Κεφάλαιο 63
Μάικλ.
9 μήνες μετά.
<<Αυτό είναι πέρα από τις δυνατότητες μας>> φωνάζει ο Άντονι ο αρχιτέκτονας της λέσχη στην Ουάσιγκτον. <<Δεν γίνετε, εάν μου ζητάτε τέτοια πράγματα θα αναγκαστώ να παραιτηθώ>>.
Ντάξει, αντίο.
Απλώνω τα πόδια μου και κάθομαι αναπαυτικά στην καρέκλα και νοιώθω τους μυς μου να τεντώνονται εάν συνεχίσει έτσι θα τον διώξω μόνος μου.
<<Το εννοώ κύριε Κίνγκ. Μπορεί να με πληρώνετε αδρά αλλά αυτά είναι εξωφρενικά και ο χρόνος μας πιέζει τα εγκαίνια είναι σε έναν μήνα δεν προλαβαίνω να χτίσω ένα ακόμα όροφο!>>.
Προσπαθώ να συγκρατήσω τα νεύρα αν και μου είναι πολύ δύσκολο. Υποτίθεται πως είναι ο καλύτερος στο είδος του σε ολόκληρη την Ουάσιγκτον δεν μπορεί να χτίσει έναν γαμημένο όροφο ακόμα σε τριάντα τρείς ημέρες. Μου είχε έρθει μια ιδέα ένα βράδυ να φτιάξω έναν όροφο προσωπικό, έναν όροφο που να μπορούμε να τον χρησιμοποιούμε μόνο εμείς και οι φίλοι μας. Εδώ δεν υπήρχε δυνατότητα για κάτι τέτοιο αλλά στην νέα λέσχη τα πάντα μπορούν να γίνουν αρκεί να με υπακούν οι υπάλληλοι μου, τους οποίους πληρώνω πάρα πολλά λεφτά. Θέλω να έχουν τελειώσει όλα όσα πιο γρήγορα γίνετε, την άλλη εβδομάδα η Γουέντι μπαίνει στις κρίσιμες μέρες και θέλω να βρίσκομαι συνέχεια κοντά της. Μέχρι τα εγκαίνια δεν θέλω να με ενοχλήσουν για τίποτα.
Ρίχνω ένα λοξό βλέμμα στον Άντονι και σηκώνετε απότομα από την καρέκλα του βγαίνοντας προς τα έξω. <<Ει! Τι σκατά;>> λέει ο Σεμπάστιαν που μπαίνει την στιγμή αυτή μέσα, είχε έρθει με την Άννα και την κόρη τους για το Σαββατοκύριακο, το ίδιο και ο Άλεξ με την Νάντια η οποία μας ανακοίνωσε πως είναι δυο μηνών έγκυος. Πρέπει να τελειώσουμε ότι έχει απομείνει σχετικά με την λέσχη, να κλείσουμε όλες τις εκρεμώτητες μας. <<Τι συμβαίνει;>>.
<<Είναι τρελός>> λέει ο Άντονι <<Δεν μπορώ να συνεργαστώ μαζί του>>.
Ακούω τον φίλο μου να αναστενάζει και γελάω μέσα από τα δόντια μου. Σοβαρά τώρα κανένας από την ομάδα που μου είχε φέρει ο Κέβιν Τέρνερ δεν είναι άξιος. Όταν πρωτοείδα τα σχέδια κόντεψα να κοιμηθώ, λέσχη BDSM ανοίγουμε όχι κέντρο για μεσήλικες. Όλες οι ιδέες τους ήταν χάλια, βαρετές και δεν είχαν ίχνος μοντερνισμού. Ακόμα και για την γυάλινη εσωτερική σκάλα που έφτιαξαν αναγκάστηκα να τους τα γράψω αναλυτικά για το τι ακριβώς ήθελα να κάνουν, διότι δε μπορούν να θυμούνται όλα αυτά και να ταυτόχρονα να αναπνέουν.
<<Είναι λίγο ευέξαπτος αλλά με το καιρό θα αλλάξει>> εξηγεί ο Σεμπάστιαν στον Άντονι, <<Απλώς χρειάζεται λίγη υπομονή>>.
<<Υπομονή;>> γκρινιάζει ο Άντονι, <<Διαολόστειλε όλη την ομάδα μου και κόντεψε να τους δείρει>>.
<<Εάν ήθελα να τους δείρω θα το είχα κάνει ήδη και αυτή την στιγμή όλοι θα ήσασταν στο νοσοκομείο>>, γρυλίζω χαμηλόφωνα.
<<Παραιτούμαι>> λέει ο Άντονι και μαζεύω τα χαρτιά που βρίσκονται μπροστά μου.
<<Έλα τώρα Άντονι, δεν το εννοείς>>.
<<Ας τον να φύγει>> απαντάω στον φίλο μου και με κοιτάζει άγρια.
Ο Άντονι βγαίνει κλείνοντας την πόρτα πίσω του με δύναμη και ο Σεμπάστιαν με κοιτάζει έξαλλος, <<Πως σκατά τα καταφέρνεις και τον κάνεις κάθε φορά έξω φρενών;>> ρωτάει ο κολλητός μου και κάθετε ακουμπώντας πάνω στο γραφείο απέναντι μου. <<Δεν φταίω εγώ αυτοί είναι ηλίθιοι και δεν καταλαβαίνουν μια απλή οδηγία>>.
