Κεφάλαιο 12
Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω ένα άνδρα κοντά στα πενήντα να στέκετε από πάνω μου, αισθάνομαι το κεφάλι μου βαρύ και κοιτάζω γύρω μου. Είμαι ξαπλωμένη σε ένα τεράστιο ξύλινο κρεβάτι με ουρανό. Τα μάτια μου περιπλανούνται στο δωμάτιο και σταματάνε πάνω στον Μάικλ που βρίσκετε λίγα μέτρα πιο μακριά. Τα χέρια του είναι σταυρωμένα και με κοιτάζει άγρια. Γαμώτο είμαι στο δωμάτιο του. Στο κρεβάτι του. <<Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, έχει στραμπουλήσει λίγο τον αστράγαλο, καλύτερα να αποφεύγετε τα τακούνια για λίγες μέρες>>, ο άνδρας με κοιτάζει και έπειτα γυρίζει προς το Μάικλ <<Καλό είναι να ξεκουραστεί για την υπόλοιπη ημέρα, εάν νοιώσει ναυτία ή κάποια ζαλάδα ειδοποιήστε με>>.
Μαζεύει τα πράγματά του, με χαιρετάει με ένα νεύμα και βγαίνει από το δωμάτιο, αισθάνομαι τα μάτια του Μάικλ πάνω μου και χαμηλώνω το κεφάλι μου. Θυμάμαι ξανά την στιγμή που τον είδα μέσα στο δωμάτιο, με την κοπέλα και ξεκίνησα να κατεβαίνω τρέχοντας, με αποτέλεσμα να πέσω από τις σκάλες. Αναρωτιέμαι εάν είναι ακόμα εδώ ή μήπως την καλεί όποτε έχει κέφια...
Παίρνω μια ανάσα και πάω να κατέβω από το κρεβάτι, <<Πας κάπου;>> σηκώνω τα μάτια μου και τον κοιτάζω, <<Ναι, σπίτι μου>> λέω σιγανά. <<Ο γιατρός μόλις είπε ότι χρειάζεσαι ξεκούραση και εάν νοιώσεις ναυτία ή ζαλάδα ίσως πρέπει να μεταφερθείς σε κάποιο νοσοκομείο>> ο τόνος του είναι ψυχρός και το βλέμμα του περιπλανιέται πάνω μου. <<Σε ευχαριστώ... για τον γιατρό>> σηκώνομαι όρθια και αισθάνομαι το πόδι μου να πονάει. <<Είμαι σίγουρη πως δεν θα υπάρξει πρόβλημα, είμαι μια χαρά>> συμπληρώνω και κάνω ένα βήμα με δυσκολία.
Δεν θυμάμαι να πονούσα τόσο πολύ πριν. <<Γουέντι>> ο τόνος του είναι κοφτός και συνοφρυώνομαι. <<Μην με προκαλείς>>.
<<Δεν είχα σκοπό να κάνω κάτι τέτοιο, απλώς θέλω να πάω σπίτι μου>> λέω και κοιτάζω μήπως βρω την τσάντα μου, <<Ναι και πως ακριβώς θα το κάνεις αυτό; μήπως θες να οδηγήσεις; με το ζόρι κάνεις ένα βήμα, πως θα φτάσεις μέχρι εκεί;>>. Ξεφυσάω καθώς εν μέρη έχει δίκιο, ο πόνος στον αστράγαλο μου είναι αφόρητος. <<Ωραία θα καλέσω ένα uber, θα περάσω να πάρω το αμάξι μου αύριο>>, κάνω μερικά ακόμη βήματα προσπαθώντας να μην δείχνω το πόσο πολύ πονάω.
Κοιτάζει μια το πόδι μου και μια εμένα, <<Γιατί πρέπει να είσαι τόσο ξεροκέφαλη;>> σταματάω και ενώνω τα βλέμματα μας, <<Και τι προτείνεις να κάνω, να κατέβω κάτω πετώντας;>> ρωτάω άγρια, λες και υπάρχει άλλη λύση. <<Γύρνα, στο κρεβάτι και ξάπλωσε>>, τα πόδια μου κοκαλώνουν και τον κοιτάζω απότομα. Τι είπε μόλις τώρα. <<Τ... τι εννοείς;>> ρωτάω, ίσως δεν άκουσα καλά από το χτύπημα. <<Γύρνα στο κρεβάτι Γουέντι. Τώρα. Θα ζητήσω από την Νίκη να σου φτιάξει κάτι να φας, μόλις περάσει ο πόνος στο πόδι σου μπορείς να φύγεις>>. Θέλει να μείνω εδώ.
