Κεφαλαιο 1⁰
Edited: 30.11.2020
Ηταν μια απο εκεινες τις φορες που νιωθεις πως ο οργανισμος σου δε χρειαζεται αλλον υπνο και αναρωτιέσαι πως συνεβη κατι τετοιο. Και τοτε ανοιγεις διαπλατα τα ματια σου με τον τρομο πως κατι πηγε λαθος και το ξυπνητηρι δε χτυπησε. Αυτη ηταν και η δικη μου αντιδραση οταν το ενιωσα. Με τρομο πεταξα τα σκεπασματα απο πανω και εσπευσα ν πιασω το κινητο μου το οποιο βρισκοταν πανω στο γραφειο μου. Ηταν μια απο τις τεχνικες που χρησιμοποιουσα για να μη με παιρνει ξανα ο υπνο αφου εκλεινα το ξυπνητήρι. Ενιωθα το αγχος να γεμιζει το σωμα μου βλεποντας την ωρα, 07:50. Το πεταξα με δυναμη πανω στο κρεβατι και επιασα τα πρωτα ρουχα που βρηκα μπροστα μου, ενα μαυρο τζιν και ενα γκρι φουτερ. Αφου φορεσα τα ρουχα μου πηρα με γρηγορες κινησεις την μαυρη μου τσαντα που ηταν ακουμπισμένη διπλα απο την καρεκλα του γραφειου μου και ετρεξα μεχρι το μπανιο. Βουρτσισα τα δοντια μου και επιασα τα μαλλια μου σε εναν ατημελητο κοτσο. Διεσχισα το χολ του σπιτιου με γρηγορα βηματα μεχρι που εφτασα στην παπουτσοθηκη. Φορεσα τα λευκα μου ψηλα σταρακια και το γκρι μπουφαν μου και επιασα τα κλειδια μου απο το μικρο μπολ που στεκοταν πανω απο το τραπέζι διπλα απο την εξωπορτα.
.Κλειδωσα το διαμερισμα και τρέχοντας κατέβηκα τα σκαλια της πολυκατοικιας. Περασα μεσα απο την ηδη ανοιχτη πορτα εξοδου και σταματησα να κινουμαι οταν ειδα την κολλητη μου να με περιμενει. Τα καστανα της μαλλια ηταν αφημενα κατω αγκαλιαζοντας το οβαλ προσωπο της ενω η ψηλη της μορφη στεκοταν νευρικη. Γυρισε προς το μερος μου οταν καταλαβε πως ημουν διπλα της και τα ματια της με κοιταξαν εχθρικα ενω τα χερια της ηταν σταυρωμενα κατω απο το στηθος της.
«Με κοιτας λες και εισαι ετοιμη να με σκοτωσεις»ειπα λαχανιασμενη και ακολουθησα το νευριασμενο της βημα.
«Ειμαι ετοιμη να σε σκοτωσω» απαντησε δυνοντας εμφαση στην πρωτη λεξη της χωρις καν να με κοιταξει
«Σε περιμενω εδω και 10 λεπτα και εισαι πολυ τυχερη που δε σε παρατησα» συνεχισε με τον ιδιο ενοχλημενο τονο και γελασα
«Μη γελας»παραπονεθηκε και γελασα παραπανω. Επεσα πανω της τυλιγοντας τα χερια μου γυρω της ξαφνιαζοντας την και οταν κοιταξα το προσωπο της καταλαβα πως προσπαθουσε να κρατησει κρυμμενο το χαμογελο που ηταν ετοιμο να σχηματιστει στο γλυκο της προσωπο.
«Ξερω πως μ αγαπας καταβαθος Νικολ»ειπα και απομακρυνθηκα. Αφου μου εριξε ακομη ενα εχθρικο βλεμμα συνεχισε να κοιτα μπροστα. Οταν συνειδητοποιησαμε ποσο πολυ ειχαμε αργησει, αρχισαμε να τρέχουμε σα τις τρελες μεχρι που φτασαμε στου αδειους διαδρομους του λυκειου μας. Η πρωτη ωρα ειχε ηδη αργησει εδω και δεκα λεπτα και ευχομασταν η καθηγητρια να μας δεχτει. Δεν ηθελα να χαραμιζω απουσιες για χαρη του ηλιθιου κινητου μου.
Βρισκομασταν εξω απο την πορτα της αιθουσας που ειχαμε μαθημα και σταματησαμε να παρουμε μια ανασα πριν χτυπησουμε. Πλησιασα το χερι μου στην πορτα και χτυπησα δυο φορες πριν την ανοιξω.
«Παπά, Γεωργίου;»ακουσα την ψιλη φωνη της φιλολογου μας και προσπαθησα να κρυψω την εκνευρισμενη μου εκφραση. Δεν την συμπαθουσα και τα συναισθηματα ηταν αμοιβαια καθως δεν ημουν η αγαπημενη της μαθητρια
«Μπορουμε να περασουμε;»ειπε ευγενικα η Νικολ καθως στεκοταν διπλα μου.
«Θα μπορουσα να μαθω τον λογο που αργησατε;»ρωτησε η μεσηλικη γυναικα και απο μεσα μου απαντησα ενα μεγαλο 'Οχι'.
