Kεφάλαιο 25

Είναι λίγο μετά τις δυο τα μεσάνυχτα όταν περνάω τις σιδερένιες πύλες της λέσχης. Παρκάρω στην θέση μου και κατεβαίνω προχωρώντας προς την είσοδο. Μιας και είναι τόσο αργά μόνο τα άτομα της ασφάλειας και η ομάδα μου βρίσκετε μέσα στο κτήριο. Οι ώρες που μπορεί κάποιος από τους πελάτες μας να έρθει, ώστε να διασκεδάσει είναι από τις δέκα το πρωί, μέχρι τις δέκα το βράδυ. Με ελάχιστες εξαιρέσεις όταν υπάρχει κάποια εκδήλωση όπου η λέσχη μας παραμένει ανοιχτεί μέχρι τις δώδεκα. Η υποδοχή είναι άδεια και μπαίνω κατευθείαν στο ασανσέρ, πληκτρολογώ τον κωδικό μου και αρχίζω να κατεβαίνω προς τα κάτω. Τόσο η λέσχη όσο και η King security πηγαίνει καταπληκτικά, τα οικονομικά μας όλο και αυξάνοντας, ενώ καινούργιοι πελάτες συρρέουν από παντού, αφού στο τέλος θα αναγκαστούμε να ανοίξουμε και παράρτημα. 

Βγαίνω στον μακρύ διάδρομο και βρίσκω τον Λούκα να στέκετε έξω από την πόρτα της αποθήκης, εκεί όπου τοποθετούμε το σκάρτο εμπόρευμα. <<Ζει;>> ρωτάω καθώς τον πλησιάζω και τραβάει μια τζούρα από το τσιγάρο του, <<Μετά βίας, αλλά μπορεί να μιλήσει, τουλάχιστον για την ώρα. Ο Κέλεμπ είναι μέσα μαζί του>> τον προσπερνάω και μπαίνω μέσα στην σκοτεινή, υγρή αποθήκη. Ο Κέλεμπ είναι χρόνια στη δούλεψη μου και μαζί με τον Λούκα δεν διστάζουν να κάνουν ότι τους ζητήσω. Μου ρίχνει μια ματιά και κοιτάζω τον τοίχο απέναντι μου, όπου βρίσκετε αλυσοδεμένος ένας άνδρας. Όμως δεν είναι ένας οποιοδήποτε άνδρας, αλλά κάποιος που άγγιξε κάτι δικό μου. 

Με το ζόρι θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει κάποιος, ειδικά έτσι όπως τον έχουν κάνει ο Λούκα με τον Κέλεμπ, όμως εγώ τον αναγνωρίζω μια χαρά. Τον είχα δει να αγγίζει την Γουέντι στο κλαμπ και αυτό ήταν αρκετό για να με αναγκάσει να βάλω την ομάδα μου να τον ψάξει. 

Τριάντα ένα, δημόσιος υπάλληλος και δυστυχώς για κακή του τύχη άγγιξε κάτι δικό μου. Πάω κοντά του και κοιτάζω την λίμνη αίματος που έχει σχηματιστεί γύρω από το κορμί του, <<Μάιλς λοιπόν>> σηκώνει το κεφάλι του και με κοιτάζει <<Ποιος είσαι.... τι σκατά θέλετε από εμένα...>> γρυλίζει και φτύνει προς το μέρος μου. Κάνω ένα βήμα πίσω και αποφεύγω την πιθανότητα να βαφτούν τα ρούχα μου με αίμα, αν και όπως το βλέπω μάλλον θα χρειαστώ καινούργια. 

<<Δυστυχώς άγγιξες κάτι που είναι δικό μου>> τα μάτια του άνδρα πέφτουν πάνω μου και με κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα, <<Χθες στο Paradise άγγιξες μια γυναίκα>>. Χαμογελάει και προσπαθεί να σηκώσει το κεφάλι του <<Άγγιξα, πολλές, γυναίκες>> απαντάει κοροϊδευτικά.

