33
ΛΙΟΝ
Ο μαλάκας με είχε σακατέψει. Όσο περνούσαν οι ώρες τόσο περισσότερο πονούσα.
Φεύγοντας από το Μποξ Ουάν δεν είχα καταλάβει το μέγεθος της ζημιάς του Ρώσου και φτάνοντας στο διαμέρισμα, με το ζόρι μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Χρειαζόμουν παυσίπονο, αλλά πρώτον, δεν είχα ιδέα αν υπήρχε κάτι μέσα σε εκείνο το ρημάδι ή πού στα κομμάτια ήταν, και δεύτερον δεν είχα όρεξη να ξυπνήσω και να ρωτήσω την Ολίβια.
Βολεύτηκα με μπίρες, ξύπνησα με ένα σκατένιο κοκτέιλ στο σώμα μου. Μελανιασμένα πλευρά, πονοκέφαλος, με κερασάκι στην τούρτα: το κερασάκι και το υφάκι της.
Τρίτη φορά της ζητούσα συγγνώμη, τρίτη φορά έπαιρνα τα αρχίδια μου.
«Θα σε πάω εγώ στη σχολή» είπα μόλις εμφανίστηκε ξανά στο σαλόνι.
Ξαφνιάστηκε με αυτό που είπα μα περισσότερο με τη θέα. Δεν είχα προλάβει να φορέσω την μπλούζα μου οπότε είδε τα πλευρά μου και σάστισε. Η έκφρασή της μαλάκωσε, μισάνοιξε το στόμα, φάνηκε σαν να ήθελε να μάθει τι είχε συμβεί, αλλά δεν το έκανε. Αντί να δείξει ενδιαφέρον, κούνησε αρνητικά το κεφάλι και κινήθηκε προς την πόρτα.
«Έχω αυτοκίνητο, δεν σε χρειάζομαι».
Πήρα τα πράγματά μου και την ακολούθησα. Δεν πρόλαβα να μπω στο ασανσέρ, μου έκλεισε την πόρτα στα μούτρα οπότε κατέβηκα γρήγορα από τις σκάλες -νιώθοντας σε κάθε μου βήμα να τραντάζεται το σώμα μου. Φόρεσα την μπλούζα ενώ έβγαινα από το κλιμακοστάσιο και την είδα να μπαίνει στο αυτοκίνητό της. Για να μην προκαλέσω υποψίες κινήθηκα προς το δικό μου. Σταμάτησα στα μέσα της διαδρομής όταν άκουσα να ανοίγει ξανά η πόρτα της. Άναψα τσιγάρο, πλησίασα. Άνοιξε το καπό, έσκυψε στη μηχανή και δαγκώθηκα. Αν ήξερε από μηχανοκίνητα την είχα πατήσει. Με τον πόνο που είχα θα ήταν αδύνατο να κάνω κόντρες μαζί της μέσα στην πόλη. Ένα δικό της πρόβλημα έλυνε το δικό μου. Έτριψα προβληματισμένος τον σβέρκο μου ώσπου κατάλαβα πως δεν είχε ιδέα τι στα κομμάτια κοιτούσε και χαλάρωσα.
Έριξα μια κοφτή ματιά στο καλώδιο της μπαταρίας που είχα ξεσυνδέσει χτες το βράδυ.
«Όλα καλά, κερασάκι;»
«Γαμώτο». Το παράτησε όπως ήταν, πήρε την τσάντα της και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητό μου. «Τέλειωνε, έχω αργήσει» μου φώναξε.
Έκλεισα το καπό, πέταξα το τσιγάρο στον πρώτο κάδο που βρήκα μπροστά μου και την ακολούθησα. Όταν κάθισα δίπλα της τη βρήκα εντυπωσιασμένη.
«Τι συμβαίνει;»
«Κλασικός άντρας...» με ειρωνεύτηκε. «Το δωμάτιό του -που στην προκειμένη είναι το σαλόνι μου- ένα μπάχαλο, αλλά το αυτοκίνητό του στην πένα».
«Τελικά έχω και κάτι κοινό με τους φλώρους που κάνεις παρέα» είπα και δαγκώθηκε για να μην μιλήσει.
Έβαλα ταχύτητα και μπήκα στη ροή κυκλοφορίας.
Οδηγώντας σαν φλώρος στον κεντρικό δρόμο, ένιωσα για πρώτη φορά ήρεμος με τη διαδρομή.
«Δεν γουστάρεις τη Βι.Εμ.Έι. ή εμένα;» ρώτησα στο πρώτο φανάρι.
