9

ΡΑΜΟΝ

Την επόμενη μέρα δούλευα την αναβάθμιση ενός κινητήρα όταν ήρθε και αντέγραψε τη στάση μου σκύβοντας πάνω από το καπό. Μέσα σε δευτερόλεπτα η μπλούζα και τα χέρια της γέμισαν γράσα από τα εξαρτήματα.

Την τράβηξα πίσω.

«Έγινες χάλια. Πρόσεχε».

«Όπως είσαι κι εσύ».

«Αυτή είναι η δουλειά μου, γαμώτο». Της έδωσα ένα πανί αλλά αντί να καθαριστεί με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Τι τρέχει;»

«Δεν ήρθα με σκοπό να μείνω καθαρή, Ραμόν».

Δεν το είχα σκεφτεί ακριβώς έτσι. Στην πραγματικότητα, δεν το είχα σκεφτεί καθόλου στις ώρες που είχαν μεσολαβήσει. Η χθεσινή νύχτα ήταν δύσκολη, η κρίση της μητέρας μου ήταν τόσο έντονη σαν να την τιμωρούσε η ασθένεια για τον χρόνο που το μυαλό της είχε λειτουργήσει σωστά. Όταν κατάφερε να ηρεμίσει και να κοιμηθεί ήμασταν εξαντλημένοι, όμως προείχε η ξεκούραση του πατέρα μου. Συμμάζεψα και αργά το βράδυ κλείστηκα στο δωμάτιο για να αναπληρώσω τις ώρες που είχα χάσει προκειμένου να προχωρήσω το πρόγραμμα. Κοιμήθηκα ελάχιστα, ξύπνησα χαράματα και έτρεξα μόνος τις υποχρεώσεις του συνεργείου. Ήμουν τόσο χωμένος στα προβλήματα που δεν είχα τη δύναμη καν να ανακυκλώσω τη συζήτηση στο μυαλό μου για να βγάλω νόημα. Κι εκείνη η συζήτηση ήταν ξαφνικά κοντά μου έτοιμη να με τινάξει στον αέρα.

Την έδειξα προειδοποιητικά. «Μείνε ακίνητη. Πάω να σου φέρω μια μπλούζα, στο μεταξύ μην ακουμπήσεις ή πειράξεις τίποτα».

«Χαλάρωσε, Βραζιλιάνε. Δεν είμαι βόμβα» με ειρωνεύτηκε αλλά αυτό ήταν.

Μια βόμβα που δεν έπρεπε να σκάσει στα χέρια μου.

Το συνεργείο ήταν το βασικό εισόδημα της οικογένειάς μου και η Λουάν, κόρη του Βλαντιμίρ και αδερφή του Βίκτορ. Τι στο κομμάτια είχα στο κεφάλι μου όταν άρχισα να της γράφω; Όλα αυτά πέρα από σημαντικά συνδέονταν επικίνδυνα. Λόγω απόστασης δεν είχα δώσει βάρος στις επιπτώσεις, ζούσα το γαμημένο όνειρο ώσπου ξαφνικά η πρωταγωνίστρια είχε επιστρέψει μέσα σε ένα βουνό προβλήματα.

«Άλλαξα γνώμη. Θα έρθεις μαζί μου».

Την έπιασα από το χέρι και την οδήγησα στο γραφείο. Στο υποτυπώδες κουζινάκι που υπήρχε στην απέναντι μεριά, άνοιξα το συρτάρι με τα εφεδρικά ρούχα και της έδωσα την πρώτη μπλούζα που βρήκα.

«Θα σου φτάνει μέχρι τα γόνατα, οπότε τέλεια».

«Τέλεια;» απόρησε αλλά δεν απάντησα.

Ήξερε πως τη γούσταρα και μόλις χτες είχα μάθει πως είχε γκόμενο. Το θέμα είχε λήξει. Όσο περισσότερο ήταν καλυμμένο το σώμα της τόσο πιο εύκολα θα συγκρατούσα τα χέρια μου.

Την άφησα να αλλάξει και επέστρεψα στο πόστο μου. Όταν εμφανίστηκε είχε δέσει κόμπο το κάτω μέρος της μπλούζας στην κοιλιά της και πιάσει τα μαλλιά της κοτσίδα.

Σκατά.

«Τι θέλεις να κάνω, Βραζιλιάνε;»

Πολλά, και όλα ακατάλληλα.

Έτριψα μαγκωμένος τον σβέρκο μου, πήρα βαθιά ανάσα.

Πώς στον διάολο θα έβγαινε η μέρα;

Εντέλει άφησα ένα εξάρτημα στον πάγκο εργασίας και της είπα να το καθαρίσει. Το περιβάλλον εργασίας μου ήταν δύσκολο οπότε αργά ή γρήγορα θα το έβαζε στα πόδια και θα ηρεμούσα. Με λίγη τύχη δεν θα την ξαναέβλεπα όλο το καλοκαίρι και από φθινόπωρο σταματούσα και τα γράμματα. Το μεταξύ μας δεν οδηγούσε πουθενά και για να μπει ένα οριστικό τέλος έπρεπε να δημιουργηθεί απόσταση. Κάτι που μόνο η Λουάν είχε τη δύναμη να ορίσει γιατί ο ηλίθιος ακόμα κι εκείνη τη στιγμή είχα παραδοθεί τελείως το σενάριο. Τη σκεφτόμουν καρφωμένη επάνω μου, με την πλάτη της κόντρα σε οποιαδήποτε σταθερή επιφάνεια υπήρχε εκεί μέσα κι εμένα μέσα της. Με το χέρι μου μπλεγμένο στα μαλλιά της, την είχα κινητοποιημένη σε μια στάση που με έπαιρνε όλο μέσα της. Τόσο βαθιά και τόσο απόλυτα που δεν μπορούσε να πει ούτε το όνομά μου. Θα τελείωνε πρώτη κι ενώ θα είχε χάσει εντελώς τις δυνάμεις της θα με έβλεπε να τελειώνω κι εγώ. Να διαλύομαι με την πάρτη της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top