<<Μα μπορώ να καλέσω ένα ταξί, να γυρίσω σπίτι μου, εάν με βοηθήσετε να κατέβω μέχρι την είσοδο>> λέω προσπαθώντας να του αλλάξω γνώμη, θέλω να φύγω. <<Ο Άνταμ έχει την μέση του και εγώ έχω δουλειά, μπορείς να ψαχουλέψεις το δωμάτιο μου όση ώρα η Νίκη ετοιμάζει το φαγητό σου, όπως έκανες και πριν>>.
ΣΚΑΤΑ.
Πρέπει να είχε κοιτάξει μετά το ατύχημα τις κάμερες. Χριστέ μου με είχε δει να ανεβαίνω πάνω και να μπαίνω στην βιβλιοθήκη, ίσως είχε δει ότι τον κοίταζα την ώρα που πηδούσε την άλλη. Θεέ μου. Τα μαγουλά μου κοκκινίζουν και χαμηλώνω το κεφάλι μου. <<Ξεκουράσου>> λέει και βγαίνει από το δωμάτιο. Γαμώτο, τι θα κάνω; θέλω να φύγω, αλλά από την άλλη εάν δεν με βοηθήσουν να κατέβω μέχρι κάτω, δεν θα τα καταφέρω μόνη μου και φοβάμαι πως αν πιέσω περισσότερο το πόδι μου μπορεί να καταλήξω στο νοσοκομείο.
Κοιτάζω γύρω μου και παρατηρώ το δωμάτιο του, αρκετά μεγάλο, με ταπετσαρίες να διακοσμούν τους τοίχους και μερικούς πίνακες πάνω τους. Ένα σβηστό τζάκι υπάρχει στην μια πλευρά, ενώ το τεράστιο κρεβάτι είναι αυτό που τραβάει όλη την προσοχή, μιας και βρίσκετε στο κέντρο του δωματίου. Τα πάντα εδώ μέσα από τα ξύλινα έπιπλα, μέχρι τα φωτιστικά πρέπει να κοστίζουν, μια μικρή περιουσία, εκτός από το δωμάτιο αυτό, υπάρχουν άλλες τρείς πόρτες. Η μια οδηγεί σε ένα γραφείο και οι άλλες δυο στο μπάνιο και στην ντουλάπα δωμάτιο.
Προχωράω μέχρι το κρεβάτι και κάθομαι πάνω του, τίποτα δεν μαρτυράει ότι πριν λίγη ώρα υπήρχε μια γυναίκα εδώ μέσα, ίσως να την πήδηξε στο κρεβάτι του - στο κρεβάτι που κάθομαι, αυτή την στιγμή. Νοιώθω ένα μικρό σφίξιμο στο στήθος μου, αλλά το αγνοώ και ξαπλώνω ώστε να χαλαρώσω το πόδι μου. Όσο πιο λίγο το κουράζω, τόσο πιο γρήγορα θα περάσει ο πόνος και θα φύγω από εδώ μέσα.
Ένα απαλό χτύπημα ακούγετε στην πόρτα και βλέπω μια γυναίκα να μπαίνει μέσα κρατώντας στα χέρια της έναν δίσκο, με πλησιάζει και το αφήνει δίπλα μου. <<Σου έφερα να φας κοτόσουπα, ελπίζω να σου αρέσει>> λέει και χαμογελάει ελάχιστα ,<<Σε ευχαριστώ, αλλά δεν ήταν ανάγκη, δεν είμαι άρρωστη>> το χαμόγελο της γίνεται πιο πλατύ <<Η κοτόσουπα - βοηθάει σε όλα, θα δεις σε λίγη ώρα όλα θα έχουν περάσει>>, μακάρι. <<Εάν χρειαστείς κάτι φώναξε θα είμαι εδώ γύρω>> συμπληρώνει.
<<Μην ανησυχείς δεν χρειάζομαι κάτι, είμαι μια χαρά, μπορείς να συνεχίσεις τις δουλειές σου>> λέω και βλέπω το χαμόγελο της να ξεθωριάζει και με ένα νεύμα βγαίνει από το δωμάτιο. Δεν είμαι μωρό και σίγουρα δεν χρειάζομαι κάποια να με προσέχει, άλλωστε απ' ότι είπε και ο Μάικλ όλοι τους είναι τόσο απασχολημένοι.
Ο ατμός από την ζεστή σούπα εισχωρεί στην μύτη μου και αισθάνομαι το στομάχι μου να γουργουρίζει, δεν είχα φάει τίποτα από το πρωί και αν κρίνω από το αμυδρό φως που έρχεται μέσα από τα τεράστια παράθυρα πρέπει να κοντεύει οκτώ.
