[25.]
Οι πραγματικοί φίλοι σου την φέρνουν από μπροστά.
Όσκαρ Ουάιλντ
~~~
«ΚΑΛΗΜΈΡΑ ΑΓΆΠΗ ΜΟΥ, ΠΩΣ ΝΙΏΘΕΙΣ σήμερα;» ρωτάει εύθυμα ο πατέρας μόλις κατεβαίνω τα σκαλιά και φτάνω στην κουζίνα αγουροξυπνημένη.
Αφήνει ένα φιλί στο μάγουλό μου και ταυτόχρονα σερβίρει την ομελέτα στο πιάτο μου. Η μαμά μιλάει στο τηλέφωνο στο σαλόνι και μου στέλνει ένα φιλί από μακριά.
«Αρκετά καλά» λέω και κάθομαι στην καρέκλα. Η ομελέτα στο πιάτο μου φαίνεται πολύ λαχταριστή αλλά ο κόμπος στο στομάχι δεν με αφήνει για ακόμη μια φορά να φάω.
«Φά'την τώρα, ζεστή ζεστή!» με προτρέπει ο μπαμπάς μου και βάζει την καφετιέρα σε λειτουργία. Δεν κάνω καμία κίνηση να σηκώσω το πιρούνι μου, παρόλα αυτά κάθομαι και τον χαζεύω όσο προσπαθεί να βρει ποιος είναι ο σωστός τρόπος να βάλει το φίλτρο στην καφετιέρα.
Το μυαλό μου τρέχει για άλλη μια φορά.
Αν όντως ο Τζέισον είναι αυτός που σκότωσε την Ράιλι... Χριστέ μου, και μόνο στην ιδέα ότι έγινε κάτι τέτοιο ανακατεύομαι.
Πως είναι δυνατόν; Για ποιον λόγο θα μπορούσε να κάνει ποτέ ο Τζέισον κάτι τέτοιο;
Αφού έφυγε το βράδυ ο Χάρρυ, έμεινα λιγάκι ακόμη με τον Ντέιβ χωρίς ακριβώς να ξέρουμε τι να πούμε. Σε αυτό που συμφωνήσαμε ήταν ότι πρέπει να το ψάξουμε. Και το μόνο πράγμα που μπορεί να μας βοηθήσει είναι να πάρουμε στα κρυφά το κινητό του Τζέισον και να κοιτάξουμε στα μηνύματα που έστελνε στην Ράιλι.
Ακόμη και στο ημερολόγιο της δεν έγραφε κάτι που να δείχνει ότι είχε έρθει σε κόντρα μαζί του.
«Όλα καλά;» έρχεται εντελώς ξαφνικά η μαμά από πίσω μου και πετάγομαι μέχρι πάνω. «Τι έγινε παιδί μου, εσύ είσαι χλωμή σαν το πανί!» παρατηρεί και μου σφίγγει τα μάγουλα γελώντας.
«Ναι, απλά... δεν έχω όρεξη»
«Δεν έχει τέτοια νεαρή μου» γυρνάει ο μπαμπάς κρατώντας μια μεγάλη πιρούνα στα χέρια του και χαμογελάω στην εικόνα του. «Θα το φας. Η γιατρός είπε ότι πρέπει να σε ταΐζουμε. Τώρα τελευταία δεν πολυέτρωγες και αυτό δεν είναι καλό» με επιπλήττει με χαριτωμένο τρόπο παρόλα αυτά φαίνεται ότι το εννοεί.
«Ναι βρε αγάπη μου. Γιατί δεν τρως;»
Ξεφυσάω. «Απλά δεν έχω όρεξη, μη το ψάχνετε» ανασηκώνω τους ώμους μου και τους πιάνω να αλληλοκοιτάζονται. «Εντάξει, εντάξει» σηκώνω ψηλά τα χέρια μου ως ένδειξη ότι παραιτούμαι. «Θα φάω» λέω και κόβω ένα γενναίο κομμάτι ομελέτας και το βάζω στο στόμα μου. Γευστική.
