Κεφάλαιο 39
Ανοίγω τα μάτια μου καθώς οι ακτίνες του ήλιου μπαίνουν από τα μεγάλα παράθυρα στο δωμάτιο του Μάικλ, γυρίζω προς το μέρος του, αλλά η θέση είναι άδεια, αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι βαμπίρ. Απορώ πως έχει τόση ενέργεια όλη την ημέρα. Σηκώνομαι και μπαίνω στο μπάνιο για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου και να φτιάξω όσο μπορώ τα μαλλιά μου. Είχα ειδοποιήσει την Στέλλα πως δεν θα πάω στο γραφείο σήμερα, μιας και οι γονείς του Μάικλ θέλουν να περάσουμε την ημέρα όλοι παρέα. Η αλήθεια είναι πως με την επίδειξη να πλησιάζει δεν μου αρέσει να λείπω από την δουλειά, αλλά δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, δεν θέλω να τους προσβάλω και ίσως μάθω περισσότερα πράγματα για το γιό τους. Πράγματα που μπορεί να με κάνουν να καταλάβω την συμπεριφορά του.
Βγαίνω από το μπάνιο και τα μάτια μου πέφτουν πάνω στην πολυθρόνα κοντά στο κρεβάτι όπου υπάρχει ένα μαύρο λινό σορτσάκι και ασορτί πουκάμισο, καθώς και χαμηλά πέδιλα. Αυτός ο άνθρωπος είναι απίστευτος! Ντύνομαι γρήγορα και κλείνω την πόρτα πίσω μου προχωρώντας προς την κουζίνα, αλλά μια φωνή με σταματάει. Κοιτάζω γύρω μου και καταλαβαίνω πως έρχεται από το γραφείο του Μάικλ.
<<Δεν θα επιστρέψω να τα καταστρέψεις όλα>> λέει ο Μάικλ, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω σε ποιον μιλάει. Κοντοστέκομε για λίγο αλλά ίσως είναι καλύτερα να συνεχίσω την διαδρομή μου. <<Εγώ είμαι ο πατέρας σου και εσύ ο γιός μου και δεν παίρνω εντολές από εσένα. Το κατάλαβες;>>. Ο Φίλιπ. Ο Μάικλ μαλώνει με τον πατέρα του. Καταπίνω και τα πόδια μου σταματάνε να βηματίζουν. <<Ξέρω, για το Άσπεν>> λέει ο Μάικλ και σιωπή επικρατεί. Για το Άσπεν τι εννοεί; Για το ταξίδι μας;
<<Δεσποινίς;>> η φωνή της Νίκη πίσω μου με κάνει να αναπηδήσω, <<Είστε καλά;>> ρωτάει και τα μάγουλα μου κοκκινίζουν. <<Ναι... μια χαρά. Εγώ ερχόμουν στην κουζίνα....>> λέω και κοιτάζω προς το γραφείο και την μισόκλειστη πόρτα. Χαμογελάει και την ακολουθώ στον κάτω όροφο και την κουζίνα.
<<Καλημέρα>> κοιτάζω την Ελίζαμπεθ που κάθετε σε μια από τις τέσσερις καρέκλες γύρω από το στρογγυλό τραπεζάκι. <<Καφέ;>> ρωτάει η Νίκη και κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου, τραβάω μια καρέκλα και κάθομαι απέναντι της. <<Πολύ χαίρομαι που θα περάσουμε όλοι μαζί της ημέρα. Ο Μάικλ με τον Φίλιπ κανόνισαν να πάμε μια κρουαζιέρα με το σκάφος>>, την κοιτάζω κάπως έκπληκτη, αν και δεν θα έπρεπε, φυσικά και θα είχε σκάφος ο Μάικλ Κινγκ.
Ο Μάικλ με τον Φίλιπ μπαίνουν στην κουζίνα και στα πρόσωπα τους είναι χαραγμένη η αναστάτωση. Δεν κατάλαβα γιατί καυγάδιζαν στο γραφείο, αλλά από την ένταση στην φωνή τους πρέπει να είναι κάτι πολύ σοβαρό. <<Μωρό μου>>, ο Μάικλ περνάει πίσω μου και τον βλέπω να πιάνει στα χέρια του ένα μήλο. Το χέρι του ακουμπάει την πλάτη μου και μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο πριν καθίσει στην άδεια θέση δίπλα μου, χαμογελάω ελάχιστα με τα μάγουλα μου να βάφονται κόκκινα. Δεν έχω συνηθίσει να είναι τόσο διαχυτικός μπροστά σε άλλους και νοιώθω αμήχανα.
