Κεφάλαιο 53
<<Δεν μπορείς να μένεις κλεισμένη μέσα στου τέσσερις τοίχους πρέπει να βγεις>> η Αλεξάνδρα πετάει τα σκεπάσματα από πάνω μου και με αγριοκοιτάζει.<<Αφήστε με ήσυχη>> λέω και απευθύνομαι τόσο στην φίλη μου όσο και στη Άννα με την Νάντια, οι οποίες είχαν έρθει μαζί με τους άντρες τους για επαγγελματικούς λόγους. <<Θα' θέλες. Αλεξάνδρα τράβα>> φωνάζει η Άννα και με αναγκάζουν να σηκωθώ. <<Ω Θεέ μου>>, τα κορίτσια κοιτάζουν τα πρησμένα μάτια μου, με τους μαύρους κύκλους, καθώς και τα ανακατεμένα μαλλιά μου. <<Χρειαζόμαστε βοήθεια, πολλή βοήθεια>> σχολιάζει η φίλη μου και της ρίχνω ένα λοξό βλέμμα. <<Μπορώ να μείνω μέσα και να μην χρειαστεί βοήθεια>>.
<<Σκάσε και σήκω, χρειάζεσαι ένα ντουζ αμέσως>> ξεφυσάω και πατάω στο παγωμένο πάτωμα, προχωρώντας προς το μπάνιο, όσο πίσω μου η Άννα με την Νάντια μπαίνουν μέσα στην ντουλάπα προσπαθώντας να βρουν ρούχα. Δεν είχα καταφέρει να μετακομίσω τα υπόλοιπα πράγματα από το σπίτι του Μάικλ και ο λόγος είναι πως δεν θέλω να πέσω πάνω του.
Μπαίνω κάτω από το ζεστό νερό και το αφήνω να κυλίσει πάνω στο κορμί μου, κλείνω τα μάτια μου χαλαρώνοντας έστω και για λίγο.
<<Τι είναι αυτό;>> ρωτάω κοφτά.
<<Φόρεμα>>.
<<Εννοείς ότι απέμεινε από το φόρεμα>>.
Η Άννα μου ρίχνει ένα λοξό βλέμμα και κοιτάζει προς την Αλεξάνδρα.
<<Στην ντουλάπα σου ήταν>> σχολιάζει η φίλη μου και κοιτάζω το ρούχο που κρατάει στα χέρια της.
<<Στην δική μου αποκλείεται, δεν θυμάμαι να έχω κάτι τέτοιο>>.
<<Λες να το έφερα από το σπίτι μου ή η Άννα από το Λος Άντζελες;>> ο τόνος της είναι κοροϊδευτικός και ξεφυσάω
<<Δεν το φοράω αυτό. Είναι κοντό, όλη η πλάτη είναι έξω και...>>
<<Και είναι το τέλειο φόρεμα για μετά τον χωρισμό>>, η Άννα με την Νάντια προσπαθούν να κρύψουν το γέλιο τους, καθώς είμαι στο τσακ να σκοτώσω την φίλη μου.
<<Δεν σκέφτομαι να βρω καινούργιο γκόμενο Αλεξάνδρα και δεν έχω καμία διάθεση να βγω, σας το είπα και πριν>>.
<<Και τι θα κάνεις θα μένεις μέσα για πάντα, κλαίγοντας για έναν μαλάκα>>.
<<Είναι κολλητός του άνδρα σου και των κοριτσιών>> λέω και την κοιτάζω.
<<Και; Αυτό τον κάνει λιγότερο μαλάκα; Μπα δεν το νομίζω. Κάτσε, δεν έχουμε όλο το βράδυ, θέλω επειγόντος ένα ποτό>>. Η Αλεξάνδρα μου δείχνει την καρέκλα δίπλα της και κάθομαι ξεφυσώντας.