«Έχεις όρεξη για ψιλοκουβέντα, Λιόν;»
Πάτησε το κουμπί στο ραδιόφωνο κι άρχισε να ψάχνει σταθμό. Κρίνοντας από τα κουλτουριάρικα γούστα της περίμενα να ακούσω όπερα, αλλά το άφησε σε ένα τραγούδι των AC/DC. Αυτή η γυναίκα έτεινε να με μπερδεύει όλο και περισσότερο.
«Λοιπόν;» επέμεινα για απάντηση. Δεν ήθελα ψιλοκουβέντα αλλά να μάθω ποιον λόγο με σιχαινόταν. Αν έφταιγε η σχολή είχαμε κάτι κοινό. Αν το θέμα της ήταν εξολοκλήρου η πάρτη μου δεν θα χαλάρωνε ποτέ, οπότε είχα σοβαρό πρόβλημα. «Λοιπόν, δεν μου απάντησες».
«Η Βι.Εμ.Έι. σας μετατρέπει σε δολοφόνους» είπε σοβαρή.
Είχε μια βάση.
«Ανέκαθεν μας θεωρούσες έτσι;»
Σταύρωσε τα πόδια της και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Τα σύννεφα είχαν πυκνώσει, το μαύρο τους χρώμα εξαπλωνόταν στον ουρανό και σαν μανδύας κάλυπτε τα πάντα επάνω μας.
Η Τζουλιέτ αναστέναξε κι εγώ εστίασα στον πρώτο κεραυνό. Αγαπούσα τη βροχή. Δεν ξέρω γιατί όσο πιο μουντή ήταν η μέρα μου τόσο πιο ευτυχισμένος γινόμουν -ακόμα και γι' αυτό είχε δώσει εξήγηση ο ψυχολόγος: «Θεωρείς πως ό,τι κακό συμβαίνει στη ζωή σου ευθύνεται εκείνη. Επιλέγεις το μαύρο από το λευκό, γιατί μπορείς να διαχειριστείς καλύτερα το μίσος από την αγάπη. Αυτό έχεις μάθει να κάνεις και γι' αυτό ευθύνεσαι αποκλειστικά εσύ».
Έδιωξα τη σκέψη όταν άκουσα τη φωνή της.
«Κάποτε ήμουν αφελής και επιφανειακή. Πίστευα πως ήσασταν σε δύσκολη θέση, επειδή αναγκαζόσασταν να θυσιάζετε και να διακινδυνεύετε πολλά λόγω της δουλειάς σας».
Το φανάρι έγινε πράσινο. Αντί να πατήσω γκάζι στράφηκα προς το μέρος της τη στιγμή που έκανε το ίδιο.
«Τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη;»
«Η πραγματικότητα, καουμπόι».
Δεν ήταν ειρωνική. Πρώτη φορά το υποκοριστικό είχε ειπωθεί χωρίς έπαρση ή στόχο να με μειώσει. Ένιωσα να τη νοιάζομαι, μπερδεύτηκα και παρασύρθηκα. Την άγγιξα απαλά στο χέρι, όμως πριν πω λέξη, τινάχτηκε και μου έδειξε τον δρόμο.
«Δεν θέλω να αργήσω».
Έβαλα ταχύτητα και ξεκίνησα ενώ εκείνη κινούταν νευρικά δίπλα μου. Σταύρωσε από τα αριστερά τα πόδια της, ανάσανε κοφτά και με ένταση, το μέσα της πνιγόταν. Ό,τι κι αν είχε στο μυαλό της την παίδευε.
«Τύποι σαν κι εσένα ζουν στην παρανομία, τα ναρκωτικά, τις συμμορίες και το μόνο που ξέρουν είναι να ανταλλάζουν μπουνιές» είπε με αποστροφή. «Ζουν το ψεύτικο που εκπροσωπούν, χάνουν το αληθινό και περνώντας τα χρόνια μετατρέπονται μόνιμα σε ό,τι προσποιούνταν. Πάρε παράδειγμα εσένα...» έκανε μια παύση, το στομάχι μου έγινε κόμπος. «Εθελοτυφλείς, Λιόν» πρόσθεσε προφέροντας αηδιασμένη το όνομά μου. «Ο Ντέιμον σου ανέθεσε να με προστατεύεις κι εσύ ενεργείς σαν να έλαβες εντολή από έναν πραγματικό μαφιόζο. Συμπεριφέρεσαι σαν να είμαι κτήμα σου γιατί υπερισχύει ο αλήτης έναντι του μυστικού που ήσουν κάποτε. Μου μιλάς πρόστυχα, δεν με σέβεσαι, με φίλησες...»
«Ανταπέδωσες» την έκοψα.
«Δεν έχεις συναισθηματική λογική, Λιόν» συνέχισε στο ίδιο ύφος. «Αν είχες, θα καταλάβαινες τι είναι σημαντικό για εμένα και τι όχι».