Η μητέρα μου αρπάζει το τάμπλετ της και διαβάζει για ένα άρθρο όσο εγώ και ο μπαμπάς συζητάμε περί ανέμων και υδάτων.
«Εχθές τηλεφώνησε ο Τζέισον και ρωτούσε για σένα» λέει ο μπαμπάς και τον κοιτάζω σκεπτική.
«Και;»
«Τίποτα. Αυτό» δαγκώνει μια φέτα φρυγανισμένο ψωμί και εξακολουθεί να με κοιτάζει. «Δεν του είπες τι έγινε εχθές το βράδυ;» ρωτάει καχύποπτα.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν μιλήσαμε από τότε που ήμουν σπίτι του» μπουκώνομαι με την ομελέτα και προσπαθώ να αποφύγω το βλέμμα του.
«Συμβαίνει κάτι και τον αποφεύγεις;»
«Όχι μπαμπά. Όλα καλά» Γνέφει και αρπάζει το μπλοκ του για να διαβάσει κάτι σημειώσεις του.
«Πάντως» πετάγεται η μαμά και αναστενάζω. Δεν πρόκειται να με αφήσουν στην ησυχία μου σήμερα. «Η Καγιετάνα με πήρε τηλέφωνο σήμερα το πρωί»
«Πως και έτσι;»
«Μου είπε ότι μάζεψε τα πράγματα της Ράιλι...» με κοιτάζει πλαγίως «ξέρεις, άδειασαν το δωμάτιό της και μου ζήτησε αν θελήσεις εσύ τίποτα να περάσεις μια βόλτα» γυρνάω το βλέμμα μου.
«Τι εννοείς; Τι να θελήσω εγώ από τα πράγματα της Ράιλι;»
Ανασηκώνει τους ώμους της. «Δεν ξέρω, αν θέλεις να κρατήσεις κάτι δικό της. Ξέρεις, αναμνηστικό» αφήνει το τάμπλετ και μου πιάνει το χέρι. «Δεν είναι κακό να έχεις κάτι που να σου θυμίζει την παρουσία κάποιου ανθρώπου που αγαπούσες» χαϊδεύει το κεφάλι μου. «Η Ράιλι ήταν κολλητή σου... μάλλον περισσότερο σαν αδελφή σου, σωστά; Μοιραζόσασταν τα πάντα εσείς οι δύο»
Σωστά. Μοιραζόμασταν όντως τα πάντα. Ακόμη και τους γκόμενους...
Πειράζω τις παρανυχίδες μου, μια συνήθεια που ποτέ δεν πρόκειται να σταματήσω.
Για ποιόν λόγο να πάρω κάτι δικό της; Γιατί να έχω μια μπλούζα της, γιατί να έχω οτιδήποτε δικό της που να μου θυμίζει την προδοσία της; Γιατί καν να προσποιηθώ ότι δεν συνέβη τίποτα;
«Θα...θα το σκεφτώ» απαντάω και σηκώνομαι όρθια. «Πάω να ετοιμαστώ»
«Που θα πας, παιδί μου;»
Μαζεύω τα μαλλιά μου σε μια πρόχειρη αλογοουρά. «Θα πάω στο σπίτι του Ντέιβ» ανασηκώνω τους ώμους μου. Παρατηρώ το γελάκι που προσπαθεί να κρύψει ο μπαμπάς μου κοιτώντας πονηρά τη μαμά. Τους πλησιάζω. «Και για να ξέρετε με τον Ντέιβιντ έχουμε χωρίσει εδώ και καιρό» τους ενημερώνω χαιρέκακα.
«Κάτσε, αυτό δεν μας το είπες» γυρνάει η μαμά προς το μέρος μου. «Τι συνέβη;»
Που να σου εξηγώ και σένα...
