Κεφάλαιο 65

Μάικλ.

Ενάμιση χρόνο μετά.

Μπαίνω μέσα και αφήνω τα κλειδιά μου πάνω στο τραπέζι που υπάρχει στην είσοδο και προχωράω προς το εσωτερικό του σπιτιού. 

Τα φώτα στον επάνω όροφο είναι σβηστά. 

Μετά την γέννηση του Κάι - του γιού μας μετακομίσαμε σε ένα λιγότερο επικίνδυνο σπίτι του οποίου όμως δεν του λείπει τίποτα. Είχε μόνο δυο ορόφους και η Νίκη μαζί με την Γουέντι είναι συνεχώς δίπλα στο μικρό. 

Το σπίτι παρά είναι ήσυχο. 

Την παίρνω τηλέφωνο και δεν το σηκώνει, καλώ τον αριθμό του σπιτιού δεν απαντάει κανένας. Όταν σε παίρνω θα το σηκώνεις. Όταν ο Πόλ σου δίνει το τηλέφωνο, θα απαντάς στην γαμημένη την κλήση. Δεν έχω ιδέα τι έκανα αυτή την φορά και μου κρατάει μούτρα αλλά εάν έχει τολμήσει να φύγει από το σπίτι μαζί με το παιδί μας θα την βρω και τότε αλίμονο της. Είμαι τόσο έξαλλος που άνετα σκοτώνω άνθρωπο. Αναγκάστηκα να διακόψω το ταξίδι μου στην Ουάσιγκτον και να γυρίσω πίσω επειδή εκείνη αποφάσισε να μην απαντάει στα τηλέφωνα και να με εκνευρίζει. 

Τι σκατά. Δεν έπρεπε να είχα παντρευτεί ποτέ, να είχα μείνει για πάντα εργένης. Σφίγγω τις γροθιές μου και προχωράω προς το σαλόνι ώστε να ανέβω πάνω το γραφείο μου, έχω μερικά αντικείμενα εκεί μέσα που θα την βοηθήσουν να θυμηθεί με ποιον είναι ερωτευμένη, όμως βλέπω κάποιον έξω στο μπαλκόνι και σταματάω.

Ο ουρανός είναι σκοτεινός και σταγόνες βροχής πέφτουν στα τζάμια. 

Ποιος είναι εκει;

Πλησιάζω τις μπαλκονόπορτες και βλέπω τον Πόλ - τον καινούργιο φρουρό που είχα προσλάβει μετά την γέννηση του γιού μου για να τους προσέχει όταν εγώ λείπω μαζί με τον Άνταμ. Έχει ακουμπήσει πάνω στον τοίχο και προστατεύεται από το υπόστεγο του πάνω ορόφου. Τα χέρια του είναι στο πλάι και κρατάει ένα τσιγάρο όπου διακρίνω τον καπνό να χάνετε στον αέρα, παίρνω μια ανάσα και προσπαθώ να μην σκέφτομαι το πόσο χρειάζομαι ένα τσιγάρο αυτή την στιγμή. 

Τραβάει μια τζούρα και τα μάτια του είναι στραμμένο απέναντι. 

Ακολουθώ το βλέμμα του. 

Η Γουέντι στέκετε μέχρι την μέση στην πισίνα με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μας και σταγόνες βροχής χτυπάνε το νερό και μαλλιά της κολλάνε στην πλάτη της. Αφήνω μια ανάσα που δεν είχα ιδέα πως κρατούσα. Είναι ακόμα εδώ. 

Σηκώνει τα χέρια της ψιλά και τα μάτια της είναι κλειστά, ενώ κοιτάζω στο τραπέζι που βρίσκετε κάτω από το υπόστεγο μερικά μπλοκ. Σχεδίαζε. Ξέρω πως της αρέσει να χαλαρώνει στην πισίνα μερικά βράδια την εμπνέει να κοιτάζει τον ουρανό και τα χιλιάδες αστέρια του. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που μου άρεσε αυτό το σπίτι. Τότε όμως τραβάει τα μαλλιά της στο πλάι και αποκαλύπτει την γυμνή πλάτη της και τα μάτια μου γλιστράνε προς την ραχοκοκαλιά, την μέση και τους γοφούς της. 