<<Μετά το πρωινό μας λέω να περάσουμε την ημέρα μας στην θάλασσα, ο καιρός είναι καλός και δεν θα έχει καθόλου κύμα>> κοιτάζω τον Μάικλ που μιλάει και πίνω μερικές γουλιές από τον καφέ. <<Είναι πολύ καλή ιδέα και θα μπορέσουμε να κάνουμε και ηλιοθεραπεία>> η Ελίζαμπεθ κοιτάζει προς το μέρος μου και χαμογελάει πλατιά. Ίσως είναι μια ευκαιρία για λίγη χαλάρωση πριν την επίδειξη. Πιάνω ένα ζεστό κρουασάν και δαγκώνω μια μπουκιά απολαμβάνοντας την θεσπέσια γεύση του.
Η μαρίνα που βρίσκετε δίπλα από το Battery Park είναι τεράστια και φιλοξενεί δεκάδες σκάφη. Περπατάμε στην προβλήτα και κοιτάζω τα μεγαλοπρεπή πλοία που βρίσκονται δεξιά και αριστερά μου, ενώ ακολουθώ τους υπόλοιπους. Μέσα στην εικοσάλεπτη διαδρομή μας μέχρι εδώ επικρατούσε σιωπή, κάτι που δείχνει πως μάλλον υπάρχουν προβλήματα και στην οικογένεια του Μάικλ.
<<Γουέντι>> ο Μάικλ σταματάει να βηματίζει και απλώνει το χέρι του για να πιάσει το δικό μου, χαμογελάω και τον ακολουθώ για να σταματήσουμε λίγα λεπτά μετά μπροστά από ένα πελώριο γιοτ.
Ο Φίλιπ ανεβαίνει πρώτος με την Ελίζαμπεθ να ακολουθεί και στην συνέχεια ο Μάικλ δίνοντας μου το χέρι του για να πατήσω στα σκαλιά και μπω μέσα στο πολυτελές σκάφος. Κοιτάζω ψιλά και μπορώ να ξεχωρίσω τα τέσσερα καταστρώματα <<Καλώς ήρθατε, Κύριε Κινγκ>> ένας άνδρας με στολή πλοίαρχου χαιρετάει ευγενικά τον Μάικλ και έπειτα τον πατέρα του, ενώ ακολουθεί μια κοπέλα ντυμένη στα άσπρα με έναν δίσκο στα χέρια της, πάνω στο οποίο υπάρχουν διάφορα κοκτέιλ. Πιάνω ένα ποτήρι στα χέρια μου και ακολουθώ τους υπόλοιπους προς το εντυπωσιακό εσωτερικό. Παντού κυριαρχεί το άσπρο, από το μαρμάρινο πάτωμα μέχρι τα έπιπλα και τους τοίχους. Ένα τεράστιο σαλόνι απλώνετε μπροστά μου και στην μέση του ένα λευκό πιάνο κλέβει τις εντυπώσεις, ενώ πίσω του διακρίνω μια μεγάλη σκαλιστή τραπεζαρία.
Η Ελίζαμπεθ έρχεται δίπλα μου χαμογελαστή απολαμβάνοντας το κοκτέιλ της, <<Αυτό είναι το μεγάλο σαλόνι και στον επάνω όροφο υπάρχει ακόμα ένα>> λέει ο Μάικλ κοιτάζοντας προς το μέρος μου. Προφανώς οι υπόλοιπο ήδη γνωρίζουν τα κατατόπια. <<Υπάρχει κινηματογράφος, σπα με χαμάμ, τζακούζι, σάουνα, αίθουσα μασάζ και κομμωτήριο στον προ τελευταίο όροφο, ενώ στον εξωτερικό χώρο υπάρχει μια μεγάλη πισίνα με ξαπλώστρες, αλλά και ειδικός χώρος απ' όπου μπορείς να κολυμπήσεις στην θάλασσα>>.
Ακούω τον Μάικλ και δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ότι όλα αυτά βρίσκονται μέσα σε αυτό το σκάφος είναι λες και βρισκόμαστε σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο. <<Από που θες να ξεκινήσεις;>> με πλησιάζει και τον κοιτάζω, <<Από την θάλασσα>> χαμογελάει και σκύβει προς το μέρος μου <<Καλή επιλογή δεσποινίς Σάτον>>.
<<Εμείς θα πάμε στο εξωτερικό κατάστρωμα>> λέει προς τους γονείς του και μου δίνει το χέρι του, <<Εγώ δεν είμαι μεγάλη θαυμάστρια της θάλασσας, λέω να ανέβω στην πισίνα>> αναφέρει η Ελίζαμπεθ και ο Φίλιπ γνέφει καταφατικά συμφωνώντας μαζί της. Ο Μάικλ μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω και περνάει τις τζαμαρίες για να βγει στο εξωτερικό χώρο. Αισθάνομαι τις μηχανές να δουλεύουν κάτω από τα πόδια μου καθώς το γιοτ αναπτύσσει ταχύτητα και σχίζει την θάλασσα. <<Έλα>> ο Μάικλ με οδηγεί προς την άκρη του δωματίου και βλέπω ένα μικρό κατάστρωμα που επιπλέει πάνω στο κύμα και ομπρέλες με ξαπλώστρες στην επιφάνεια του. <<Θέλω να σου δείξω κάτι>>, λέει και λίγα λεπτά αργότερα το γιοτ σταματάει μέσα στον κόλπο της Νέας Υόρκης.
