13
ΛΙΟΝ
Η Ολίβια μιλούσε ψιθυριστά, εκείνη σαν να μην κοιμόταν κανείς στον σαλόνι της.
«Έπρεπε να τον διώξεις» είπε η Τζουλιέτ.
«Εσύ επέμενες να του την πέσω» αμύνθηκε η Ολίβια.
«Με την προϋπόθεση να χαθεί από τα μάτια μου, όχι να εγκατασταθεί στον καναπέ μου».
«Είναι φοβερός στο σεξ και να σου πω την αλήθεια-»
«Δεν με ενδιαφέρει». Ακούστηκε να τρίζει η καρέκλα, φασαρία από πιάτα στον νεροχύτη. «Βρες δικό σου διαμέρισμα και μάζεψέ τον εκεί, Όλιβ. Δεν είναι ίδρυμα εδώ μέσα ούτε μπουρδέλο».
Σηκώθηκα τη στιγμή που η Τζουλιέτ έστριβε στον διάδρομο. Νιώθοντας τη σπονδυλική μου στήλη να τρίζει κινήθηκα προς την κουζίνα, άνοιξα το ψυγείο κι έμεινα για δευτερόλεπτα να κοιτάζω λες και από στιγμή σε στιγμή θα γέμιζε με κάτι χρήσιμο. Τελικά πήρα ένα μπουκάλι νερό και γυρνώντας βρήκα μπροστά μου την Ολίβια.
«Θα πάει να φέρει καφέ η Τζουλιέτ».
Αποκλείεται. «Πας μαζί της ή μόνη σου, διάλεξε και πάρε».
«Η καφετέρια είναι στο ισόγειο της πολυκατοικίας, Λιόν. Μην τρελαίνεσαι». Κόλλησε επάνω μου, με φίλησε και βρέθηκα στρυμωγμένος στα ντουλάπια, με τον πάγκο να πιέζει τη μέση μου. «Πώς κοιμήθηκες;»
«Σκατά».
«Έχω τρόπο να το διορθώσω. Μέχρι να ετοιμαστεί και να μας φέρει θα έχουμε χρόνο για ένα γρήγορο».
Φρίκαρα στο άκουσμα της πρότασης. Δεν ήμουν πρωινός τύπος και λόγω της παραλαβής, έπρεπε να συνέλθω γρήγορα και να δω πώς θα χειριζόμουν το θέμα Κωδικός που είχε προστεθεί πάνω σε ένα βουνό θέματα.
«Πας μαζί της ή πας μόνη σου» ξεκαθάρισα.
«Χαλάρωσε, γλυκέ μου».
Πώς να χαλάρωνα την τρέλα μου. Ήμουν πιασμένος και βρόμικος ·είχα ξυπνήσει με την καυλάντα της μίας και τις ορεξούλες της άλλης.
«Σου έδωσα επιλογή, Ολίβια» είπα και τραβήχτηκα μακριά. Χρειαζόμουν ένα κρύο ντους, καφεΐνη και την ησυχία μου. Επίσης είμασταν δύο άτομα υπεύθυνοι για έναν Κωδικό, το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε επάνω μου οπότε η Τζουλιέτ δεν θα έκανε βήμα χωρίς προστασία.
«Που είναι το μπάνιο;» ρώτησα.
«Θέλεις βοήθεια;»
«Καφέ θέλω».
Μου έδειξε την πόρτα στο βάθος, ήπια λίγο νερό, παράτησα το μπουκάλι στον νεροχύτη και έστριψα στον διάδρομο.
Προσπέρασα δύο αντικριστές πόρτες -η μία άνηκε στο υπνοδωμάτιο της Ολίβια η άλλη υπέθεσα στην Τζουλιέτ. Μια μισάνοιχτη στα δεξιά ήταν το γραφείο και στην ευθεία αυτό που έψαχνα. Κλείστηκα στο μπάνιο με έναν σκασμό απορίες. Πρώτον, πώς σαν κομμάτια η Τζουλιέτ συναναστρεφόταν τόσο καιρό με την Ολίβια αλλά σε εμένα έβγαζε την πίστη στο δευτερόλεπτο; Δεύτερον, τι στον διάολο έτρωγαν μέσα σε εκείνο το διαμέρισμα και τρίτον, που στον πούτσο ήταν οι πετσέτες; Γδύθηκα και χώθηκα κάτω από τη στήλη του ντους. Πασαλείφτηκα με γυναίκεια αφρόλουτρα, στηρίχτηκα με τις παλάμες στο πλακάκι και άφησα το νερό να τρέξει στην πλάτη μου σαν καταρράκτης. Ο Μαξ δεν είχε κάνει κουβέντα για Κωδικούς και μαλακίες. Από την υπογραφή μου στην υπόθεση και μετά, είχαμε συναντηθεί ένα σκασμό φορές αλλά δεν είχε αναφέρει τίποτα γιατί ήξερε ποια θα ήταν η απάντηση. Έξυπνα ο γέρος, είχε αφήσει τον Ντέιμον να μου το σερβίρει επιλέγοντας για Κωδικό μου την αδερφή του.
Αν τον είχα μπροστά μου θα τον πλάκωνα στο ξύλο.
Ξεπλύθηκα και μόλις έκλεισα το νερό άκουσα να ανοίγει η πόρτα και να τρέχει η βρύση του νιπτήρα.
«Τι καφέ θέλεις να σου φέρω;» ρώτησε η Τζουλιέτ, ευγενικά χωρίς υφάκι και τα ρέστα.
Τράβηξα την κουρτίνα και τη βρήκα σκυμμένη μπροστά από τον νιπτήρα να πλένει τα δόντια της. Ήταν πολλά, μέσα σε αυτά και κορμάρα. Σε στάση γάμα, με ένα μαύρο κολάν να διαγράφει κάθε εκατοστό της κατάλαβα πως αποκλείεται να αναφερόταν σε εμένα.
«Έστειλα την Ολίβια για καφέ. Που είναι οι πετσέτες;»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top