Το σαγόνι μου σφίγγετε και τα μάτια μου παίρνουν φωτιά. Είναι εντελώς γυμνή. 

Γυρίζω τα μάτια που προς τον Πολ που συνεχίζει να έχει καρφωμένο το βλέμμα του πάνω της. 

Όταν του έδωσα την εντολή να την προσέχει και να μην την αφήσει από τα μάτια του, δεν είχα ακριβώς αυτό στο μυαλό μου. 

Η Γουέντι γυρίζει ελάχιστα με τα μπράτσα της να σκεπάζουν τα στήθη της και ξαφνικά βλέπω τα μάτια της να είναι σκεπασμένα με μια μαύρη σατέν μάσκα. Είχαν σκεφτεί να λανσάρουν και αρκετά εσώρουχα και αξεσουάρ, όμως για πιο γαμημένο λόγο φοράει μόνο αυτό! Και ειδικά όταν εγώ λείπω. 

Κατεβάζει τα χέρια και πλησιάζει την άκρη της πισίνας, ένα μπλοκ υπάρχει εκεί και την βλέπω να το ανοίγει, το έχει καλύψει με διαφάνεια για να μην βραχεί, πιάνει το μολύβι και σχεδιάζει. 

Τα μαλλιά της πέφτουν σαν κύματα πάνω στη πλάτη της, τα στήθη της στέκονται στητά και το δέρμα είναι υγρό...

Θεέ μου είναι εξωπραγματική. Ένας κεραυνός σκίζει τον ουρανό και πλέον δεν με νοιάζει αν έχει θυμώσει και γιατί. Θέλω να μπω σε αυτή την καταραμένη πισίνα αυτή την στιγμή. 

Μπαίνω μέσα στο σπίτι και στην κουζίνα ανοίγω το ντουλάπι και βάζω ένα ποτό, πίνω μερικές γουλιές και έπειτα πιάνω ένα μήλο από την φρουτοθήκη και ένα μαχαίρι. Βγαίνω και την κουζίνα και κατευθύνομαι ξανά προς την πισίνα. 

Μόλις με αντιλαμβάνεται ο Πόλ τσιτώνετε και σβήνει το τσιγάρο του. Κοιτάζω την Γουέντι που συνεχίζει να κολυμπάει και που και που σταματάει για να σχεδιάσει. Με τρελαίνει - όπως πάντα. Νοιώθω να σκληραίνω και κοιτάζω λοξά τον Πόλ, βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως έχει καυλώσει και αυτός.  

Τον ακούω να ξεροβήχει <<Είπατε να την προσέχω συνέχεια, να μην την αφήσω από τα μάτια μου>>, κόβω μια φέτα και την τρώω, <<Συγνώμη κύριε>> λέει βιαστικά και απομακρύνετε προς τα μέσα, αλλά τον σταματάω. <<Βγάλε την ζώνη σου>>. 

Ο Πόλ σταματάει και με κοιτάζει <<Κύριε Κίνγκ;>>. 

Χώνω το μαχαίρι στο υπόλοιπο μήλο και το ακουμπάω στην γλάστρα που βρίσκετε μπροστά μου, ξεροβήχει και ακούω τον μεταλλικό ήχο καθώς λύνει την δερμάτινη ζώνη του. 

Μου την δίνει και την παίρνω. <<Εάν τολμήσεις και ξανά κοιτάξεις την γυναίκα μου, έτσι>> του λέω κοφτά <<Την επόμενη φορά που θα πάω για ψάρεμα θα χρησιμοποιήσω τις κόρες των ματιών σου για δολώματα>>. 

<<Μάλιστα Κύριε>>. 

<<Πήγαινε σπίτι σου>> λέω ξερά και τον βλέπω να απομακρύνετε ενώ στην συνέχεια ακούω την πόρτα να κλείνει. 

Προχωράω αργά στο ντεκ την πισίνας με την ζώνη στα χέρια μου. 

