20
ΤΖΟΥΛΙΕΤ
Οι υπόλοιπες διδακτικές ώρες πέρασαν με ενδιαφέρον, χωρίς Λιόν. Στο διαμέρισμα φόρεσα ένα μαύρο κολάν, μια φαρδιά μπλούζα του Ντέιμον και συνάντησα την Ολίβια στην κουζίνα που τακτοποιούσε τα ψώνια. Καμιά μας δεν μαγείρευε εκεί μέσα, συνήθως τρώγαμε τυποποιημένα φαγητά ή παραγγέλναμε. Κοίταξα τις περιττές προμήθειες και δεν το σχολίασα. Αν είχε σκοπό να ασχοληθεί με τη μαγειρική, καλό για εμένα.
Τη χαιρέτησα, έβαλα μια συσκευασία κοτόπουλο με ρύζι στον φούρνο μικροκυμάτων και όταν ζεστάθηκε, μετακίνησα κάποιες σακούλες στην άκρη της νησίδας για να χωρέσει το πιάτο μου.
«Πώς ήταν η μέρα σου;» ρώτησε.
«Περίεργη» μουρμούρησα ανακατεύοντας το άθλιο σκεύασμα που θα κατέληγε στο στομάχι μου. «Άγνωστο περιβάλλον πολλοί μεταπτυχιακοί φοιτητές και αναμεσά τους κάποιοι ξέμπαρκοι που βρίσκονται για λάθος λόγους στη σχολή».
«Στον Λιόν αναφέρεσαι;»
Κούνησα ειρωνικά το κεφάλι μου. Η συμμορία του Ντέιμον είχε εξαπλωθεί στις αίθουσες και παρίστανε τους φοιτητές καταστρέφοντας οποιαδήποτε πρόοδο θα κάναμε ως καθηγητές. «Κυρίως σε αυτόν».
«Ξέρεις γιατί βρίσκεται εκεί μέσα, Τζουλιέτ. Μην ασχολείσαι μαζί του, κάνε τη δουλειά σου κι άφησέ τον να κάνει τη δική του».
«Αυτός ήταν ο στόχος αλλά δεν βοηθάει». Δοκίμασα την αηδία και παραλίγο να κάνω εμετό. Έπρεπε να είχα παραγγέλλει απ' έξω. Έσπρωξα στην άκρη το πιάτο και την κοίταξα αγανακτισμένη. «Τον είχα απλωμένο στις τελευταίες θέσεις του αμφιθεάτρου, με γυαλιά ηλίου και βαριεστημένο ύφος. Εν μέρει λογικό, δεν είχε ιδέα τι στα κομμάτια έλεγα αλλά αντί να κρατήσει το στόμα του κλειστό είχε πιάσει ψιλοκουβέντα με τις διπλανές του και κατέστρεφε την παράδοση. Δεν ξέρω τι θα γίνει με την περίπτωσή του. Τους αποσυντονίζει, μπλέκεται διαρκώς στα πόδια μου και-».
«Δεν είναι κακό αυτό».
«Να τους αποσυντονίζει;»
«Να μπλέκεται στα πόδια σου».
Τη στραβοκοίταξα και χαμογέλασε.
«Είσαι υπερβολική, Άλις» είπε τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα
«Μην με λες έτσι» της ξέκοψα και στράφηκα στην είσοδο του Λιόν.
Εδώ και δύο μέρες φορούσε το ίδιο παντελόνι. Ευτυχώς, ή μάλλον καταλάθος, είχε αλλάξει μπλούζα, αλλά όχι με μεγάλη επιτυχία μιας και ήταν τσαλακωμένη, σαν να την είχε τραβήξει από τα ασιδέρωτα. Μέσα σε όλα, τα ρούχα του ήταν μούσκεμα.
Έχωσε τα κλειδιά στην τσέπη, στηρίχτηκε στην απέναντι άκρη της νησίδας.
«Για εσένα λέγαμε» μουρμούρισε η Ολίβια. Σταμάτησε να ασχολείται με τα ψώνια και πήγε να ασχοληθεί μαζί του. Τον φίλησε, τον αγκάλιασε, του νιαούρισε διάφορα. Το θέαμα μου έφερε ξανά αναγούλα. «Σου πήρα μπίρες» πρόσθεσε κι αφού του έδωσε μία από το ψυγείο, πήρε τη σακούλα με ήδη μπάνιου και χάθηκε στον διάδρομο.
Ώρες-ώρες δεν έβγαζα άκρη μαζί της.
«Τι λέγατε;» με ρώτησε εκείνος.
«Είναι τόσο δύσκολο να κάνεις πως δεν υπάρχω;»
Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε ανάποδα. Το βρόμικο και βρεγμένο τζιν κόλλησε σαν λάσπη στα γόνατά του.
«Τι λέγατε;» επανέλαβε.
Πέταξα το κουτάλι στον νεροχύτη και την αηδία που αποκαλούσαν κινέζικο στα σκουπίδια.
«Φύγε» είπα τη στιγμή που εμφανίστηκε ξανά η Ολίβια.
«Σου αγόρασα αυτά που μου ζήτησες: Αφρόλουτρο, σαμπουάν και αποσμητικό» τον ενημέρωσε με νάζι και τρελάθηκα.
«Δεν θα μείνει, Όλιβ».
«Έχεις δουλειά;» τον ρώτησε.
«Εδώ είναι η δουλειά μου» της απάντησε εκείνος κοιτώντας καρφί επάνω μου.
«Τέλεια» νιαούρισε, πήγε πίσω του και άρχισε να του κάνει μασάζ στους ώμους.
Τους άφησα να χαρούν το γελοίο-μεταξύ τους και κλείστηκα στο γραφείο μου. Ήθελα προστάτη όχι αυτοκόλλητο. Ασχολήθηκα με τα θέματα για τις πτυχιακές εργασίες, την ερχόμενη ύλη κι όταν τελείωσα, τηλεφώνησα στον Αλμπέρτο. Είχε κενό στο πρόγραμμά του οπότε ετοιμάστηκα και έφυγα από το σπίτι χωρίς να δω και να δώσω λογαριασμό σε κανέναν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top