10. Ήταν μισός έρωτας- μισός πόνος!
Ό,τι ερωτήσεις έχετε για τους Ambassadors μπορείτε να μου τις στείλετε σε μήνυμα♥
~~~
Μια φορά κι έναν καιρό,
δεν ήταν μισός έρωτας,
δεν ήταν μισός πόνος.
Ήταν μισός έρωτας- μισός πόνος!
-Μενέλαος Λουντέμης
~~~
«Καλά γιατί θες να πας τόσο νωρίς;» ρωτάει η Ελίζ και ανάβει το αλάρμ του αυτοκινήτου όσο είναι πρόχειρα παρκαρισμένη στην άκρη του πεζοδρομίου ακριβώς έξω από την καφετέρια που της υπέδειξα.
Παίρνω αγκαλιά τις τσάντες μου και από μέσα μου σιχτιρίζω που μια μέρα βρήκα για να βγω στην εξοχή να γράψω, εξοχή σαν να λέμε το πάρκο δίπλα στο σπίτι μου, και τότε βρήκα να γυρίσω όλο το Μανχάταν κουβαλώντας μαζί μου πόσα πράγματα.
«Θέλω λίγο να προετοιμαστώ» εκμυστηρεύομαι και γελάει αλλά αμέσως πιάνει το στομάχι της.
«Μην με κάνεις να γελάω γιατί θα βγει το σούσι από την μύτη μου» λέει και η αλήθεια είναι πως παρόλο που έφαγα λίγο, ήταν αρκετό για να μου κάτσει κι μένα βαρύ. Αλλά για άλλον λόγο. «Σκέφτηκες πως θα του το πεις;»
Ανασηκώνω τους ώμους μου και την κοιτάζω μπας και με βοηθήσει η ίδια της.
Ποτέ μου δεν έχω ζητήσει εγώ από κάποιον να χωρίσουμε. Όχι ότι είχα και πολυποίκιλες σχέσεις στο παρελθόν, αλλά και πάλι δεν είχα φτάσει στο σημείο να θέλω να χωρίσω εγώ με κάποιον.
Η μια και μοναδική σχέση που είχα στο Λύκειο για 1 χρόνο και 7 μήνες, ο Αλεξάντερ, ήταν η σχέση που ήλπιζα ότι θα κρατούσε για πάντα. Διότι η 16χρονη τότε Σιέννα ήταν εντελώς αφελής και ανόητη, που πίστευε στις μαλακίες που της έλεγε ένα ηλίθιο αγόρι, το οποίο την απατούσε ασύστολα και τις 578 μέρες που υποτίθεται ότι είχαν σχέση.
Και στην τελική ήμουν εγώ αυτή που κατά τα λεγόμενά του δεν του ήμουν αρκετή, παρόλο που ήδη πηδούσε το μισό σχολείο.
Οπότε, ναι. Η εμπειρία μου από σχέσεις και χωρισμούς περιορίζεται στον Αλεξάντερ. Και δεν νομίζω πως θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω την δική του δικαιολογία για τον Ράιαν. Πόσο μάλλον ύστερα από 4 χρόνια σχέσης, κατά τα οποία ποτέ μου δεν τον απάτησα. Μέχρι τον Νέιτ, δηλαδή. Ποτέ πιο πριν. Και είμαι σίγουρη πως ισχύει το ίδιο και για εκείνον.
«Η αλήθεια είναι ένα φρούτο που μπορούμε να το κόψουμε μόνο όταν είναι πολύ ώριμο» λέει και την κοιτάζω με σηκωμένο φρύδι. «Βολταίρος»
«Τι εννοείς;»
Ρολάρει τα μάτια της. «Η σχέση σου με τον Ράιαν οριακά έχει σαπίσει Σιεννάκι. Για να βρίσκεις αλλού την ευτυχία, πάει να πει ότι ο γιαρμάς έχει αρχίσει να χαλάει»
Στενεύω τα μάτια μου. «Μόλις αποκάλεσες την σχέση μου με τον Ράιαν, γιαρμά;»
Γνέφει. «Χαλασμένο γιαρμά, για την ακρίβεια»
Κάνω να βγω από το αυτοκίνητο γιατί η φαγωμένη Ελίζ συνήθως πετάει πολλές βλακείες. «Εσύ πριν δεν έλεγες ότι δεν νομίζεις πως είναι καλή ιδέα να τον χωρίσω;»
Κουνάει τον δείκτη της μπροστά στο πρόσωπό μου. «Μην βάζεις στο στόμα μου λόγια που δεν είπα, μικρή ανόητη! Απλά σε ρώτησα αν ήθελες να διαγράψεις 4 χρόνια από την ζωή σου που απολάμβανες τον γιαρμά, απλά και μόνο επειδή μια όμορφη μπανάνα εμφανίστηκε στα ξαφνικά» μου κλείνει το μάτι και μένω να την κοιτάζω σαν την ηλίθια.