Μέσα στη βροχή και στο σκοτάδι... προχωράω αθόρυβα προς το μέρος της, μνήμες από το παρελθόν έρχονται στο μυαλό μου, τότε που πήδαγα κρυφά στο μπαλκόνι της και την παρακολουθούσα. Η Γουέντι ρίχνει το κεφάλι της πίσω στο νερό και έπειτα πηγαίνει ξανά προς το μπλοκ που σχεδιάζει. Αναρωτιέμαι πως μπορεί και κάνει κάτι τέτοιο με κλειστά μάτια, πως ξέρει που βαδίζει και τι σχεδιάζει. 

Γδύνομαι χωρίς να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Πετάω τα ρούχα μου κάτω, πιάνω την δερμάτινη ζώνη του Πόλ και μπαίνω στην πισίνα. Η Γουέντι σταματάει να σχεδιάζει και γυρίζει ελάχιστα το κεφάλι της προς τον ήχο, χωρίς όμως να στρίψει προς το μέρος μου. 

Ξέρει ότι είμαι εγώ. 

Τυλίγω την ζώνη στο χέρι μου και προχωράω μέσα στην θερμαινόμενη πισίνα, κοιτάζω τις σταγόνες που γυαλίζουν στους ώμους της καθώς η βροχή μουσκεύει το κεφάλι και το σώμα μου. 

Σταματάω ακριβώς από πίσω της και ακουμπάω το πιγούνι μου πάνω στο κεφάλι της. 

<<Σου έχω μια έκπληξη>> λέω και σκύβω για να αγγίξω το αυτί της με τα χείλη μου, <<Την θες;>>. 

Αλλά εκείνη δεν απαντάει και γυρίζει το κεφάλι της από την άλλη πλευρά. 

Σηκώνω το φρύδι μου και μεγαλώνω την θηλιά της ζώνης. 

<<Μάλλον πρέπει να είσαι πολύ θυμωμένη. Σε παίρνω και δεν απαντάς, σου στέλνω λουλούδια και τα αγαπημένα σοκολατάκια σου και δεν παίρνω ούτε ένα γαμημένο μήνυμα. Μπαίνω στις κάμερες και τις έχεις κλείσει...>>. Ανάθεμα με, τι σκατά με έπιασε και τις είχα δείξει την αίθουσα της ασφάλειας και το πως να διαχειρίζεται τα συστήματα ασφαλείας του σπιτιού, όμως ήθελα να γνωρίζει τα πάντα όταν εγώ λείπω από το σπίτι. 

Και πάλι αρνείται να γυρίσει. 

Κατεβάζω την  θηλιά πάνω από το κεφάλι της και την σφίγγω αναγκάζοντας το σώμα της να κολλήσει πάνω στο δικό μου. 

Πνίγει μια κραυγή και τα στήθη της ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά. 

Σκύβω ξανά προς το αυτί της και ψιθυρίζω, <<Τι έκανα πάλι;>> γρυλίζω, την στιγμή όμως εκείνη βουτάει απότομα μέσα στην πισίνα και η ζώνη γλιστράει από το χέρι μου. Σφίγγω τις γροθιές και τα δόντια μου τρίζουν καθώς τα μάτια μου την ακολουθούν. Σηκώνετε και απλώνει τα χέρια της προς την επιφάνεια ενώ δεν βγάζει την μάσκα. Αυτό μου δίνει προβάδισμα. 

Η ζώνη είναι ακόμα τυλιγμένη γύρω από τον λαιμό της και η άκρη της πέφτει στο πλάι της πλάτης της, ενώ διακρίνω τις μικρές ανάσες που παίρνει από τα χείλη της. 

<<Δεν μου μιλάς sweetheart;>> λέω και αρχίζω να την περικυκλώνω <<Μάλλον πρέπει να έχω κάνει πολύ - πάρα πολύ κακό>>. '

Τα μαλλιά της έχουν κολλήσει στο δεξί της στήθος και ήδη μπορώ να αισθανθώ τα χείλη μου πάνω τους. 

Αυτή την στιγμή χέστηκα για τον λόγο που μου έχει θυμώσει, την θέλω στο κρεβάτι μας. 

