5
ΛΙΟΝ
Πόνταρα υπέρ του Ντέιμον, ο συλλέκτης συνέχισε στον επόμενο. Κάθισα στη θέση μου, ανάμεσα στο πλήθος, μέσα σε μια βοή από φωνές και βρισίδια που ξεκινούσε από τις κερκίδες και σαν οστικό κύμα εξαπλωνόταν στον ορίζοντα.
Μπροστά μου το ποδοσφαιρικό γήπεδο κατεστραμμένο και ρημάδι. Από τον στίβο είχε απομείνει το τσιμέντο καλυμμένο ανά διαστήματα με μπόλικο χώμα, ενώ το κέντρο ήταν πνιγμένο με αγριόχορτα. Περιμετρικά μια μισογκρεμισμένη τσιμεντένια μάντρα και κάπου στα δεξιά, ένα ερείπιο οίκημα πρώην αποδυτήρια. Η αίγλη του γηπέδου είχε χαθεί. Χωμένο στο δάσος, σε μεγάλη χιλιομετρική απόσταση από το κέντρο της πόλης δεν φιλοξενούσε αθλητές αλλά παράνομους αγώνες ταχύτητας. Το σημείο εκκίνησης φωτιζόταν από προβολείς που τραβούσαν ρεύμα μέσω μιας γεννήτριας ενώ οι μόνες αξιόλογες θέσεις που κρατούσαν δυνατό τον παλμό, έχοντας αντέξει στον χρόνο, ήταν οι κερκίδες στο πέταλο πάνω από το τούνελ της θύρας πέντε.
Έφερα τα πόδια σε διάσταση και έσπρωξα τον μπροστινό μου να πάει παρακάτω. Είμασταν στρυμωγμένοι σαν σαρδέλες. Ο τύπος κοίταξε πίσω, το βλέμμα μας συναντήθηκε τη στιγμή που έβγαζα το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσέπη μου.
Έσμιξα τα φρύδια διαολεμένος.
«Τι;» τον προκάλεσα.
«Τίποτα» τραύλισε.
Χέστηκε επάνω του.
«Ωραία, τότε μαζέψου γιατί δεν βολεύομαι».
Πήρε το μήνυμα και την έκανε αφήνοντας το κάθισμα ελεύθερο για να ακουμπήσω τα πόδια μου.
Άναψα τσιγάρο, φύσηξα ψηλά τον καπνό και καρφώθηκα στην ευθεία. Η υπόθεση έτρεχε εδώ κι ένα μήνα, θεωρητικά είμασταν ακόμα στην αρχή.
Η Οικογένεια ήταν δομημένη με αρχηγό τον Ντέιμον Κολτ. Βασικοί Πυλώνες εγώ, η Λόρα Έιμς και ο Ραμόν Σιέγκα -με τον εγκληματία Λέιτον Κρος να προσθέτει μια ξεχωριστή νότα στο σύνολο. Επόμενη βαθμίδα τα μέλη. Άτομα που ενίσχυαν τον πυρήνα και περιφέρονταν σαν κεραίες γύρω μας σεβόμενοι την ιεραρχία. Πρώτη φορά είχα δευτερεύοντα ρόλο σε Οικογένεια, περιορισμένες ευθύνες και τα ρέστα. Εκτελούσα τις εντολές, δεν έπαιρνα αποφάσεις, δεν ευθυνόμουν για το αποτέλεσμα. Πέρα από τη Λόρα και τον Ραμόν κανείς άλλος μεσ' την ομάδα δεν ήξερε για το παρελθόν μου κι έτσι έπρεπε να παραμείνει.
Ο Βίκτορ Μόρντορ ήταν ο διοργανωτής των αγώνων. Στόχος μας να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του και μέσω αυτού να ανακατευτούμε με τις σπείρες. Συμμορίες από Μεξικανούς, Ρώσους και Ιταλούς είχαν χωρίσει την περιοχή και δρούσαν εγκληματικά. Κάθε συμμορία είχε κι από ένα χαρακτηριστικό σύμβολο και με βάση αυτό ξέραμε πού ανήκει ο καθένας τους. Τα μέλη τους παρευρίσκονταν στους αγώνες που λάμβαναν μέρος οι αρχηγοί τους για την προβολή κύρους. Όσο εύκολα συμμαχούσαν οι παράνομοι απέναντι στον νόμο, τόσο εύκολα αλληλοσκοτώνονταν αν κάποιος έκανε το λάθος να καταπατήσει την έδρα τους.
Σε γενικές γραμμές η κατάσταση είχε ξεφύγει, το πρόβλημα είχε επεκταθεί και στις γύρω περιοχές με την τοπική αστυνομία χωρισμένη στα δύο. Ένα μέρος της συνεργαζόταν μαζί τους, ένα άλλο εντελώς ανίκανο να τους διαλύσει.
Εκεί μπλεκόμασταν εμείς.
