Κεφάλαιο 66
18 χρόνια αργότερα.
ΜΙΑ ΚΙΝΓΚ.
Κοιτάζω τα κύματα που σκάνε στην παραλία μέσα από τα γυαλιά μου και βολεύομαι καλύτερα στην ξαπλώστρα μου. Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω έναν τύπο να έρχεται προς το μέρος μου κρατώντας έναν δίσκο στα χέρια του <<Τα κοκτέιλ σας>> η Αιμιλία Κάρτερ ή Έμιλι όπως την φωνάζω εγώ μίας και είναι η καλύτερη μου φίλη κατεβάζει τα γυαλιά της και κοιτάζει ξεδιάντροπα τον άνδρα απέναντι μας. Της ρίχνω ένα λοξό βλέμμα και ξεροκαταπίνω, πιάνω το daiquiri φράουλα και πίνω μια γουλιά. <<Μπορείς να μην κοιτάζεις σαν απελπισμένη;>> η Έμιλι κάνει μια γκριμάτσα και δοκιμάζει το μοχίτο της. <<Πρώτον δεν είμαι απελπισμένη και δεύτερον επιτέλους είμαι ελεύθερη να πηγαίνω όπου θέλω χωρίς να έχω συνοδεία τους μπράβους του πατέρα μου, οι οποίοι παρεμπίπτοντος του δίνουν αναφορά για όλα>> λέει με αγανάκτηση.
Η αλήθεια είναι πως γνωρίζω πολύ καλά πως είναι να είσαι εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο κάτω από επίβλεψη, το ίδιο έκανε και ο δικός μου πατέρας, αλλά πλέον είμαι ενήλικη, όπως και η Έμιλι και το Σεπτέμβρη ξεκινάμε τις σπουδές μας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και θα κάνουμε ότι γουστάρουμε. Αναστενάζω και με την άκρη του ματιού μου πιάνω έναν γεροδεμένο άνδρα να βγαίνει από την θάλασσα το νερό κυλάει πάνω στο μυώδη στέρνο και στους κοιλιακούς του. Τα καστανά μαλλιά του στάζουν και τα γαλανά μάτια του ενώνονται με τα δικά μου, διαπερνώντας με.
Η Έμιλι ξεροβήχει και ξαφνικά νοιώθω κάτι παγωμένο να πέφτει πάνω μου, κατσουφιάζω και κοιτάζω δίπλα μου για να δω τον Γουίλ Κάρτερ, αδελφό της Έμιλι να με βρέχει και τον ηλίθιο τον αδελφό μου πίσω του να γελάει.
<<Είσαι χαζός Γουίλ>> η φωνή της φίλης μου ακούγετε στην παραλία και αυτός χαμογελάει, ακολουθεί το βλέμμα μου εντοπίζοντας τον άνδρα και με κοιτάζει σηκώνοντας το φρύδι του. <<Ωραίο γούστο>> λέει χαμηλόφωνα προς το μέρος μου, <<Δεν χρειάζομαι την έγκρισή σου>> σηκώνομαι από την ξαπλώστρα και τον κοιτάζω ειρωνικά <<Την δική μου σίγουρα όχι του πατέρα σου ίσως;>>. Του ρίχνω ένα αγανακτισμένο βλέμμα και τον προσπερνάω πηγαίνοντας προς το μπαρ.
Ηλίθιε.
Δεν μπορώ να καταλάβω πως αυτό και η Έμιλι είναι αδέλφια, είναι εγωιστής, αγενής και νομίζει πως είναι ο ομορφότερος άνδρας στον κόσμο.
Ακούω φωνές και κοιτάζω προς την παραλία όπου η Κέιτ Έμερσον παίζει μπίτς βόλεϊ με την Άννα Μίλερ και ο αδελφός μου με τον Γουίλ πηγαίνουν προς το μέρος τους. Αυτή η παραλία είναι η αγαπημένη μας, ερχόμαστε σχεδόν κάθε μέρα τους καλοκαιρινούς μήνες και απολαμβάνουμε τον ήλιο όσο οι γονείς μας είναι απασχολημένοι με τις δουλειές τους. Ήμαστε όλοι μια μεγάλη παρέα ίσως φταίει το γεγονός πως μεγαλώσαμε όλοι μαζί, ακόμα θυμάμαι τις μέρες που πήγαινα στο Λος Άντζελες για να είμαι μαζί με την Έμιλι ή εκείνη ερχόταν στην Νέα Υόρκη κυρίως τα Χριστούγεννα και κάναμε βόλτες στους στολισμένους δρόμους. Φυσικά όλα θα ήταν ακόμα πιο τέλεια εάν δεν έφερνε μαζί της και στο σπαστικό αδελφό της.