Παίρνω το πιάτο στα χέρια μου και δοκιμάζω, μμμ πραγματικά είναι υπέροχη. Δοκιμάζω ακόμη μια κουταλιά, κι άλλη, κι άλλη μέχρι που το πιάτο αδειάζει. Αφήνω το δίσκο στο ξύλινο κομοδίνο δίπλα μου και ήδη νοιώθω καλύτερα. Το πόδι μου δεν με πονάει τόσο, οπότε σε λίγο θα μπορέσω να φύγω. Κοιτάζω γύρω μου ξανά μήπως και βρω την τσάντα μου, τουλάχιστον να έριχνα μια ματιά στο κινητό μου, αλλά άδικος κόπος δεν είναι εδώ, πολύ πιθανόν να την έχουν αφήσει κάτω.
Αναστενάζω και ακουμπάω την πλάτη μου πίσω στα απαλά μαξιλάρια, παίρνω μερικές ανάσες και κλείνω για λίγο τα μάτια μου, μπορώ να χαλαρώσω για λίγο, άλλωστε και ο Μάικλ αυτό μου πρότεινε....
Νοιώθω ένα χέρι να με ακουμπάει και πετάγομαι, σκατά, με είχε πάρει ο ύπνος στο κρεβάτι του. Τον βλέπω να κάθετε δίπλα μου και να με κοιτάζει, <<Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω>> λέει σιγανά ενώ το χέρι του παραμερίζει μια τούφα από τα μαλλιά μου. <<Δεν πειράζει. Με συγχωρείς... δ.. δεν ξέρω πως με πήρε ο ύπνος, νοιώθω καλύτερα θα φύγω αμέσως>>, επειδή κάθετε δίπλα μου αναγκάζομαι να κατέβω από την άλλη πλευρά του κρεβατιού. <<Εάν δεν νοιώθεις καλά μπορείς να μείνεις... δεν χρειάζεται να φύγεις>> η φωνή του είναι βραχνή και διακρίνω μια αμφιβολία, τον κοιτάζω και συνοφρυώνομαι. Μόλις μου ζήτησε να μείνω εδώ, να κοιμηθώ εδώ, η ο Μάικλ Κινγκ τρελάθηκε ή έχω τα έχω χαμένα από το χτύπημα.
<<Μην ανησυχείς είμαι μια χαρά>> απαντάω βιαστικά. Η αμφιβολία εξαφανίζεται από το πρόσωπο του και μπροστά μου βλέπω τον συνηθισμένο Μάικλ. <<Δεν ανησυχώ για εσένα, αλλά για όσους βρεθούν μπροστά σου>>, ορίστε. Πριν λίγα δευτερόλεπτα μου ζήτησε να μείνω εδώ και τώρα κρίνει τον τρόπο, με τον τον όποιο οδηγώ.
Σταυρώνω τα χέρια μου και τον κοιτάζω άγρια <<Μην φοβάσαι δεν πρόκειται να πάρω κανέναν σβάρνα, εκτός κι αν είσαι εσύ>> ένα χαμόγελο τρεμοπαίζει στα χείλη του. <<Άλλωστε εγώ θα έρεπε να φοβάμαι, ποιος ξέρει πόσο μικρόβια κυκλοφορούν μέσα σε αυτό το δωμάτιο, πάνω σε αυτό το κρεβάτι. Να σε αφήσω να συνεχίσεις και ότι έκανες πριν με.....>>.
ΓΑΜΩΤΟ. ΓΑΜΩΤΟ.
Γουέντι είσαι ηλίθια κορίτσι μου. Το χτύπημα πρέπει να με έκανε χαζή, δεν εξηγεί αλλιώς, το γεγονός ότι μόλις αποκάλυψα πως τον είδα να πηδάει την άλλη.
Τα μάτια του στενεύουν, ενώ χαμογελάει πονηρά και σηκώνεται όρθιος. Σκατά. Με πλησιάζει και σε κάθε του βήμα του η καρδιά μου χάνει από έναν χτύπο. <<Ώστε με παρακολουθείς;>> ρωτάει, αλλά εγώ δεν απαντάω, δεν υπάρχει λόγος, ήδη είχα κάνει την μεγαλύτερη γκάφα του αιώνα. Το βλέμμα του πέφτει πάνω μου και με κοιτάζει εξεταστικά, σταματάει ακριβώς από πίσω μου και σκύβει ελάχιστα προς το μέρος μου. <<Και για πες μου σου άρεσε;>> η ανάσα του χτυπάει τον λαιμό μου και ανατριχιάζω. <<Όχι>> λέω κοφτά, αλλά αισθάνομαι το χαμόγελο του.