Το μυαλό της έχει γίνει σίγουρα μια φρουτοσαλάτα αυτή την στιγμή.
«Μπανάνα είναι ο Νέιτ» διαπιστώνω και γνέφει αργά κοιτώντας με πονηρά. «Είσαι άρρωστη, αλήθεια»
«Για αυτό με αγαπάς» φωνάζει όταν βγαίνω από το αυτοκίνητο. «Παράτα τον γιαρμά Σιέννα! Η μπανάνα ζουμερή και μεγάλη σε περιμέ-» κλείνω την πόρτα με δύναμη και την ακούω να με βρίζει που έκανα αυτή την κίνηση.
Αν υπάρχει κάτι που ενοχλεί όσους έχουν αυτοκίνητο, πόσο μάλλον ακριβό αυτοκίνητο, είναι το να χτυπάς με δύναμη την πόρτα.
Της στέλνω ένα φιλί και μπαίνω μέσα στο μαγαζί.
Κοιτάζω για πέμπτη φορά την τελευταία ώρα το κινητό μου. 5 και 20. Είμαι σίγουρη πως τα επόμενα λεπτά θα περάσουν βασανιστικά αργά.
Ο Ράιαν είναι πάντα τυπικός στην ώρα του, ποτέ δεν είχα παράπονο, μιας και ξέρει πως πάντα όπου και αν πηγαίνω το κάνω 10 λεπτά νωρίτερα. Στην προκειμένη είμαι σχεδόν ένα μισάωρο ήδη εδώ και κάθομαι στο τραπέζι προσπαθώντας να σκεφτώ πως ακριβώς να του το φέρω με πλάγιο τρόπο.
Η αλήθεια είναι πως έκατσα και το σκέφτηκα και νομίζω πως χρειάζομαι λίγο χώρο και χρόνο μόνη μου...
Κλασική ατάκα που συνήθως πιάνει.
Ή αν του πω ότι ζορίζομαι με το βιβλίο; Το οποίο είναι και εν μέρη αλήθεια. Όντως το να γράφεις ένα βιβλίο και να έχεις ένα χρονικό περιθώριο να το ολοκληρώσεις είναι δύσκολο, ιδίως αφού τσάντισες την κολλητή σου και τώρα σε απειλεί ότι αν δεν το έχεις έτοιμο μέχρι τα Χριστούγεννα θα σου κόψει το μαλλί τρίχα τρίχα. Βέβαια όχι τόσο όσο το να χρειαστεί να ζητήσω από τον Ράιαν να χωρίσουμε, αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια.
Ή επίσης μπορώ να του πω την αλήθεια. Για τον Νέιτ. Και για το ότι τον απάτησα την μέρα που είχε γυρίσει. Σε αυτό όμως υπάρχει η περίπτωση να υπάρξουν θύματα. Και δεν εννοώ εμένα...
Η σερβιτόρα έρχεται προς το μέρος μου για να πάρει το άδειο πλέον ποτήρι με τον λάτε που είχα παραγγείλει. «Όλα εντάξει;» με ρωτάει χαμογελαστή και παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«Ναι ευχαριστώ» της λέω και κοιτάζω προς την εξώπορτα. «Μου φέρνεις άλλον ένα λάτε; Ντεκαφεϊνέ» τονίζω και χαμογελάει. Ήδη έχω πιει τρεις καφέδες, ένας ακόμη είμαι σίγουρη πως θα με αποτελειώσει.
«Αμέσως» καθαρίζει το τραπεζάκι και απομακρύνεται την στιγμή που εντοπίζω τον Ράιαν να στέκεται στην πόρτα της καφετέριας.
Σηκώνομαι αυτόματα όρθια και του κάνω νόημα με το χέρι μου. Μόλις με βλέπει έρχεται με μεγάλα βήματα προς το μέρος μου και τότε μόνο παρατηρώ ότι δεν μοιάζει τόσο χαρούμενος όσο ακουγόταν από το τηλέφωνο πριν. Αντιθέτως νομίζω πως... έκλαιγε;
«Γει-» πάω να πω, αλλά τα μεγάλα χέρια του τυλίγονται γύρω από την μέση μου τραβώντας με με δύναμη πάνω του. Εισπνέω το άρωμά του, το άρωμα που λατρεύω. Σχεδόν ξεχνάω τον λόγο που του ζήτησα να βρεθούμε. Σχεδόν.
