Κεφάλαιο 49
Μάικλ.
<<Κάποιος έπρεπε να πληρώσει, όμως θα έπρεπε να σε ενδιαφέρει. Αυτή η σχέση ξεκίνησε πριν από τριάντα χρόνια και εάν δεν τους είχα πάρει χαμπάρι ακόμα θα συνέχιζαν να πηγαίνουν τάχα ταξιδάκια και να βρίσκονται κρυφά στο Άσπεν. Ο Φίλιπ πρέπει να πληρώσει για ότι έκανε κανένας δεν κερατώνει τον Έντουαρντ Σάτον>>. Τα μάτια του Σάτον λάμπουν προκλητικά.
Σφίγγω το πιγούνι μου και προσπαθώ να συνεχίσω να δείχνω αδιάφορος, αλλά με κάθε αναφορά του στην Γουέντι αισθάνομαι όλο και πιο αδύναμος.
<<Η συζήτηση μας τελείωσε>> αποφεύγω να απαντήσω καθώς δεν είμαι υπεύθυνος για αυτήν την γαμημένη κατάσταση που έχουν προκαλέσει ο πατέρας μου με την Κριστίν. <<Και μόλις έχασα και την ώρα του μεσημεριανού μου>>.
<<Θα αφήσεις τις επιχειρήσεις μου ήσυχες, έχω πασχίσει πολλά χρόνια για να φτάσω εδώ, δεν θα σε αφήσω να τις καταστρέψεις, εάν το κάνεις θα φροντίσω να βγάλω στην φόρα όλα όσα γνωρίζω για την παράνομη σχέση του πατέρα σου>>.
<<Ναι και μετά από τόση μεγάλη επιτυχία τα έκανες σκατά εκβιάζοντας με. Δεν μου αρέσουν να με απειλούν Έντουαρντ και πίστεψε με ανταποδίδω εις τριπλούν, αλλά αυτό μάλλον το γνωρίζεις ήδη με όλες αυτές τις πληροφορίες που είχες για εμένα. Τώρα...>> χτυπάω τα χέρια μου πάνω στο τηλέφωνο του γραφείου μου, <<Θα φύγεις μόνος σου ή να καλέσω την ασφάλεια του κτηρίου;>>.
Ο Έντουαρντ τρέμει από τα νεύρα, όμως δεν είχα τόσο χαζός ώστε να δοκιμάσει περισσότερο τις αντοχές μου. Είχε ορμήσει στο γραφείο μου πριν από μισή ώρα γεμάτος μαγκιά, αλλά πλέον μοιάζει περισσότερο αδύναμος και φοβισμένος για τις επιχειρήσεις του.
Σπρώχνει πίσω την καρέκλα και σηκώνετε <<Δεν τελείωσε η κουβέντα μας Κίνγκ>>.
<<Νομίζω πως ότι είχαμε να πούμε τα είπαμε Σάτον>>. Γυρίζει και φεύγει χωρίς να πει άλλη λέξη κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του.
Μόλις έχω ηρεμήσει όταν η πόρτα χτυπάει ξανά, πραγματικά το μόνο που χρειάζομαι είναι απλώς λίγη ηρεμία.
<<Περάστε>>.
Η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται η Τζωρτζίνα, ενώ στο πρόσωπο της διαγράφεται η ταραχή, <<Συγνώμη για την διακοπή κύριε Κίνγκ, όμως η αρραβωνιαστικιά σας, σας έφερε φαγητό. Ήθελα να σας το δώσω πριν κρυώσει>>.
Ξαφνικά τα πάντα μέσα στον χώρο πάγωσαν.
<<Η Γουέντι. Πότε ήταν εδώ;>>.
<<Πριν από δέκα λεπτά περίπου. Της είπα να σας περιμένει στο σαλόνι, όμως έφυγε βιαστικά και απλώς άφησε αυτό κάτω στην υποδοχή>>. Η Τζωρτζίνα σηκώνει τις σακούλες και διακρίνω το χαρακτηριστικό λογότυπο του ιταλικού εστιατορίου που βρίσκετε κοντά στην εταιρία της Γουέντι και πολλές φορές παραγγέλνει φαγητό από εκεί ή τρώγαμε παρέα.
Δεκάδες παγωμένα καρφιά τρυπάνε το κορμί μου. Η Γουέντι δεν θα έφευγε χωρίς να μιλήσουμε, την απέφευγα όλο αυτό το διάστημα και είμαι σίγουρος πως προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να με πλησιάσει. Ο μόνος λόγος για τον οποίο θα έφευγε έτσι είναι εάν...