Φτάνω στο μπαρ και ζητάω από το μπάρμαν ένα ακόμα κοκτέιλ, κάθομαι στις ψιλές ξύλινες καρέκλες και απολαμβάνω την θέα όταν νοιώθω μια παρουσία πίσω μου. <<Ένα Glenfiddich σκέτο>> η φωνή είναι κοφτή και κάνει τα μπράτσα μου να ανατριχιάσουν παρόλο που έχει σχεδόν σαράντα βαθμούς. Γυρίζω αργά προς το μέρος του και ίσα που απέχει μερικά εκατοστά από εμένα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά και καταπίνω. <<Ορίστε το ποτό σας>> ο μπάρμαν το αφήνει μπροστά του και τον βλέπω να το πιάνει με τα χέρια του πίνοντας μια γερή γουλιά.
<<Θέλετε κάτι;>> η φωνή του με κάνει να σταματήσω να αναπνέω, γυρίζει αργά προς το μέρος μου και με κοιτάζει κατάματα. Γαμώτο. Είναι τόσο όμορφος.
<<Ο... ορίστε;>> η φωνή μου τρέμει και ίσα που καταφέρνω να απαντήσω.
<<Με κοιτάτε εδώ και ώρα θέλετε κάτι δεσποινίς ή απλώς είστε περίεργη;>> η φωνή του είναι παγερή και αισθάνομαι τον προσβλητικό τόνο της χροιάς του.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα συνέρχομαι και πίνω το υπόλοιπο ποτό μου, <<Απολύτως τίποτα>>. Κατεβαίνω από την καρέκλα και τα μάτια του πέφτουν πάνω στο γυμνό σώμα μου, το οποίο καλύπτετε μόνο από το μαύρο και νοιώθω να παίρνω φωτιά με τα μάγουλα μου να κοκκινίζουν. <<Και δεν κοίταζα εσάς>> σηκώνει το φρύδι του και ένα μικρό χαμόγελο εμφανίζετε στην άκρη των χειλιών του. <<Αλήθεια;>> ρωτάει ειρωνικά και αρχίζω να νευριάζω.
<<Κοίταζα τον κύριο απέναντι>> με την άκρη του ματιού του πιάνει τον άνδρα πίσω του, ο οποίος σίγουρα είναι κοντά στα πενήντα και πίνει φρουτ παντς, ενώ τα περισσότερα μαλλιά του έχουν πέσει. Το χαμόγελο του γίνετε πιο πλατύ και ξέρω πως δεν με πιστεύει όμως και μόνο από τον τρόπο που μιλάει μπορώ να καταλάβω πως είναι ένα εγωπαθές κάθαρμα. <<Άλλωστε δεν γνωριζόμαστε καν, για πιο λόγο να σας κοιτάζω;>> αντιλέγω και πάω να φύγω αλλά το χέρι του με σταματάει. Γαμώτο. Χιλιάδες ηλεκτροσόκ κατακλύζουν το κορμί μου και η θέρμη από το χέρι του περνάει μέσα στο σώμα μου. Αν και κάθετε πάνω στην καρέκλα ακόμα με περνάει ένα κεφάλι, σίγουρα πρέπει να είναι κοντά στα δυο μέτρα.
<<Να γνωριστούμε τότε, να μπορείς να κοιτάζεις ελεύθερα>>, σχολιάζει και ξεφυσάω. Μαλάκα.
