2

ΛΙΟΝ

Η Βι.Εμ.Έι. ήταν μια μισθοφορική σχολή που χωριζόταν σε τρεις φάσεις: Επιλογή-Ανάθεση-Αποδέσμευση. Οι ιδρυτές της Βλαντιμίρ Μόρντορ, Μαξ Ζισκάρ και Άντερσεν Φρέιμς είχαν συγκεκριμένα αξιώματα.

Η Επιλογή άνηκε στον Άντερσεν ·μέσω αυτής γινόταν η διαλογή ικανών ατόμων που θα στελέχωναν την Οικογένεια. Η φάση της Ανάθεσης ήταν οι αποστολές. Το κομμάτι αυτό διαχειριζόταν από τον Μαξ. Ο κεντρικός ιδρυτής έκανε την οικονομική συμφωνία με την υπηρεσία του κράτους, λάμβανε την υπόθεση, την ανέθετε στην Οικογένεια. Κάθε Οικογένεια είχε έναν αρχηγό, τέσσερις Αρχαγγέλους-Πυλώνες και κάμποσα μέλη για κάλυψη.

Η Αποδέσμευση έτρεχε από τον Βλαντιμίρ -που είχε πεθάνει λίγους μήνες μετά τον γιό του. Όσο ζούσε, ο ιδρυτής, κρατούσε χαμηλό προφίλ -επισκεπτόταν ελάχιστα τη σχολή. Η Αποδέσμευση απασχολούσε μόνο όσους ήθελαν να φύγουν από τη Βι.Εμ.Έι. ή όσους κρίνονταν ακατάλληλοι για να συνεχίσουν.

Με την ανάθεση μιας αποστολής σε μια Οικογένεια, ο Μαξ, είχε τακτική επαφή με την ομάδα, από τον αρχηγό μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη. Είχε μανία με την τελειότητα και τους καλύτερους. Η Βι.Εμ.Έι. δημιουργούσε θρύλους. Τους εκπαίδευε, τους δοκίμαζε, τους έκοβε συναισθηματικούς δεσμούς και τους πετούσε στην παράνοια. Κάθε αποστολή είχε στόχο και ημερομηνία λήξης. Κρατούσε μήνες, σε ακραίες περιπτώσεις χρόνια. Για την εκπλήρωσή της είχαμε ρόλους ·ο ρόλος γινόταν η ζωή μας σε σημείο που δεν ξεχωρίζαμε το ψέμα από την αλήθεια.

Ο οικονομικός παράγοντας ήταν βασικός πόλος έλξης για να θελήσει κάποιος να ενταχθεί στο σύστημα. Το χρήμα έρεε άφθονο, λύγιζε τους τραπεζικούς λογαριασμούς μας -είχαμε τη δυνατότητα να εκπληρώσουμε κάθε είδους χαιλίκι. Στην πραγματικότητα είχαμε τσιμπήσει το δόλωμα. Με το τέλος κάθε αποστολής είχαμε απώλειες, θρηνούσαμε θύματα, κουβαλούσαμε ψυχολογικά. Οι περισσότεροι δεν είχαμε οικογένεια και με τη ζωή που κάναμε δεν θα δημιουργούσαμε τίποτα έξω από τον κλοιό της Βι.Εμ.Έι. Επομένως, όσα χρήματα κι αν βγάζαμε αν δεν είμασταν θαμμένοι τα ξοδεύαμε μαζί με τον ελεύθερο χρόνο μας σε ψυχολόγους ή κέντρα αποτοξίνωσης.

Ένας φαύλος κύκλος χωρίς νόημα.

Την επόμενη μέρα με επισκέφτηκε ξανά ο Μαξ. Αυτή τη φορά μπήκε κατευθείαν στο θέμα.

Ακούμπησε έναν φάκελο στον πάγκο της κουζίνας, άναψε το πούρο του και μπήκε σε λεπτομέρειες που δεν ζήτησα. Η υπόθεση ονομαζόταν 'Κωδικός-Αρχάγγελος', στηνόταν τους τελευταίους έξι μήνες και θα έτρεχε μέσα στους επόμενους τρείς. Με την έναρξη υπήρχε ημερομηνία λήξης, σχεδόν οχτώ μήνες -στενό περιθώριο σε σχέση με το αποτέλεσμα που είχαν συμφωνήσει Βι.Εμ.Έι και υπηρεσία.

Στην περιοχή δρούσαν Καρτέλ, μικροσυμμορίες και γκάγκστερ. Στόχος ήταν να διασπαστούν ή να διαλυθούν και να μηδενίσουν όσες περισσότερες οργανώσεις γίνονταν.

Ακούγοντάς τον κρατήθηκα για να μην βάλω τα γέλια. Όποια Οικογένεια κι αν έστηναν ήταν αδύνατο να υπάρξει αποτέλεσμα σε ένα τόσο μεγάλο εύρος οργανωμένου εγκλήματος.