Η Τζωρτζίνα πάει να μιλήσει, αλλά σταματάει μόλις αρπάζω απότομα το σακάκι μου, <<Ακύρωσε τις συναντήσεις μου για σήμερα>> λέω βιαστικά με τον λαιμό μου να κλείνει.
<<Και το φαγητό σας;>> φωνάζει πίσω μου, <<Κράτα το>> χέστηκα τι θα το έκανε εάν θα το πέταγε ή θα το έτρωγε. Πέντε λεπτά αργότερα και αυτό το γαμημένο ασανσέρ δεν λέει να κατέβει κάτω. Αισθάνομαι τα χέρια μου να ιδρώνουν και παλμοί μου φτάνουν στα ύψη.
Ανοίγω την πόρτα και κάθομαι στο πίσω κάθισμα <<Στο σπίτι>> ο Άνταμ μάλλον κατάλαβε πως κάτι σοβαρό συμβαίνει μιας και μπήκε σχεδόν με μια κίνηση μέσα στο αμάξι και έβαλε μπροστά.
Για κάποιο λόγο είμαι βέβαιος πως η Γουέντι είναι σπίτι και όχι στην εταιρία της.
Γαμώτο, όλα τα καταραμένα φανάρια γίνονται κόκκινα με το που φτάνουμε κοντά τους. Είμαι στο τσακ να ζητήσω από τον Άνταμ να τα περάσει, όμως ο κίνδυνος ενός ατυχήματος με αποτρέπει.
Μπαίνω στο σπίτι και αισθάνομαι το πουκάμισο μου να κολλάει πάνω στο κορμί μου.
Κανονικά δεν θα έπρεπε να με πειράξει που μας άκουσε η Γουέντι, ότι είχα πει στον πατέρα της ήταν η αλήθεια και ήξερα πως κάποια στιγμή θα το ανακάλυπτε. Γαμώτο, ετοιμαζόμουν για αυτή την στιγμή από το Άσπεν, απ' όταν η ομάδα μου βρήκε όλα τα έγγραφα και τις φωτογραφίες. Όμως υπάρχει διαφορά από την θεωρία στην πράξη. Και η πραγματικότητα κάνει το στήθος μου να σφιχτεί την στιγμή που φτάνω έξω από το υπνοδωμάτιο και βλέπω την ανοιχτή βαλίτσα της πάνω στο κρεβάτι.
Ένα κάψιμο απλώνετε στην κοιλιά και σε ολόκληρο το κορμί μου.
Η Γουέντι βγαίνει από την ντουλάπα με ρούχα στα χέρια της, αλλά σταματάει μόλις με βλέπει- όχι όμως για πολύ. Πετάει τα ρούχα στο κρεβάτι τα διπλώνει και τα χώνει στην βαλίτσα. Έχω μείνει να την κοιτάζω με την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά που πιστεύω πως θα σπάσει.
<<Θα έφευγες χωρίς καν να με ενημερώσεις;>> ρωτάω άγρια.
<<Ας πούμε πως σου κάνω την χάρη να με ξεφορτωθείς μια ώρα αρχύτερα>>. Δεν με κοιτάζει, όμως τα χέρια της τρέμουν, καθώς παίρνει τα ρούχα στοιβάζοντας τα με την σειρά μέσα. <<Καλύτερα έτσι αποφεύγουμε τις δύσκολες συζητήσεις. Σε άκουσα Μάικλ δεν με θέλεις εδώ. Ποτέ δεν ήθελες αυτόν τον γάμο και κατ' επέκταση και εμένα. Ειδικά από τα τελευταία λόγια του πατέρα μου...>>.
Ξέρει. Είχε μάθει τα πάντα και αντιμετωπίζει την κατάσταση με αυτόν τον τρόπο.
Οι παλάμες μου κλείνουν σε γροθιές.
Έχει δίκιο. Μου κάνει χάρη. Αν φύγει έτσι χωρίς ερωτήσεις θα κόψει για πάντα κάθε σχέση με τον Σάτον χωρίς καν να κάνω την οποιαδήποτε κίνηση από πλευρά μου. Μπορώ απλώς να κάτσω στην άκρη και να κοιτάζω τον κόσμο να διαλύεται.
Κι όμως...
<<Δηλαδή αυτό ήταν; Έπειτα από πέντε μήνες και αφού έμαθες ότι έκανε ο πατέρας σου;>> αλλά και τι έκανα και εγώ... <<Δεν έχεις να πεις τίποτα άλλο;>>.
Σταματάει και μου ρίχνει μια γρήγορη ματιά, όμως προλαβαίνω να δω τα κόκκινα μάτια της.