«Σιέννα» απομακρύνεται και κρατάει το πρόσωπό μου στα χέρια του. «Μωρό μου» μουρμουρίζει και με αγκαλιάζει ξανά κάνοντάς τον στομάχι μου να σφιχτεί. Αυτό σίγουρα δεν είναι κάτι καλό.
«Ράιαν» χαϊδεύω απαλά την πλάτη του. «Τι έγινε;» Τα χείλη ακουμπούν τον λαιμό μου και ανατριχιάζω. «Τι συμβαίνει;» βάζω πίεση στα χέρια μου και σπρώχνω το γεροδεμένο σώμα του από το δικό μου.
«Η μαμά μου» λέει και ρουφάει την μύτη του. Η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο. Δεν μπορεί να έπαθε κάτι η Φραντσέσκα, είναι σαν την δεύτερη μου μαμά.
Προσπαθώ να ελέγξω την αναπνοή μου ενώ ήδη νιώθω τα μάτια μου να γεμίζουν υγρά. «Τι έπαθε η μαμά σου;» ρωτάω με την ψυχή στο στόμα.
Αν υπάρχει ένα άτομο που εκτιμώ όσο κανέναν άλλο στον κόσμο, πέρα από τους γονείς μου, είναι η μητερα του Ράιαν. Την Φραντσέσκα την είχα γνωρίσει στο πρώτο τρίμηνο της σχέσης μας με τον Ράιαν και παρόλο που στην αρχή μου είχε φανεί πολύ ξαφνικό και γρήγορο, δεν το μετάνιωσα ποτέ.
Είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος που ξέρω. Αγαπάει τον Ράιαν με όλη της την ζωή, τον φροντίζει και τον προσέχει σαν τα μάτια της. Μόνη της τον μεγάλωσε, μιας και ο μπαμπάς του είχε πεθάνει όταν ο Ράιαν ήταν μόλις 5 χρονών. Από υπερβολική δόση ηρωίνης. Τον είχε βρει η μητέρα του στο διαμέρισμά του με την ένεση καρφωμένη στις φλέβες του.
Για αυτό κιόλας την θαυμάζω αυτή την γυναίκα. Έχει καταφέρει πολλά, έχει περάσει πολύ περισσότερα κι όμως συνεχώς έχει ένα χαμόγελο στα χείλη. Το ίδιο χαμόγελο που έχει ο Ράιαν και το ίδιο χαμόγελο που αγαπώ εδώ και τόσα χρόνια.
«Εγκεφαλικό» απαντάει και απευθείας νιώθω λες και χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου. «Τώρα με πήρε ο Μάικ τηλέφωνο» κάθεται στην καρέκλα ακριβώς πίσω του και παρατηρώ πως τα χέρια του τρέμουν. «Τελευταία στιγμή... τελευταία στιγμή την πρόλαβαν» μουρμουρίζει και πίνει μια γουλιά από το άθικτο ποτήρι μου με το νερό.
Μένω να τον κοιτάζω ακίνητη και ανίκανη να πω το οτιδήποτε. Ξέρω πως θα τον σκότωνε αν πάθαινε κάτι η μαμά του γιατί γνωρίζω ότι της έχει τρομερή αδυναμία. Άλλωστε ποιος δεν θα τρελαινόταν αν οι γονείς του δεν ήταν καλά;
«Και τώρα;» πέφτω μπροστά του στα γόνατα και τον κοιτάζω. «Είναι στο νοσοκομείο, έτσι;» ρωτάω και γνέφει.
Ο Ράιαν κατάγεται από το Σκράντον της Πενσυλβάνια και παρά τις προσπάθειες του να πείσει την μητέρα του να μετακομίσει σε ένα διαμέρισμα στο Μανχάταν μιας και εκείνος λόγω των σπουδών του στο Κολούμπια και της ομάδας μπάσκετ είχε αποφασίσει να μείνει εδώ και να μην γυρίσει πίσω, η Φραντσέσκα αρνούνταν επιδεικτικά να έρθει μέχρι εδώ.
Και επειδή ο Ράιαν δεν ήθελε να την αφήσει μόνη, ζήτησε από τον νονό του, τον Μάικ, να πηγαίνει και να την βλέπει τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Δεν θέλω να ξέρω τι θα γινόταν αν δεν πήγαινε σήμερα...
«Ναι. Την έχουν στην εντατική» απαντάει και δεν με κοιτάζει. «Δεν ξέρω... δεν ξέρω, Σιέννα. Αλήθεια δεν...»
