5.3
ΡΑΜΟΝ
Δεν πήρα απάντηση, σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και τράβηξα χειρόφρενο.
«Μίλα, Λουάν».
Κοίταξε πίσω και μετά πάλι εμένα.
«Ποιος σας πήγε μέχρι εκεί;»
Έγλυψε το χείλος της και μα τω Θεό...
«Μίλα» της φώναξα και σοβαρεύτηκε.
«Δεν ήταν κανένας μαζί μας».
«Είστε σκαστές;»
Τίναξε αόριστα τα χέρια της σαν να επιβεβαίωνε το προφανές.
Φυσικά και ήταν σκαστές. Ο μόνος τρόπος για να τους επιτρεπόταν μια τέτοια έξοδο ήταν μόνο εάν στην Κορύφωση υπήρχε μια ολόκληρη διμοιρία Αρχαγγέλων, που δεν ήταν.
Επέστρεψα φρικαρισμένος στην ευθεία και πατώντας το γκάζι, το αμάξι έκανε ένα μικρό ελιγμό πριν ευθυγραμμιστεί στην άσφαλτο.
«Ήταν η σειρά του Σέιτον να βγει» άρχισε να εξηγεί η Λουάν. «Δεν θα καθόμασταν κλεισμένες σε τέσσερις τοίχους, ούτε θα πηγαίναμε στο ξενέρωτο μπαράκι που ήθελε ο αδερφός μου με τον Βίκτορ».
Δεν είχα ιδέα τι γινόταν με τη φίλη της πάντως εκείνη δεν ήταν κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους όπως ισχυριζόταν. Ο Βίκτορ αφιέρωνε όλο του τον χρόνο για να συνοδεύει τα δίδυμα στις εξόδους τους. Σπαταλούσε την άδεια του στα αδέρφια του και το έκανε για να περνάνε καλά και να είναι ασφαλή. Ήταν θυσία και χρέος μαζί, και η Λουάν προφανώς αρκετά εγωίστρια για να μην το βλέπει. Οι τοίχοι που ανέφερε ήταν μια δίπατη βίλα σε ένα κτήμα πολλών στρεμμάτων που φιλοξενούσε μια πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων κι ένα γήπεδο τένις που συνόρευε σε μια λίμνη με προβλήτα και σκάφος. Η φυλακή της ήταν πολύ άνετη για να παραπονιέται.
«Θα το εκτιμούσα αν δεν μάθαινε την αλήθεια ο πατέρας μου» πρόσθεσε και γέλασα.
Το πρόβλημα δεν ήταν ο Βλαντιμίρ, αλλά ο Βίκτορ.
Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, στη πύλη του σπιτιού πληκτρολόγησα τον αριθμό του συναγερμού που είχα ως επισκέπτης και ξαφνιάστηκε.
«Έχεις κωδικό;»
«Μου έχει εμπιστοσύνη ο αδερφός σου».
Η σιδερένια πόρτα άνοιξε προκαλώντας έναν οξύ ήχο όταν φρέναρε στο στοπ της ράγας που υπήρχε στο έδαφος. Παίρνοντας την είσοδο έκλεισε αυτόματα πίσω μας με εντολή που είχε δοθεί από το εσωτερικό του σπιτιού.
Στο σημείο όπου τελείωνε το πλακόστρωτο και ξεκινούσε το γκαζόν, έσβησα τη μηχανή. Βγαίνοντας παραταχτήκαμε και οι τρεις μπροστά από το αυτοκίνητο. Ο Βίκτορ εμφανίστηκε πρώτος στη βεράντα, κατέβηκε τα σκαλιά και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Ο Βλαντιμίρ στάθηκε στο πλατύσκαλο και με ένα νεύμα με ευχαρίστησε πριν καν μάθει λεπτομέρειες. Ανταπέδωσα γνέφοντας ενώ παράλληλα ένιωσα τη δόνηση και έλεγξα το κινητό. Με ένα τυπικό μήνυμα 'ok' ο αστυνόμος επιβεβαίωνε την επιτυχία της αποστολής.
Ανακουφισμένος έβγαλα το πακέτο με τα τσιγάρα.
«Λουάν και Τζόι» φώναξε ο ιδρυτής από το βάθος. Ο Βίκτορ μετακινήθηκε στο πλάι ώστε να τον έχουν εικόνα τα κορίτσια. «Η ποινή αφορά και για τις δύο σας».
«Κύριε Μόρντορ...» παραπονέθηκε η Τζόι.
«Δεν θα ξαναγίνει» συμπλήρωσε η Λουάν κοιτώντας τον αδερφό της.
Έβαλα το τσιγάρο στο στόμα μου και πριν καν το ανάψω ήξερα πως η βοήθεια που έψαχνε δεν θα ερχόταν.
«Ήταν ανώριμο και επικίνδυνο» με επιβεβαίωσε ο Βίκτορ τη στιγμή που με την άκρη του ματιού μου αντιλήφθηκα μία ακόμα παρουσία να παίρνει θέση πλάι στον Βλαντιμίρ.
Ο Μαξ έδωσε μια γρήγορη απάντηση στο τηλεφώνημά του και απενεργοποιώντας την κλήση, μου έγνεψε ευχαριστημένος. Αν έπρεπε να μαντέψω, μόλις είχε λάβει την αναφορά από τον αρχηγό της αστυνομίας. Έστρεψα ξανά την προσοχή μου στο δράμα των Μόρντορ και ήταν η σειρά μου να ξαφνιαστώ όταν κατάλαβα πως αυτή τη φορά η Λουάν έψαχνε βοήθεια από εμένα.
«Συγγνώμη, άγγελέ μου...» ξεκίνησα να λέω. Φύσηξα τον καπνό βλέποντας τα χείλη της να σφίγγουν και να κοκκινίζει πριν μεταφέρω την προσοχή μου στον αδερφό της. «Τις πέτυχα στην Κορύφωση, στρυμωγμένες από έναν μαλάκα που προσπαθούσε να τους πασάρει ναρκωτικά. Ήταν τυχερές που ήμουν εκεί».
Ο Βίκτορ φρίκαρε στο δευτερόλεπτο.
«Στο γραφείο μου. ΤΩΡΑ».
Η Τζόι ξεκίνησε πρώτη ενώ η Λουάν, με ένα ειρωνικό «ευχαριστώ» μου σήκωσετο μεσαίο της δάχτυλο πριν ακολουθήσει την εντολή.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top