Ήξερα τι ήταν σημαντικό για εκείνη.
«Η καριέρα σου».
«Ναι» συμφώνησε οριακά έξαλλη που την είχα διακόψει για δεύτερη φορά. «Στο είπα από την πρώτη στιγμή που σε είδα κι αντί να το σεβαστείς με έφτασες στο σημείο να ψάχνω τρόπο να σε κρατήσω μακριά» κούνησε αόριστα τα χέρια. «Δεν σέβεστε τους Κωδικούς σας, Λιόν. Είμαι εγκλωβισμένη μέσα στην υπόθεση ψάχνω απεγνωσμένα ελευθερία και είσαι τόσο βουτηγμένος στον ρόλο σου που τρως ό,τι σου σερβίρουν χωρίς δεύτερη σκέψη».
Έσφιξα το τιμόνι προσπαθώντας να καταπιώ τα λόγια μου. Όπως πάντα η ιστοριούλα της ήταν μονόπλευρη. Την είχα φιλήσει, είχε ανταποδώσει κι επειδή της άρεσε είχα μπερδευτεί τόσο που είχα τρέξει στον ψυχολόγο για να βγάλω άκρη. Αν με σιχαινόταν δεν θα βάθαινε το φιλί. Δεν θα ροφούσε το είναι μου, δεν θα έψαχνε απεγνωσμένη τη γλώσσα μου. Είχε τυλιχτεί επάνω μου, μου έκλεβε την ανάσα κι ενώ δεν ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβαινε ήταν η πρώτη φορά που μου άρεσε. Όσο για το σεξ, εκείνη το είχε προτείνει, ναι μεν για να κερδίσει την ελευθερία της αλλά το είχα κόψει πριν μάθω τον λόγο.
«Αν ήθελα κι άλλη ξεπέτα, θα σε είχα γαμήσει» της θύμισα.
«Είμαι ευγνώμων που δεν το έκανες, Λιόν. Σ'ευχαριστώ».
Δεν κατάλαβα αν με ειρωνευόταν ή αν το εννοούσε και δεν μίλησα γιατί δεν είχε νόημα να μιλήσω. Πάλι είχε πιαστεί από το κομμάτι που την βόλευε, το είχε εκλογικεύσει και δεν την ενδιέφερε η ουσία. Σε σχέση με τη Βι.Εμ.Έι. η σκέψη της είχε βάση, όμως η θεωρία έμπαζε από παντού κι εκεί ήταν το πρόβλημα –η επιφάνεια. Η ιστορία γραφόταν διαφορετικά για τον καθέναν μας κι αν ο ρόλος ρουφούσε κάθε Αρχάγγελο, εκείνος έδινε μάχη για την Οικογένεια και τη ζωή του για τους Κωδικούς· για άτομα που δεν ήξερε και σε πολλές περιπτώσεις δεν θα άκουγε καν ευχαριστώ. Σκεφτόταν την πάρτη της, όχι τον κόσμο που ζούσε γύρω της, τύπους σαν εμένα και τον αδερφό της που θα ρίσκαραν τα πάντα για την ασφάλειά της. Ήταν εγωίστρια με αυτά που ήθελε κι αν είχε φτάσει στο σημείο να σιχαίνεται τον εαυτό της που μου την είχε πέσει ο πάτος ήταν δικός της όχι δικός μου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε κάνει την παραμικρή προσπάθεια να περιορίσει την ένταση ανάμεσα μας, πόσο μάλλον να αναλογιστεί τη θέση μου. Δεν της είχα εμπιστοσύνη. Της είχα πει πως έψαχνα κάποια να ερωτευτώ και με είχε ειρωνευτεί. Την τρέλα μου, δεν υπήρχα καν ανθρώπινα στη σκέψη της. Είχε δει σε τι κατάσταση βρισκόμουν και όχι μόνο δεν είχε ενδιαφερθεί αλλά με είχε γράψει στα αρχίδια της. Με είχε αφήσει να κατέβω τρέχοντας καμιά πενηνταριά σκαλιά κι αν δεν είχα προνοήσει με τη ζημιά του αυτοκινήτου της εκείνη τη στιγμή ακόμα και με κίνηση θα κάναμε κόντρες στον δρόμο.
Φτάνοντας στη σχολή, τη συνόδευσα διακριτικά μέχρι το γραφείο της και στη συνέχεια συνάντησα τον Λέιτον στην καφετέρια. Με σκατένια διάθεση, τράβηξα μια καρέκλα και κάθισα ανάποδα.