<<Μάικλ...>> λέει αλλά κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά. Σταμάτα επιτέλους. Πρέπει να δω τα τελικά σχέδια και να μιλήσω με την Τζωρτζίνα ώστε να δω τι έκανε με τους προμηθευτές και τι κέτερινγκ για την ημέρα των εγκαινίων και αν στάλθηκαν όλες οι προσκλήσεις. Έπρεπε να χωρέσω στο πρόγραμμά μου μια συνέντευξη με ένα από τα μεγαλύτερα περιοδικά της Ουάσιγκτον και να ελέγξω ξανά το σύστημα ασφαλείας ώστε όλα να δουλεύουν σωστά.
<<Δεν μπορείς να τους ζητάς να χτίσουν έναν ακόμη όροφο μέσα σε ένα μήνα, να το επιπλώσουν και να είναι τέλειο πριν τα εγκαίνια. Όσο κι αν μου αρέσει η ιδέα σου ακόμα και εγώ ξέρω πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ακόμα και χίλια άτομα να δουλέψουν δεν πρόκειται να προλάβουν τις ημερομηνίες>>. Σταματάει να μιλάει και με πλησιάζει. <<Έχεις εξαντληθεί χαλάρωσε, δεν μπορώ να πιστέψω ότι το λέω αλλά ίσως πρέπει να αρχίσεις ξανά το κάπνισμα>>.
Σηκώνω το φρύδι μου και τον κοιτάζω, είχα υποσχεθεί στην Γουέντι να το κόψω μιας και δεν είναι υγιεινό ο καπνός μέσα σε ένα σπίτι που θα ζει το παιδί μας. Αλλά δεν το είχα κόψει, τελείως. Και μάλλον δεν θα το έκανα ποτέ.
<<Θα μιλήσω εγώ με τον Άντονι, θα φροντίσω πρώτον να μη παραιτηθεί και δεύτερον θα του πω πως δεν έχεις πρόβλημα να μην είναι έτοιμο μέχρι τα εγκαίνια αρκεί όλα να γίνουν βάση των σχεδίων. Θα πετάξω εγώ μέχρι την Ουάσιγκτον>>.
Τον αγριοκοιτάζω όμως δεν έχει άδικο, εάν ο Άντονι έφευγε θα είχαμε μεγάλο πρόβλημα. Δεν θα κατάφερναν να βρω κάποιον αντικαταστάτη και εάν έβρισκα σίγουρα δεν θα είναι τόσο καλός όσο αυτός. Ανάθεμα!
Ο Σεμπάστιαν όμως συνεχίζει, <<Θα μιλήσου και με τους άλλους, ο Άλεξ μπορεί να μείνει στην Ουάσιγκτον για καμία βδομάδα να επιβλέπει τις ετοιμασίες και πρέπει επιτέλους να βρούμε άτομα, δεν μπορεί η Τζωρτζίνα να αναλαμβάνει τα πάντα. Χρειαζόμαστε υπεύθυνο γραφείου και σίγουρα μια γραμματέα για εκεί, όσο κι αν εκτιμώ την Τζωρτζίνα κοντεύει να πέσει κάτω>>.
<<Κάνε ότι θες, μη με πρήζεις>>, ξέρω πως όλα όσα λέει είναι σωστά αλλά αυτή την στιγμή δεν έχω τον χρόνο για να τα κάνω. Μετά τον γάμο μου με την Γουέντι είχαμε πέσει με τα μούτρα στην κατασκευή της λέσχης που δεν είχαμε προλάβει να πάμε ούτε γαμήλιο ταξίδι και μετά ήταν όλο και πιο δύσκολα να ταξιδέψουμε ειδικά μακριά μιας και κουραζόταν αρκετά. Της χρωστάω ένα ταξίδι.
<<Πάμε να πιούμε έναν καφέ πάνω, βγες και λίγο από αυτούς τους τέσσερις τοίχους>>, ο Σεμπάστιαν κάνει μεταβολή και πηγαίνει προς την πόρτα, αλλά ξαφνικά σταματάει και βγάζει το κινητό του από την τσέπη.
<<Ω γαμώτο>> λέει <<Που σκατά είναι το κινητό σου;>.
<<Γιατί;>> τον ρωτάω.
<<Γιατί ήρθε η ώρα>>.
<<Η ώρα για πιο πράγμα;>>
Κοιτάζει το κινητό του και χαμογελάει <<Απ' ότι φαίνεται και η γυναίκα σου θέλει να είναι μπροστά από το πρόγραμμα>> λέει και γυρίζει προς τα εμένα. <<Γεννάει, την πήγαν στο νοσοκομείο πριν από μιάμιση ώρα. Που σκατά είναι το γαμημένο το κινητό σου;>>.
Μου κόβονται τα πόδια και αν δεν καθόμουν ήδη θα είχα πέσει κάτω. Τι; Αρχίζω να ψάχνω γύρω μου, πάνω στο τραπέζι και στις τσέπες μου. Το βγάζω από το παντελόνι μου και πατάω το κουμπί, αλλά δεν ανάβει.
<<Γαμώτο έπεσε η μπαταρία. Που είναι;>> φωνάζω, αλλά εκείνος γελάει μάλλον ξεχνάει σε τι κατάσταση ήταν εκείνος όταν γεννούσε η Άννα. <<Στο νοσοκομείο είναι πάμε>>, σηκώνομαι πάνω και ορμάω έξω από το γραφείο ενώ τον ακούω να ενημερώνει την Τζωρτζίνα καθώς βγαίνουμε από την έξοδο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top