Το μαύρο, μίνι φόρεμα ίσα που καλύπτει τους γοφούς μου, όλη η πλάτη μου είναι εκτεθειμένη και με μια απότομη κίνηση μπορεί να φανεί το στήθος μου. Υπέροχα. Η Άννα στέκετε απέναντι μου τελειώνοντας το μακιγιάζ μου, ενώ έχει φορέσει ένα μίνι σμαραγδί φόρεμα που καλύπτει την ελάχιστα φουσκωμένη κοιλιά της. Απορώ πως ο Σεμπάστιαν την άφησε να βγει μαζί μας και ταξίδεψε από το Λος Άντζελες μέχρι εδώ, ίσως να είχαν πολύ σημαντικά επαγγελματικά θέματα να συζητήσει με τους άλλους. Η Αλεξάνδρα με την Νάντια έχουν επιλέξει φορέματα σε μαύρη απόχρωση και ποιο στενά από της Άννα, αλλά ποιο μαζεμένα από το δικό μου.
<<Έτοιμη>> κοιτάζω το έντονο μακιγιάζ στο πρόσωπο μου και καταπίνω, εάν με έβλεπαν οι γονείς μου έτσι σίγουρα θα με μάλωναν, αλλά ξέχασα, ο πατέρας μου με αποκλήρωσε, δεν ανήκω πλέον στην οικογένεια, οπότε μάλλον μπορώ να φορέσω ότι θέλω.
Φοράω τα Christian Louboutin πέδιλα μου και ακολουθώ τα κορίτσια προς την έξοδο, ένα μαύρο αμάξι μας περιμένει απ' έξω και μπαίνουμε μέσα. Κάθομαι αναπαυτικά σε μια από τις θέσεις με τα κορίτσια δίπλα μου, ακούω την μηχανή του αυτοκινήτου να παίρνει μπροστά και ο οδηγός μας, ξεκινάει. Γυρίζω το κεφάλι μου προς το παράθυρο και κοιτάζω τους πολυσύχναστους δρόμους της Νέας Υόρκη και δυστυχώς μόλις είναι πολύ αργά αντιλαμβάνομαι που βρισκόμαστε.
<<Τι σκατά κάνουμε εδώ;>> ρωτάω άγρια καθώς το αμάξι περνάει την είσοδο της λέσχης.
<<Βγαίνουμε να διασκεδάσουμε, τα κορίτσια πρόσφατα ανακάλυψαν τον χώρο και τους άρεσε>> λέει η Αλεξάνδρα και τα μάγουλα τους κοκκινίζουν. Αυτό μου έλειπε τώρα να έρθω στο στόμα του λύκου.
<<Δεν θέλω να τον δω>> λέω κοφτά και τα μάτια τους πέφτουν πάνω μου.
<<Δεν θα είναι εδώ, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να μάθει ότι εσύ ήρθες και πέρασες καλά>>, συνοφρυώνομαι προσπαθώντας να καταλάβω που το πάει. <<Για ποτό ήρθαμε ή για... Αλεξάνδρα τι σκατά έχεις στο μυαλό σου;>> φωνάζω έξαλλη. <<Τίποτα, χαλάρωσε. Θα πιούμε μερικά ποτά, θα χορέψουμε, θα διασκεδάσουμε και αν θέλουμε κάτι άλλο...>>.
<<Δεν θέλω κάτι άλλο, ειδικά απ' τους άνδρες που κυκλοφορούν εδώ μέσα!>>. Αυτό μου έλειπε τώρα, να γίνω Υποτακτική κάποιου άλλου ή να περάσω το βράδυ με κάποιον που δεν γνωρίζω. Έχω ήδη αρκετά προβλήματα δεν χρειάζομαι περισσότερα.
Το αμάξι σταματάει και κατεβαίνουμε, παίρνω μια ανάσα και κοιτάζω το τεράστιο γυάλινο κτήριο που απλώνετε πάνω από το κεφάλι μου. Την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ άκουσα τον Μάικλ να μιλάει με τον πατέρα μου και έπειτα χωρίσαμε. <<Πάμε>> η Αλεξάνδρα με τραβάει προς το εσωτερικό και δεκάδες μάτια γυρίζουν προς το μέρος μας. Φτάνουμε στο ασανσέρ και ανεβαίνουμε στον τελευταίο όροφο, εκεί όπου βρίσκετε το κλαμπ. <<Χαλάρωσε>> ψιθυρίζει η φίλη μου στο αυτί μου, αλλά μου είναι δύσκολο. Σε κάθε βήμα μου κοιτάζω γύρω μου, μήπως και φανεί ο Μάικλ. Εάν αν γνώριζα πως θα έρθουμε εδώ, σίγουρα δεν θα συμφωνούσα, ούτε θα διάλεγα το συγκεκριμένο φόρεμα.