<<Έλα εδώ>> λέω και καταλαβαίνει πως πλησιάζω οπότε οπισθοχωρεί. 

<<Έλα εδώ Γουέντι>> ξανά λέω κοφτά. 

Νοιώθει τους κύκλους που κάνω γύρω της και αισθάνομαι τα χείλη μου στεγνά. 

<<Τ-ώ-ρ-α>>.

Όμως για απάντηση σηκώνει επιδεικτικά το πιγούνι της κρατώντας τα χείλη της κλειστά. 

Χαμογελάω και ελπίζω να ακούσει επιτέλους την φωνή μου κάνοντας αυτό που της ζητάω. <<Οι υποτακτικές που είχα στην ζωή μου πάντα έκαναν ότι τους ζητούσα>>.  Αυτό είναι βγάζει την μάσκα και τα μάτια της με κοιτάζουν βλοσυρά. Τινάζει τα χέρια της και με πιτσιλάει. 

Χαμογελάω πιο πλατιά και πριν προλάβει να αντιδράσει κάνω βουτιά και την αρπάζω ρίχνοντας την στον ώμο μου. <<Είσαι πολύ μεγάλος μπελάς sweetheart>> την μαλώνω και της ρίχνω μια ξυλιά στον πισινό, <<Γιατί δεν καθόμουν όπως ήμουν, όχι όμως εγώ ήθελα αυτή>>.

Την κρατάω γερά όμως εκείνη τεντώνει την πλάτη της και με σπρώχνει στο στέρνο κοιτάζοντας με βλοσυρά.

Την ακινητοποιώ και κολλάω την γλώσσα μου στην κοιλιά της γλείφοντας το νερό. Ένα βογκητό ξεφεύγει από το στόμα της, αλλά γυρίζει το κεφάλι της από την άλλη. 

Γαμώτο ο πούτσος μου είναι έτοιμος να εκραγεί, άλλα είναι πολύ περίεργο όσο κι αν με τρελαίνει αυτή η συμπεριφορά της, στην πραγματικότητα γουστάρω πολύ. Μου αρέσουν τα δύσκολα. Πιάνω λίγο δέρμα ανάμεσα στα δόντια μου και την βλέπω να κλείνει τα μάτια της ενώ αισθάνομαι τα νύχια της να χώνονται στους ώμους μου. 

<<Φώναξε μου>> ψιθυρίζω <<Πες μου κάτι>>. 

Χουφτώνω τον κώλο της και ταυτόχρονα κολλάω το στόμα μου στο στήθος της. 

<<Μου έχεις θυμώσει;>> λέω καθώς γλείφω το στέρνο της και βλέπω τις ρόγες της μυτερές και σκληρές μόνο για μένα. 

Και πάλι δεν μιλάει. 

<<Θες να φύγεις; Να χωρίσουμε; Να βρεις κάποιο άλλο καλύτερο παιδί;>>. 

Δεν θέλει άλλον. Το καλό που της θέλω να μη θέλει κάποιον άλλον. Της αρέσει όταν γίνομαι κακός και το ξέρω - το βλέπω. 

Συνεχίζει να μην μιλάει, όμως πλέον δεν με σπρώχνει. 

Χαμογελάω πονηρά, <<Μήπως θέλεις να με αγγίξεις;>>. 

Όπως θες. Μη μιλάς. 

Αρπάζω την ζώνη που κρέμεται στην πλάτη της και την τραβάω από τον λαιμό προς το μέρος μου, ενώ αρπάζω μια ρόγα με τα δόντια μου. 

<<Μάικλ>> βογκάει. 

Πρόοδος. 

Την πιπιλάω με το πάσο μου, ρουφάω το στήθος της και νοιώθω την κλειτορίδα της να πάλλεται πάνω στο δέρμα μου. 

<<Δεν με θες πια>> συνεχίζω παίζοντας και προχωράω προς την άκρη της πισίνας για να την αφήσω να σταθεί στα πόδια της. <<Με βαρέθηκες; Δεν σε ικανοποιώ πια;>>. Την κολλάω στον τοίχο και βλέπω ένα χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλη της πριν προλάβει να το κρύψει. 