Πιάνω τα χέρια του και τα φιλάω. «Είναι όλα καλά. Στο υπόσχομαι, όλα είναι καλά» του λέω και νιώθω τα δικά μου δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά μου. «Είναι πολύ δυνατή η μαμά σου, Ράι. Το ξέρεις ε;» γνέφει επανειλημμένα και σηκώνομαι όρθια μόνο και μόνο για να κάτσω στην άδεια καρέκλα ακριβώς δίπλα από την δική του. «Θα πας στο Σκράντον;»
Περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. «Έχω κλείσει εισητήριο, αλλά ο Μάικ λέει πως δεν χρειάζεται να παω ακόμη. Είναι όλα υπό έλεγχο είπε, αλλά γαμώτο, δεν μπορώ να είμαι μακριά της, Σιέννα» με κοιτάζει και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Νομίζω πως είναι η πρώτη φορά που τον βλέπω τόσο ευάλωτο. «Λέει είναι σε σταθερή κατάσταση, αλλά... Χριστέ μου, αν πάθει κάτι...»
«Σταμάτα» κολλάω τα χείλη μου στα δικά του, όχι γιατί χρειάζομαι το φιλί του, αλλά επειδή θέλω να τον κάνω να ηρεμήσει και προπαντός να μην πει αυτό που σκόπευε. «Θα γίνει καλά, το ξέρουμε και οι δύο» ψιθυρίζω και τα χέρια του τυλίγονται γύρω από την μέση μου για άλλη μια φορά.
Με την άκρη του ματιού μου βλέπω την σερβιτόρα να αφήνει τον καφέ μου πάνω στο τραπεζάκι και κουνάω το κεφάλι μου διακριτικά για να της δείξω ότι όλα είναι εντάξει.
«Ευτυχώς που έχω και εσένα» μου λέει στο αυτί μου και παίρνω μια μεγάλη ανάσα. «Δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν ήσουν εδώ, Σι»
«Σε παρακαλώ» ψελλίζω και τον σφίγγω περισσότερο πάνω μου. «Μην κάνεις τέτοιες σκέψεις, σε παρακαλώ»
Το κινητό του μας βγάζει από αυτή την τεράστια φούσκα που βρισκόμασταν και αμέσως απομακρύνεται για να το σηκώσει. «Έλα Μάικ. Τι γίνεται;» λέει και σκουπίζει τα μάτια του με την άκρη της λαδί μπλούζας του.
Διορθώνω τα ρούχα μου και παίρνω το ποτήρι με τον καφέ για να πιω μια γουλιά μπας και ηρεμήσω. Επιλέγω να κάτσω στην καρέκλα δίπλα του και να μην μετακινηθώ σε εκείνη που ήμουν τόση ώρα.
Τον παρατηρώ όσο προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον νονό του και εύχομαι να μην έχει γίνει κάτι άσχημο. Ξέρω ότι είναι ηλίθιο που αυτή την στιγμή περνάει από το μυαλό μου ο λόγος που ήθελα να συναντηθούμε με τον Ράιαν, αλλά δεν μπορώ να το αποφύγω.
Όχι, δεν μπορώ να τον χωρίσω τώρα. Όχι τώρα που η μητέρα του είναι στο νοσοκομείο. Δεν μου πάει η καρδιά να τον αφήσω. Ό,τι και αν έχει γίνει, δεν... δεν μπορώ να τον αφήσω. Τουλάχιστον μέχρι να καλυτερέψει η κατάσταση...
Απλώνω το χέρι μου και πιάνω το τρεμάμενο δικό του κάτω από το τραπέζι. Αμέσως μου το σφίγγει και καταλαβαίνω ότι νιώθει ασφάλεια που είμαι δίπλα του.
«Ό,τι και αν συμβεί, θα με πάρεις τηλέφωνο. Ό,τι ώρα» λέει φανερά ανακουφισμένος «Μάικ, ούτε να το σκέφτεσαι... Αν δεν θες να έρθω τώρα εκεί, θα κάνεις αυτό που σου λέω... Με το που ξυπνήσει... Δεν με νοιάζει. Μόλις ξυπνήσει θα έρθω...» με κοιτάζει και χαμογελάω συμπονετικά. «Εντάξει... ναι, μαζί της είμαι... Εντάξει. Μιλάμε» λέει και τερματίζει την κλήση αφήνοντας με δύναμη το κινητό πάνω στο τραπεζάκι.