Ο χώρος είναι σκοτεινός και όλοι διασκεδάζουν, ενώ η μουσική παίζει δυνατά, αν και πρόκειται για μια BDSM λέσχη μπορεί να έρθει όποιος θέλει, τουλάχιστον στον χώρο του κλαμπ. <<Τρεις τεκίλες και ένα χυμό>> λέει η Νάντια στον μπάρμαν και γυρίζει προς το μέρος μας, <<Σκεφτείτε πως ο χώρος ανήκει στους άνδρες μας, οπότε μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε>>. Την κοιτάζω χωρίς να καταλαβαίνω εάν όντως το εννοεί αυτό, η λέσχη όντως ανήκει σε αυτούς, αλλά δεν νομίζω να χαρούν εάν μας δουν εδώ μέσα.
Την βλέπω να αρπάζει την Αλεξάνδρα οδηγώντας την προς το κέντρο του δωματίου εκεί όπου όλοι χορεύουν. Κάτι μου λέει πως έκανα τεράστιο λάθος που τις άκουσα. Πιάνω το ποτό μου και πίνω μια γερή δόση για να χαλαρώσω. <<Σφηνάκια>> φωνάζει πάνω από την μουσική η Αλεξάνδρα ώστε να την ακούσει ο μπάρμαν και αρπάζει το ποτό της για να πιεί.
<<Χαλάρωσε, ξέχνα ότι είσαι εδώ και κοίτα γύρω σου>>, κοιτάζω ερωτηματικά την Άννα και με σκουντάει προς τα αριστερά. Τα μάτια μου πέφτουν στον άνδρα που κάθετε λίγα μέτρα μακριά μου στο μπαρ. Καστανά μαλλιά και μάτια και γυρίζω το βλέμμα μου αλλού. <<Ξέχνα το!>> λέω κοφτά στην Άννα, η οποία χαμογελάει πονηρά, πριν προλάβω όμως να μιλήσω νοιώθω την ατμόσφαιρα να παγώνει σαν να έπεσε η θερμοκρασία ξαφνικά δέκα βαθμούς.
Η Άννα σηκώνει το βλέμμα της και καταπίνει, ο άνδρας ξεροβήχει πίσω μου και γυρίζω προς το μέρος του. Αν και φοράω δωδεκάποντα με περνάει τουλάχιστον δέκα πόντους. Τα μάτια του πέφτουν πάνω μου και χαμογελάει αχνά, <<Αλεξάνδρο Ρομανόφ>> απλώνει το χέρι του και του δίνω το δικό μου, αλλά αντί για χειραψία το ανεβάζει στα χείλη του και το φιλάει απαλά. Κοιτάζει προς το κέντρο του χώρου και νοιώθω για ακόμη μια φορά το χέρι της Άννα να με σκουντάει.
<<Άννα>> λέω κοφτά και χαμογελάω σφιχτά. <<Ένας χορός είναι δεν θα σε φάει>> λέει στο αυτί μου και ξεφυσάω, καθώς δεν θέλω να δημιουργήσω σκηνή. Αυτό το βράδυ γίνετε όλο και χειρότερο. Ο άνδρας με οδηγεί προς το κέντρο και περνάει το χέρι του γύρω μου, γαμώτο. Το σώμα του είναι στιβαρό και προσπαθώ να κρατήσω τις αποστάσεις μου. Έπρεπε να έχω μείνει σπίτι όπως τόσες μέρες, και να κλαις την μοίρα σου, σχολιάζει το υποσυνείδητο μου. Όσο κι αν προσπαθούσα να ξεχάσω τον Μάικλ μου είναι αδύνατον, ειδικά όταν βγαίνω να διασκεδάσω στην δική του λέσχη και το μόνο που έρχεται στο μυαλό μου είναι εικόνες από τις φορές που βρέθηκα εδώ μαζί του.