<<Κρίστιαν Νάιτ>> σηκώνω το φρύδι μου καθώς ακούω το επίθετο του και χαμογελάει, <<Απ' ότι φαίνεται το επίθετο σας δεν αντικατοπτρίζει τους τρόπους συμπεριφοράς σας>> λέω κοφτά και το χαμόγελο του εξαφανίζετε. <<Ποιος σου είπε ότι είμαι ιππότης; Όσοι με γνωρίζουν ξέρουν πως απέχω πολύ από τον ιππότη>>, πίνει το υπόλοιπο ποτό του και σηκώνετε όρθιος, η κορμοστασιά του μου κόβει τον αέρα, το οξυγόνο. <<Αλλά εμείς δεν γνωριζόμαστε>> με προσπερνάει και πηγαίνει προς την παραλία και μια παρέα, πλησιάζει μια γυναίκα λίγο μεγαλύτερη μου, τυλίγει το χέρι του γύρω από την γυμνή της μέση και την κολλάει πάνω του, ενώ χώνει την γλώσσα του μέσα στο στόμα της.
Κουνάω το κεφάλι μου αγανακτισμένη καθώς απεχθάνομαι αυτού του είδους τους άνδρες, όμως προλαβαίνω να δω τα μάτια του να κοιτάζουν προς το μέρος μου. Τι σκατά κάνει;
Ξεφυσάω και προχωράω προς τα παιδιά, <<Μια>> η Έμιλι με τραβάει προς το μέρος της και με κοιτάζει <<Τι έγινε; Σε είδα να μιλάς με εκείνον τον κούκλο τύπο στο μπαρ>>.
<<Τίποτα, ακόμα ένας μαλάκας που νομίζει πως είναι ο πιο ωραίος άνδρας στον κόσμο>> η φίλη μου με κοιτάζει και κουνάει το κεφάλι της, <<Που να το μάθει αυτό ο Γουίλ, θα φοβηθεί πως χάσει την πρωτιά>> η Έμιλι αρχίζει να γελάει και την ακολουθώ και εγώ, ενώ οι υπόλοιποι γυρίζουν προς το μέρος μας.
Ο Γουίλ μας πλησιάζει κρατώντας στα χέρια του μια μπύρα και κάνει νόημα στην αδελφή του να μετακινηθεί, σηκώνω το ποτήρι μου και πίνω μια γουλιά από το ποτό μου. <<Το τρίτο σε μισή ώρα>> σχολιάζει και τον κοιτάζω εξεταστικά. <<Αλήθεια και εσένα τι σε νοιάζει, δεν είμαι αδελφή σου ούτε και γκόμενα σου>>, σηκώνει το φρύδι του και ένα χαμόγελο εμφανίζετε στα χείλη του. Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου και σκύβει ελάχιστα. <<Όχι σίγουρα δεν είσαι τίποτα από τα δυο...>> τα μάτια του περιπλανιούνται στο σώμα μου και ξεροκαταπίνω.
<<Κρις>> φωνάζει και με προσπερνάει, γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω τον τύπο με τον οποίο μιλούσα λίγα λεπτά πριν να κατευθύνεται προς το μέρος μας. Ρίχνω ένα βλέμμα στην Έμιλι και αυτή με πλησιάζει, <<Τι κάνει αυτός εδώ και κυρίως από που τον γνωρίζει ο αδελφός μου>> αναρωτιέται δυνατά και την κοιτάζω ανήξερη. Τα μάτια του Κρίστιαν συναντάνε τα δικά μου και γυρίζω το κεφάλι μου προς την αντίθετη πλευρά και την Άννα με την Κέιτ που συνεχίζουν να παίζουν.
Ο Κρίστιαν χτυπάει τον Γουίλ στην πλάτη και ο αδελφός μου πηγαίνει προς το μέρος τους, απ' ότι φαίνεται γνωρίζονται, έπρεπε να το περιμένω με τέτοια συμπεριφορά που είχε προηγουμένως στο μπαρ. Μόνο κάποιος που κάνει παρέα με τον Γουίλ Κάρτερ μπορεί να έχει υψηλότερο ναρκισσισμό και από το μπόι του.
Ο Κάι πιάνει τις ματιές μας και νοιώθω την Έμιλι να με σκουντάει, το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να πει στον πατέρα μας μαλακίες, μόλις άρχισα να βγαίνω μόνη μου χωρίς τον Κάι ή κάποιον από την φύλαξη δεν χρειάζομαι ξανά νταντά.
