[6.]
Μόνο αφού έχουμε χάσει τα πάντα,
είμαστε ικανοί να κάνουμε τα πάντα.
Chuck Palahniuk
~~~
ΑΝΟΊΓΩ ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι το πρόσωπο του Ντέιβιντ ακριβώς από πάνω μου. Για λίγο προσπαθώ να συνηθίσω την τρελή φασαρία που επικρατεί χωρίς ακόμη να έχω καταλάβει που βρίσκομαι.
«Τι ε-έγινε;» ψιθυρίζω αλλά είμαι σίγουρη ότι κανείς δεν με άκουσε. Ο Ντέιβιντ σηκώνεται από πάνω μου και η όρασή μου θολώνει ξανά. Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι και ψάχνω με το βλέμμα μου τον χώρο. Που βρίσκομαι;
Καρέκλες πεσμένες στο πάτωμα και άνω κάτω τραπέζια βρίσκονται στα αριστερά μου και πολλά άτομα τρέχουν δεξιά και αριστερά προκαλώντας μου ζαλάδα.
Ξανακλείνω τα μάτια μου αλλά σιγά σιγά αρχίζω να ξεχωρίζω τις φωνές.
«Ξύπνησε» αυτή είναι σίγουρα η φωνή του Ντέιβ ακριβώς από πάνω μου. Μα καλά τι έπαθα;
«Είναι σίγουρα καλά;» ρωτάει κάποιος άλλος, με το ζόρι όμως καταλαβαίνω τι θέλει να πει μιας και το κλάμα του, αλλοιώνει τη φωνή του. Ποιος είναι αυτός τώρα;
Ανοίγω τα μάτια μου και πλέον βλέπω πεντακάθαρα τι γίνεται. Είμαι ξαπλωμένη κάπου πολύ μαλακά και ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου στέκονται τα αγόρια και άλλα δύο παιδιά που ακόμη δεν είμαι σε θέση να καταλάβω ποιοι είναι.
Ο Τζέισον σκύβει προς το μέρος μου και κάνει μαλακά τα μαλλιά μου στην άκρη. «Ει-είσαι κ-καλά;» με ρωτάει και καταλαβαίνω ότι η φωνή πριν ήταν δική του. Γνέφω αργά καθώς κοιτάω τα δάκρυα να βγαίνουν ασταμάτητα από τα μάτια του.
«Τι έγινε;» ξαναρωτάω και κάνω μια κίνηση να σηκωθώ στους αγκώνες μου.
«Σε παρακαλώ ξάπλωσε, ακόμη δεν έχεις συνέλθει τελείως» μου λέει ο Ντέιβιντ και για λίγο σκέφτομαι ότι έχει δίκιο. Όμως αντί να το κάνω, βγάζω νευριασμένη το χέρι του από πάνω μου και διώχνω οποιονδήποτε προσπαθεί να με βοηθήσει.
Σηκώνομαι όρθια και συνειδητοποιώ ότι είμαι ξυπόλητη και ότι τα παπούτσια μου είναι πεταμένα ακριβώς δίπλα από το στρώμα που ξάπλωνα. «Γιατί ξάπλωσα;» ρωτάω και όλοι κοιτάζουν αλλού.
«Λυποθίμησες» λέει εντελώς σοβαρά ο Χάρρυ που στέκεται δίπλα μου. «Ήσουν για λίγο αναίσθητη, τρομάξαμε»
Τον κοιτάζω μέσα στα μάτια και εντελώς ξαφνικά συνέρχομαι εντελώς. Γυρνάω και τρέχω κατά μήκος της αίθουσας. Ακούω τις φωνές τους πίσω μου αλλά δεν με νοιάζει. Βγαίνω από την πόρτα και κατευθύνομαι προς τις τουαλέτες. Μια μεγάλη κορδέλα είναι τοποθετημένη κλείνοντας εντελώς την είσοδο προς τις γυναικείες τουαλέτες και η αστυνομία έχει κλείσει την πόρτα.
Σταματάω απότομα και η πραγματικότητα είναι που με χτυπάει στο κεφάλι με δύναμη.
Τσιρίζω. Τσιρίζω με όση δύναμη μου έχει απομείνει και πέφτω στα γόνατα ακριβώς μπροστά στην κορδέλα κλαίγοντας δυνατά. Δύο χέρια με πιάνουν από τη μέση αλλά χτυπιέμαι και προσπαθώ να διώξω όποιον με πιάνει.
«ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ;» φωνάζω και το κλάμα μου γίνεται ακόμη πιο δυνατό. «ΠΟΥ ΤΗΝ ΈΧΕΤΕ;» ουρλιάζω αλλά κανείς δεν μου απαντάει. Τα γόνατά μου έχουν γεμίσει αίματα αλλά δεν σηκώνομαι από εκεί.
«Φραντσέσκα, σε παρακαλώ» ο Ντέιβιντ με σηκώνει με ευκολία πιάνοντας με από τους γοφούς και με κουβαλάει στην πλάτη του ενώ εγώ τον κλοτσάω με δύναμη κλαίγοντας.
«ΑΣΕ ΜΕ...Σε παρακα-λω...Ά-άσε με» τον χτυπάω στην πλάτη τη στιγμή που με αφήνει να κάτσω πάνω σε ένα παγκάκι ακριβώς απέναντι από τις τουαλέτες. «Που είναι;» τον κοιτάζω αλλά εκείνος μου γυρνάει την πλάτη «ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΡΑΙΛΙ;» φωνάζω όταν επιτέλους έρχεται και κάθεται δίπλα μου στο παγκάκι και με παίρνει στην αγκαλιά του. Κλαίω. Μόνο αυτό μπορώ να κάνω.
«Ηρέμησε, σε παρακαλώ» μου ψιθυρίζει συνέχεια στο αφτί αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να ηρεμήσω. Θέλω μόνο να την δω. Ζωντανή.
«Καλύτερα να φύγουμε» έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μας ο Χάρρυ και μου δίνει ένα ποτήρι νερό. Τον αγνοώ και εκείνος το αφήνει ακριβώς δίπλα μου.
«Δεν μπορούμε να φύγουμε. Θα περάσουμε όλοι από ανάκριση» του απαντάει ο Ντέιβιντ. «Το ασθενοφόρο ήρθε;» τον ρωτάει λίγο πιο χαμηλά και δεν καταλαβαίνω τι του απαντάει ο Τζέισον. «Πρέπει να την πάρουμε από εδώ» με χαιδεύει στην πλάτη όσο προσπαθώ να ηρεμήσω.
Σηκώνω το κεφάλι μου και τον κοιτάζω. «Είναι...;» δεν μπορώ να πω την λέξη. Δεν μπορώ καν να διανοηθώ αυτή τη στιγμή ότι η κολλητή μου είναι...νεκρή.
Ο Ντέιβιντ κοιτάζει τον Χάρρυ και μετά πάλι εμένα. «Ναι» μου απαντάει και μένω ανέκφραστη. Τα δάκρυα μου έχουν στερέψει.
Ακούγεται η σειρήνα του ασθενοφόρου καθώς μπαίνει στο πάρκινγκ και παρκάρει απέναντι από την είσοδο του γυμναστηρίου. Οι διασώστες βγαίνουν τρέχοντας και με ένα φορείο μπαίνουν στις τουαλέτες.
Ένας αστυνόμος έρχεται προς το μέρος μας βιαστικά. «Πρέπει να μπείτε στο γυμναστήριο» μας λέει και τα αγόρια τον διαβεβαιώνουν ότι θα μπούμε αμέσως.
«Όχι. Όχι δεν θέλω» προσπαθεί να με σηκώσει απαλά ο Ντέιβιντ αλλά τον σπρώχνω. «Άσε με δεν θέλω να μπω!»
«Δεσποινίς, όλοι οι μαθητές πρέπει να μπουν στο γυμναστήριο» ξαναλέει με υπομονή ο αστυνόμος.
Σηκώνομαι όρθια και αμέσως ζαλίζομαι. Στηρίζομαι στο μπράτσο του Χάρρυ ενώ το βλέμμα μου δεν εγκαταλείπει την πόρτα από τις γυναικείες τουαλέτες. «Σε παρακαλώ, Φραν» μου ψιθυρίζει στο αφτί ο φίλος μου και περπατάω αργά χωρίς καμία απολύτως όρεξη.
Ο Ντέιβιντ προχωράει μπροστά και μας ανοίγει την πόρτα για να μπούμε μέσα. Σχεδόν ταυτόχρονα η πόρτα από τις τουαλέτες ανοίγει και οι διασώστες βγαίνουν μαζί με το φορείο έξω πηγαίνοντας προς το ασθενοφόρο.
Το τελευταίο πράγμα που βλέπω είναι αυτή η τεράστια μαύρη σακούλα πάνω στο φορείο με τη φίλη μου μέσα. Τσιρίζω όσο κλείνει η πόρτα πίσω μου.