<<Τόσο βαρετός είμαι;>> σηκώνω τα μάτια μου και κοιτάζω τον άνδρα απέναντι μου. <<Ω όχι... συγνώμη εγώ...>> χαμογελάει αποκαλύπτοντας την τέλεια οδοντοστοιχία του. <<Πλάκα κάνω>>, λέει και τα μάγουλα μου κοκκινίζουν. <<Συγνώμη αλλά δεν νομίζω να είμαι καλή παρέα, έχω κάποια προσωπικά ζητήματα...>>.
<<Ποιος μπορεί να στενοχωρεί μια τόσο όμορφη γυναίκα;>> ανοιγοκλείνω τα μάτια μου ξαφνιασμένη από το σχόλιο του. <<Σε... ευχαριστώ>>, λέω προσπαθώντας να είμαι ευγενική. <<Αλήθεια τι κάνει μια γυναίκα σαν κι εσένα σε ένα τέτοιο μέρος;>> καθαρίζω τον λαιμό μου καθώς ο άνδρας με κρατάει σφιχτά και ακολουθώ τον ρυθμό του. Αισθάνομαι το χέρι του να γλιστράει στην πλάτη μου και σταματάει πάνω στην καμπύλη του κώλου μου. Είναι αρκετά χαμηλά για να τραβήξει τα βλέμματα γύρω μας, αλλά αρκετά ψηλά ώστε να μην γίνει απρεπής.
Το σώμα μου σφίγγετε ενστικτωδώς, δεν έχω συνηθίσει να με αγγίζει άλλος εκτός από τον Μάικλ και το κορμί μου αντιδράει. <<Βγήκα με τις φίλες μου>>, λέω προσπαθώντας να δείχνω όσο πιο άνετη μπορώ, ο Αλεξάνδρο με κοιτάζει και παίρνω μια ανάσα. <<Η λέσχη ανήκει στους συζύγους τους>>, δεν ξέρω γιατί το είπα αυτό, όμως τα μάτια του ανοιγοκλείνουν και συνοφρυώνεται ελάχιστα. Δεν μιλάει με κοιτάζει και έπειτα τα μάτια του πέφτουν πίσω μου. Πάω να ανοίξω το στόμα μου, αλλά ένα ζεστό, γνώριμο χέρι προσγειώνετε στον ώμο μου.
<<Πάρε τα χέρια σου από την αρραβωνιαστικιά μου Ρομανώφ>>. Σκοτεινή και επιθετική φωνή. Η διαταγή έρχεται με τόσο κίνδυνο σαν ένα ηφαίστειο που εκρήγνυται. <<Ζητώ συγνώμη>> ο Αλεξάνδρο με απελευθερώνει με μια αυτάρεσκη έκφραση στο πρόσωπο του, <<Δεν γνώριζα...>>.
<<Δεν μου καίγεται καρφί τι γνώριζες και τι όχι. Αν ακουμπήσεις ξανά την Γουέντι θα σε σκοτώσω>>. Η θανατηφόρα δήλωση του κάνει την ραχοκοκαλιά μου να παγώσει. Ξεκάθαρη. Ζωώδη. Ειλικρινής.
Τα μάτια του άνδρα τρεμοπαίζουν ελάχιστα και χαμογελάει αχνά. <<Το κατάλαβα. Καλή συνέχεια>>, λέει και απομακρύνεται. Είμαι όμως αρκετά σοκαρισμένη ώστε να μιλήσω. Αισθάνομαι τον Μάικλ να με πιάνει και να με στριφογυρίζει.