«Όλα καλά;» ρωτάω χαμηλόφωνα και ένα μικρό χαμόγελο, όχι ιδιαίτερα πειστικό, εμφανίζεται στο όμορφο πρόσωπό του ενώ γνέφει κάνοντας τους χτύπους της καρδιάς μου να επανέλθουν στο φυσιολογικό.
Σκύβει και αφήνει ένα φιλί στα χείλη μου. Πολύ απαλό, πολύ αθώο, πολύ διαφορετικό. Κλείνω τα μάτια μου προσπαθώντας να θυμηθώ την ωραία αυτή αίσθηση. «Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη- Μα που γύριζες...» ψιθυρίζει και χαμογελάω αμυδρά.
«Ελύτης» απαντάω και ανοίγω αργά τα μάτια μου. «Σου αρέσουν πολύ οι Έλληνες ποιητές ε;» ρωτάω και ακούω ένα μικρό χαχανιτό.
«Εσύ μου αρέσεις πιο πολύ» η απάντησή του προκαλεί έναν πόνο μέσα μου, δεν ξέρω που ακριβώς, αλλά το νιώθω παντού. Έναν οξύ, έντονο πόνο. Δεν ξέρω αν περιμένει κάποια απάντηση ή απλά του αρκεί το γεγονός ότι τον κοιτάζω άφωνη. Απλώνει το χέρι του και χαϊδεύει το μάγουλό μου. «Σε ευχαριστώ που υπάρχεις»
Τα μεγάλα, καστανά, πανέμορφα μάτια του με κοιτάζουν με ειλικρίνεια και κατεβάζω το βλέμμα μου στα χέρια μας. Πως στο διάολο μπορώ να τον κοιτάξω ενώ του κρύβω τόσα πράγματα;
«Που πας;» ρωτάω μπερδεμένη μόλις τον βλέπω να σηκώνεται όρθιος.
Αφήνει ένα φιλί στο μέτωπό μου. «Έκλεισα εισητήριο, μωρό μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να κάτσω εδώ και να περιμένω τηλεφώνημα από τον Μάικ. Θα πάω δίπλα της» μου λέει και χαμογελάω διάπλατα.
«Θες να έρθω μαζί σου;» Η ερώτηση ξεγλιστράει από τα χείλη μου χωρίς να το καταλάβω.
Σκύβει και με ξαναφιλάει. Ξανά και ξανά. Τόσο πολύ που ξεχνάω που βρίσκομαι. «Δεν χρειάζεται. Μείνε εδώ. Δεν θέλω να σε ταλαιπωρήσω»
Γνέφω. «Μην φύγεις αν δεν βεβαιωθείς ότι είναι καλά» τον διατάζω και χαμογελάει.
«Σε αγαπώ γαμώτο μου» δηλώνει και δαγκώνω τα χείλη μου.
Με κοιτάζει έντονα, με τον τρόπο που μόνο εκείνος ξέρει να κάνει. Σαν να περιμένει κάτι από εμένα. Μια απάντηση ίσως...
Πες το. Πες το ακόμη και αν δεν το πιστεύεις. Δεν γίνεται να μην το πιστεύεις. Δεν μπορείς να ξε-αγαπήσεις κάποιον σε 5 μέρες, διάολε. Τι νομίζεις ότι είναι τα συναισθήματα; Διακόπτης που τον ανοίγεις και τον κλείνεις όταν σε συμφέρει;
«Κι εγώ σε αγαπώ» μουρμουρίζω και του ζητάω να με πάρει κατευθείαν τηλέφωνο μόλις φτάσει και μάθε πως είναι η μητέρα του. Με διαβεβαιώνει ότι θα το κάνει και φεύγει.
Κάτι μέσα μου σπάει όταν τον βλέπω να απομακρύνεται. Δεν ξέρω τι είναι, αλλά νιώθω τα θρύψαλα να με τρυπάνε.
«Πήρα απλά για να δω πως είστε» διασχίζω το πεζοδρόμιο αργά ενώ προσπαθώ να ισορροπήσω τις τσάντες μου, το κομμάτι με το τσίζκεικ που πήρα για το σπίτι γιατί δεν κατάφερα να το φάω όλο στο μαγαζί και το κινητό που στηρίζω ανάμεσα στο αυτί και τον ώμο μου.
Ύστερα από αυτό που έγινε με την μαμά του Ράιαν, ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω μαζί της. Το ξέρω πως φταίω που μερικές φορές παραλείπω να τους τηλεφωνήσω μόνο και μόνο επειδή γνωρίζω πως είναι καλά. Άργησα να το συνειδητοποιήσω, αλλά σίγουρα αυτό που έγινε με την μητέρα του Ράιαν μου το έχωσε καλά στο μυαλό ότι πρέπει να παίρνω τηλέφωνο κάθε μέρα και να τους ακούω.