 Λοιπόν ο τύπος έχει θράσος, θα περάσουμε καλά. <<Μια συγκεκριμένη, ψιλή ξανθιά, με πράσινα μάτια, την τράβηξες, ενώ αρνήθηκε>> ο τύπος φαίνεται να καταλαβαίνει για ποια ακριβώς μιλάω. <<Και τι έγινε; Σου θίξαμε την γκόμενα, μην ανησυχείς δεν έγινε κάτι, η γυναίκα ήταν πιο κρύα και από την ανταρκτική, ίσως με ένα καλό γαμήσι να στρώσε.....>> η μπουνιά μου πέφτει πάνω στο στομάχι του και μουγκρίζει, ενώ αίμα τρέχει από το στόμα του. <<Γαμημένε>> φωνάζει και χαμογελάω. <<Άλλη φορά να προσέχεις τι λες>>. 

<<Τι σκατά θες από εμένα τώρα, αυτοί οι μπάσταρδοι με έσυραν μέχρι εδώ και με πλάκωσαν στο ξύλο, έτσι και φύγω την γάμησες, θα σου κάνω μήνυση, θα σε καταστρέψω>>, γελάω δυνατά και κοιτάζω μερικά από τα αξεσουάρ που έχω για αυτές τις περιστάσεις. <<Αρχικά μην έχεις ψευδαισθήσεις, ελάχιστοι - για να μην πω καλύτερα, κανένας δεν βγήκε από εδώ μέσα - ζωντανός τουλάχιστον. Οπότε τις μηνύσεις βαλ' τες στον γαμημένο τον κώλο σου>>. Ξαφνικά καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του και αρχίζει να χτυπιέται πάνω στις αλυσίδες.

<<Σε παρακαλώ, άφησε με να φύγω, δεν θα την ξανά αγγίξω, ούτε που την ξέρω, σε παρακαλώ....>> η φωνή του ακούγετε μέσα στο χώρο και κοιτάζω τον Κέλεμπ που στέκετε πίσω μου, <<Ποιο χέρι;>> τον ρωτάω κοφτά και ρίχνει μια ματιά στον τύπο πίσω μου μου, <<Το δεξί>> η φωνή του είναι απότομη και το βλέμμα του στωικό. Δεν υπάρχει τίποτα που δεν έχει ξανά δει. Πιάνω τον μπαλτά και με μια κίνηση τον πετάω πάνω στο χέρι του. Η κραυγή του σκεπάζει τον ήχο που κάνει, καθώς σπάει σάρκα και οστά. 

<<Κατάλαβες τώρα;>> το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει από την ταλάντωση του μπαλτά, μέχρι που το χέρι του πέφτει κάτω στο πάτωμα. <<Δύσκολο να ξανά αγγίξεις πάλι κάποια γυναίκα>>. 

<<Σε παρακαλώ... εγώ...>> δάκρυα ανάβλυζαν από τα μάτια του, ενώ παρακαλει για την ζωή του, <<Δεν ήθελα να την αγγίξω....>> 

<<Τι θα της έκανες εσύ και η παρέα σου εάν είχε έρθει μαζί σας; θα την πηδάγατε;  μήπως θα την βιάζατε κιόλας, ίσως το έχεις ξανά κάνει και στο παρελθόν>>. Τα μάτια του με κοιτάζουν σοκαρισμένα, καθώς του μιλάω. Οι άνδρες μου είχαν βρει πολύ ωραίες πληροφορίες, για αυτόν εδώ και την παρέα του. Είχε κατηγορηθεί δυο φορές στο παρελθόν για απόπειρα βιασμού. <<Μπάσταρδε>> φωνάζει και τραβάει τις αλυσίδες με το άλλο του χέρι. 