Έκλεγε.
Γαμώτο.
<<Τι θέλεις να πω;>> ρωτάει, <<Θέλεις να σε ρωτήσω με τι χαρτιά και φωτογραφίες σε κρατούσε ο πατέρας μου; Να σε ρωτήσω εάν σήμαιναν έστω κάτι για εσένα οι τελευταίοι μήνες; Ή αν απλώς προσπαθούσες να κερδίσεις χρόνο σε μια σκατοκατάσταση μέχρι να καταφέρεις να με ξεφορτωθείς; Εάν θυμάσαι όσα έχουμε ζήσει στο παρελθόν; Να ρωτήσω για το τι είδους σχέση μπορεί να είχε η μητέρα μου με τον πατέρα σου; Η μήπως για το γεγονός πως ανακάλυψα ότι ο πατέρας μου είναι...>> η φωνή της σπάει και γυρίζει από την άλλη, αλλά προλαβαίνω να δω ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλο της.
Νοιώθω την καρδιά μου να σπάει.
<<Ξέρεις πως είναι να ανακαλύπτεις πως ο άνδρας που είναι δίπλα σου αναγκάστηκε να σε παντρευτεί και σε πληγώνει για μια ακόμη φορά; Δεν ξέρω πως μου πέρασε από το μυαλό πως στον Άσπεν ήρθαμε πιο κοντά και ίσως ένοιωσες κάτι... όμως στην πραγματικότητα δεν αισθάνεσαι τίποτα ή ίσως ακόμα και να με μισείς. Όχι ότι σε κατηγορώ, μπορώ να φανταστώ τον λόγο...>>.
Ένα μικρό γελάκι ξεφεύγει από το στόμα της.
<<Στην θέση σου το ίδιο θα έκανα>>.
Καταπίνω με τεράστια προσπάθεια.
<<Δεν σε μισώ>> λέω σιγανά.
Ποτέ δεν σε μίσησα. Πότε.
Όσο κι αν μισούσα τον πατέρα της για όσα έκανε, την Γουέντι δεν την μίσησα ποτέ, ίσως φταίει η ιστορία μας, όλα όσα είχαν γίνει στο παρελθόν πριν καν μπλεχτεί ο πατέρας της, και αυτό ήταν το μόνο πράγμα που μισώ πάνω μου.
<<Ο πατέρας σου είχε ενοχοποιητικά έγγραφα για την εταιρία σεκιούριτι και φωτογραφίες με εμένα σε προσωπικές στιγμές>>. Δεν ξέρω για πιο λόγο της δίνω εξηγήσεις. Είπε πως δεν την νοιάζει όμως εγώ συνεχίζω να μιλάω. <<Δεν ήμουν μόνος μου, υπήρχαν... Υποτακτικές σε αυτές τις φωτογραφίες και εάν έβγαιναν θα μπορούσαν να καταστρέψουν ζωές, το ίδιο και τα έγγραφα της εταιρίας μου>>.
Της μιλάω για τα αντίγραφα, το τελεσίγραφο για τον γάμο μας και το πως έπρεπε να κρατήσω κρυφό τον εκβιασμό μου από εκείνη. Της είπα για τα αντίγραφα στο Άσπεν και πως δεν γνωρίζαμε για τις φωτογραφίες. Ότι ήταν ένα πλεονέκτημα του πατέρα της, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιήσει ανά πάσα ώρα και στιγμή καθώς και για το βραχιόλι που είχαμε ανακαλύψει και μετά από έρευνα έμαθα πως το είχε αγοράσει ο πατέρας μου προφανώς για την μητέρα της...
Όταν σταματάω να μιλάω το χρώμα στο πρόσωπο της έχει γίνει πιο χλωμό απ' ότι ήταν όταν ξεκίνησα. <<Και οι επιχειρήσεις του πατέρα μου;>>.
Σιωπή επικρατεί στο δωμάτιο και καταπίνω είναι το μόνο για το οποίο παρέλειψα να μιλήσω. <<Έκανα αυτό που έπρεπε. Κανένας δεν μπορεί να απειλεί έναν Κίνγκ>>.
Τα μάτια μου μένουν κολλημένα πάνω στα δικά της όση ώρα επεξεργάζεται την απάντηση μου. Ο αέρας γύρω μου γίνεται αποπνικτικός. Πως θα αντιδράσει. Θα θυμώσει; Θα σοκαριστεί, Θα με μισήσει;
Ξέρω πως άσχετα από τα συναισθήματα που μπορεί να νοιώθει αυτήν την στιγμή για τον πατέρα της, το γεγονός πως είχα επέμβει στις επιχειρήσεις της οικογένεια της, σίγουρα θα την πειράξει.
