γύρω από το κεντρικό τραπέζι του αναγνωστηρίου, βρίσκεται στην μια άκρη τυλιγμένος με νάιλον και με κούτες τριγύρω του γεμάτες βιβλία. Μπορεί να επικρατεί χαμός, αλλά φαίνεται από τώρα ότι έχει γίνει εξαιρετική δουλειά.

Προχωράω προς τα μέσα προσπερνώντας τις κούτες με τα σφιχτοδεμένα και προσεγμένα καινούρια βιβλία που μάλλον περιμένουν εμένα για να τα τακτοποιήσω στα ράφια και φτάνω στο μικρό δωματιάκι που στο προηγούμενο μαγαζί είχαμε τα βιβλία τρόμου και ακριβώς απέναντι τα διαμάντια της λογοτεχνίας, όπως τα αποκαλεί ο Μπερ.

Είναι εντελώς διαφορετικό. Σχεδόν ξεχνάω πως έμοιαζε, όταν βλέπω μια μωβ μεγάλη πολυθρόνα ακριβώς μπροστά από το παράθυρο, δίπλα από το φωτιστικό δαπέδου και ένα μικρό γραφειάκι. Εννοείται πως και εδώ επικρατεί χαμός, αλλά είναι κάπως πιο συμμαζεμένο από τον μεγάλο χώρο.

Κάποια βιβλία είναι ήδη τοποθετημένα σε στήλες στην βιβλιοθήκη. Γελάω όταν βλέπω ότι κράτησε την υπόσχεσή του και δεν άλλαξε τον συνδυασμό τρόμος-κλασική λογοτεχνία. Δεν ξέρω πως το κατάφερε για ακόμη μια φορά, αλλά νομίζω πως δεν θα μπορούσε να τα ταιριάξει καλύτερα.

Αφήνω την σακούλα με τα ντόνατς πάνω λευκό γραφείο και χώνομαι ανάμεσα στις κούτες χωρίς να χάσω χρόνο. Σε όλες τις βιβλιοθήκες υπάρχουν ταμπελάκια πλαστικοποιημένα που λένε τα είδη βιβλίων που θα υπάρχουν, όπως επίσης και τα γράμματα από τα οποία αρχίζουν τα επίθετα των συγγραφέων.

Απόφαση δική μου, την οποία λάτρεψε κυρίως η Μέρεντιθ. Και παρά τα νεύρα μου μαζί της, καταλάβαινα για ποιον λόγο της άρεσε τόσο πολύ. Στο προ ανακαίνισης βιβλιοπωλείο, όταν κάποιος πελάτης μας ζητούσε ένα βιβλίο από κάποιον συγκεκριμένο συγγραφέα, αναγκαζόμασταν να ψάχνουμε ένα ένα τα ράφια για να τα βρούμε, επειδή δεν ήμασταν καθόλου οργανωμένοι. Με τα καρτελάκια σίγουρα θα βοηθηθούμε.

«Τι έγινε, μικρή ανόητη; Ακόμη δεν ήρθες και βάλθηκες να μαζεύεις τα ασυμάζευτα;» ακούω την φωνή του Μπερνάρντ ύστερα από αρκετή ώρα και κοιτάζω τον χαμό δίπλα μου. Για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, σίγουρα είναι πολύ καλύτερα από πριν.

«Αυτό το μικρή ανόητη μου την δίνει στα νεύρα, Μπερνάρντ» του λέω και σηκώνομαι όρθια. Τα περισσότερα βιβλία του Fitzek και του King έχουν μπει στην θέση τους ενώ από την απέναντι πλευρά τα κλασικά βιβλία στέκονται σε μια τεράστια στήλη καθαρά και περιποιημένα, όχι όμως τακτοποιημένα.

«Για πες παλικάρι μου εσύ, καλά κάνω και την λέω μικρή και ανόητη;» λέει ο Μπερνάρντ και γυρίζω το κεφάλι μου για να αντικρίσω έναν σοβαρό Νέιτ με μια αρμαθιά από χαρτόνια στα χέρια του.

Το βλέμμα του αυτό το ξέρω. Είμαι σίγουρη πως αυτή την στιγμή δεν θέλει να με βλέπει μπροστά του. Και αυτό γιατί; Επειδή του ζήτησα να μην πούμε σε κανέναν για την σχέση μας.

«Εσύ ξέρεις καλύτερα, Μπερ» απαντάει και βγάζει το κινητό του. Σηκώνω το φρύδι μου και σταυρώνω τα χέρια μου.

«Εγώ που με ξέρω καλύτερα, σου λέω ότι θέλω να το σταματήσεις. Δεν μου αρέσει» ζητάω και χαμογελάω διαβολικά μόλις τον βλέπω να γλυκοκοιτάζει τα ντόνατς από πίσω μου. «Αλλιώς δεν πρόκειται να σου ξαναφέρω γλυκά» τον απειλώ και γουρλώνει τα μάτια του.

«Αυτό δεν έπρεπε να το πεις μικρή...» γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι «...μικρή Σιεννούλα;»

«Τραγικό» απαντάω και τους γυρίζω την πλάτη. «Παρόλα αυτά, έχω μια ιδέα. Για το μαγαζί» του δίνω την σακούλα με τα γλυκά και την αρπάζει χαμογελαστός.

«Μόνο αν την εγκρίνει ο παλίκαρος από εδώ» κάθεται στην μωβ πολυθρόνα περνώντας πάνω από τον χαμό με τις κούτες.

«Σκεφτόμουν να κάνουμε μια λίστα με τα 10 καλύτερα βιβλία στο μαγαζί» ανακοινώνω ενθουσιασμένη και ο Νέιτ δίπλα μου αφήνει το κινητό του και με κοιτάζει.