<<Τι κάνεις εδώ;>> ρωτάω και τα πόδια μου τον ακολουθούν ενστικτωδώς. Η παρουσία του μέσα στον χώρο είναι τόσο δυνατή, η μυρωδιά του τρυπώνει στην μύτη μου κυριεύοντας με. Το γαρύφαλλο γεμίζει τα σωθικά μου και αισθάνομαι να χάνω την αυτοκυριαρχία μου, ενώ σταματάω να αναπνέω μόλις τα βλέμματα μας ενώνονται.
Ξανθά μαλλιά. Μπλε μάτια. Γραμμωμένο, σφιχτό σώμα. Αισθησιακά χείλη.
Έχουν περάσει μόλις έξι μέρες από την τελευταία φορά που τον είδα, όμως είναι πιο όμορφος απ' όσο θυμόμουν.
<<Αν θυμάσαι η λέσχη μου ανήκει>> λέει και διακρίνω μια μικρή νευρικότητα στην φωνή του. Ο Μάικλ δεν είναι ποτέ νευρικός. <<Ξέρεις τι εννοώ. Τι κάνεις εδώ, χορεύοντας μαζί μου;>> η παλάμη του καίει την δική μου και θέλω όσο τίποτα άλλο να απομακρυνθώ όμως όλοι μας κοιτάζουν.
<<Διότι είσαι η αρραβωνιαστικιά μου και ήρθες στην δική μου λέσχη, πιστεύεις πως θα έχανα την ευκαιρία να σε δω>> τα λόγια του καρφώνονται στην καρδιά μου κάνοντας την να χτυπήσει δυνατά.
<<Δεν είμαι πια αρραβωνιαστικιά σου>>.
Ο Μάικλ σώπασε.
Με μια γρήγορη ματιά μοιάζει με έναν επιχειρηματία που βγήκε να διασκεδάσει στην λέσχη του, φορώντας το μαύρο κουστούμι του που τονίζει τους φαρδύ ώμους του και τους σμιλεμένους μυς του. Όμως με μια κοντινή ματιά μπορώ να δω τους αμυδρούς κύκλους κάτω από τα μάτια του και το κράτημα του είναι δυνατό.
<<Τσακωθήκαμε>> λέει με χαμηλή φωνή, <<Ποτέ δεν χωρίσαμε επίσημα>>.
Αισθάνομαι την καρδιά μου να φτερουγίζει και ένα κύμα δυσπιστίας ξεπηδάει από μέσα μου ακολουθούμενο από σοκ και ταραχή.
<<Ναι χωρίσαμε. Έφυγα από το σπίτι, σου έδωσα πίσω το δώρο σου - τα σκουλαρίκια, μετακόμισα>> περίπου. Κανονικά έπρεπε να είχα πάρει τα υπόλοιπα πράγματα, αλλά δεν είχα βρει την δύναμη. <<Στον κόσμο μας αυτό σημαίνει χωρισμός και δεν έχουμε μιλήσει καν για την διαμάχη ανάμεσα σε εσένα και τον πατέρα μου>>.
Η διαφορά ανάμεσα σε αυτόν τον Μάικλ και στον άλλον που με είδε να φεύγω πριν λίγες μέρες είναι τόσο έντονη, που κάλλιστα θα σκεφτόμουν πως τον έχουν απαγάγει εξωγήινοι και έχω μπροστά μου κάποιο ομοίωμα του.
<<Ναι ήθελα να σου μιλήσω για αυτό>> ξεροκαταπίνει και βλέπω την νευρικότητα του στο πρόσωπο του. <<Τα σκάτωσα. Συγνώμη Γουέντι. Είπα πολλά πράγματα που δεν έπρεπε και τώρα... τώρα προσπαθώ να τα διορθώσω>>.
Οι λέξεις του απλώνονται στον αέρα γύρω μου, και με κάποιον τρόπο εισχωρούν στην διαλυμένη καρδιά μου. Το μυαλό μου προσπαθεί να τα επεξεργαστεί, όμως η καρδιά μου ήδη έχει μπερδευτεί.
Δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Όχι εδώ με τόσο κόσμο γύρω μας.
<<Μην ανησυχείς, όπως είπες και εσύ ήταν απλώς δουλειά>> λέω με δυσκολία.