Το βλέμμα μου κοιτάει το κενό όση ώρα καθόμαστε στις καρέκλες και περιμένουμε να ρθουν οι αστυνόμοι και να μας καλέσουν να μιλήσουμε στον υπεύθυνο. Ο Τζέισον δίπλα μου μου κρατάει σφιχτά το χέρι και ο Χάρρυ κάθεται σιωπηλός απέναντι μου κοιτάζοντάς με πότε πότε για να δει πως είμαι.
«Έλα πάρε» μου προσφέρει ο Ντέιβιντ ένα ποτήρι καφέ φίλτρου αλλά δεν κάνω καμία κίνηση ούτε να το πάρω ούτε να τον κοιτάξω. Εξακολουθώ να τον σιχαίνομαι περισσότερο από τον καθένα. «Σε παρακαλώ» μου λέει αλλά δεν ανταποκρίνομαι. Αφήνει τον καφέ στο τραπέζι μπροστά μου και έρχεται να κάτσει δίπλα μου από την αριστερή πλευρά.
«Ποιους έχουν μέσα;» η φωνή του Τζέισον ακούγεται τόσο διαφορετική, τόσο πονεμένη.
«Δεν έχω ιδέα. Νομίζω οι περισσότεροι έχουν μιλήσει» απαντάει ο Ντέιβιντ και με κοιτάζει. Απλώνει το χέρι του στο δικό μου και με μια απότομη κίνηση το διώχνω από πάνω μου. Φαίνεται μπερδεμένος από αυτή την κίνησή μου, αλλά το καλύπτει πίνοντας άλλη μια γουλιά από τον καφέ του.
«Εγώ δεν θέλω να μιλήσω» λέω με βραχνή φωνή και με κοιτάζουν και οι τρεις.
«Φραντσέσκα»
«Δεν μπορώ να μιλήσω» λέω με τα χίλια ζόρια και πέφτω πάνω στον ώμο του Τζέισον.
«Αγάπη μου, πρέπει όλοι να μιλήσουμε» μου λέει ο άλλος και θέλω να τον φτύσω στα μούτρα και να τον βρίσω τόσο άσχημα που ακόμη με αποκαλεί έτσι. «Απλά θα πεις τι γνωρίζεις. Δεν θα σε ρωτήσουν κάτι άλλο. Θα πεις ο,τι θυμάσαι και τέλος»
Δεν του απαντάω. Παίρνω αντί αυτού το ποτήρι με τον καφέ και παρατηρώ ότι το χέρι μου τρέμει απίστευτα. Πίνω μια γουλιά και το ξαναφήνω πίσω.
Ακούω τακούνια να πλησιάζουν προς το μέρος μας αλλά δεν κάνω τον κόπο να σηκώσω το κεφάλι και να κοιτάξω. Ανοίγει η καρέκλα δίπλα στον Χάρρυ και καταλαβαίνω από το φόρεμα ότι είναι η Τζένυ.
Με κοιτάζει με κόκκινα μάτια και απλώνει το χέρι της για να πιάσει το δικό μου. «Αγάπη μου, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο λυπάμαι» μου λέει και γνέφω απλά. Με χαιδεύει απαλά και ύστερα κοιτάει ένα ένα τα αγόρια. «Ειλικρινά, λυπάμαι» τους λέει αλλά κανείς δεν της απαντάει. Τι να της πουν άλλωστε; «Ήρθα να σας πω ότι οι αστυνόμοι άρχισαν να παίρνουν τηλέφωνα στους γονείς όλων των παιδιών. Υποθέτω ότι σε λίγο θα αρχίσουν να έρχονται εδώ. Τα τηλέφωνα τα πήραν από τις λίστες που του έδωσε ο διευθυντής» λέει και μας κοιτάει έναν έναν.
Χριστέ μου. Θα πάρουν και τους γονείς της τηλέφωνο. Τι θα τους πουν; Ότι το παιδί τους είναι νεκρό; Και μόνο στη σκέψη τα δάκρυα εμφανίζονται ξανά στα μάτια μου.
Η Τζένυ μου σφίγγει ξανά το χέρι και σηκώνεται χτυπώντας τα τακούνια της δυνατά στα ξύλινα πατώματα του γυμναστηρίου.
Σηκώνομαι και ανακάθομαι στην καρέκλα. Αμέσως ένα απότομο κρύο με χτυπάει στην πλάτη και μαζεύομαι περισσότερο στη θέση μου. «Πρέπει να πάρω τους δικούς μου τηλέφωνο. Να... να τους ενημερώσω» ψάχνω το κινητό μου στο τσαντάκι μου.
«Τους πήρα εγώ πριν» μου λέει ο Τζέισον χωρίς να με κοιτάξει. «Όταν ήσουν λιπόθυμη»
«Ευχαριστώ, υποθέτω» του ψιθυρίζω και κουνάει το κεφάλι του.