«Δεν έχεις μάθημα;»
Ο λύκος τέντωσε τα πόδια κάτω από το τραπέζι, το δερμάτινο μπουφάν άνοιξε στο στέρνο του και δύο μαύρα περίστροφα έκαναν την εμφάνισή τους κοντά στη ζώνη του παντελονιού.
«Έχουμε πόλεμο;» συνέχισα να αστειεύομαι.
«Έχεις όρεξη;» γρύλισε μέσα από τα δόντια.
Έχωσα ένα τσιγάρο στο στόμα μου.
«Θα πάρεις απουσίες».
«Προς το παρόν φορτώθηκα μια γαμημένη εργασία από τη δικιά σου».
«Το κερασάκι;» ρώτησα.
«Κερασάκι;» απόρησε.
Ανασήκωσα κοφτά τους ώμους. «Έτσι τη λέω όταν έχω κέφια».
«Μάλιστα... Κι έχεις συχνά κέφια;»
«Εξαρτάται» μουρμούρησα. Άναψα τσιγάρο και βγάζοντας τον καπνό έριξα μια γρήγορη ματιά τριγύρω. Η καφετέρια ήταν πήχτρα, οι καθηγητές στο γνωστό τραπέζι, εκτός από την Τζουλιέτ και τον πανεπιστήμονα. Εκείνη ήξερα που ήταν, για εκείνον είχα μαύρα μεσάνυχτα.
«Που είναι ο Έλιοτ;»
Ο Λέιτον κοίταξε προς τη μεριά των καθηγητών το βλέμμα του διασταυρώθηκε με του Άντερσεν. Επιστρέφοντας σε εμένα ήταν φουλ ξενερωμένος. Η συμφωνία που είχε κάνει με τους ιδρυτές της Βι.Εμ.Έι. ήταν για να διασφαλίσει τη ζωή του αδερφού του. Ήταν ξεκάθαρο πως προτιμούσε το κελί παρά την όποια συναναστροφή μαζί τους.
Δεν τον αδικούσα. Είχα διαβάσει τον φάκελό του και ήξερα. Στις φυλακές, κανένας κρατούμενος δεν ήθελε να μπλέξει μαζί του -δεν είχε κόντρα με τους φύλακες. Δεν ήταν ελεύθερος αλλά είχε μάθει να ζει ελεύθερα ακόμα και μέσα σε εκείνα τα στενά περιθώρια. Εδώ έξω, ήταν διαφορετική η φάση. Τα πάντα ελέγχονταν, κατευθύνονταν και κρίνονταν από τους ιδρυτές.
«Τη γουστάρεις;» ρώτησε.
«Ποια;»
«Την Τζουλιέτ;»
Τι στον πούτσο έλεγε ο μαλάκας.
«Τη γουστάρεις» επανέλαβε καταφατικά. «Έχεις ιδέα που πας να μπλέξεις;»
Μάλιστα, είχε όρεξη να με τσιτώσει πρωινιάτικα.
Αν κάποιος είχε φάει κόλλημα με γκόμενα ήταν εκείνος όχι εγώ. Είχε καταντήσει αυτοκόλλητο στη Ροζαλίν κι ενώ έλεγε πως τον έπρηζε έμοιαζε να το απολαμβάνει, δεν το ξέκοβε στο ελάχιστο.
«Αντί να ασχολείσαι μαζί μου, άντε να κυνηγήσεις το ζακετάκι σου».
«Δεν τρέχει κάτι με τη Ροζαλίν».
«Είσαι σίγουρος;» τον προκάλεσα.
«Σοβαρέψου. Ο Ντέιμον δεν αστειεύεται».
«Ούτε εγώ» του πέταξα και έπιασα το κινητό.
Όλοι το έπαιζαν έξυπνοι γύρω μου ήταν πρόθυμοι να με συμβουλέψουν μόνο που στην πραγματικότητα η ζωή τους ήταν το ίδιο μπουρδέλο με τη δική μου. Η Τζουλιέτ ήταν ο Κωδικός μου, τίποτε άλλο και δεν θα είχα κανένα πρόβλημα αν φόρτωναν την προστασία της αλλού και με άφηναν στην ησυχία μου.
Πριν γίνουμε κώλος με τον λύκο τηλεφώνησα στον Ντέιμον να ζητήσω οδηγίες για το πάρτι της Μίλερ. Κλείνοντας ενημέρωσα τον Λέιτον και παράλληλα τον αγγάρεψα να πάμε το αυτοκίνητο της Τζουλιέτ στο συνεργείο του Ραμόν. Από εκείνη τη μέρα και στο εξής θα ήμουν ο οδηγός της. Εφόσον δεν σεβόταν την ελευθερία που της είχα επιτρέψει να έχει θα περιοριζόταν όπως και οι υπόλοιποι Κωδικοί.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top