«Αργησαμε να ξυπνησουμε»ανελαβε να πει η κολλητη μου καθως ηξερε πως δε θα μπορουσα να κρατησω την αγενη απαντηση για τον εαυτο μου. Απομακρυνα το βλεμμα μου απο το ριτιδιασμενο προσωπο της καθηγητριας και κοιταξα τα προσωπα των συμμαθητών μου. Τα ματια μου κολλησαν σε καποια καστανα σχεδον σχιστα ματια. Ηταν ενα αγορι το οποιο δεν ειχα ξανα δει και αυτο το ήξερα γιατι ποτέ δε θα μπορουσα να ξεχασω καποιον τοσο ομορφο. Το προσωπο του ειχε εντονες σχηματισμενες γωνιες, με εντονα ζυγωματικα, λεπτα κοκκινωπα χειλη και ενα εντονο και διαπεραστικο βλεμμα. Τα καστανα του μαλλια ηταν ατημέλητα και μερικες τουφες επεφταν στο μετωπο του.
Απο την ζαλη που μου προκαλουσε του βλεμμα του με εβγαλε το χερι της Νικολ που με τραβηξε απο τον καρπο. Την κοιταξα μπερδεμενη και οταν αρχισα να περπαταω η φωνη της φιλολογου μας σταματησε.
«Παπά καθεσαι στον καινούργιο, Γεωργιου πηγαινεις στην Χρονιαδου»γουρλωσα τα ματια μου ακουγοντας τα λόγια της. Ενιωσα ολο το σωμα μου να βρισκεται σε φλογες οταν ολη η ταξη αρχισε να γελαει συμπεριλαμβανομενου και της Νικολ. Πλησιασα με γρηγορα βηματα την θεση μου και αφου παρατησα την τσαντα μου διπλα μου και αφησα το σωμα μου να πεσει στην ξυλινη καρεκλα. Φοβομουν να σηκωσω το βλεμμα μου για να αντικρυσω το ομορφο αγορι διπλα μου και κοιτουσα το βιβλιο που ειχα βγαλει. Ενιωσα το σωμα του πιο κοντα στο δικο μου και νοητα χτυπησα το μαγουλο μου για να αποκτησω ξανα την αυτοκυριαρχια μου.
«Νικος»ακουσα την βαρια φωνη του διπλα απο το αφτι μου και κρατησα την αναπνοη μου. Γυρισα το προσωπο μου και βρισκομασταν εκατοστα ο ενας μακρια απο τον αλλον. Τα ματια του κολλησα στα δικα μου και εμεινα να τον κοιταω. Ητανε τοσο γαμημενα ομορφος.
«Ευα»απαντησα λεγοντας του τ ονομα μου και οι ακρες των χειλιων του ανασηκωθηκαν σχηματιζοντας ενα μικρο χαμογελο. Απομακρυνθηκε και ενιωσα το κρυο να με περιβαλλει
[...]
Δαγκωσα την τυροπιτα που ειχα στα χερια μου και ενα επιφωνημα ευχαριστησης ξεφυγε απο το στομα μου. Η Νικολ με κοίταξε με γουρλωμενα ματια και αμεσως μετα γελασε.
«Πολυ ωραιος ο καινουργιος»ειπε ξαφνικα και σταματησα να μασαω.
«Τον λενε Νικο»δηλωσα και απεφυγα το βλεμμα της.
«Εμαθες και το ονομα του βλεπω»ειπε εχοντας εναν πονηρο τονο στην φωνη της και της χαρισα ενα εκνευρισμενο βλεμμα.
«Μονος του μου το ειπε»απαντησα ανασηκωνοντας τους ωμους μου αδιαφορα
«Ειναι ωραιος»παρατηρησε και μορφασα. Η μορφη του ηρθε στο μυαλο μου και ηθελα να συμφωνησω αλλα κατι μεσα μου μού ειπε να μη το κανω.
«Ειναι αλαζονας» απαντησα και μετα σηκωσα το βλεμμα μου για να την κοιταξω. Το δικο της ηταν αμηχανο ενω ηταν συγκεντρωμενο σε κατι πισω μου. Γυρισα το κεφαλι μου για να δω τι ηταν αυτο το κατι και τα ματια μου κολλησαν σε εκεινα τα πανεμορφα καστανα.
«Παω στοιχημα πως οι αλαζονες ειναι ο τυπος σου»ο τονος της φωνης του προκαλεσε αναστατωση στο σωμα μου και προσπαθησα να μη δωσω σημασια.
«Οι αλαζονες ειναι πολυ εκτος του τυπου μου» μου πηρε λιγα δευτερα πριν απαντησω αλλα η φωνη μου δε βγηκε οσο σταθερη θα ηθελα.
«Τα ψεμματα δεν ειναι καλα, δε το ηξερες;»ειπε την προταση του με εναν αργο και σαγηνευτικο τονο πριν απομακρυνθει. Το στομα μου κρεμασε και γυρισα εκπληκτη να κοιταξω την Νικολ η οποια ειχε ενα πονηρο χαμογελο στο προσωπο της. Ηξερα τι σημαινε αυτο και την κοιταξα εχθρικα.
Το κακο ηταν πως οντως ειχα πει ψεμματα. Οι αλαζονες ηταν ακριβως ο τυπος μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top