«Τίποτα το σημαντικό... απλά δεν τα βρίσκαμε, αυτό είναι όλο» ξέρω ότι δεν με έχουν πιστέψει όπως επίσης ξέρω ότι θα ρωτήσουν τους γονείς του Ντέιβ για να μάθουν τι έγινε μεταξύ μας. «Πάντως παραμένουμε φίλοι και αυτό δεν θα αλλάξει» τονίζω και πηγαίνω τρέχοντας στο δωμάτιό μου.
Σε δευτερόλεπτα ντύνομαι, χτενίζομαι και είμαι έτοιμη να φύγω από το σπίτι αφού κρύψω καλά καλά κάτω από το κρεβάτι μου το ημερολόγιο της Ράιλι. Μπορεί ο Ντέιβιντ να επιμένει ότι πρέπει να το πετάξω επιτέλους, αλλά κάτι μέσα μου μου λέει ότι αυτό το ημερολόγιο θα μας βοηθήσει να βρούμε τι όντως έγινε εκείνο το βράδυ.
Δεν προλαβαίνω να βγω έξω από το σπίτι και το κινητό μου κουδουνίζει με έναν ηλίθιο ήχο που έβαλα καταλάθος όταν έρχονται τα μηνύματα.
Από Τζέισον: Όλα καλά; Θες να βρεθούμε σήμερα;
Διαβάζω το μήνυμα αρκετές φορές και επιλέγω να μην απαντήσω. Τουλάχιστον προς το παρόν. Μπορεί όλα αυτά που υποψιαζόμαστε για αυτόν να είναι απλώς βλακείες και να μην ισχύει τίποτα, αλλά μέχρι να το επιβεβαιώσουμε δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να του συμπεριφερθώ φυσιολογικά σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Χώνω βιαστικά το κινητό στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου και ανεβαίνω στο ποδήλατό μου.
«Φαίνεσαι μια χαρά σήμερα» ακούω τη φωνή του Ντέιβιντ πριν καν προλάβω να κατέβω από το ποδήλατο. Με περιμένει κυριολεκτικά στην εξώπορτα με σταυρωμένα τα χέρια. Στηρίζω το ποδήλατό μου δίπλα στα κάγκελα και πηγαίνω σχεδόν τρέχοντας προς το μέρος του.
Και για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνομαι: ο χαμογελαστός και ευδιάθετος Ντέιβ είναι τόσο μα τόσο υπέροχος!
«Και εσύ φαίνεσαι πολύ ευδιάθετος» φτάνω μπροστά του και διστάζω να γύρω προς το μέρος του για μια αγκαλιά. Υπό κανονικές συνθήκες θα τον αγκάλιαζα και θα τον φιλούσα τρυφερά, στην προκειμένη όμως περιορίζομαι στο να απλώσω το χέρι μου και να χαϊδέψω ευγενικά το μπράτσο του.
Γελάει και χαμογελάω ακόμη πιο πλατιά. «Ξύπνησα με όρεξη είναι η αλήθεια» κάνει στην άκρη και αφού βγάλω τα παπούτσια μου περνάω μέσα. Υπάρχει απόλυτη ησυχία, πράγμα πολύ παράξενο για το δικό του σπίτι.
«Οι γονείς σου;» αφήνω την τσάντα μου στον καναπέ και ξαπλώνω φαρδιά πλατιά πάνω του.
