Κεφάλαιο 11

Ετοιμάζομαι να φύγω από το γραφείο, ο ήλιος δύει και νοιώθω το κεφάλι μου γεμάτο από αριθμούς, το κινητό μου όμως ξεκινάει να χτυπάει και σταματάω. Βλέπω πως με καλεί ο Τζακ - ο λογιστής μου. <<Παρακαλώ>> απαντάω στο δεύτερο χτύπημα, <<Καλησπέρα Γουέντι, συγνώμη για την ώρα, αλλά μου ζήτησες να ταχτοποιήσω ένα ζήτημα το πρωί>> σαράντα εκατομμύρια δολάρια δεν το λες απλό ζήτημα... 

<<Ναι και;>> ελπίζω να τα κανόνισε όλα και να μην χρειάζεται να βρεθώ η ίδια με τον Μάικλ. <<Να...>> όχι, όχι, όχι... Από τον τόνο του και μόνο καταλαβαίνω πως κάτι δεν πάει καλά, <<Μίλησα με την γραμματέα του και πριν λίγο μαζί του και όπως που είπαν και οι δυο... δεν έχει γίνει κανένα λάθος... αυτή είναι η χορηγία του>>. Τι πράγμα. 

<<Μα εγώ δεν τα θέλω αυτά τα χρήματα, θέλω να τα πάρει πίσω>> λέω έντονα και σφίγγω το κινητό στα χέρια μου, <<Δε... δεν ξέρω Γουέντι, φαίνεται αποφασισμένος να μην τα πάρει πίσω και άλλωστε δεν τα έδωσε σε εσένα, αλλά στον οίκο. Μεταξύ μας αυτά τα λεφτά θα σε βοηθήσουν για την φετινή κολεξιόν, έχεις έξοδα και..>>. 

<<Δεν τα θέλω>> λέω άγρια και νοιώθω το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου, ακούω τον Τζακ να καθαρίζει τον λαιμό του και να παίρνει μια ανάσα <<Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι, εκτός κι αν εσύ η ίδια τον πείσεις να τα πάρει πίσω>>. Εγώ... δεν θέλω ούτε στο ένα μέτρο να τον πετύχω, όχι να πάω εσκεμμένα να τον συναντήσω. <<Εσύ αποφασίζεις>> συμπληρώνει ο Τζακ και αναστενάζω, <<Καλά... σε ευχαριστώ>> λέω βιαστικά και κλείνω το τηλέφωνο. Δεν είχα καμία όρεξη να συναντήσω τον Μάικλ Κινγκ, αλλά δεν μπορώ να δεχτώ τόσα χρήματα. 

Πιάνω την τσάντα μου, βγαίνω από το γραφείο και έπειτα από το κτήριο, το σπίτι του δεν είναι πολύ μακριά από εδώ και αυτή την ώρα η κυκλοφορία είναι αραιή, θα φτάσω σχεδόν αμέσως και ελπίζω να τον πετύχω εκεί. Βάζω το αμάξι μου μπροστά και ξεκινάω, χαλάρωσε Γουέντι, προσπάθησε να μην τον βρίσεις, πες του ότι αυτά τα χρήματα είναι πολλά και ότι δεν θέλεις να εκθέσεις τους υπόλοιπους χορηγούς που δίνουν λιγότερα. Αυτό σίγουρα είναι ένα καλό επιχείρημα, δε θα μας πάρει περισσότερο από δέκα λεπτά με ένα τέταρτο το πολύ για να ξεκαθαρίσουμε αυτήν την κατάσταση. Εντάξει μπορώ να τον ανεχθώ για τόσο λίγο, θα συγκρατηθώ. 

Σταματάω έξω από το κτήριο και παίρνω μερικές βαθιές ανάσες, προχωράω μέχρι την είσοδο και πριν χτυπήσω, η πόρτα ανοίγει και βλέπω μπροστά μου τον Άνταμ - τον οδηγό που έχει ο Μάικλ. Φαίνεται αρκετά μεγαλύτερος πλέον, αλλά τα χαρακτηριστικά του παραμένουν σκληρά όπως τότε. <<Δεσποινίς Σάτον>> η φωνή του έχει μια χροιά έκπληξης και χαμογελάω καθώς θυμάται το όνομα μου. <<Θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο Κινγκ - για επαγγελματικούς λόγους, είναι σπίτι;>> ξεκαθαρίζω και με κοιτάει για λίγο, αλλά εν τέλη παραμερίζει για να περάσω μέσα. 