<<Δεν σου αρέσει αυτό που σου κάνω, το απεχθάνεσαι;>>. 

Η ανάσα της βγαίνει βαριά και δαγκώνει το χείλος της. 

Με μια κίνηση την γυρίζω από την άλλη, τυλίγω το χέρι μου γύρω από τον  λαιμό της και την κολλάω στην άκρη της πισίνας με την καυτή ανάσα μου να πέφτει στον λοβό της. Είμαι τόσο σκληρός που ήδη τα πρώτα υγρά στάζουν. 

<<Μίλα μου>> της λέω. 

Της γυρίζω το πιγούνι και την φιλάω, νοιώθω ηλεκτροσόκ να με διαπερνάει καθώς η γλώσσα της ακουμπάει την δική μου. Χριστέ μου πονάω. Τη χρειάζομαι. 

<<Μίλα μου, σε παρακαλώ>> ψιθυρίζω στο στόμα της, αλλά τίποτα. Σιωπή. 

Δαγκώνω απαλά τα χείλη της και γλιστράω το χέρι μου στον κώλο της και την χαϊδεύω στο μικρό σημείο που ακόμα την φοβίζει. 

Το σώμα της τρέμει καθώς την σπρώχνω μπροστά και ανεβάζω το ένα της γόνατο πάνω στο σκαλοπάτι και με μια κίνηση την ρίχνω μπρούμητα πάνω στο ντεκ της πισίνας. Τρίβω με το ένα χέρι μου την κλειτορίδα της και με το άλλο τον κώλο της. Ο πούτσος μου κολλάει πίσω της, στην μικρή της τρύπα. 

Την βλέπω να ξεροκαταπίνει. 

<<Μίλα μου>> την προειδοποιώ, <<Εάν θες να με σταματήσεις...>>. 

Πρέπει να μου το ζητήσεις. Να μιλήσεις. 

Το σαγόνι της είναι σφιγμένο και κρατάει το στόμα της κλειστό, όμως δεν έχω θυμώσει. Δεν θέλω να σταματήσω. Η βροχή συνεχίζει να πέφτει πάνω μας και εγώ σκύβω πάνω στην πλάτη ρουφώντας το νερό και μπαίνω μέσα της ελάχιστα. 

Την ακούω να κλαψουρίζει την στιγμή που μπαίνω μέσα στην μικρή, σφιχτή  τρύπα της και σταματάω. 

<<Μάικλ>> ψελλίζει καθώς γνωρίζει προς τα που πηγαίνω, <<Μάικλ...>> είναι μόλις η δεύτερη φορά που κάνω κάτι τέτοιο μαζί της. 

Όμως τώρα της κλείνω το στόμα και την τραβάω πάνω μου, η πλάτη κυρτώνει τόσο όμορφα και ακόμα δεν έχω μπει ολόκληρος μέσα της. 

<<Έχασες την ευκαιρία σου να μιλήσεις μωρό μου>> ψιθυρίζω στο αυτί της, <<Τώρα είναι η σειρά μου>>. 

Γλιστράω ολόκληρος μέσα της αργά, ώστε να το απολαύσω τόσο εγώ όσο και εκείνη. Δεν θέλω να την πονέσω, αλλά μου είναι τόσο δύσκολο να κρατηθώ, θα χύσω πριν καν ξεκινήσουμε. Είναι τόσο σφιχτή. 

Μπαίνω μέχρι το τέρμα και νοιώθω την δροσιά από το δέρμα του κώλου της να κολλάει στους γοφούς μου και σταματάω για να της δώσω μια στιγμή ώστε να το συνηθίσει. Το σώμα της σπαρταράει πάνω στα χέρια μου, όμως μόλις αισθάνομαι την ανάσα της να ηρεμεί ξεκινάω να κουνιέμαι ξανά. 

Γλιστράω μέσα, έξω. Στην αρχή ρηχά και την νοιώθω να σφίγγετε γύρω μου. Θεέ μου με τρελάνει. Δεν με νοιάζει τι σκατά είχα κάνει. Και πάλι θα πετούσα ξανά από την Ουάσιγκτον για να το ξανά κάνω αρκεί να το ζητήσει. 