<<Εγώ πάλι νομίζω πως σου άρεσε και μάλιστα πολύ. Δεν μπορούσες να πάρεις το βλέμμα σου, καθώς την τιμωρούσα, είχες καυλώσει, όπως ακριβώς και αυτήν την στιγμή>>.
Γυρίζω απότομα το κεφάλι μου προς το μέρος του και τον κοιτάζω έντονα <<Κάνεις λάθος, δεν είχα καυλώσει, ούτε και τώρα. Αντιθέτως ένοιωσα απέχθεια για όσα έκανες, δεν μου άρεσαν, δεν τα βρήκα καθόλου ερωτικά όλα αυτά>> απαντάω κοφτά προσπαθώντας να φανώ πειστική. <<Είμαι σίγουρος. Στο είχα πει και τότε, στο λέω πάλι, δεν κάνεις για τον κόσμο μου Γουέντι, είσαι πολύ συναισθηματική...>>
<<Φυσικά, ενώ ο Μάικλ Κινγκ είναι ένα αναίσθητο κάθαρμα που την βρίσκει να χτυπάει γυναίκες>> απαντάω άγρια. Σηκώνει το φρύδι του και με κοιτάζει έντονα, <<Πόσα λίγα ξέρεις για τον κόσμο μου. Ποιος σου είπε ότι την βρίσκω μόνο εγώ; Μπορώ να σου επιβεβαιώσω, πως εάν δεν μας είχες διακόψει, η Υποτακτική μου θα έχυνε για τέταρτη φορά>>.
Ανοίγω σοκαρισμένη τα μάτια του, αλλά αμέσως κάνω μια γκριμάτσα <<Είσαι σίγουρος; Μήπως απλώς προσποιείται; Ξέρεις εμείς οι γυναίκες το κάνουμε αυτό καμία φορά, είναι πολύ εύκολο, ειδικά όταν ο άλλος δεν μπορεί να μας ικανοποιήσει>> λέω κάπως ειρωνικά. Τα μάτια του σκοτεινιάζουν και σφίγγει τις γροθιές του. <<Να χαίρεσαι που δεν ανήκεις στον κόσμο μου Γουέντι, γιατί αυτή την στιγμή θα σε γαμούσα μπροστά σε εκατό άτομα, ώστε να υπάρχουν μάρτυρες σε περίπτωση που τολμήσεις να πεις ξανά κάτι τέτοιο>>. Ο τόνος του είναι άγριος και ξέρω πως εννοεί κάθε λέξη, αισθάνομαι όμως το κάτω μέρος του σώματος μου να πάλετε, τι σκατά παθαίνει το κορμί μου όταν βρίσκομαι κοντά του, λες και παίρνει αυτός τον έλεγχο του.
<<Τότε χαίρομαι που δεν ανήκω στον κόσμο σου. Κρίμα, απ' ότι φαίνεται δεν θα καταφέρεις να το αποδείξεις τελικά>> απαντάω ειρωνικά και κάνω μια γκριμάτσα. Τον έχω εκνευρίσει αρκετά και το απολαμβάνω. <<Κρίμα...>> λέει με μελιστάλαχτη φωνή, <<Καληνύχτα Μάικ>> τον προσπερνάω και βγαίνω από το δωμάτιο, δεν κάνω το λάθος να κατέβω από τις σκάλες, μπαίνω στο ασανσέρ και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ανοίγω την πόρτα και βγαίνω στο ισόγειο.
Βλέπω την τσάντα μου ακουμπισμένη σε ένα από τα τραπεζάκια εισόδου, την πιάνω και προχωράω μέχρι την πόρτα, ησυχία επικρατεί και δεν υπάρχει κανένας υπάλληλος του Μαικλ. Ανοίγω την πόρτα και κάνω μερικά βήματα, ενώ την ακούω να κλείνει πίσω μου με ένα βαρύ ήχο. Ξεκλειδώνω το αυτοκίνητο μου και μπαίνω μέσα, παίρνω μερικές ανάσες και βάζω μπροστά. Η ώρα κοντεύει δέκα, κοιτάζω το κινητό μου, υπάρχουν δυο κλήσεις μια από την Αλεξάνδρα και μια από την Στέλλα. Θα τις πάρω αργότερα, προς το παρών βγαίνω στην λεωφόρο και χώνομαι ανάμεσα στα αυτοκίνητα με προορισμό του σπίτι μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top