Το σπίτι παραμένει ακριβώς όπως και πριν από έξι χρόνια. Ακόμα μπορώ να μυρίσω στην ατμόσφαιρά το ξύλο. <<Θα τον ειδοποιήσω, μπορείτε να περιμένετε στο σαλόνι, δεύτερος όροφος>> λέει και εξαφανίζετε μέσα στον χώρο. Προφανώς για να είπε πως θα τον ειδοποιήσει, αυτό σημαίνει ότι ο Μάικλ είναι σπίτι, τέλεια. Θα μιλήσουμε γρήγορα, ελπίζω να συμφωνήσει ώστε να του επιστρέψω τα χρήματα και θα φύγω όπως ήρθα. 

Αποφασίζω να μην ανέβω με το ασανσέρ, αλλά από τις σκάλες όπως τότε, αν μη τι άλλο δεν μπορώ να παραβλέψω το ακριβό γούστο του. Ακουμπάω την σκαλιστή περίτεχνη σκάλα και ανεβαίνω προς τα επάνω, κοιτάζω τα έργα τέχνης και παρατηρώ μερικές προσθήκες, θυμάμαι κάθε σπιθαμή αυτού του σπιτιού, κι ας έχω βρεθεί μόνο μια φορά εδώ μέσα. 

Φτάνω στον δεύτερο όροφο, αλλά δεν τον βλέπω πουθενά, ίσως να έχεις δουλειά, ήρθα απροειδοποίητα, οπότε λογικό να καθυστερεί. Κοιτάζω το σαλόνι απέναντι μου και έπειτα τις σκάλες για τον δεύτερο όροφο και το σαλόνι με την βιβλιοθήκη. Αμφιταλαντεύομαι για ένα λεπτό, δεν ακούγετε τίποτα, ούτε βήματα, ούτε το ήχος του ασανσέρ και ξεκινάω να ανεβαίνω προς τα επάνω. Κι άλλοι πίνακες αμύθητης αξίας, βάζα και πολλά άλλα διακοσμητικά.  

Φτάνω στο σαλόνι και μπαίνω μέσα, πλησιάζω προς την βιβλιοθήκη και τραβάω ένα τυχαίο βιβλίο. Η Τες των ντ' Υρμπερβίλ του Χάρντι. Το είχα διαβάσει. Δίπλα του διακρίνω την Περηφάνια και Προκατάληψη και ο Τροπικός του Αιγόκερω του Χένρυ Μίλλερ. Χαμογελάω και ανοίγω την πρώτη σελίδα, όταν ένας θόρυβος με κάνει να πεταχτώ και το βιβλίο γλιστράει από το χέρι μου. <<Γαμώτο>> το σηκώνω προσεκτικά και κοιτάζω μη τυχών και έπαθε κάτι, είμαι σίγουρη πως αυτά τα βιβλία κοστίζουν όσο ολόκληρο το διαμέρισμα μου. 

Κοιτάζω πίσω μου, αλλά δεν υπάρχει κανένας, ο θόρυβος πρέπει να ήρθε από πάνω, ρίχνω μια ματιά στο κινητό μου, η ώρα κοντεύει έξι και εγώ ακόμα περιμένω να εμφανιστεί ο Μάικλ, απ' ότι φαίνεται δεν έχει σκοπό να το κάνει. Ίσως είναι πάνω στο γραφείο του ή δεν ξέρω μπορεί να έχει κάποια άλλη δουλειά, θυμάμαι ότι έχει και γυμναστήριο στον τελευταίο όροφο, ίσως να γυμνάζετε. 

