7.1

ΛΟΥΑΝ

Ανασήκωσε με απορία το φρύδι.

«Όλο αυτό» είπα. Έγειρα το κεφάλι στο πλάι, δάγκωσα το χείλος μου. Αναρωτήθηκα αν πράγματι του άρεσα ή αν είχε γίνει λόγω του αδερφού μου; Ο Βίκτορ είχε τον τρόπο να επηρεάζει τους πάντες. Δεν ξέρω αν τον σέβονταν ή τον φοβόνταν, ήθελαν την εύνοιά του και του έκαναν χάρες. Ωστόσο ο Βραζιλιανός δεν έμοιαζε με σκυλάκι του.

«Τι παραπάνω θα έκανες αν ήταν πράγματι ραντεβού;»

«Θα αναρωτιόμουν αν φοράς εσώρουχο».

Χαμογέλασε στραβά, ωμά ετοιμόλογος.

«Δεν φοράω» είπα και γύρισα στην ευθεία.

Αν ήθελε να παίξουμε, θα συμμετείχα.

Στη διαδρομή κάναμε μια γενική ψιλοκουβέντα. Απέφυγε τα υπονοούμενα, ακολούθησα τη στάση του. Δεν έμοιαζε με ψευτόμαγκα οπότε σε γενικές γραμμές έπρεπε να προσέχω. Φτάνοντας στο μπαράκι περίμενα να παρκάρει πριν λύσω τη ζώνη μου και μπω στο ζουμί.

«Ο αδερφός μου είπε να γυρίσω νωρίς».

«Στις δώδεκα» το έκανε συγκεκριμένο.

Κατέβασα τον καθρέφτη να φρεσκάρω το κραγιόν μου. Ο Βίκτορ συνήθιζε να πιέζει τις εξόδους μου όμως αυτή τη φορά το είχε παραγαμήσει. «Για να μην γίνει το αυτοκίνητο κολοκύθα κι εσύ βάτραχος;»

«Έχεις μπερδέψει τα παραμύθια αλλά αυτή είναι η οδηγία».

Έβαλα το κραγιόν στη τσάντα μου και γύρισα τη στιγμή που έστελνε μήνυμα. Λογικά έδινε αναφορά στον Βίκτορ.

«Θέλω επέκταση».

«Επέκταση;»

«Δύο ώρες».

«Ξέχνα το».

«Γιατί;»

«Δεν μπορούμε να έχουμε ό,τι θέλουμε, άγγελέ μου». Έβαλε το κινητό στην τσέπη του και έκανε τον κύκλο να μου ανοίξει λες και είχε λήξει η συζήτηση.

Έπρεπε να προσπαθήσω περισσότερο.

«Μέχρι τις δύο» τον παρακάλεσα βγαίνοντας.

«Δώδεκα» επέμεινε κολλημένος με το πρόγραμμα.

«Τι θα ήθελες που δεν μπορείς να έχεις Βραζιλιάνε;»

«Εσένα στα τέσσερα».

«Τι είπες;»

«Με άκουσες». Έκλεισε την πόρτα και γύρισε να με κοιτάξει. «Λοιπόν;» ανασήκωσε το φρύδι, έπλεξε τα χέρια στο στέρνο και με έδειξε με νεύμα. «Δεν φοράς εσώρουχο και θέλεις επέκταση, μέχρι πού θα φτάσεις για να το κερδίσεις;»

Τι στα κομμάτια... «Είσαι βλάκας αν πιστεύεις πως θα σου καθόμουν μόνο και μόνο γι' αυτό».

«Ωραία»

Τι ωραία;

«Επίσης, φοράω εσώρουχο».

«Ωραία».

Μου έκανε ξανά νόημα να κινηθούμε, δεν μετακινήθηκα. Μέχρι ενός σημείου πίστευα πως του άρεσα από ένα σημείο και μετά απορούσα σε τι άνθρωπο με είχε εμπιστευτεί ο Βίκτορ.

«Ζήτησέ μου συγγνώμη».

«Δεν έχω λόγο».

«Με πρόσβαλες. Ζήτησέ μου συγγνώμη».

«Μάλιστα...» μουρμούρησε και έγειρε κοντά μου. «Για να το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή: Δεν είσαι εύκολη και δεν κάνω ξεπέτες. Ωραία τα υπονοούμενα και τα ρέστα αλλά τα κόβουμε εδώ. Με καυλώνουν περισσότερο απ' όσο πρέπει και δεν μπορώ να σε αγγίξω, οπότε, μπαίνουμε στο μαγαζί, διασκεδάζεις και στις δώδεκα την κάνουμε. Κατανοητός;»

Ήταν ακριβώς απέναντί μου. Με τον προβολέα του πάρκινγκ να φωτίζει το πρόσωπό του, ξεχώρισα μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του και μέσα σε αυτά διάσπαρτες κόκκινες γραμμές. Αποκλείεται να ήταν μαστουρωμένος, σωστά; Αποκλείεται ο Βίκτορ να εμπιστευόταν κάποιον που έπαιρνε ναρκωτικά.

«Από πότε έχεις να κοιμηθείς;»

«Τέρμα το παιχνίδι, Λουάν. Το εννοώ» είπε όμως αυτή τη φορά η φωνή του ήταν ήπια και βαθιά. Σαν να έδινε εντολή να γίνει το αντίθετο.

«Σου αρέσω;»

«Ναι».

Ωμά και αβίαστα.

«Και θα μου την έπεφτες αλλά μπλέκεται ο Βίκτορ;»

«Γαμώτο...»

«Πες μου» τον πίεσα και πλησίασε. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top