Λίγα λεπτά μετά την αισθάνομαι να ακολουθεί τον ρυθμό μου και με συναντάει στα μισά, κατεβάζω το χέρι μου από το στόμα της και εκπνέει. 

<<Μη μιλάς>> της λέω <<Απλός παρ' το>>. 

Κρατάω με το ένα χέρι μου τον γοφό της και με το άλλο την ζώνη ενώ γαμάω το σφιχτό κωλαράκι της και βγάζω από μέσα μου τα νεύρα που λατρεύω να μου προκαλεί. Φιλάω, πιπιλάω και δαγκώνω τον λαιμό της, και την καταβροχθίζω μπαίνοντας βαθιά μέσα της, με τον αέρα να γεμίζει από τα βογκητά της. 

<<Τα καλά παιδία της τάξεως μας, δεν κάνουν τέτοια>>, της λέω, <<Αλλά για αυτό διάλεξα εκείνη. Της αρέσει η αμαρτία όπως και σε εμένα>>.

Πιάνει με τα χέρια της το ξύλο γύρω από τη πισίνα και η ζώνη κρατάει τον λαιμό της τεντωμένο προς τα πίσω. Κοιτάζω κάτω και αντικρίζω τον πούτσο μου να μπαινοβγαίνει μέσα της και τα μουσκεμένα μαλλιά της να χτυπάνε πάνω στην πλάτη της. 

<<Πιο δυνατά>> βογκάει. 

Πιάνω το χέρι της και το βάζω στη κλειτορίδα της και βλέπω το μπράτσο της να κουνιέται γοργά καθώς τρίβετε πάνω του, την στιγμή που εγώ την γαμάω. 

Τα βογκητά της γίνονται πιο έντονα, το κορμί της τρέμει και μπαίνω πιο δυνατά τραβώντας την ζώνη όσο πιο σφιχτά μπορώ. Την ακούω να ουρλιάζει και μετά από τρεις δυνατές ωθήσεις χύσω με τους μυς μου να καίνε. 

Ω γαμώτο, καίγομαι ολόκληρος, η κοιλιά μου εκρήγνυται από την ηδονή και αφήνω την ζώνη και η Γουέντι πέφτει ξέπνοη στην άκρη της πισίνας. Αφήνω τους γοφούς της και βγάζω τα νύχια μου από τους γοφούς της. Την ακούω να κλαψουρίζει καθώς βγαίνω από μέσα της, αλλά δεν κάνω άλλη κίνηση, σκύβω και ακουμπάω το μέτωπο μου με το δικό της. <<Σε αγαπώ>> της λέω αλλά δεν απαντάει, όμως δεν έχω άλλες δυνάμεις για να συνεχίσω αυτό το παιχνίδι. 

<<Ναι εντάξει>> παραδέχομαι <<Μπορεί  να απείλησα τον Τζος...>> ψάχνω τις λέξεις που θα την κάνουν λιγότερο έξαλλη. <<Αλλά εάν συνεχίσει να σε αγγίζει... Δεν γουστάρω να σε αγγίζει κανένας, ακόμα κι αν ο άλλος είναι γκέι>>. 

<<Όλοι πρέπει να το ξέρουν αυτό, γαμώ το>>, εξηγώ. <<Θα πρέπει να σέβονται, εσένα, εμένα και την οικογένεια μας>>. Σηκώνομαι και την γυρίζω προς το μέρος μου. Τυλίγω τα πόδια της γύρω μου και μπαίνω ξανά στη πισίνα. <<Η μόνη που μπορεί να κάνει τον πατέρα του Κάι Κίνγκ να πέσει στα πόδια του είναι η μητέρα του Κάι>>. 

Θέλω όλοι να με σέβονται. Αυτό έκαναν πάντα και αυτό θα συνεχίσουν να κάνουν. Δεν θα αγγίζει κανένας την γυναίκα μου, ούτε στη μέση, ούτε και στα πόδια κι αν για να το καταλάβουν πρέπει να με φοβούνται, δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό. 