Η ώρα περνάει βασανιστικά αργά και όταν κοιτάζω την ώρα στο κινητό μου είναι 3.40 το πρωί. Κοντεύω να κοιμηθώ πάνω στην καρέκλα όταν μια αστυνομικίνα έρχεται προς το μέρος μας.
«Με συγχωρείτε» λέει καθαρά με βρετανική προφορά. Με δείχνει. «Εσείς είστε η...» κοιτάζει στον κατάλογο με τα ονόματα. «...η Φραντσέσκα Γουόλετ;» τρίβω τα μάτια μου και σηκώνομαι όρθια.
«Ν-ναι, εγώ είμαι» λέω και κοιτάζω την αίθουσα. Αρκετά παιδιά κοιμούνται πάνω στα τραπέζια ενώ κάποιοι άλλο στέκονται και μιλούν σιγανά μεταξύ τους. Οι αστυνόμοι στέκονται κοντά στην είσοδο.
«Μπορείς να με ακολουθήσεις;» μου δείχνει τον δρόμο ευγενικά αλλά δεν κουνιέμαι.
«Για ποιο λόγο;» τη ρωτάω.
«Θα σου κάνουμε κάποιες ερωτήσεις. Σε όλους τα ίδια ρωτήσαμε. Πρόκειται για τη δολοφονία της Ράιλι Χάνιγκαν» μου υπενθυμίζει και κουνάω το κεφάλι μου.
«Δεν θέλω» αρχίζω να κλαίω και ο Ντέιβιντ με πιάνει από τους ώμους. «Δεν μπορώ» κάθομαι ξανά στην καρέκλα. Ακούω τον Ντέιβιντ να της λέει ότι σε δύο λεπτά θα ρθω και εκείνη γνέφει και φεύγει.
«Σε παρακαλώ» με πιάνει από το χέρι και με σηκώνει. «Έλα μαζί μου» με τραβάει προς την άκρη της αίθουσας. «Δεν είναι τίποτα, εντάξει; Είναι απλά ερωτήσεις, τίποτα άλλο» μου υπόσχεται και σκουπίζω το πρόσωπό μου με την αντίστροφη της παλάμης μου.
«Εντάξει, εντάξει» προσπαθώ να ηρεμήσω τις ανάσες μου και κοιτάζω προς την πλευρά της αστυνομικίνας που με κοιτάζει με ύφος σαν να με παρακαλάει να πάω.
«Σ'αγαπώ μη το ξεχνάς» μου ψιθυρίζει και αμέσως σοβαρεύω.
«Αυτό δεν θα το ξαναπείς» λέω αγριεμένη και αποτραβιέται.
«Ορίστε;»
«Τα ξέρω όλα, Ντέιβιντ. Όλα» του ψιθυρίζω και με κοιτάζει μπερδεμένος. «Μου τα είπε η Ράιλι, για εσάς τους δυο. Πριν, πριν να...» δεν μπορώ να το πω.
«Άφησέ με να σου εξηγήσω, σε παρακαλώ.»
Κουνάω το κεφάλι μου. «Όχι, όχι. Όχι. Αυτή τη στιγμή το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να πάω εκεί μέσα ψύχραιμη και να απαντήσω σε γαμημένες ερωτήσεις για το αν ξέρω ποιος σκότωσε την κολλητή μου» του φωνάζω μπροστά στα μούτρα του. «Δεν θα κάτσω να ακούσω τις δικαιολογίες σου. Μαλάκα» τον φτύνω στα μούτρα και φεύγω από κοντά του. Ακούω το όνομά μου από τα χείλη του αλλά δεν γυρνάω. Φτάνω μπροστά στην αστυνομικίνα και σταματάω.
«Είσαι έτοιμη γλυκιά μου;» μου χαιδεύει τα μαλλιά και γνέφω.
Προχωράει μπροστά και την ακολουθώ.
~~~
Ο γουελ
Δυσκολευτηκα αρκετα για να γραψω αυτο το κεφαλαιο. Υπηρχαν τοσα πολλα συναισθηματα που προσπαθησα να τα περιγραψω οσο τον δυνατον καλυτερα.
Ελπιζω να σας αρεσε.
Τα λεμε στο επομενο.
Δευτερο wattpad account: Riaa_ztk
Instagram ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΆ για το Wattpad: @itsria_wp
Btw εκεί ⬆️ είναι και τα στορυ και γενικά θα βρεις πολλά πράγματα για τις ιστορίες μου. Αν θες τσεκαρε τα και τα δύο και ακολούθησε με❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top