<<Να σας συστήσω από εδώ η αδελφή μου Μία>> κοιτάζω την φίλη μου λοξά και έπειτα δίνω το χέρι μου για να συστηθώ <<Χάρηκα πολύ Μία>> λέει αν και διακρίνω ένα χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλη του. Γαμώτο. Τραβάω απότομα το χέρι μου από το δικό του και προσπαθώ να μην δώσω δικαιώματα. <<Και η Έμιλι αδελφή του Γουίλ>> συμπληρώνει ο αδελφός μου και ο Κρίστιαν δίνει το χέρι του στην κολλητή μου. <<Με τον Κρίστιαν γνωριστήκαμε στην Ουάσιγκτον σε μια εκδήλωση που είχα πάει με τον μπαμπά>> εξηγεί ο αδελφός μου και τον κοιτάζω. Ώστε δεν είναι από εδώ.
<<Ο Κρις σπουδάζει στο Χάρβαρντ, είναι στο δεύτερο έτος>>.
Γαμώτο.
<<Και η αδελφή μου θα ξεκινήσει τις σπουδές της φέτος εκεί>>.
Γαμώτο.
Τα μάτια του Κρίστιαν με κοιτάζουν εξεταστικά ενώ το χαμόγελο του παραμένει στα χείλη του.
<<Αλήθεια; Θα χαρώ πολύ να σε ξεναγήσω>> σχολιάζει και κάνω μια γκριμάτσα. Αυτό μου έλειπε τώρα να με ξεναγήσει.
<<Δεν χρειάζεται και δεν θα είμαι μόνη μου, και η Έμιλι θα έρθει στο ίδιο Πανεπιστήμιο μαζί μου>> απαντάω κοφτά προσπαθώντας να του κόψω τον αέρα.
<<Ακριβώς>> λέει ο Γουίλ και έρχεται μπροστά μας.
<<Ο Κρις από εδώ θα φροντίσει να μην κάνετε βλακείες. Είναι αρχηγός στην ομάδα ποδοσφαίρου της σχολής και πολύ - πολύ δημοφιλής>>.
<<Και τι ακριβώς σημαίνει αυτό;>> ρωτάω προσπαθώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου.
<<Πως ότι και να κάνετε θα το μάθει. Για αυτό σας συμβουλεύω να μην προκαλείτε προβλήματα και να συγκεντρωθείτε στα μαθήματα σας, διότι ότι κι αν κάνετε θα το μάθουμε και στην συνέχεια οι γονείς μας>>.
<<Τι λες Γουίλ>> λέει Έμιλι έξαλλη. <<Πας καλά;>>.
<<Και βέβαια όχι, τι ρωτάς>> φωνάζω και φεύγω μακριά τους.
Άκου εκεί θράσος να βάλει αυτόν να μας προσέχει, λες και εμείς δεν ξέρουμε να φροντίζουμε τον εαυτό μας. Βγάζω το κινητό μου και πληκτρολογώ τον αριθμό της μητέρας μου, σίγουρα θα είναι σπίτι με την μητέρα της φίλης μου και ίσως και την μαμά της Άννα. <<Μαμά>> λέω καθώς απαντάει στο δεύτερο χτύπημα <<Μπορείς να έρθεις να με πάρεις, θέλω να φύγω τώρα>>.
<<Γιατί τι έγινε, ο Κάι που είναι δεν είναι μαζί σου;>> ρωτάει και ξεφυσάω.
<<Μπορείς να έρθεις ή όχι;>>.
<<Πάλι μαλώσατε Μία, αμάν πια πότε θα καταλάβετε πως πρέπει να είσαστε μονιασμένοι είσαστε αδέλφια δεν κάνει να τσακωνόσαστε συνέχεια>>.
<<Αυτός φταίει νομίζει πως επειδή είναι ένα ενάμιση χρόνο πιο μεγάλος από εμένα μπορεί να με ελέγχει. Σε παρακαλώ θέλω να φύγω>> διαμαρτύρομαι.