«Καλά έκανες παιδί μου» ακούω την φωνή της μαμάς μου από την άλλη πλευρά της γραμμής. «Μας λείπεις πολύ»
Προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Κάθε φορά που μιλάω με τους γονείς μου με πιάνουν τα συναισθηματικά μου. «Και εμένα μου λείπετε. Γιατί δεν παίρνετε το αυτοκίνητο να έρθετε; Μισή ώρα δρόμος είναι από το Κουίνς. Το έχουμε κάνει αρκετές φορές όλοι μαζί» ειδικά τα πρώτα χρόνια του πανεπιστημίου, που τρεις την ώρα ερχόντουσαν για να με βλέπουν.
Τότε σκεφτόμασταν ότι δεν άξιζε να νοικιάζω σπίτι στο Χάρλεμ μιας και η απόσταση δεν ήταν πολύ μεγάλη από το πατρικό μου μέχρι το πανεπιστήμιο. Με τα μέσα είναι σχεδόν 1 ώρα και κάτι και η αλήθεια είναι πως όντως το προσπάθησα την πρώτη εβδομάδα, αλλά πέρα από το ότι έτρωγα όλη την ώρα μου στους δρόμους, το εισιτήριο έβγαινε πολύ πιο ακριβό με το να κάνω αυτή την διαδρομή δύο φορές την μέρα παρά με το να δίνω ένα παχυλό ενοίκιο τον μήνα, χωρίς όμως να χρησιμοποιώ μετρό για να πηγαίνω στην σχολή.
«Στον πατέρα σου αυτά!» απομακρύνει το κινητό από κοντά της και με το ζόρι ακούω την φωνή του πατέρα μου. «Όχι, τον ακούς; Κάθεται όλη μέρα και διαβάζει στο γραφείο του! Η κόρη σου θέλει να πάμε να την δούμε!» φωνάζει αλλά δεν ακούω την απάντησή του.
Τους αγαπώ υπερβολικά πολύ και τους δύο. Έχω να τους δω σχεδόν τρεις μήνες και μοιάζει σαν αιώνας. «Μην μου τον ενοχλείς μωρέ μαμά! Θα έρθω εγώ να σας δω, δεν πειράζει» στρίβω και μπαίνω στο στενό που είναι η πολυκατοικία μου. Έχει νυχτώσει για τα καλά και τώρα καταλαβαίνω ότι μάλλον έκατσα αρκετές ώρες στην καφετέρια γράφοντας.
«Να έρθεις παιδί μου. Όποτε θέλεις. Το δωμάτιό σου ανέγγιχτο είναι, τα αρκουδάκια σου σε περιμένουν. Η αδελφή σου θέλει να μπαίνει συνέχεια στο δωμάτιο σου και να παίζει με τα αρκουδάκια σου αλλά της το απαγορεύω» λέει και γελάω. Και τι δεν θα έδινα να ήμουν τώρα εκεί μαζί τους. Ο μπαμπάς θα ήταν στο γραφείο του και θα διάβαζε τα βιβλία του, γιατί παρόλο που έχει συνταξιοδοτηθεί από καθηγητής πανεπιστημίου του τμήματος της Φιλολογίας, εξακολουθεί να λατρεύει την δουλειά του και ποτέ δεν χάνει την ευκαιρία να διαβάζει. Εγώ και η μαμά θα καθόμασταν στο σαλόνι και θα βλέπαμε ταινία τρώγοντας ποπκορν και πετώντας τα η μια στην άλλη και η Έμιλυ θα έπαιζε με τα παιχνίδια της στο δωμάτιο της. Ένα όμορφο και ευτυχισμένο βράδυ απο εκείνα που μου έχουν λείψει απίστευτα πολύ,
«Άσε την μικρή να παίξει βρε μαμά, δεν με πειράζει»
«Θες να σου αποκεφαλίσει όλα τα αρκούδια; Γιατί αν το θες, εμένα δεν με νοιάζει. Εσύ θα ουρλιάζεις μετά!»
Γουρλώνω τα μάτια μου. Έχει δίκιο. Η 7χρονη αδελφή μου είναι ένας ταραξίας που το μόνο που κάνει είναι να διαμελίζει τα παιχνίδια της. «Κλείδωσέ το δωμάτιό μου για καλό και για κακό»
Ψάχνω τα κλειδιά μου μέσα στην τσάντα μου μόλις φτάνω στην είσοδο αλλά δεν τα βρίσκω και εκνευρίζομαι. «Απλά πες μου πότε θα θελήσεις να έρθεις για να μαγειρέψω αυτά που σου αρέσουν»
Αφήνω το λάπτοπ στο σκαλί μπροστά μου και από πάνω του βάζω το κουτί με το τσιζκέικ. «Μην αγχώνεσαι. Δεν χρειάζεται να σε βάλω σε τόσο κόπο»
Που στο διάολο είναι τα κλειδιά μωρέ; Έχει γούστο να τα έχασα...
