4
ΛΙΟΝ
Τι επόμενες δύο βδομάδες ο Μαξ έστελνε υποψήφιους, εγώ έκανα ξεκαθάρισμα. Κάποιοι ήταν καλοί, άλλοι κατέληγαν σαν τον Ντουμάν. Δεν είχα έλεος για κανέναν και στην τελική, αν δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα μαζί μου, πώς στον διάολο θα ανταποκρίνονταν σε πραγματικές συνθήκες;
Επιπλέον μπέρδεμα η κατάσταση με τη Λουάν. Έπινα λιγότερο μου σηκωνόταν περισσότερο και κάθε πρωί περίμενα να φύγει και να δω κάτι διαφορετικό στην καταγραφή του βίντεο. Αντί γι' αυτό παρακολουθούσα το γνωστό σενάριο. Επιστρέφαμε από τη λέσχη στο διαμέρισμα, φασωνόμασταν, μου έβαζε ένα ποτήρι ουίσκι και έπεφτα ξερός για ύπνο.
Εκείνη τη στιγμή την είχα πάλι καβάλα στα πόδια μου. Τριβόταν επάνω μου ώσπου έκανε το πουλί μου σημαία και της έβγαλα την μπλούζα.
«Να σου βάλω ένα ούισκι;»
Ήμουν εντελώς μέσα στη φάση όταν σηκώθηκε πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε με ό,τι δεν της είχα ζητήσει
«Πιές το και γάμησέ με».
Δεν ήθελα να πιώ ήθελα να συνεχίσω.
Άφησα το ποτήρι δίπλα μου και την πίεσα απαλά επάνω μου να με νιώσει. «Θέλω να μπω μέσα σου, θα με αφήσεις;»
Η ανάσα της κόπηκε και για δευτερόλεπτα είδα στα μάτια της την αλήθεια. Είχε συμβιβαστεί με όλο αυτό που γινόταν και θα το αποδεχόταν μέχρι το τέλος αλλά δεν το ήθελε. Πληρωνόταν να το κάνει; Τι στον διάολο συνέβαινε; Ήταν πιόνι του Μαξ, της υπηρεσίας; Δεν είχα ιδέα ποιος την είχε στριμώξει και με τι στα κομμάτια την απειλούσε.
«Μπορώ να σε φροντίσω, Λουάν...θα-»
«Δεν χρειάζομαι κάτι παραπάνω» με έκοψε. Μου ξεκούμπωσε το παντελόνι και με έπιασε.
Άγγιξα την τομή της. «Τι παίζει με αυτό;»
«Ό,τι έγινε, ανήκει στο παρελθόν και δεν μπορεί να αλλάξει».
Τρίφτηκε επάνω μου με μόνο χώρισμα ανάμεσά μας το λεπτό ύφασμα από το εσώρουχό της. «Πιες, όμορφε. Αν θέλεις να κάνεις κάτι για εμένα, πιές μέχρι να συνέλθεις και να βρεις τη θέση σου».
Κοίταξα το ποτήρι και μετά εκείνη.
Δεν ήθελε να τη γαμήσω. Ήθελε να κοιμηθώ.
«Πιες» επέμεινε.
«Φίλησέ με ...» της ζήτησα. Έπιασα το πρόσωπό της και την έφερα κοντά μου. «Κάνε με να νιώσω αγάπη».
Έσκυψε, με άγγιξε απαλά και χώρισε το στόμα της στα δύο. Το χείλος μου βρέθηκε εγκλωβισμένο στη σάρκα της, να βιώνει στο απόλυτο τη ζεστασιά της. Συνάντησε τη γλώσσα μου, γέμισε οξυγόνο τα πνευμόνια μου και με έστειλε στον παράδεισο.
«Μην σταματήσεις» την παρακάλεσα.
Έκανα την κίνηση να με οδηγήσω μέσα της και το ουίσκι βρέθηκε ανάμεσά μας.
«Πιες Λιόν».
Δεν την πίεσα, το ήπια.
∞
Την επόμενη μέρα ξύπνησα από το κουδούνι. Άνοιξα την πόρτα, είδα την κοκκινομάλλα και συνήλθα απότομα.
«Δεν πρόκειται να τα βάλω μαζί σου» ξεκαθάρισα στη Λόρα.
