1

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ


ΛΙΟΝ

Πέταξα το κινητό στο πάτωμα, γύρισα πλευρό κι ενώ συνέχισε να χτυπάει έβρισα την τύχη μου. Όποιος κι αν ήταν είχε σκοπό να καταστρέψει τον ύπνο μου. Όταν επιτέλους σταμάτησε ήμουν ξύπνιος με πονοκέφαλο και κοιτούσα το ταβάνι, γαμημένα σιωπηλός, με τις ίδιες γαμημένες σκέψεις.

Έψαξα για παυσίπονα στα ντουλάπια της κουζίνας. Τα περισσότερα ήταν άδεια, τα υπόλοιπα τίγκα στο αλκοόλ. Υπήρχαν τόσα πολλά μπουκάλια που σε πρώτη φάση απόρησα τι με έσπρωχνε να τα αγοράσω και σε δεύτερη, τι με έκοβε να τα αδειάσω στα καπάκια.

Με ένα ποτήρι νερό πήγα στο σαλόνι πέταξα τα ρούχα από την πολυθρόνα στον καναπέ και κάθισα με σκοπό να συνεχίσω τον ύπνο. Τέντωσα τα πόδια στο τραπεζάκι, έκλεισα τα μάτια. Αν δεν είχα υπακούσει τις εντολές, η ομάδα μου θα επέστρεφε ακέραιη στις εγκαταστάσεις της Βι.Εμ.Έι. Θα τους έστελνα με άδεια στις οικογένειές τους όχι σε τάφους.

Δεν έκανα για αρχηγός.

Δεν ήμουν απλά διαχειρίσιμος από τους ιδρυτές, ήμουν λίγος.

Ακούγοντας κίνηση στα δεξιά μου, κοίταξα στο τέλος του διαδρόμου προς το μπάνιο και ναι, είχα παρέα. Μια ξανθιά καλλονή, με μακριά μαλλιά και αναλογίες μοντέλου έκανε την εμφάνισή της διασχίζοντας τον διάδρομο λες και ήταν πασαρέλα.

Πλησίασε εκεί που καθόμουν, με φίλησε δεν ανταπέδωσα.

«Συνεχίζουν να μην σου αρέσουν τα πρωινά φιλάκια, ε;»

Έσμιξα τα φρύδια.

«Μάλλον».

«Μην ανησυχείς, γλυκέ μου, αν δεν είχες προσωπικότητα δεν θα ήμουν μαζί σου».

Δεν είχα ιδέα ποια στα κομμάτια ήταν σε αντίθεση με εκείνη που φαινόταν να ξέρει καλά τις ορέξεις μου όσο και τον χώρο. Πήγε στην κουζίνα έφτιαξε καφέ, κάθισε στο σκαμπό του πάσου και άρχισε να παίζει με το κινητό της. Ένα μικρό κομμάτι μου ενοχλήθηκε που με έγραφε, το μεγαλύτερο ικανοποιήθηκε με την επιλογή της.

Κρίνοντας πως είχα κοινωνικοποιηθεί αρκετά για την ώρα και πως επιπλέον ήταν διόλου απίθανο να ξανακοιμηθώ, πήρα τα γάντια του μποξ και κινήθηκα προς τη σκάλα.

Πριν κατέβω στο υπόγειο γύρισα να τη δω μια ακόμα φορά.

Τι δουλεία είχε μια τέτοια γκόμενα σ' αυτό το αχούρι.

«Πως σε λένε, όμορφη;»

«Λουάν».

«Λουάν τι;»

Επανέλαβε ξερά το όνομά της και έγνεψα καταφατικά. Ίσως σε κάποια άλλη ζωή να μπορούσα να κάνω ευτυχισμένη μια Λουάν χωρίς επώνυμο, στην παρούσα ήταν αδύνατο.

«Λοιπόν, ήμουν καλός μαζί σου, Λουάν;»

Σάστισε χωρίς λόγο.

«Χτες το βράδυ, ήμουν όπως έπρεπε μαζί σου;» έγινα πιο σαφής.

«Πάντα είσαι καλός μαζί μου, Λιόν» είπε και χαλάρωσε. Ο λαιμός της απέκτησε ξανά κίνηση, οι ώμοι της καμπύλωσαν, τα χείλη της χώρισαν στα δύο.

Μείναμε για δευτερόλεπτα καρφωμένοι ο ένας στον άλλο. Τι στο καλό γινόταν;

«Πίνω τον καφέ μου και φεύγω...» πρόσθεσε και έπιασε ξανά το κινητό.

Γύρισα να κατέβω τα σκαλιά αλλά σταμάτησα.

«Που θα σε βρω αν θελήσω να σε ξαναδώ Λουάν;»

«Εγώ σε βρίσκω, γλυκέ μου, όχι εσύ».

Αυτό ήταν. Εκείνη άφησε την κούπα στον νεροχύτη και έφυγε κι εγώ κατέβηκα ήρεμος στο υπόγειο. Δεν είχα ιδέα πώς είχαμε καταλήξει μαζί αλλά της είχα φερθεί καλά και επιπλέον, είχα κοιμηθεί χωρίς εφιάλτες. Ξερός, μια κι έξω.

Έδεσα με γάζες τα ακροδάχτυλα, φόρεσα τα γάντια κι ξεκίνησα να χτυπάω τον σάκο. Αρχικά άψυχα, χωρίς λόγο ώσπου οι σκέψεις έδωσαν οργή στη συνέχεια. Σαν ταινία έπαιξε ξανά ο εκκωφαντικός ήχος, η διάλυση της μεταλλικής κατασκευής, η λάμψη που προκλήθηκε από την έκρηξη. Η φωτιά, οι καπνοί, όλα.