<<Sweetheart>>.
Ο λαιμός μου σφίγγετε και ο τα πάντα γύρω μου εξαφανίζονται.
Είναι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να ξεστομίσει αυτή την λέξη τόσο απλά και οδυνηρά σαν να είναι, υποκατάστατο για μιας άλλης σειράς λέξεων ,που φοβόμαστε να πούμε. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και καθαρίζω τον λαιμό μου. <<Έφυγα πριν από έξι μέρες και τότε αν δεν κάνω λάθος χάρηκες που με άφησες να φύγω, περιμένεις να πιστέψω πως ξαφνικά έκανες στροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, τι άλλαξε;>>.
<<Όχι δεν περιμένω να με πιστέψεις. Τουλάχιστον όχι τώρα. Όμως ελπίζω να το κάνεις...>> λέει ήρεμα. <<Σου ζητώ συγνώμη που έμαθες την αλήθεια με αυτόν τον τρόπο, έπρεπε να στην είχα πει εγώ νωρίτερα, όμως...>> ξεροκαταπίνει και παίρνει μια ανάσα. <<Δεν ήμουν έτοιμος να σε αφήσω να φύγεις και ήξερα πως αν μάθαινες την αλήθεια θα έφυγες. Απομακρύνθηκα μετά το ταξίδι μας στο Άσπεν και έπεισα τον εαυτό μου ότι με αυτόν τον τρόπο θα σε διευκολύνω, όταν μάθεις την αλήθεια, όταν απλώς ήθελα να τα έχω όλα. Και να σε κρατήσω κοντά μου και να εκδικηθώ τον πατέρα σου>>.
<<Μισούσα τον πατέρα σου Γουέντι. Ακόμα τον μισώ. Και μαζί με αυτό μισούσα την ιδέα ότι θα κέρδιζε με οποιονδήποτε τρόπο ακόμα... ακόμα και μένοντας μαζί σου με τον τρόπο που ήθελα. Ξέρω πως δεν είναι το καλύτερο επιχείρημα μου, όμως είναι η αλήθεια. Ναι εξαναγκάστηκα να σε παντρευτώ, όμως όσα έγινα μετά και όσα έχουν προηγηθεί τα προηγούμενα χρόνια, οι στιγμές μας, οι συζητήσεις μας, το ταξίδι στο Άσπεν κανείς δεν με υποχρέωσε να τα κάνω. Ήταν όλα αληθινά>>.
<<Ήμουν πολύ ηλίθιος που πίστεψα έστω και για μια στιγμή πως θα μπορούσα να τα ξεπεράσω ή να ξεπεράσω εσένα όταν...>> η φωνή του χαμηλώνει και γίνετε ψίθυρος δίπλα στο αυτί μου. <<Όταν λείπεις έξι μέρες και νοιώθω λες και έχει περάσει μια αιωνιότητα μακριά σου>>.
Μου κόπηκε η ανάσα. Οι πνεύμονες μου αδειάζουν από οξυγόνο και δεκάδες πεταλούδες προσγειώνονται στο στομάχι μου. Ένας μικρός λυγμός πάει να βγει από το στόμα μου, αλλά προλαβαίνω και τον μαζεύω πριν να είναι αργά. Κανένας δεν είναι κοντά μας και όλοι έχουν σταματήσει να μας κοιτάζουν πια. Δεν έχω περιθώρια όμως να χάσω την αυτοκυριαρχία μου, όχι εδώ, καθώς σίγουρα θα κατέρρεα.
<<Άρα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ακόμα μισείς τον πατέρα μου και αν παντρευτούμε θα βγει κερδισμένος>> αποφεύγω να μιλήσω για τον καυγά με τον πατέρα μου και ότι ακολούθησε.