Γνώριζα πως δεν είμαι καλός άνθρωπος, όμως ποτέ δεν θα ανάγκαζα μια γυναίκα να κάνει σεξ μαζί μου, με την βία. Του αξίζει ότι και να πάθει. <<Δεν ήθελα να της κάνω... να τους κάνω κακό...>> δυστυχώς είναι πολύ αργά. Πιάνω έναν σουγιά και τον πλησιάζω, τον ακουμπάω στο στέρνο του και σκίζω την σάρκα του. Ένα δυνατό ουρλιαχτό αντηχεί στον χώρο και τον ακούω να ικετεύει για την ζωή του.  Θα μπορούσα να περάσω όλη την νύχτα βασανίζοντας τον, το απολάμβανα, ας πούμε ότι παίρνω εκδίκηση και για τις υπόλοιπες γυναίκες, που δεν βρήκαν δικαίωση από το κράτος. 

Ιδρώτας στάζει από το μέτωπο μου και τον σκουπίζω, καθώς αφήνω το μαχαίρι στη θέση του και μια αναλαμπή περνάει από το μυαλό μου. Τα μάτια της, ο τρόπος που με κοιτάζει, τα χέρια της, τα χείλη της πάνω μου. Γαμώτο θα μπορούσα να κοιμάμαι δίπλα της, αυτήν την στιγμή και όχι να να βασανίζω έναν άγνωστο άνδρα, ο οποίος τόλμησε να την αγγίξει. 

Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα σκοτώσει για μια γυναίκα, αυτή όμως δεν είναι οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά η Γουέντι Σάτον, που εδώ και χρόνια δεν έχει πάψει να βρίσκετε μέσα στο μυαλό μου. Πιάνω το όπλο από το τραπέζι και το στρέφω προς το μέρος του, <<Να χαίρεσαι που το μαρτύριο σου τελειώνει τόσο γρήγορα. Θα κρατήσω το χέρι σου για τρόπαιο, μη σου πω ότι την επόμενη φορά που θα την γαμήσω θα είναι με το δικό σου χέρι, μαλάκα>>. Σηκώνω και πυροβολώ δυο φορές. Μια στην καρδιά και μια στο κεφάλι. 

Ο άνδρας μέσα σε λίγα λεπτά στέκετε άψυχος απέναντι μου και αν δε τον κράταγαν οι αλυσίδες θα είχα πέσει κάτω. Αφήνω το όπλο στην θέση του και γυρίζω προς τον Κέλεμπ, <<Καθαρίστε τον χώρο>> λέω κοφτά και βγαίνω έξω. Κοιτάζω τα ματωμένα ρούχα μου και προχωράω προς το γραφείο μου, πάντα έχω μια καθαρή αλλαξιά ρούχα εδώ. Μπαίνω στο μπάνιο και αφού καθαρίζω τα αίματα, πετάω τα ρούχα στα σκουπίδια και φοράω τα καθαρά. Κοιτάζω προς τις οθόνες και εντοπίζω την Γουέντι να κοιμάται γαλήνια στο κρεβάτι της. Γαμώτο πόσο θα ήθελα να βρισκόμουν δίπλα της. Όμως τα χέρια μου είναι βαμμένα με αίμα και αργά ή γρήγορα θα καταστρέψω και αυτή, αν δεν το έχω κάνει ήδη. 

Η ώρα στο κινητό μου δείχνει λίγο μετά τις τέσσερις τα ξημερώματα, προλαβαίνω να πάω σπίτι, να κάνω ένα γρήγορα ντουζ και να ξεκουραστώ λίγες ώρες. Η αυριανή ημέρα είναι γεμάτη από συναντήσεις και έχω μια σύσκεψη το μεσημέρι με τον διοικητικό συμβούλιο του φιλανθρωπικού ιδρύματος. Δυστυχώς είμαι αναγκασμένος να παραβρεθώ, ίσως κανονίσω να γίνει εδώ, αντί να τρέχω μέχρι το κέντρο, πιάνω το κινητό και τα κλειδιά μου και βγαίνω έξω. Μπαίνω στο ασανσέρ και ανεβαίνω πάνω, ευτυχώς αυτή την ώρα δεν έχει κίνηση και δεν θα αργήσω να φτάσω στο σπίτι. Βάζω το κλειδί στην μίζα και ακούω την μηχανή να γουργουρίζει, περνάω τις πύλες και πατάω γκάζι για να μπω στον κεντρικό δρόμο. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top