Σχεδόν αμέσως σοβαρεύει. «Ο μπαμπάς στο νοσοκομείο. Από χθες το βράδυ είναι εκεί» αναφέρει και κάθεται στο μπράτσο δίπλα από τα πόδια μου. Ο μπαμπάς του Ντέιβιντ είναι γιατρός στο νοσοκομείο της περιοχής εδώ και αρκετά χρόνια. «Εχθές με πήρε τηλέφωνο για να μου πει για τον...» ξύνει αμήχανα τον αγκώνα του. «Ξέρεις, για τον Καρλ»
Γνέφω και ανασηκώνομαι. «Και;»
Κάθεται δίπλα μου στον καναπέ και μαζεύομαι λιγάκι. «Με το που πήγαν τον Καρλ στο νοσοκομείο, ήταν ένας από τους γιατρούς που τον... είδε» ξεφυσάει. «Δεν μπορούσε να τον καταλάβει, Φραν. Η πρόσκρουση πάνω στο δέντρο προκάλεσε φωτιά και... κάηκαν, τα πάντα»
Χριστέ μου! «Και πως κατάλαβαν...;»
«Δεν ξέρω. Βγήκε στις ειδήσεις. Τον κατάλαβαν από ένα σημάδι που είχε στο μπράτσο. Ο πατέρας σου το κατάλαβε βασικά»
«Ο πατέρας μου; Ζήτημα να τον είχε δει δύο-τρεις φορές εντελώς τυχαία!»
Ανασηκώνει τους ώμους του και δεν λέει τίποτα άλλο. Κοιτάζει τα μπλεγμένα του χέρια και κρατιέμαι για να μην τον αγκαλιάσω και ανέβω πάνω του, όπως έκανα χθες.
Καθαρίζω τον λαιμό μου. «Ξέρω ότι είναι άσχημο και... και γενικά η όλη κατάσταση είναι μπερδεμένη...» νιώθω το βλέμμα του να με καίει. «Ό-όμως η ζωή συνεχίζεται, σωστά;» περιμένω να απαντήσει αλλά εκείνος εμμένει και με κοιτάει στα μάτια έντονα. «Και... και στην τελική δεν φταις ούτε εσύ, ούτε εγώ για αυτό το ατύχημα. Έχασε τον έλεγχο και έπεσε πάνω στο δέντρο, αυτό είναι όλο» πηγαίνω ακόμη περισσότερο κοντά του μέχρι που οι ώμοι μας ακουμπούν. «Θα την βρούμε τη λύση, στο ορκίζομαι» δεν καταλαβαίνω πότε η φωνή μου βγαίνει σαν ψίθυρος και τα μάτια μου πλέον είναι επικεντρωμένα στα χείλη του. «Ε-εντάξει;»
Δεν απαντάει.
Γιατί τα χείλη του ακουμπούν με τον πιο υπέροχο και μοναδικό τρόπο τα δικά μου. Τα χέρια του τυλίγονται γύρω από τη μέση μου και για ακόμη μια φορά συνειδητοποιώ πως ό,τι και αν έγινε, πάντα θα γυρίζω σε αυτόν.
Το κουδούνι χτυπάει και σαν ελατήριο πετάγομαι από πάνω του και σχεδόν πέφτω με τα μούτρα στο πάτωμα.
«Είσαι καλά;» λέει γελώντας και με βοηθάει για να σηκωθώ.
«Όλα καλά» σηκώνομαι όρθια κατακόκκινη και πιάνω το μπούτι μου. Σίγουρα θα έχει δημιουργηθεί μια πανέμορφη μελανιά.
«Εμ πάω να ανοίξω» διορθώνει τη φόρμα του και εγώ ξανακάθομαι στον καναπέ εκνευρισμένη. Για μια ακόμη φορά γίνεται χαλάστρα.
Μάλλον ούτε το σύμπαν δεν το θέλει αυτό το πράγμα.
Ο Ντέιβιντ μου ρίχνει ένα ακόμη βλέμμα για να βεβαιωθεί ότι είμαι κομπλε και σηκώνω τον αντίχειρα μου χαμογελαστή. Ανοίγει την πόρτα και μένει κάγκελο.
Όπως κι εγώ.
«Τζέισον;»
~~~
πεταχτηκε σαν την τσουτσου.
Αμαν αυτος ο ανθρωπος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top