«Όχι, χρειάζεται, μην το ξαναπείς αυτό! Θα σε περιποιηθώ όπως θέλω εγώ» λέει η μανούλα μου και χαμογελάω. «Και τώρα σε αφήνω γιατί μου μυρίζει καμένη κολοκυθόπιτα και αυτό δεν είναι καλό»
«Σε αγαπώ, καληνύχτα» της λέω αλλά το έχει ήδη κλείσει.
Αφήνω και το κινητό στα πράγματά μου και πλέον και με τα δύο χέρια ψάχνω τα κλειδιά μου. Βγάζω όλα τα πράγματα από την τσάντα μου και ανοίγω ακόμη και τις μικρές τσεπούλες που έχω τις σερβιέτες και τα προφυλακτικά.
Σε παρακαλώ δεν θέλω να κοιμηθώ στο παγκάκι, σε παρακαλώ δεν θέλω να-
«Αυτά ψάχνεις;»
Μια γνωστή φωνή με κάνει να ακινητοποιηθώ κρατώντας τα πράγματα στα χέρια μου. Μου κάνει κάποιος πλάκα;
Γυρίζω και βλέπω τον Νέιτ να με κοιτάζει χαμογελαστός κρατώντας το μπρελόκ με τα κλειδιά μου ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρά του.
«Χριστέ μου, που τα βρήκες;» ρωτάω ανακουφισμένη και κατεβάζει το χέρι του.
«Εκεί πίσω» δείχνει το πεζοδρόμιο που διέσχισα πριν λίγα λεπτά. «Μάλλον θα σου έπεσαν από την τσέπη σου»
Ναι, ρε γαμώτο! Στην τσέπη μου τα είχα. Σωστά. Όχι μέσα στην τσάντα. Ποιος άνθρωπος βάζει τα κλειδιά του μέσα στην τσάντα του;
Αφήνω τα χέρια μου να πέσουν με δύναμη στους γλουτούς μου. «Ευχαριστώ πολύ. Νόμιζα ότι θα έμενα έξω σήμερα» παραδέχομαι και γελάει.
Έρχεται προς το μέρος μου και τον παρατηρώ καλύτερα κάτω από το αμυδρό φως της εισόδου. Απλώνει το χέρι του για να μου δώσει τα κλειδιά και σηκώνει τα φρύδια του έκπληκτος μόλις βλέπει το χέρι μου με τα προφυλακτικά.
Σκατά!
Τα βάζω μέσα στην τσάντα, όπως και τις σερβιέτες που κρατούσα στο άλλο χέρι και γυρνάω για να τον κοιτάξω. «Να τολμήσω να ρωτήσω γιατί-;»
«Σου φαίνεται περίεργο που έχω προφυλακτικά στην τσάντα μου;» ρωτάω με σηκωμένο φρύδι μόλις παίρνω τα κλειδιά μου.
Ανασηκώνει τους ώμους του. «Υποθέτω ότι είναι πιο πολύ δική μας δουλειά να τα κουβαλάμε» βάζει τα χέρια του στις τσέπες του μαύρου αντιανεμικού μπουφάν του και μπορώ να διακρίνω το εύθυμο βλέμμα του από χιλιόμετρα μακριά.
«Μπορώ να σου πω με σιγουριά ότι υπάρχουν κάποιοι εκεί έξω που τα παραλείπουν σκόπιμα» τον ενημερώνω και γυρνάω για να βάλω μέσα στην τσάντα μου όλα εκείνα που έβγαλα πριν.
«Σοβαρά;» ακούγεται έκπληκτος «Σου έχει τύχει, θες να μου πεις;»
Ρολάρω τα μάτια μου. Όχι, είναι η αλήθεια. Σε εμένα δεν έχει τύχει. Αλλά οι περιγραφές της Ελίζ φτάνουν και περισσεύουν. «Σε νοιάζει;» γυρνάω να τον κοιτάξω.
«Όχι ιδιαίτερα» απαντάει με το αμυντικό του χαμόγελο στα χείλη. «Δεν νομίζω πως με ενδιαφέρουν οι πρώην σχέσεις σου»
«Εσύ ρώτησες» του υπενθυμίζω και περνάω την τσάντα μου στον ώμο μου. «Τέλος πάντων, να μην σε κρατάω. Καλό βράδυ» παίρνω το λάπτοπ και το τσίζκεικ και βάζω τα κλειδιά στην κλειδαρότρυπα.