«Έχετε γεμίσει τη σχολή με μαλάκες» είπα όταν τελείωσε. Στηρίχτηκα στον πάγκο του νεροχύτη, απέναντί του, με τα χέρια πλεγμένα στο στέρνο. «Εκτός αν έχετε σκοπό να ξεφορτωθείτε τους ανίκανους που μαζέψατε τόσα χρόνια».

«Θα γίνει στελέχωση από τους καλύτερους, μέσα σε αυτούς είσαι κι εσύ».

Όχι μόνο δεν άκουγε τι του έλεγα αλλά δεν έβλεπε πως με είχαν καταντήσει μία από τις πουτάνες της Βι.Εμ.Έι., με συναισθήματα, άρα ανίκανη να ακολουθήσει το σύστημα.

«Ξέχασέ με» είπα. Μπορούσα να ρισκάρω τη ζωή μου για το ευρύτερο καλό αλλά δεν θα άντεχα να ζήσω με το βάρος μια νέας αποτυχίας ανοίγοντας νέους τάφους για την ομάδα μου. «Πάρε τον φάκελο και κάντ'την, Ζισκάρ. Βρες τρόπο να με πατάξεις εκτός κι αν σου λείπω στέλνε σοκολατάκια ή λουλούδια, μην ξαναέρθεις».

«Σου δίνω την ευκαιρία να συνέλθεις» τόνισε.

Δεν φημιζόταν για την υπομονή του, είχε μάθει να ακούει «ναι» σε όλα κι αυτό το γαμημένο «ναι» επέμενε να το πάρει τη στιγμή που είχα τρελό πονοκέφαλο από ένα ακόμα μεθύσι.

«Ξέχασέ με».

«Θα βγάλεις πολλά λεφτά».

«Χέστηκα για τα λεφτά» επέμεινα και το μάτι του γυάλισε.

«Άκουσέ με προσεκτικά, Λιόν. Ο θάνατος του Βλαντιμίρ παγώνει το θέμα Αποδέσμευσης για κάθε μέλος. Μόλις αναλάβει επίσημα ο αντικαταστάτης του θα σε φέρω σε επικοινωνία και κάνε ό,τι θες. Μέχρι τότε λογοδοτώ για όλους σας στην υπηρεσία. Έχω ρήτρες και είμαι δεσμευμένος για το τομάρι σας, κατάλαβες;»

«Στα αρχίδια μου».

«Δεν έχεις επιλογή. Ή φαίνεσαι ενεργός ή σε στέλνουν στον τάφο». Έσπρωξε τον φάκελο προς τη μεριά μου και σηκώθηκε. «Συμμετέχεις ή μετράς αντίστροφα».

Η πόρτα έκλεισε πίσω του, ο φάκελος βρέθηκε στα σκουπίδια και για τις επόμενες μέρες συνέχισα πιστά το πρόγραμμά μου. Κάθε βράδυ έπινα μέχρι λιποθυμίας και κάθε πρωί ξυπνούσα με μια άγνωστη που μου συστηνόταν Λουάν ξανά και ξανά. Επιπλέον ρουτίνα: χωρίς εφιάλτες, πονοκέφαλος, προπόνηση.

Ένας φαύλος κύκλος που όσο κι αν προσπαθούσα δεν με άφηνε να ξεχάσω.

«Πάμε» μου είπε η κοπέλα αλλά δεν είχα τελειώσει ακόμα.

Ήμουν στη χαρτοπαιχτική λέσχη των Μάκαπ. Η συμμορία συνεργάζονταν με τη Βι.Εμ.Έι. σε κάποιες υποθέσεις, οι ιδρυτές κρατούσαν από τα αρχίδια τον αρχηγό τους Νέτο Ρέγιες. Το τελευταίο διάστημα σύχναζα εκεί ως πελάτης γιατί βόλευε. Έπινα μέχρι λιποθυμίας και επέστρεφα περπατώντας σπίτι μου.

Έσπρωξα το ποτήρι μου στον μπάρμαν. «Γέμισέ το» του είπα και παράλληλα την ένιωσα. Το χέρι της ανέβηκε από τον ώμο στον λαιμό μου, ενώ με κάποιο μυστήριο τρόπο το σώμα της χώθηκε ανάμεσα σε εμένα και στο μπαρ.

«Συνεχίζουμε στο σπίτι σου» μουρμούρησε.

Κοίταξα μπερδεμένος την γκόμενα. Ένα κομμάτι μου ήθελε να τη διώξει, δεν είχα θολώσει από το ποτό, θυμόμουν τα πάντα, είχα τύψεις. Ένα άλλο ήθελε να νιώσει κάτι διαφορετικό. Πιο συναισθηματικό και ανθρώπινο. Κάτι που ίσως να είχε τη δύναμη να σβήσει για λίγο το παρελθόν.

«Πάμε...» επανέλαβε μια ανάσα από το πρόσωπό μου. Η λεκάνη της στο άνοιγμα των ποδιών μου, το βλέμμα της επάνω μου. Το άγγιγμά της έδωσε ζεστασιά στο δέρμα μου. «Θα πιείς εκεί και θα με γαμήσεις στον καναπέ όπως πάντα».