Στραβώνει τα χείλη της αλλά δεν δείχνει να εντυπωσιάζετε ιδιαίτερα, όμως δεν φαίνεται πλέον τόσο θυμωμένη όσο πριν. 

Της χαϊδεύω το μάγουλο. <<Με συγχωρείς;>>.

Αναστενάζει αργά και κουνάει καταφατικά το κεφάλι της. 

Χαμογελάω και νοιώθω να ανακουφίζομαι <<Θα μου μιλήσεις λοιπόν;>>. 

Τότε όμως κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. 

Γρυλίζω και κάνω προς τα πίσω κοπανώντας το νερό, <<Εάν δεν είναι αυτό, τότε τι στο διάολο έκανα; Γαμώ το!>>. 

Σηκώνετε και γυρίζει προς το μέρος μου. <<Κέρδισες. Κέρδισες το στοίχημα>>. 

Κάνει αναστροφή και βγαίνει από την πισίνα. 

Το στοίχημα... 

Μου παίρνει μερικά δευτερόλεπτα και τότε ξαφνικά καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάει. Το στοίχημα. Ένα χαμόγελο ζωγραφίζετε στα χείλη μου και το στήθος μου φουσκώνει. Βουτάω στην πισίνα και φτάνω δίπλα της. 

<<Και με άφησες να σε γαμήσω έτσι;>> της λέω και την σηκώνω ψιλά. Τυλίγει τα χέρια και τα πόδια της γύρω μου. 

<<Ναι γιατί το ήθελα>> λέει και τα μάγουλα της κοκκινίζουν. <<Ξέρεις πως ειδικά το πρώτο τρίμηνο σε θέλω πολύ...>> γελάω και την σφίγγω πιο δυνατά. Η αλήθεια είναι πως μετά την γέννηση του Κάι δεν πίστευα πως θα τα κατάφερνα. Της είχα πει πως ήθελα να κάνουμε κι άλλα παιδιά όσο ακόμα ήμαστε νέοι για να τα μεγαλώσουμε και όταν είναι σε ηλικία να φύγουν από το σπίτι να μπορούμε να ζήσουμε την ζωή μας, να ήμαστε αρκετά νέοι για να έχουμε όλο το σπίτι δικό μας. 

Όμως η Γουέντι δεν ήθελα αμέσως δεύτερο παιδί, ήθελε να αφοσιωθεί στον Κάι τουλάχιστον μέχρι να γίνει τριών χρονών. Έτσι βάλαμε μεταξύ μας στοίχημα. Θα έμενε έγκυος εάν μπορούσα να την αφήσω έγκυος, ενώ ταυτόχρονα έπαιρνε αντισυλληπτικά. 

Δεν ήξερα πως είχα μαγικές δυνάμεις. 

<<Δηλαδή θύμωσες επειδή είσαι πάλι έγκυος;>> την πειράζω. 

<<Θύμωσα που έχασα το στοίχημα>> φωνάζει.

Την φιλάω απαλά και την κοιτάζω, <<Μωρό μου θα έχεις ότι θέλεις>>.

<<Ταξίδια θες στην Ευρώπη θα πάμε. Μπαντζι τζαμπινγκ θα κάνουμε ότι θες>> αφού πρώτα γεννηθεί το παιδί μας φυσικά. 

<<Σ' αγαπώ>> λέει επιτέλους.

<<Χαίρομαι>>. 

Την οδηγώ προς το υπόστεγο όπου υπάρχουν πετσέτες για να σκουπιστούμε. 

<<Συγνώμη...>> λέει σιγανά <<Δεν ήθελα να σου χαλάσω το ταξίδι. Απλώς έψαχνα ένα τρόπο να σε φέρω πίσω και... να με κυνηγήσεις όπως παλιά όταν επέστρεφες>>, συμπληρώνει και χαμογελάει πονηρά. 

Πραγματικά πλέον δεν με νοιάζει. Ο Σεμπάστιαν με τον Αντρέι μπορούν να αναλάβουν τα υπόλοιπα. Μου αρέσουν τα παιχνίδια μας. Όταν ήμαστε μαζί στο κρεβάτι ή στην πισίνα ή οπουδήποτε αλλού νοιώθω σαν να ήμαστε ξανά δυο καυλωμένοι έφηβοι που ζουν την ζωής τους μέχρι το τέρμα. 