<<Πάμε>> τον κοιτάζω και συνοφρυώνομαι, ήμαστε στην μέση της θάλασσας που να πάμε ακριβώς, όμως τον βλέπω να κατεβαίνει από την προβλήτα και ξαφνικά εμφανίζετε μπροστά μου ένα τζετ σκι.
WTF.
<<Θα έρθεις ή προτιμάς να μείνεις εκεί;>> λέει με περιπαιχτική χροιά και αναστενάζω, μου δίνει ένα σωσίβιο και το δένει γύρω μου, ενώ στην συνέχεια φοράει και το δικό του. Ανεβαίνει πάνω και με βοηθάει να κάτσω πίσω του. <<Κρατήσου>> τον κοιτάζω λοξά, αλλά πιάνει τα χέρια μου και τα περνάει γύρω του, <<Σοβαρολογώ Γουέντι κρατήσου γερά>> σφίγγω τα χέρια μου γύρω του και βάζει μπροστά το τζετ, απομακρύνεται λίγο από το σκάφος και πατάει το γκάζι.
Γαμώ το!
Πέφτω απότομα μπροστά και σφίγγω περισσότερο τα χέρια μου γύρω που προσπαθώντας να μην χάσω την ισορροπία μου. Μόλις καταφέρνω να χαλαρώσω σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτάζω γύρω μου, καθώς ο Μάικλ κάνει κύκλους γύρω από το γιοτ και το θέαμα είναι μαγικό. Ο Μάικλ περνάει τον φάρο West Bank Light και βγαίνει στα ανοιχτά, ενώ το γιοτ μας ακολουθεί με μειωμένη ταχύτητα. Κόβει ταχύτητα και κατευθύνετε στο δυτικό άκρο του Κουίνς, γνωστό και ως Breezy Point Tip.
πλησιάζει την στεριά, σταματάει και με βοηθάει να κατέβω, ευτυχώς πριν φύγουμε είχα φορέσει το μαύρο μπικίνι που μου είχε δώσει ο Μάικλ. Πατάω με τις πατούσες μου την ζεστή άμμο και τον ακολουθώ, πρώτη φορά έρχομαι εδώ, μιας και η πρόσβαση είναι δύσκολη, εκτός κι αν έχεις τζιπ και καταφέρεις να φτάσεις μέχρι την άκρη. Κατά μήκος υπάρχει μια σειρά από μεγάλες πέτρες που φτάνουν από την θάλασσα στην αμμώδη παραλία.
Κοιτάζω τον Μάικλ, ο οποίος δείχνει χαλαρός φορώντας μαύρο μαγιό και λευκό μπλουζάκι από πάνω, γυρίζει προ το μέρος μου και με πλησιάζει. <<Δεν θα μας ψάχνουν οι γονείς σου;>> ρωτάω και διακρίνω το γιοτ να επιπλέει μέσα στην θάλασσα, <<Είμαι σίγουρος πως δεν έχουν καταλάβει ότι λείπουμε>>. Τον κοιτάζω και σηκώνω το φρύδι μου μίας και μου φαίνεται αδύνατον κάτι τέτοιο, αφού σχεδόν επί δέκα λεπτά έκανε κύκλους με το τζετ γύρω από του σκάφος. <<Πάμε>>, βγάζει το σωσίβιο του και ξεκουμπώνει το δικό μου για να με τραβήξει προς την θάλασσα, τον ακολουθώ βηματίζοντας γοργά και τον βλέπω να μπαίνει με μια βουτιά μέσα, με το νερό να πετάγεται πάνω μου.
<<Ε!>> διαμαρτύρομαι και γελάει, <<Μπες μέσα sweetheart, αλλιώς θα σε βάλω εγώ>> τα μάτια του αστράφτουν πονηρά και τον κοιτάζω άγρια. Βγάζω τα ρούχα μου και το βλέμμα του περιπλανιέται πάνω στο ημίγυμνο κορμί μου, πλησιάζω το νερό και αργά βυθίζομαι μέσα στην θάλασσα. Έρχεται προς το μέρος του και με τραβάει πάνω του, <<Μάικλ...>> λέω και κοιτάζω γύρω μου, το χέρι του πιάνει τους γοφούς μου και τους μαλάζει <<Μάικλ...>> τον προειδοποιώ αλλά δεν φαίνεται να ανησυχεί για κάτι. Η παραλία είναι μεγάλη και δεν υπάρχει κανένας, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, ίσως περάσει κάποιο πλοίο και μας δει.