Ίσως άξιζε να προσπαθήσω.

«Πως σε λένε γλυκιά μου;»

«Ξέρεις πώς με λένε, Λιόν».

Έσκυψε και με φίλησε. Τα χείλη της απαλά και πλούσια πήραν τον έλεγχο. Η γλώσσα της πέρασε αργά μέσα μου, με γέμισε, πλέχτηκε με τη δική μου. Η ανάσα μου βγήκε κοφτή και επώδυνη, σαν να είχα έλλειψη οξυγόνου κι εκείνη τη στιγμή γέμιζα τα πνευμόνια μου με μπόλικο από δαύτο. Την κράτησα από τη μέση και την πίεσα επάνω μου. Ήθελα κι άλλο, ήθελα να μην φύγει. Ήθελα να γλιστρήσω μέσα της και να πάρω όσο περισσότερη γαλήνη μπορούσα.

Σηκώθηκα από το σκαμπό, η πλάτη της βρήκε αντίσταση στο μπαρ.

«Όχι εδώ» διέκοψε τη ροή οξυγόνου μου.

Σταμάτησε, δεν με φιλούσε. Είχε κλείσει τον διακόπτη, πέθαινα.

«Πάμε...» πρόσθεσε και σαν υπνωτισμένος την ακολούθησα έξω από τη λέσχη.

Δεν είχα ξεχάσει τον θάνατο της ομάδας μου. Δεν είχα πάψει να σκέφτομαι τι τους είχε προκαλέσει η εντολή που είχα εκτελέσει και δεν είχα πιει τόσο ώστε να θολώσω όμως, μέσα σε όλα αυτά ή παράλληλα με αυτά, με αυτή την άγνωστη δίπλα μου για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό ένιωθα λίγη γαλήνη.

Μπήκαμε στο σπίτι μου και άρχισα ξανά να τη φιλάω. Τυλιγμένος επάνω της λες και αν με άφηνε θα χανόμουν, μετακινηθήκαμε από το πάσο της κουζίνας στον καναπέ.

«Να σου βάλω κάτι να πιείς;»

Δεν ήθελα να πιώ ήθελα να βρεθώ μέσα της όσο νηφάλιος γινόταν.

Έγνεψα αρνητικά και την τράβηξα να καβαλήσει τα πόδια μου. Της έβγαλα την μπλούζα, έγλυψα το στήθος της, πίεσα το κέντρο της στον καβάλο μου.

«Σου έχει σηκωθεί;»

«Παίρνει κι άλλο» παραδέχτηκα.

Της ξεκούμπωσα το παντελόνι, την άγγιξα χαμηλά και με έκοψε. Κοίταξα την κοιλιά της, μπλόκαρα στο θέαμα μιας παράλληλης ουλής και κατευθείαν τα μάτια της.

«Ποιος το έκανε αυτό;»

«Δεν είναι τίποτα».

«Είσαι παντρεμένη;»

Έγνεψε αρνητικά. «Να σου βάλω κάτι να πιείς;»

Δεν ήθελα να πιώ. Ήθελα να γίνει γλυκιά και τρυφερή όπως πριν από λίγο. Να με γεμίσει οξυγόνο.

«Θέλεις να φύγεις; Φοβάσαι;»

Το αρνήθηκε ξανά αλλά δεν είχε χαλαρώσει.

Ήθελε χρόνο, θα της τον έδινα.

Τη φίλησα απαλά. «Βάλε μου ένα ποτήρι ουίσκι κι έρχομαι».

Ξεκαβάλησε πρόθυμα τα πόδια μου και πήγα στο μπάνιο. Ξαφνικά είχα περισσότερη ανάγκη να μάθω πράγματα για εκείνη παρά για οτιδήποτε άλλο. Ό,τι κι αν της είχε συμβεί ήμουν ανίκανος να το διορθώσω αλλά ήθελα σαν τρελός να το προσπαθήσω.

Έριξα νερό στο πρόσωπό μου και γυρνώντας με περίμενε στον καναπέ. Κάθισα, με καβάλησε και μου έδωσε το ποτό.

«Πιες το και γάμησέ με, Λιόν».

«Αν δεν θέλεις...»

«Θέλω..» με έκοψε. «Πιες το και γάμησέ με».

Ήπια μονορούφι ενώ εκείνη με τύλιξε στο χέρι της κι άρχισε να με παίζει. Χαλάρωσα στη ράχη του καναπέ, ακούμπησα το κεφάλι μου στα μαξιλάρια. Από την πλευρά μου ήθελα να νιώθει ασφαλής, να μου δώσει την ευκαιρία να τη σεβαστώ και να τη βοηθήσω. Δεν δεν θα τη γαμούσα. Θα της έκανα έρωτα λες και ήταν η μία μου.

«Θύμισέ μου πως σε λένε, γλυκιά μου;»

«Λουάν».

Τα μάτια μου βάρυναν, η Λουάν έγειρε κοντά μου. Ένιωσα τη ζεστασιά της και για πρώτη φορά κατάλαβα πως αποθήκευα το όνομά της στη μνήμη μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top