Τυλίγω μια πετσέτα γύρω μου και της δίνω και εκείνης μια, <<Ήταν φρόνιμος όσο έλειπα;>>. 

<<Ναι>> γνέφει. <<Η Νίκη είναι καταπληκτική>>. 

Της είχα προτείνει να προσλάβουμε μια νταντά για τον μικρό, αλλά δεν ήθελε μου είχε πει πως με την Νίκη τα καταφέρνουν μια χαρά, όμως σίγουρα τώρα που θα έρθει το δεύτερο παιδί θα χρειαστούν οπωσδήποτε βοήθεια. 

<<Πάμε θέλω να τον δω>>. 

Λογικά θα κοιμάται αλλά μου λείπει έχω να τον δω εδώ και πέντε μέρες. 

Εκείνη όμως σταματάει, <<Δεν... ε..>>. 

Την κοιτάζω και περιμένω να ακούσω τι έχει να πει. 

<<Δεν...>> ξεροκαταπίνει <<Δεν είναι εδώ...>>. 

Τι πράγμα;

<<Δεν είναι εδώ;>> επαναλαμβάνω <<Είναι ενάμιση χρονών Γουέντι που είναι;>>. 

<<Τον πήγε η Νίκη μια βόλτα>>. 

Η Νίκη. Τον πήγε βόλτα. Στις δυο το βράδυ;>> αρχίζω να χάνω την υπομονή μου. 

<<Όχι ακριβώς...>>. 

Από το ύφος της καταλαβαίνω όλα όσα θέλω να μάθω. 

Μετά από πέντε λεπτά ήμαστε μέσα στο αμάξι και κατευθυνόμαστε προς το σπίτι των γονιών της.<<Μη θυμώνεις>> λέει και την κοιτάζω καθώς γυρίζει προς το μέρος μου, έχει φορέσει ένα τζιν παντελόνι και τα μαλλιά της είναι ακόμα υγρά. <<Ξέρεις πως νοιώθω>>, δεν είχα πρόβλημα να βλέπουν το Κάι αλλά όταν ήμουν μαζί του η εγώ ή η Γουέντι, όχι μόνο του. <<Νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει να κρατήσουμε κοινή πορεία;>> μιας και οι γονείς μου βρίσκονται στον Καναδέ δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί αυτό μαζί τους. 

<<Έχουμε>> λέει βιαστικά <<Απλώς... δεν ξέρω>> δείχνει να νοιώθει τύψεις, <<Την λυπάμαι. Η Νίκη θα είναι συνεχώς μαζί τους, άλλωστε ο πατέρας μου πάντα δουλεύει μέχρι αργά, έχουν φτιάξει ακόμα και δωμάτιο για τον μικρό>>. Θέλω να θυμώσω με την Γουέντι. Ξέρει γιατί δεν θέλω τον Κάι κοντά στον πατέρα της. Από την άλλη όμως και εγώ, πηγαίνω πίσω από την πλάτη της και απειλώ κάποιες φορές, τον βοηθό της. Όμως τώρα μιλάμε για τον γιο μας, γαμώ το. Δεν γουστάρω να αποφασίζουν χωρίς εμένα. Δεν θέλω να κοιμάται τα βράδια εκτός σπιτιού. <<Ξέρεις ότι προσπαθούν να δείξουν το πόσο έχουν αλλάξει, απλώς πρέπει να τους δώσουμε τον χώρο για να το κάνουν>>, λέει η Γουέντι. 

<<Είχαν την ευκαιρία τους>>. 

<<Μην ξεχνάς πως και εμείς δώσαμε τόσες ευκαιρίες στις σχέση μας, αλλιώς δεν θα ήμασταν τώρα εδώ>>, ξεφυσάω και κρατάω τα μάτια μου στον δρόμο. Ανάθεμα σε. Πως σκατά καταφέρνει και με τουμπάρει πάντα. Μπορεί να έκανα μια υποχώρηση αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω το γιο μου να κοιμάται αλλού. 


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top