Το χέρι του με σταματάει. «Χώρισες;»
Γυρίζω έκπληκτη να τον κοιτάξω μιας και αυτή ήταν η μοναδική λέξη που δεν περίμενα να ακούσω από τα χείλη του. «Ορίστε;»
«Χώρισες με το αγόρι σου;» επαναλαμβάνει και σφίγγω τα κλειδιά στην χούφτα μου.
«Πως τολμάς;» φωνάζω και τον σπρώχνω από τους ώμους του, βέβαια χωρίς να τον κουνήσω ιδιαίτερα. «Τι στο διάολο, Νέιτ; Τι παιχνίδι είναι αυτό που παίζεις;»
Πιάνει με τα χέρια του δυνατά τους βραχιονες μου κολλώντας το σώμα μου πάνω στο δικό του. «Πας καλά; Για ποιο παιχνίδι μιλάς;» η φωνή του σαγηνευτική. Από μέσα μου με μουτζώνω μόνο και μόνο που σκέφτηκα να παραδοθώ σε αυτή την φωνή.
Πρέπει να ανασυγκροτηθώ. Και όσο με κοιτάζει με αυτό το γαμημένο βλέμμα, σίγουρα δεν μπορώ να τα καταφέρω.
«Όλα αυτά τα ξαφνικά, που εμφανίζεσαι από το πουθενά και καταφέρνεις να με φέρνεις στα άκρα μου κάθε φορά» απαριθμώ σηκώνοντας τα δάχτυλά μου. «Τα ειρωνικά σου χαμόγελα, το ότι δεν μου λες ευθέως τι θέλεις από εμένα...»
«Δεν σου είπα τι θέλω από εσένα, Σιέννα;» με αγριοκοιτάζει και φέρνει το στόμα του πιο κοντά στο δικό μου, οριακά τα χείλη του αγγίζουν τα δικά μου και αυτό μπορεί να με τρελάνει. «Ξεχνάς εύκολα μου φαίνεται»
Τον αγνοώ. «Το ότι μου... μου μιλάς έτσι ενώ ξέρεις ότι έχω σχέση» ψιθυρίζω αλλά δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από τα χείλη του. «Ενώ ξέρεις ότι... ότι...»
«Ότι τι;» με πιέζει και νιώθω ότι δεν μπορώ να αναπνεύσω όσο είναι κολλημένος πάνω μου. Τα χέρια του να σφίγγουν τα δικά μου, το σώμα του πάνω μου, τα χείλη του να με παρακαλάνε να τα αγγίξω...
Νιώθω ευάλωτη αυτή την στιγμή. Και αδύναμη. Και όλα τα συνώνυμα αυτών των λέξεων. Θέλω να φύγω από κοντά του, να τον σπρώξω, να μπω μέσα στην πολυκατοικία και να τον κλείσω έξω από αυτήν. Και από την ζωή μου.
Αλλά δεν το κάνω. Τον κοιτάζω στα μάτια για να καταλάβει ο ίδιος του τι μου προκαλεί, χωρίς να του το πω εγώ. Τα πάντα γυρίζουν, ζαλίζομαι και η παρουσία του το κάνει ακόμη χειρότερο.
"Αγάπη μπορείς να βρεις μόνο εκεί όπου μπορείς να αφήσεις τον εαυτό σου να φανεί αδύναμος χωρίς να προκαλέσεις κάποιον να το εκμεταλλευτεί για να σου επιβληθεί"
Διάολε.
«Σταμάτα αυτό που κάνεις» τον παρακαλάω και νιώθω τα γόνατά μου να λυγίζουν. Δεν έχω άλλα αποθέματα δύναμης, δεν μπορώ να το κάνω άλλο αυτό. Δεν είμαι μαθημένη σε τέτοιου είδους παιχνίδια.
Οι λαβές του χαλαρώνουν, όμως τώρα είναι που τις χρειάζομαι γιατί αισθάνομαι ότι θα πέσω.
«Μου ζητάς να σταματήσω να είμαι ερωτευμένος μαζί σου;»
Ερωτευμένος μαζί σου.
Ερωτευμένος μαζί σου.
Ερωτευμένος. Μαζί σου...
Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
Δεν θυμάμαι κάτι άλλο, απλά λιποθυμώ.
~~~
Ακαλά. Και εγώ οριακά λιποθύμησα.
Αλλά από την ζέστη. Ουφ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top