Βγαίνω από το χώρο και διχάζομαι ξανά ανάμεσα στο να ανέβω στον τρίτο, όπου βρίσκετε το δωμάτιο του και πιθανόν το γραφείο του ή να κατέβω στο σαλόνι και να περιμένω μέχρι να δεήσει ο Μάικλ Κινγκ να εμφανιστεί. Αλλά η υπομονή μου εξαντλείται. Αφού δεν έρχεται αυτός θα πάω εγώ, δεν θα χαλάσω όλο το απόγευμα μου να τον περιμένω, ανεβαίνω το πρώτο σκαλί και συνεχίζω προς τον τέταρτο. Ησυχία επικρατεί, ίσως έκανα λάθος και θόρυβος να προήλθε από κάπου αλλού. Καλύτερα να κατέβω πριν με πιάσει να τριγυρνάω μέσα στο σπίτι του.  Αναστενάζω και γυρίζω να κατέβω, αλλά τότε ακούω την φωνή του. <<Τι θέλεις;>>. 

Συνοφρυώνομαι και μένω ακίνητη. Σε εμένα το λέει; Κοιτάζω τον διάδρομο, αλλά δεν υπάρχει κανένας και διακρίνω την μισάνοιχτη πόρτα ενός δωματίου - του δικού του. <<Μίλα, τι θέλεις, ε;>> μιλάει σε κάποιον ή ίσως στο τηλέφωνο, δαγκώνω το χείλη μου, αλλά η περιέργεια δεν με αφήνει και προχωράω μέχρι την πόρτα, στις μύτες των ποδιών μου. 

Βγάζω ελάχιστα το κεφάλι μου και κοιτάζω. Μου κόβετε η ανάσα μπροστά στο θέαμα. Μια γυμνή γυναίκα πεσμένη στα τέσσερα βρίσκετε στο πάτωμα και ο Μάικλ στέκετε από πάνω της φορώντας μόνο το μποξεράκι του, ενώ στα χέρια του κρατάει ένα μαστίγιο. <<Τι θέλεις;>> ρωτάει ξανά και η γυναίκα βγάζει μια τρεμάμενη ανάσα, <<Ε;>> την πιάνει από το σαγόνι αναγκάζοντας την, να τον κοιτάξει. <<Δεν μιλάς ε; θα σε κάνω εγώ να μιλήσεις>> την κοιτάζει και αφήνει το μαστίγιο να πέσει πάνω στον πισινό της, ενώ ένα κόκκινο σημάδι εμφανίζεται. 

Κλείνω το στόμα μου, καθώς παίρνω βαθιά εισπνοή, <<Σου αρέσει αυτό;>> ρωτάει κοφτά ο Μάικλ και το χέρι του πέφτει ξανά πάλι πάνω της <<Ν...ναι, πολύ. Κύριε, μη σταματάς...>>. Τι σκατά. Μόλις την έχει χτυπήσει και αυτή ζητάει κι άλλο. Αν είναι δυνατόν. 

Ο Μάικλ χαμογελάει και συνεχίζει να την χτυπάει, αλλά βλέπω πως οι κινήσεις του κάθε φορά είναι με διαφορετικό ρυθμό, πιο γρήγορες, πιο αργές, εναλλάσσονται. Η ανάσα της βγαίνει κοφτή και το μαστίγιο χαϊδεύει την περιοχή της κάνοντας την γυναίκα να τρέμει, καθώς προσπαθεί να στηριχτεί στις παλάμες των χεριών της. Σηκώνει το κεφάλι της και ο Μάικλ πάει μπροστά της, ένα χαμόγελο εμφανίζετε στα χείλη της, ανασηκώνετε και την βλέπω να του κατεβάζει το μποξεράκι και να γλύφει τα χείλη της. 

Κλείνω τα μάτια μου και μόλις τότε συνειδητοποιώ πως το κορμί μου καίει, οι παλμοί μου έχουν ανέβει και το κάτω μέρος του κορμιού μου έχει ερεθιστεί <<Έτσι πάρ' το όλο μέσα στο γαμημένο στόμα σου>>. Την βλέπω να πνίγετε με το μέγεθος του και κάνω ένα βήμα πίσω. Τι σκατά κάνω. Τι κάνεις Γουέντι. Θεέ μου μόλις είδα τον Μάικλ να πηδάει κάποια άλλη και αντί να γυρίσω και αν φύγω, εγώ καύλωσα και μέσα μου επιθυμούσα να είμαι στην θέση της. 