<<Όχι, κάνεις λάθος. Κάτι έχει αλλάξει. Νόμιζα ότι μπορούσα να ζήσω χωρίς εσένα, όπως έκανα πάντα τόσα χρόνια, δεν είχα ανάγκη ποτέ καμία. Πίστευα πως η εκδίκηση μου, σημαίνει περισσότερα απ' ότι τα συναισθήματα μου για εσένα και μου πήρε μόλις λίγες μέρες - γαμώτο λίγες ώρες, ώστε να καταλάβω πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Σε άφησα να ηρεμήσεις λίγες μέρες ελπίζοντας να χαλαρώσεις και να με ακούσεις. Όμως...>>. Καταπίνει αυτή την φορά με μεγαλύτερη δυσκολία.
<<Όμως που να πάρει, σε αγαπώ Γουέντι. Περισσότερο απ' ότι θα μπορούσα να αγαπήσω ποτέ κάποια και περισσότερο απ' όσο θα μπορούσα να μισήσω τον πατέρα σου και πίστεψε με δεν πίστευα ότι είχα την δυνατότητα να αγαπήσω κάποια ποτέ, δεν είχα ποτέ καρδιά....>>.
Η καρδιά μου εκτινάσσετε στα ύψη και το στομάχι μου κάνει κωλοτούμπες.
Σε αγαπώ Γουέντι.
Η λέξεις κάνουν ηχώ στο κεφάλι μου.
Και εγώ σε αγαπώ.
Μόνο που δεν μπορώ να το πω δυνατά - όχι ακόμα τουλάχιστον.
<<Εσύ και εγώ θα ήμαστε μαζί αυτή την φορά. Θα τα καταφέρουμε. Αρκεί, αν.... αν θέλεις>>.
Γαμώτο, το κεφάλι μου πάει να σπάσει.
Μπορούσαμε να ξεπεράσουμε τόσο εύκολα όσα είχαν γίνει; Όμως μοιάζει να είναι ειλικρινής...
Αγαπώ τον Μάικλ - πάντα το έκανα. Μπορώ να τον συγχωρέσω; Να τον εμπιστευτώ;
Θα τα καταφέρουμε. Αρκεί, αν.... αν θέλεις.
Η καρδιά μου είναι έτοιμη να σπάσει και τα πνευμόνια μου χρειάζονται οξυγόνο. Απομακρύνομαι από κοντά του και καταπίνω. <<Εγώ... εγώ... με συγχωρείς θέλω... χρειάζομαι... αέρα>>. Πριν προλάβει να με σταματήσει διασχίζω την αίθουσα και προχωράω προς το ασανσέρ πατάω το κουμπί και τον βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου, γαμώτο, κοιτάζω τις σκάλες και αποφασίζω να κατέβω. Ρίχνω μια ματιά πίσω μου και εντοπίζω τα κορίτσια, τα βλέμματα μας ενώνονται και με ακολουθούν και αυτές.
Γαμώτο δεν μπορεί να βρει κάποιος μια στιγμή ηρεμίας εδώ μέσα. Κατεβαίνω τις σκάλες και διασχίζω τους διαδρόμους προσπερνώντας πόρτες κλειστές και δωμάτια. Επιταχύνω το βήμα μου καθώς δεν ξέρω εάν με ακολουθούν, μια ξύλινη πόρτα με ανάγλυφα στοιχεία διακρίνετε στο βάθος και κατευθύνομαι προς το μέρος της. Μπορώ να κρυφτώ για λίγο, σε περίπτωση που με ακολουθούν ακόμα. Γυρίζω το πόμολο και προς έκπληξη μου ανοίγει, μπαίνω μέσα και κοκαλώνω. Είναι σαν το δωμάτιο όπου με είχε πάει ο Μάικλ όμως αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο, με περισσότερα κρεβάτια και ένα τεράστιο γυάλινο μπαρ στα αριστερά μου. Το δωμάτιο φωτίζεται μόνο από τα αναμμένα κεριά που υπάρχουν, αλλά είναι αρκετό για να βλέπω που πατάω.
Μάλλον δεν θα έπρεπε να βρίσκομαι εδώ, καλύτερα να φύγω, όμως ξαφνικά ακούω την πόρτα να κλείνει πίσω μου. Πετάγομαι και γυρίζω.
Σηκώνω το βλέμμα μου και αντικρίζω τον Αντρέι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top