Όμως προς έκπληξη μου, η Γουέντι δεν δείχνει κανένα απολύτως συναίσθημα. <<Λυπάμαι για ότι έκανε ο πατέρας μου>> λέει, <<Όμως για πιο λόγο μου τα λες όλα αυτά; Δεν είχες κανένα θέμα με το να βρίσκομαι όλο αυτό το διάστημα στο σκοτάδι>>.
Σφίγγω τις ιδρωμένες παλάμες μου σε γροθιές, <<Απλώς περίμενα να την κατάλληλη στιγμή πριν...>> λέω με δυσκολία. <<Πριν...>> με αφήσεις. <<Πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας για πάντα...>>
Αφού δεν σε νοιάζει γιατί δεν έλυσες αμέσως τον αρρεβώνα μαζί της;
Η ερώτηση του Έντουαρντ με στοιχειώνει. Μπορούσα να της το πω οποιαδήποτε στιγμή μετά το Άσπεν όμως το καθυστερούσα. Έλεγα στον εαυτό μου πως την προετοίμαζα για τον χωρισμό μας, με το να απομακρύνομαι από κοντά της, όταν στην πραγματικότητα απλώς δεν ήμουν έτοιμος να την αφήσω να φύγει...
Ο χρόνος όμως τελείωσε. Επέλεξα την εκδίκηση και όχι την Γουέντι και τώρα πρέπει να υποστώ τις συνέπιες.
<<Λυπάμαι που βρέθηκες στην μέση, όμως δεν είχα άλλη επιλογή, έπρεπε να προστατεύσω την επιχείρηση μου και την προσωπική ζωή μου. Είναι...>> οι λέξεις κολλάνε στο στόμα μου, <<Είναι απλώς δουλειά...>>.
Προσπαθώ να κρατήσω την έκφρασή μου ουδέτερη, όταν το ένστικτό μου, μου λέει να διασχίσω το δωμάτιο, να την πάρω αγκαλιά, να την φιλήσω και να μην την αφήσω να φύγει ποτέ από κοντά μου.
Όμως δεν μπορώ να το κάνω, η λογική πρέπει να επικρατήσει.
Ακόμα κι αν καταφέρει να με συγχωρέσει για ότι έκανα στις επιχειρήσεις του πατέρα της, η σχέση μας δεν μπορεί να προχωρήσει, όχι μετά τις αποκαλύψεις για την παράνομη σχέση της μητέρας της με τον πατέρα μου, αλλά και το γεγονός πως μισώ τον Σάτον. Κι αν έμενα μαζί της ο πατέρας της πάλι θα κέρδιζε. Θα καταλάβαινε πως η Γουέντι είναι η αχίλλειος πτέρνα μου και θα το χρησιμοποιούσε με οποίον τρόπο μπορεί για να εκμεταλλευτεί τις καταστάσεις. Είναι η αδυναμία ή μοναδική αδυναμία μου.
Το καλύτερο και για τους δυο μας είναι να χωρίσουμε.
Όσο κι αν πονάει.
Η Γουέντι με κοιτάζει. Ένα καταιγισμός συναισθημάτων τρεμοπαίζουν στα μάτια της πριν προλάβει να γυρίσει αλλού το βλέμμα της.
<<Σωστά. Καταλαβαίνω>> λέει απλά. Κλείνει την βαλίτσα της και την κατεβάζει από το κρεβάτι, σταματάει μπροστά μου και ακουμπάει ένα λευκό κουτάκι το οποίο και αναγνωρίζω. Είναι τα σκουλαρίκια που της είχα δώσει.
<<Απλώς δουλειά>>.
Με προσπερνάει αφήνοντας το άρωμα της σε όλο το δωμάτιο και έναν πόνο στο στήθος μου.
Κλείνω το κουτί στην παλάμη μου, είναι παγωμένο και άψυχο. Όπως και τόσα χρόνια που βρισκόταν κλεισμένο στο συρτάρι μου.
Καταπίνω με δυσκολία.
Η Γουέντι, δεν είχε πάρει όλα τα πράγμα της. Αρκετά ρούχα της κρέμονται ακόμα στις κρεμάστρες, ενώ το μπάνιο έχει ακόμα μπουκαλάκι με αρώματα, καλλυντικά και το κουτί με τα νυφικά της παπούτσια βρίσκετε στο πάνω ράφι. Κι όμως το δωμάτιο δεν έχει υπάρξει ποτέ πιο άδειο από αυτή την στιγμή....
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top