<<Καλά, θα τηλεφωνήσω στην γιαγιά σου, έχω επισκέπτες δεν μπορώ να φύγω και σε παρακαλώ φρόντισε να τα βρείτε>>. Κλείνω το κινητό μου πριν πει οτιδήποτε άλλο και πηγαίνω προς το πάρκινγκ. Ευτυχώς που ο Κάι σπουδάζει στο Γέιλ κάτι είναι και αυτό. Γαμώτο μέχρι να έρθει η γιαγιά μου να με πάρει ή ο οδηγός της θα κάνει τουλάχιστον σαράντα με πενήντα λεπτά, όμως δεν έχω καμία διάθεση να γυρίσω πίσω με τον αδελφό μου, προτιμώ να φτάσω με τα πόδια παρά να πάω μαζί του.
<<Μπες>> μια φωνή με κάνει να πεταχτώ και γυρίζω απότομα το κεφάλι μου για να συναντήσω τον Κρίστιαν. Τα φώτα του αμαξιού απέναντι μας αναβοσβήνουν και ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού, <<Περιμένω να έρθουν να με πάρουν>> λέω κοφτά.
<<Ναι, ε σίγουρα θα περιμένεις πολύ, μιας και για έρθει κάποιος αυτή την στιγμή εδώ θέλει τουλάχιστον μια ώρα και άλλη μια για να γυρίσετε πίσω. Τουλάχιστον μαζί μου θα γλυτώσεις μια ώρα>>.
Τον κοιτάω και κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου, σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος μου.
<<Μπες μέσα Μια>> σηκώνω το φρύδι μου και ανοίγω το στόμα μου για να μιλήσω αλλά το άγριο βλέμμα του με σταματάει. Ξεφυσάω και προχωράω προς το μέρος του <<Ο μόνος λόγος που το κάνω είναι γιατί θέλω να φτάσω σύντομα σπίτι μου>> κάθομαι στην θέση του συνοδηγού και τον βλέπω να κάνει τον κύκλο και να μπαίνει μέσα στο αμάξι. Βάζει μπροστά και ξεκινάει για την Νέα Υόρκη.
Μια ώρα αργότερα σταματάει έξω από το σπίτι μου και αφού του ρίχνω μια ματιά ανοίγω την πόρτα για να κατέβω, <<Σε... σε ευχαριστώ>> λέω σιγανά και πιάνω την τσάντα μου. Βγαίνω από το αμάξι και προχωράω προς την είσοδο, <<Μια>> η φωνή του με κάνει να σταματήσω και τον κοιτάζω <<Τα λέμε στο Χάρβαρντ>> λέει και μου κλείνει το μάτι πριν πατήσει γκάζι και εξαφανιστεί από μπροστά μου.
Προχωράω προς το σπίτι μας και ανεβαίνω πάνω, ακούω ομιλίες και το σαλόνι μας είναι γεμάτο από κόσμο. Η Νίκη σερβίρει ποτά και βλέπω τους γονείς της Έμιλι, της Άννα και της Κέιτ να βρίσκονται στο σπίτι μας. Θυμάμαι πάντα τους γονείς μου να κάνουν παρέα μαζί τους, όπως και εγώ με τα παιδιά τους. Είναι χρόνια φίλοι και πάντα τόσο ενωμένοι. Αναρωτιέμαι εάν και εγώ με τα παιδιά θα ήμαστε έτσι σε είκοσι χρόνια από τώρα και ίσως και τα παιδιά μας να κάνουν παρέα όλα μαζί.
Ακούω το ασανσέρ να ανεβαίνει και βλέπω τους φίλους μου να μπαίνουν μέσα μαζί με τον αδελφό μου. <<Μία, ήρθατε>> η μητέρα μου έρχεται προς το μέρος μας και με αγκαλιάζει, <<Πως περάσατε;>> ρωτάει καθώς προχωράμε προς το σαλόνι. <<Ωραία, αν εξαιρέσεις την συμπεριφορά του Κάι>> με κοιτάζει και κουνάει το κεφάλι της. <<Μια>> φωνάζει η Άννα και την βλέπω να βγαίνει προς το μπαλκόνι και την πισίνα, <<Θα τα πούμε μετά>> λέω στην μητέρα μου και ακολουθώ τα παιδιά προς τα έξω, όμως σταματάω ένα λεπτό και χαζεύω την μαμά. Πλησιάζει τον πατέρα μου και κάθετε στο μπράτσο του καναπέ δίπλα του, ενώ εκείνος τυλίγει το χέρι του γύρω της και της χαϊδεύει την πλάτη.