Είχε τρελαθεί τελείως ο γέρος; Μου έστελνε τη Λόρα; Τι στα κομμάτια είχε στο μυαλό του και πού στα κομμάτια ήταν η Λουάν;
Έκανα μεταβολή για την κουζίνα και έχωσα το κεφάλι μου κάτω από το νερό του νεροχύτη.
«Χαριτωμένο το σπιτάκι σου» μουρμούρησε η Λόρα πίσω μου.
Τσιτωμένος, σκουπίστηκα με μια πετσέτα και την έδειξα.
«Μην ανακατευτείς σε αυτό. Είναι δικό μου θέμα και του Μαξ. Κακώς σε έστειλε και κακώς δέχτηκες να έρθεις».
«Απ΄όσο ξέρω έχει ένα υπνοδωμάτιο, οπότε θα αναγκαστούμε να βρούμε μεγαλύτερο διαμέρισμα... Ίσως στο κέντρο της πόλης».
Με την καμία. «Δεν θα βρούμε τίποτα».
«Κοντά στο μαγαζί και στο πανεπιστήμιο» πρόσθεσε και ήταν ο λόγος που έβαλα ξανά το κεφάλι μου κάτω από το νερό.
Έπαιζε όλα του τα χαρτιά ο γέρος. Ένα χρόνο τώρα του ζητούσα αποδέσμευση και με έγραφε στα αρχίδια του. Άφησα τη Λόρα να συνεχίσει το ποίημα της στηρίχτηκα στον πάγκο και ξανασκουπίστηκα.
«Το μόνο που λείπει είναι η υπογραφή σου Λιόν» είπε στο τέλος και πήρα βαθιά ανάσα πριν στρέψω το βλέμμα μου επάνω της.
Δεν ήθελα να τσακωθώ μαζί της, δεν ήθελα να τη δίωξω. Μετά από τόσους μήνες χαιρόμουν που την έβλεπα.
«Μαλάκα Μαξ», έβρισα και εντέλει την έδειξα. «Δώσ' μου το κινητό σου».
«Ξέρεις ποια θα είναι η απάντησή του, Λιόν».
«Κι αυτός έχει πάρει ήδη τη δική μου»
Τέντωσα το χέρι μου προς το μέρος της κι όταν μου έδωσε τη συσκευή τον βρήκα στις πρόσφατες κλήσεις της.
«Έχει κολλήσει το μυαλό σου, γέρο;» γρύλισα μόλις απάντησε. «Γιατί μου την έστειλες και γενικά γιατί στον διάολο τις στέλνεις;» αναρωτήθηκα βάζοντας και τη Λουάν στην κουβέντα. «Δεν θέλω γκόμενα, θέλω αποδέσμευση, ξέχασέ με».
«Θέλεις εκδίκηση και θα την έχεις».
«Εκδήκιση για τι;» αναρωτήθηκα αλλά μου έκλεισε το τηλέφωνο.
Της έδωσα πίσω τη συσκευή κι άρχισα να κόβω βόλτες.
«Τι είπε;» ρώτησε η Λόρα.
«Σου στέλνει την αγάπη του».
«Δεν έχεις χάσει το χιούμορ σου» είπε μισογελώντας.
«Μόνο την ομάδα μου» της υπενθύμισα και τότε σοβάρεψε. «Πες μου τι στον διάολο συμβαίνει».
Η Λόρα άνηκε στην ομάδα μου. Ήταν δίπλα μου όταν είχε ανατιναχτεί η αποθήκη.
«Σε δέκα μέρες είναι τα εγκαίνια της Κορύφωσης. Το κλαμπ θα είναι το καμουφλάζ μας. Η Οικογένεια έχει εγκατασταθεί στην πόλη εδώ και κάποιους μήνες, θα επεκταθεί στη Σχολή Οικονομικών -με τις παρακολουθήσεις ασχολείται ο Σιέγκα. Ό,τι έχεις κάνει τον τελευταίο χρόνο, ό,τι έχει συμβεί το έχουν επιτρέψει οι ιδρυτές λόγο αυτής της υπόθεσης».
«Πριν καν υπογράψω;»
Το επιβεβαίωσε γνέφοντας, συνέχισε. «Η υπηρεσία σε θεωρεί ενεργό. Μέσω της αποστολής θα πάρουμε εκδικηση για ό,τι έγινε. Εσύ δεν έχεις επιλογή κι εγώ σε χρειάζομαι».
Δεν είχε έρθει να με πεισει να συμετάσχω. Είχε έρθει να σημάνει την έναρξη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top