Σκύβει προς το μέρος μου και αφήνει μερικά φιλιά στον λαιμό μου κάνοντας με να ανατριχιάσω και το σώμα μου αρχίζει να παίρνει φωτιά. Ακουμπάω τα χέρια μου πάνω στους ώμους του και τον νοιώθω να με σπρώχνει προς τα έξω μέχρι την άκρη που σκάει το κύμα. Τα βλέμμα του ενώνεται με το δικό μου και τα μάτια του λάμπουν κάτω από τον ήλιο - τόσο μαγικά. <<Τόσο όμορφη...>> σχολιάζει και περνάει το χέρι του κατά μήκος του λαιμού μου μέχρι την κοιλιά και τα πόδια μου. <<Θα μπορούσα να κάθομαι και να σε κοιτάζω όλη μέρα>>, τα μάγουλα μου κοκκινίζουν καθώς το σώμα του έρχεται πάνω μου. <<Δεν έχεις ιδέα πόσα πράγματα θέλω να σου κάνω... Πρέπει να κερδίσουμε τον χαμένο χρόνο>>.
Γελάω σιγανά και σηκώνει το φρύδι του, <<Διαφωνείς;>>, ρωτάει με παιχνιδιάρική φωνή και χαμογελάω <<Όχι, αλλά ίσως σε πιο κατάλληλο μέρος>>.
<<Ω μην ανησυχείς μωρό μου δεν πρόκειται να μας ενοχλήσει κανένας, έχω φροντίσει για αυτό>>. Τον κοιτάζω και αναρωτιέμαι πως γίνεται να κλείσει μια δημόσια παραλία μόνο για εμάς. Χουφτώνει το στήθος μου και με σφίγγει πάνω του, ενώ η γλώσσα του εισβάλει μέσα στο στόμα μου, απομακρύνεται και σηκώνει το πιγούνι μου για να με κοιτάξει κατάματα. <<Είπες ότι με σκεφτόσουν ακόμα και όταν δεν με είχες>>, τον κοιτάζω ερωτηματικά και μετά θυμάμαι την χθεσινή συζήτηση μας στο σαλόνι με τους γονείς μας δίπλα...
Μου είχε ξεφύγει πάνω στα νεύρα μου. Ανάθεμα με, δεν ήθελα να ξέρει πως όλα αυτά τα χρόνια που αυτός γύριζε με την μια και την άλλη εγώ σκεφτόμουν μόνο αυτόν. <<Με σκεφτόσουν πολύ τα τελευταία έξι χρόνια;>> αισθάνομαι την ανάσα του να χτυπάει τον λαιμό μου και κλείνω τα μάτια μου.
<<Ναι...>> ψιθυρίζω.
Σφίγγει τα χέρια του πάνω στο δέρμα και το λεπτό μαγιό μου, <<Και ήταν ωραίες οι σκέψεις;>> ρωτάει και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Γέρνω το στήθος μου πάνω του και πλησιάζω προς το στόμα του. <<Ναι...>.
Φωτιά στροβιλίζεται μέσα στην κοιλιά μου και νοιώθω κάθε κύτταρο ανάμεσα στα πόδια μου να σφίγγετε, ενώ το πέος του πιέζει το λεπτό ύφασμα στο μαγιό του. <<Και τι έκανες όταν με σκεφτόσουν;>>, τα μάτια του με κοιτάζουν και δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Το πιάνει με τα χέρια του τραβώντας το απαλά και πιέζει το πιγούνι μου. <<Τι έκανες Γουέντι>>.
Dear God!
Ανοίγω το στόμα μου για να μιλήσω, αλλά το κλείνω ξανά καθώς τα μάγουλα μου κοκκινίζουν και σκύβω το κεφάλι μου.
Το ανασηκώνει αναζητώντας κάθε φορά το βλέμμα μου.
<<Εμένα σκεφτόσουν κάθε φορά που χαϊδευόσουν;>>.
Η ανάσα μου βγαίνει ρηχή και στριφογυρίζω τους γοφούς μου πάνω στην στύση του γνέφοντας καταφατικά. Τυλίγει το χέρι του γύρω από το λαιμό μου και με τραβάει πάνω του. Δαγκώνει απαλά τον λοβό μου στέλνοντας δεκάδες ηλεκτροσόκ στο κορμί μου και με κάνει να αναριγήσω. <<Θέλω να σε δω>>. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και τον κοιτάζω. <<Δείξε μου>>.
<<Τι;>> ρωτάω με βραχνή φωνή.
<<Δείξε μου πως χαϊδεύεσαι μωρό μου, πως χάιδευες τον εαυτό σου κάθε φορά που με σκεφτόσουν...>>
Dios Mío!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top