Η Οικογένεια έπρεπε να φρενάρει τα αλισβερίσια τους. Να στείλει όσους περισσότερους γινόταν στη φυλακή, να τους αποδυναμώσει. Για να συμβεί αυτό κάναμε βουτιά στα σκατά, χτίζαμε το όνομά μας ως νέα συμμορία.
Εκείνη τη στιγμή ήμουν μπλεγμένος ανάμεσα σε εκατό περίπου άτομα που ευχαρίστως θα πλάκωνα στο ξύλο. Ο κόσμος διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση του αγώνα, εγώ, ήξερα ήδη το αποτέλεσμα και βαριόμουν θανάσιμα. Περίμενα να αρχίσει το πανηγύρι, να περάσει η ώρα και να την κάνω από εκεί πέρα. Ώσπου η Σήλια πήρε θέση στο σημείο εκκίνησης και οι μαλάκες μπροστινοί μου εξτασιάστηκαν. Σηκώθηκαν όρθιοι, με ανάγκασαν να κάνω το ίδιο. Η σημαία κυμάτισε πάνω από το κεφάλι της κοπέλας, ο θόρυβος των μηχανών τυλίχτηκε με τη βοή του κόσμου κι ένα σύννεφο σκόνης κάλυψε τα αυτοκίνητα.
Συμμετείχα ανάλογα στην έναρξη ώσπου στη λήξη ο Ντέιμον έχασε από τον Βίκτορ. Έσπρωξα τους διπλανούς μου και κατέβηκα κάμποσα διαζώματα. Όσα είχα ποντάρει πήγαιναν υπέρ των Ρώσων δεν υπήρχε λόγος να περιμένω. Έφτασα πρώτος στο σημείο συνάντησης και περίμενα τον Ντέιμον.
«Ξέρεις πόσα έχασα;» τον ειρωνεύτηκα όταν ήρθε κοντά μου.
«Ζήτα τα λεφτά σου από τον Μαξ» με ειρωνεύτηκε με τη σειρά του.
«Με τον κουμανταδόρο μιλάς εσύ, όχι εγώ».
Κολλήσαμε τα χέρια και χωθήκαμε στο ετοιμόρροπο τούνελ.
Από πάνω του, οι κερκίδες με το πλήθος. Ο παλμός του έστελνε κομμάτια τσιμέντου στο έδαφος, ήθελε προσοχή, ενώ η υγρασία σε συνδυασμό με τη μούχλα έκανε αποπνικτική την ατμόσφαιρα.
Διανύσαμε μια απόσταση είκοσι μέτρων φτάσαμε στην απέναντι πλευρά και μυρίσαμε οξυγόνο.
«Πού είναι ο φίλος μας;» αναρωτήθηκε ο Ντέιμον.
«Βάλε πληθυντικό» τον διόρθωσα.
«Είναι μαζί του και ο Φίλις;»
«Ναι, περιμένουν πακέτο την αναφορά τους».
«Σκατά».
Προσπεράσαμε το σημείο που πάρκαραν οι θεατές, φτάσαμε στα όρια του περιφραγμένου οικοπέδου και γονατίσαμε χαμηλά να βρούμε την τρύπα στο συρματόπλεγμα. Συρθήκαμε στο χώμα, περάσαμε απέναντι και χωθήκαμε σε μια έκταση με δεκάδες καλαμιές. Διασχίσαμε σχεδόν στα τυφλά το γνωστό μονοπάτι και στο τέλος του βρεθήκαμε εκεί που είχα παρκάρει το αυτοκίνητό μου.
Ο Ντέιμον έριξε μια περιμετρική ματιά. Σιγουρεύτηκε πως δεν είχαμε ουρά και καρφώθηκε επάνω μου.
«Τι γίνεται στο μαγαζί;»
«Μίλησα με τη Λόρα, όλα υπό έλεγχο».
Έγνεψε ικανοποιημένος, έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα. «Ο Λέιτον;»
Ο Λέιτον ήξερε απ' έξω κι ανακατωτά τον υπόκοσμο. Μας έκανε ξεκαθάρισμα με άτομα που δεν πήγαινε καν το μυαλό μας πως ανήκαν κάπου. Ήταν εργαλείο δουλειάς, δεν άνηκε στη Βι.Εμ.Έι. Με το τέλος της υπόθεσης θα επέστρεφε στη φυλακή, εκεί ήταν η θέση του. Είχαμε συνεργαστεί και στο παρελθόν με παρόμοιους τύπους, συνήθως στην πορεία η φάση στράβωνε και είχαμε προβλήματα ·στην προκειμένη ήταν νωρίς για κάτι τέτοιο.
«Είναι άψογος, μην σε αγχώνει».
Μου έκανε νόημα για αναπτήρα, του τον πάσαρα. «Λοιπόν, μιλάω μαζί τους και πάω καρφί στην Κορύφωση. Εσύ ξέρεις τι πρέπει να-»
«Έχει γίνει» τον έκοψα.