Μπορεί να μην θυμόμουν τι είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα με την γκόμενα όμως δεν θα ξεχνούσα ποτέ τι είχε συμβεί ένα χρόνο νωρίτερα.

Ύστερα από κάμποση ώρα χτύπησε το κουδούνι. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το πρόσωπό μου, είχε ποτίσει την μπλούζα μου, βαραίνε το στέρνο μου. Τα μέσα μου είχαν πάρει φωτιά, τα χέρια μου πονούσαν. Σωματικά ήμουν εξαντλημένος, ψυχικά ακατάλληλος. Λίγος σε σχέση με ό,τι μου είχαν αναθέσει, κατώτερος των περιστάσεων. Έριξα μια δυνατή μπουνιά και επανέλαβα. Όποιος κι αν ήταν έπρεπε να την κοπανίσει. Αντί γι' αυτό άκουσα βήματα στον επάνω όροφο. Έβγαλα τα γάντια, πήρα το όπλο και σημάδεψα στην κορυφή της σκάλας.

Η πόρτα του υπογείου άνοιξε.

Μόλις τον είδα πάγωσα. Μόλις με είδε χαμογέλασε.

«Ευτυχώς δεν διατηρείς το σώμα σου όπως το μέρος που ζεις» αστειεύτηκε και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά.

Μαξ Ζισκάρ, ιδρυτής της Βι.Εμ.Έι., υπεύθυνος στη φάση της Ανάθεσης. Ένας καλοδιατηρημένος εξηνταπεντάρης, με ξυρισμένο κεφάλι, μαύρα ρούχα και το έμβλημα της σχολής να ξεχωρίζει στον παράμεσο των δαχτύλων του. Του λόγου του δεν είχε ανάγκη να κάνει τατουάζ τα φτερά και τα αστέρια. Ένα γαμημένο δαχτυλίδι ήταν η σφραγίδα εξουσίας του που μαζί με την υπογραφή του είχαν τη δύναμη να μου γαμήσουν τη ζωή.

«Θα μου αφιερώσεις λίγο από τον πολύτιμο χρόνο σου;» με ειρωνεύτηκε σταματώντας απέναντί μου.

Θα του αφιέρωνα; Ναι.

Συγκεκριμένο χρόνο για συγκεκριμένο θέμα.

«Έφερες αυτό που θέλω;»

«Έφερα δουλειά».

Έχωσα το όπλο πίσω στο παντελόνι, άρπαξα την πετσέτα και σκούπισα τον ιδρώτα από τον σβέρκο μου.

«Είμαι σε άδεια, Μαξ. Κακώς ήρθες».

«Η άδειά σου τελείωσε πριν τρεις μήνες, Λιόν. Έπρεπε ήδη να είσαι ενεργός». Κινήθηκε στα δεξιά μου, στάθηκε κάτω από τη λάμπα. «Δεν μπορώ να το τραβήξω άλλο» δικαιολογήθηκε και γέλασα.

Ήμουν εκτός, το ήθελα και επίσημα. Τα υπόλοιπα ήταν δικό του θέμα.

«Γιατί δεν βγαίνεις σε σύνταξη, Ζισκάρ; Να βρεις ένα σπίτι στην έξοχη, να διαβάζεις την εφημερίδα σου παρέα με μια γάτα. Να περάσεις ό,τι σου απομένει με την κόρη σου».

«Αυτό είναι το όνειρό σου, γιε μου;»

Αυτό ήταν; Περίπου.

Στα σχέδιά μου θα πρόσθετα και τη μία που μου ανέφερε ο ψυχολόγος στις συνεδρίες μου. «Για να βρεις τη γαλήνη πρέπει να συγχωρήσεις τις πράξεις της μητέρας σου και να επιτρέψεις να σε αγαπήσουν. Όσο ταΐζεις το μίσος μέσα σου, θα καταστρέφεσαι». Ήταν αρκετά φλώρος στις διαλέξεις του αλλά τον άφηνα να με ζαλίζει με θεωρίες επειδή χρειαζόμουν την υπογραφή του στο τέλος κάθε επίσκεψης. Τότε δεν είχα ανάγκη τη μία, δεν τη χρειαζόμουν, είχα την Οικογένεια. Το τελευταίο διάστημα είχα αναθεωρήσει. Αν κατάφερνα να αγαπήσω κάποια ίσως ξεχνούσα τον εφιάλτη.

«Θα ήταν το ιδανικό σενάριο» συμφώνησα, «και για να το κάνω πραγματικότητα πρέπει να μείνω μακριά από τις εντολές σας».

«Δεν ευθύνονται οι εντολές αλλά η εκτέλεσή τους».

Επεξήγηση, δεν φταίνε οι ιδρυτές αλλά οι αρχηγοί.

«Σωστά» συμφώνησα. «Είμαι ανίκανος για αρχηγός. Θέλω Αποδέσμευση».

«Λιόν δεν...»

«Είμαι εκτός» τον έκοψα και τον έδειξα. «Την επόμενη φορά έλα με τα χαρτιά αποδέσμευσης αλλιώς μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ». Έβαλα μουσική, φόρεσα τα γάντια και επέστρεψα στον σάκο.

Δεν ήθελα δουλειά, ήθελα την ελευθερία μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top