«10 καλύτερα βιβλία ως προς τι;»

Ανασηκώνω τους ώμους μου. «Ίσως τα 10 πιο ευπώλητα του βιβλιοπωλείου. Ή τα 10 πιο γνωστά βιβλία αυτή την περίοδο που έχουν σαρώσει στο ιντερνετ. Δεν ξέρω, κάτι τέτοιο»

«Εξαιρετική ιδέα, όπως πάντα, Σιέν!» πετάγεται η Μέρεντιθ από το πουθενά και στέκεται δίπλα ακριβώς από τον Νέιτ. «Αν σου πω ότι σκεφτόμουν και εγώ το ίδιο θα με πιστέψεις;»

Χαμογελάω. Όχι βέβαια.

«Μου αρέσει κι εμένα» λέει και ο σκασμένος πανέμορφος από τα αριστερά μου και ρολάρω τα μάτια μου. Ε εννοείται, μόλις είπε η πραγματική μικρή ανόητη ότι της αρέσει, τότε βρήκε και εκείνος να ενθουσιαστεί.

Τα νεύρα μου!

«Και πως λες να τα προβάλλουμε;» ρωτάει μπουκωμένος ο Μπερνάρντ και σουφρώνω τα χείλη μου.

«Στην βιτρίνα προφανώς. Η μικρή κόκκινη βιβλιοθήκη που είχαμε στο προηγούμενο μαζί θα ταίριαζε απίστευτα. Την έχεις ακόμη;» τον ρωτάω και γνέφει θετικά. «Τέλεια. Μπορείς να την φέρεις και άσ'το πάνω μου. Θα το κανονίσω όλο εγώ»

«Προλαβαίνεις μέχρι την Τετάρτη;» ρωτάει και σηκώνεται όρθιος διώχνοντας κάποια ψίχουλα από πάνω του. «Το θέλω οπωσδήποτε στα εγκαίνια»

Γουρλώνω τα μάτια μου όσο η Μέρεντιθ από δίπλα μου χοροπηδάει. «Τι εννοείς; Θα κάνουμε και εγκαίνια; Είναι ανάγκη;»

«Εννοείται, Σιέννα» απαντάει ο Νέιτ και τον κοιτάζω ειρωνικά.

«Εννοείται από ποιο πράγμα; Μια ανακαίνιση κάναμε, δεν νομίζω...»

«Τα νομίσματα στην τράπεζα καλό μου» με χαϊδεύει ο Μπερνάρντ στην πλάτη. «Αν δεν κάνω εγκαίνια σε αυτό το απίστευτο μαγαζάκι, που θα κάνω;»

«Επίσης έτσι θα προσεγγίσετε και κόσμο» τον συμπληρώνει ο ακατανόμαστος.

«Και θα ντυθούμε και κυριλέ ε;» πετάγεται η Μέρ και ρολάρω τα μάτια μου.

«Εντάξει, εντάξει, θεέ μου, εντάξει!» φεύγω από εκεί παίρνοντας μαζί μου μια κούτα. «Πρέπει να βρω κάτι να φορέσω»

Ακούω τα βήματα της Μέρεντιθ από πίσω μου. «Μπορούμε να πάμε μαζί στα μαγαζιά αύριο. Ούτε εγώ έχω κάτι για την περίσταση»

Χαμογελάω και αφήνω με λίγη περισσότερη δύναμη την κούρα να πέσει πάνω στο έπιπλο της εισόδου. «Τελικά μπορεί και να έχω» απαντάω κοφτά και με την άκρη του ματιού μου την βλέπω να με κοιτάζει απορημένη. «Θα σου πω αν είναι» λέω πιο γλυκά και γνέφει συμφωνόντας.

«Νέιτ, αν δεν μπορέσει η Σιέννα, μπορούμε να πάμε μαζί στα μαγαζιά;» τον ρωτάει μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία του στον χώρο. Γυρνάω διακριτικά την πλάτη μου, αλλά τα αυτιά μου τα αφήνω εκεί πίσω. «Περίμενα να με πάρεις τηλέφωνο εχθές» του λέει χαμηλόφωνα και σταματάω κάθε μου κίνηση. «Νόμιζα πως περάσαμε ωραία το Σάββατο»

Προσπαθώ να μην αναπνέω καν αυτή την στιγμή. «Ναι, όντως ήταν πολύ ωραία» τοποθετώ ένα βιβλίο με δύναμη στο ράφι χωρίς να το καταλάβω. «Αλλά δεν τραβάει αυτό μεταξύ μας» ο Νέιτ μιλάει αρκετά πιο δυνατά από εκείνη και νομίζω πως ξέρω τον λόγο.

«Τι εννοείς; Ελεύθερος δεν είσαι; Έκανα κάτι εγώ; Σε ενόχλησα;» πολλές ερωτήσεις μαζεμένες και μειδιάζω όσο περιμένω την απάντηση του.

Για πες Νέιτ. Ελεύθερος δεν είσαι;

«Όχι, όχι. Δεν έκανες εσύ κάτι. Απλά...» διστάζει και εγώ νιώθω τα χέρια μου να τρέμουν. «Βασικά είμαι ερωτευμένος. Με άλλη»

Ένα βιβλίο πέφτει από τα χέρια μου και με δύναμη χτυπάει στο ξύλινο παρκέ. Γυρίζουν και οι δύο να με κοιτάξουν. «Συγγνώμη» ψελλίζω και σκύβω να το μαζέψω.

Οι κοπέλες στο εξώφυλλο της Κυρίας Ντολαγουέι με κοιτάζουν χαμογελαστές. Και δεν μπορώ παρά να κάνω και εγώ το ίδιο.

~~~

♡♡♡♡♡

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top