Κλείνω τα μάτια μου και εύχομαι κάποια στιγμή να βρω και εγώ κάποιον που να με αγαπήσει τόσο πολύ όσο ο πατέρας μου την μαμά μου. Γνωρίζω πως δεν ήταν εύκολη η σχέση τους, πέρασαν δύσκολα, ειδικά όσον αφορά τις σχέσεις των οικογενειών μας όμως τελικά τα κατάφεραν. Δεν μου είπαν λεπτομέρειες σχετικά με το τι συνέβη ανάμεσα στους παππούδες μας, αλλά θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρή σπάνια τους έβλεπα όλους μαζί. Τώρα όμως όλα έχουν αλλάξει, κάθε χρόνο περνάμε τις γιορτές των Χριστουγέννων όλοι μαζί στο Άσπεν και κανένας δεν μιλάει για το παρελθόν. Ότι κι αν είχε συμβεί ανήκει εκεί. Στο παρελθόν. Χαμογελάω όταν ξαφνικά αισθάνομαι ένα δυνατό χέρι να τυλίγετε γύρω μου και ίσα που προλαβαίνω να δω τον Γουίλ πριν πέσω με δύναμη μέσα στην πισίνα.
Βγαίνω στην επιφάνεια και αρχίζω να βρίζω τον Γουίλ και να του πετάω νερά, όμως σταματάω καθώς το γέλιο μου βγαίνει αυθόρμητα. Τα κορίτσια πέφτουν μέσα στην πισίνα ενώ ο αδελφός μου δυναμώνει την μουσική και μπαίνει πίσω από το μπαρ για να ετοιμάσει ποτά.
Κοιτάζω τους φίλους μου και χαμογελάω, μπορεί να μην συμπαθώ τον Γουίλ όμως κατά βάθος δεν θα τους άλλαζα, για τίποτα. Είναι οι φίλοι μου και τους αγαπώ. <<Στην υγεία μας>> φωνάζει ο Γουίλ και σηκώνει ένα σφηνάκι πίνοντας το μονορούφι. <<Και στις νέες περιπέτειες της καινούργιας χρονιάς στο Γέιλ>> συμπληρώνει ο αδελφός μου και τον ακολουθεί πίνοντας και αυτός με την σειρά του.
Αναστενάζω και εύχομαι η νέα χρονιά να είναι υπέροχη, αλλά τι λέω αφού θα είμαι παρέα με την κολλητή μου σίγουρα όλα θα πάνε τέλεια. Βλέπω την φίλη μου να παίρνει φόρα να πηδάει μέσα στην πισίνα. <<Χάρβαρντ σου ερχόμαστε>> φωνάζει και σκάμε στα γέλια.
Σηκώνω το κεφάλι μου και διακρίνω τους γονείς μας να μας κοιτάζουν μέσα από τις τζαμαρίες. Εύχομαι μια μέρα να τους κάνω υπερήφανους. Η Έμιλι έρχεται δίπλα μου και με πειράζει πετώντας μου νερά και με αναγκάζει να γυρίσω το κεφάλι μου. Τελικά είναι ωραίο να έχεις φίλους. Καλούς φίλους. Φίλους που σε νοιάζονται και σε αγαπάνε και κουβαλάνε και την ίδια τρέλα μαζί σου.
ΤΕΛΟΣ
ΚΑΙ ΚΙΝΓΚ
ΜΙΑ ΚΙΝΓΚ
ΈΜΙΛΙ ΚΑΡΤΕΡ
ΓΟΥΙΛ ΚΑΡΤΕΡ
ΚΕΙΤ ΈΜΕΡΣΟΝ
ΑΝΝΑ ΜΊΛΕΡ
ΚΡΊΣΤΙΑΝ ΝΆΙΤ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top