Ανασήκωσε ξαφνιασμένος το φρύδι του και κατάλαβα το λάθος μου. Αν δεν ήθελα να μάθουν την ταυτότητά μου έπρεπε να μένω ένα βήμα πίσω, όχι να κινούμαι στο ίδιο μήκος κύματος με τη σκέψη του αρχηγού. Επομένως, όταν εκτελούσα εντολές πριν καν δοθούν καλύτερα να το βούλωνα.
«Πήρα κατευθύνσεις από τη Λόρα» το μπάλωσα.
Έμεινε καρφωμένος επάνω μου, χρειάστηκαν κάμποσα δευτερόλεπτα για να πειστεί.
«Άφησες ενδείξεις πως το έκαναν οι Ιταλοί;»
«Μόνο κάρτα με το όνομά τους δεν άφησα» είπα χαλαρός. Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου και τού έδειξα το πακέτο κοκαΐνης. «Δεν φαίνεται συσκευασμενό από το Καρτέλ, μάλλον το προμηθεύονται από αλλού» είπα τη σκέψη μου. «Είναι για δοκιμή;»
Η προσοχή του Ντέιμον μετατοπίστηκε στο δείγμα και ο χρόνος σταμάτησε, με εκείνον προσηλωμένο στην αδυναμία του κι εμένα ακίνητο με το δείγμα στο χέρι. Είχα βρεθεί στη θέση του, ήξερα τη διαδικασία πόσο μάλλον το μαρτύριο να παραμείνεις καθαρός σε ένα τέτοιο περιβάλλον.
«Είναι για δοκιμή;» επανέλαβα.
Συνήλθε και μου έγνεψε.
«Πήγαινέ το στο γραφείο. Έχω τεστ σε Κωδικό σήμερα».
Ορίστε;
Ο Κωδικός φόρτωνε τους Πυλώνες, όχι τον αρχηγό.
«Επίσης, γαμάω Λουάν. Εκτός αν βιάζεσαι;» συνέχισε.
«Δική σου. Την παίρνω δεύτερος» είπα και κάθισα στη θέση του οδηγού.
Δεν είχα ιδέα τι στον διάολο γινόταν με τη Λουάν. Είχα φροντίσει να την έχω κοντά στην Οικογένεια -προστατευμένη- ενώ εκείνη συνέχιζε να μου την πέφτει και να με υπνωτίζει. Δεν είχα βγάλει άκρη από ποιον έπαιρνε εντολές όμως ήξερα με βεβαιότητα πως πηδιόταν στα αλήθεια με τον αρχηγό. Εν μέρει ζήλευα, εν μέρει δεν με ενδιέφερε. Ήμουν ευτυχισμένος που κάποια βράδια ήταν δίπλα μου και μπλόκαρε τους εφιάλτες. Όσο για τον Ντέιμον μοιάζαμε στον τρόπο σκέψης για τις γυναίκες μόνο που εγώ είχα διαιτολόγια. Βάσει του ψυχολόγου η συνήθεια να γαμάω δεξιά κι αριστερά ήταν λόγω του ορφανοτροφείου – υποσυνείδητα έψαχνα τη μία. Εκείνη που θα κατάφερνε να μου γεμίσει το μυαλό με την πάρτη της, να με σώσει από τη μιζέρια μου. Είχα ανάγκη από αποδοχή και αγάπη κι έτσι έπειτα από δεκάδες συνεδρίες αποδέχτηκα το πόρισμα και συνέχισα να το βιολί μου χωρίς τύψεις. Στην τελική, με βόλευε να πιστεύω πως ευθύνονταν άλλοι για τις πράξεις μου όχι εγώ.
Πριν κλείσω την πόρτα, πέταξε ένα χαρτί στα πόδια μου. «Τη φέρνεις στην Κορύφωση. Τη φυλάς σαν ατομική βόμβα».
Διάβασα ένα όνομα κι ένα τηλέφωνο και ξενέρωσα μόλις είδα τη διεύθυνση.
«Σκατά ρε φίλε... μένει στην άλλη άκρη της πόλης».
«Θα τσινήσει· συνήθισέ το».
Χτύπησε την οροφή και μου έκανε νόημα να φύγω.
Οι υποχρεώσεις δεν είχαν τελειωμό, γύρισα το κλειδί στη μίζα και τον άφησα πίσω μου στο σκοτάδι. Ό,τι αγγαρεία κι αν εκτελούσα ήμουν σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με εκείνον. Στην αποθήκη τον περίμεναν ο Μαξ και ο Φίλις έτοιμοι να του πρήξουν τα αρχίδια. Οι συναντήσεις ήταν ζόρικη διαδικασία, ο ιδρυτής ήθελε πλήρη ενημέρωση και ο Φίλις υπομονή, αλλιώς μια σφαίρα στο στόμα για να σταματήσει τις ηλίθιες παρεμβάσεις.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top