Το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει γοργά και γυρίζω προς τις σκάλες. Πρέπει να φύγω από εδώ. Τώρα. Ξεκινάω να κατεβαίνω προς τα κάτω, δεν με νοιάζουν τα λεφτά, δεν θέλω να του μιλήσω, θέλω να φύγω, να πάω σπίτι μου. Πρέπει να φύγω τώρα. Μου έχει κοπή η ανάσα και η πίεση ανάμεσα στα πόδια μου αυξάνετε καθώς περνάω το σαλόνι για να φτάσω στο κάτω μέρος της εισόδου. 

Η εικόνα παίζει μέσα στο κεφάλι μου, αυτό ήθελε, αυτός είναι ο τρόπος ζωής του, να βρίσκομαι στο έλεος του, να με κάνει ότι θέλει, να υπακούω σε κάθε διαταγή του. Να με γαμάει δυνατά, να με χτυπάει, να γίνω υποχείριο του, να...

<<Αααα>> ένας πόνος με κάνει να φωνάξω, καθώς το πόδι μου διπλώνετε στα σκαλιά και κατρακυλάω προς τα κάτω. <<Δεσποινίς Σάτον. Γουέντι>> ακούω να φωνάζει ο Άνταμ, αλλά ο πόνος που νοιώθω στο κεφάλι μου δεν με αφήνει να αρθρώσω λέξη. Ο Άνταμ τρέχει κοντά μου και αισθάνομαι να με σηκώνει λίγο, <<Νίκη. Νίκη!>> μερικά βήματα ηχούν μέσα στον χώρο και προσπαθώ να γυρίσω το κεφάλι μου, αλλά μάταια. <<Ειδοποίησε τον Μάικλ>> η γυναίκα κοντοστέκετε μερικά δευτερόλεπτα, ίσως να με κοιτάζει τρομοκρατημένη <<ΤΩΡΑ!>> φωνάζει άγρια ο Άνταμ και αυτή εξαφανίζετε τρέχοντας, προς το ασανσέρ. 

<<Όχι, όχι μην τον ειδοποιήσει, δ.. δεν χρειάζεται>> ψιθυρίζω, ο άνδρας με κοιτάζει και βλέπω το αναστατωμένο πρόσωπο του, <<Μην ανησυχείς, όλα είναι καλά>> λέει προσπαθώντας με καθησυχάσει. Δεν θέλω να έρθει, να τον διακόψει από... από αυτό που κάνει. <<Δεν χρειάζεται>> λέω και τον παραμερίζω για να σηκωθώ. <<Σας παρακαλώ μην κουνιέστε, μπορεί να έχετε χτυπήσει το κεφάλι σας>> διαμαρτύρεται ο Άνταμ, αλλά εγώ τον αγνοώ σπρώχνοντάς τον μακριά μου και κρατιέμαι πάνω του για να σηκωθώ. 

<<Είμαι καλά, ορίστε. Απλώς λίγο το πόδι μου χτύπησα, δεν είναι κάτι, πείτε του ότι θα μιλήσουμε άλλη στιγμή>>, λέω και κοιτάζω τον Άνταμ, <<Σας παρακαλώ, πρέπει να σας δει ένας γιατρός>> επιμένει. <<Όχι μια χαρά είμαι, εγώ αισθάνομαι...>> ανοιγοκλείνω τα μάτια μου προσπαθώντας να συνέλθω, ενώ το δωμάτιο αρχίζει να γυρίζει. <<Αισθάνομαι... υπέροχα...>> απλώνω το χέρι μου για να πιαστώ από κάπου, καθώς νοιώθω τα πόδια μου να λυγίζουν, όμως ένα δυνατό χέρι με συγκρατεί. 

Εισπνέω γαρύφαλλο και πιπέρι, γαμώτο... με κρατάει στα χέρια του. Ίσως είναι καμία παραίσθηση από το χτύπημα. <<Ειδοποίησε τον γιατρό αμέσως>> λέει με βαριά, κοφτή φωνή και με κάνει να ανατριχιάσω. Νοιώθω το σώμα του να κινείται και να με κουβαλάει μέχρι το ασανσέρ, τα μπράτσα του με κρατάνε σταθερά, καθώς το κουβούκλιο αρχίζει να ανεβαίνει προς τα πάνω και κλείνω τα μάτια μου αφήνοντας την μυρωδιά - την δική του μυρωδιά να γεμίσει το μυαλό και τις αισθήσεις μου.  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top