[23.]
Ελπίζω να σας άρεσε το χθεσινό λάιβ αγάπες μου. Αν θέλετε να κάνω και εγώ μόνη μου ένα μικρό λαιβάκι πείτε μου➡️♥
~~~
Ο έρωτας μοιάζει με το μεθύσι: κάνει τους ανθρώπους θερμούς, εύθυμους και διαχυτικούς.
Πλούταρχος
~~~
ΝΤΕΙΒΙΝΤ
«ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ;» ΡΩΤΑΩ ΤΗΝ μαμά της Φραν και κάθομαι στον καναπέ. Θέλω να ανέβω στο δωμάτιό της αλλά δεν με αφήνουν να πλησιάσω
«Η γιατρός είπε ότι την προλάβαμε εγκαίρως. Λίγη ώρα ακόμη αν καθόταν θα...» λέει και στηρίζει το κεφάλι της στα χέρια της. «Χριστέ μου, αν πάθαινε κάτι...» δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει.
Σφίγγω το κινητό στα χέρια μου. Αν πάθαινε κάτι... δεν θέλω ούτε καν να το σκέφτομαι.
Τεράστια σιωπή έχει απλωθεί σε όλο τον χώρο. Οι γονείς της κάθονται απέναντι στον μεγάλο καναπέ και η γιατρός βρίσκεται στο δωμάτιό της. Κανείς δεν ξέρει τι να πει, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει. Ο ήχος ενός μηνύματος έρχεται στο κινητό μου και όλοι πετάγονται μέχρι πάνω.
Χαμηλώνω το βλέμμα μου. Ο Χάρρυ.
Ζητάω συγγνώμη και βγαίνω έξω για να τον πάρω τηλέφωνο. Παρά το γεγονός ότι είναι μέσα Ιουλίου, κάνει αρκετό κρύο καιμαζεύομαι όσο κάθομαι στα σκαλάκια της εισόδου. Το σηκώνει αμέσως.
«Πως είναι;» με ρωτάει και ακούω τα αυτοκίνητα γύρω του, μάλλον είναι στον δρόμο.
«Ξύπνησε πριν λίγο» κλοτσάω ένα πετραδάκι με το πόδι μου. «Την εξετάζει η γιατρός»
«Πως έγινε; Πως...;»
«Είχε μπει για μπάνιο και... και άργησε να βγει και δεν...» μπερδεύω τα λόγια μου αλλά υποθέτω κατάλαβε τι εννοώ.
«Δεν ξέρω τι να πω» ακούω ελάχιστα την φωνή του και περισσότερο την οχλοβοή από τον δρόμο. «Είναι σίγουρα καλά;»
«Δεν ξέρω Χάρρυ. Περιμένω να της μιλήσω»
«Θα της πεις για τον...;» με ρωτάει και στηρίζω το κεφάλι στα χέρια μου.
«Πότε το έμαθες;»
«Πριν λίγο. Θα σε έπαιρνα τηλέφωνο. Ο πατέρας μου μου το είπε που του το είπε ο μπαμπάς της Φραν. Δεν έχει αρκετή ώρα που συνέβη. Θα της το πεις εσύ;»
«Δεν θέλω να την ταράξω» λέω χαμηλόφωνα όταν βλέπω τον πατέρα της να βγαίνει έξω και να στηρίζεται σε μια κολώνα κοιτώντας ανήσυχος προς το μέρος μου.
«Έ-έχεις δίκιο, υποθέτω. Σε 10 είμαι εκεί» λέει και μου το κλείνει. Σηκώνομαι όρθιος και πλησιάζω τον Άρθουρ.
«Είναι τραγικό» λέει ψιθυριστά κοιτώντας κάπου πίσω μου και ξεφυσάω.
«Δεν μπορώ να το πιστέψω ακόμη»
Κουνάει το κεφάλι του και βάζει τα χέρια του στις τσέπες. «Μου το έστειλαν τα παιδιά από τον σταθμό. Το είχαν ανεβάσει και κάποιοι στοδιαδίκτυο. Απορώ πως και δεν το είδε» μονολογεί και ο ήχος ενός μηνύματος ακούγεται από το κινητό μου. Τζέισον. Το βάζω στην τσέπη μου χωρίς καν να διαβάσω τι μου λέει. Είναι το τελευταίο άτομο που θέλω να μιλήσω αυτή τη στιγμή. Και κάτι μέσα μου μου λέει ότι αν ανακατευτεί ο Τζέισον, θα γίνει μεγάλη βλακεία.
Με μια ξαφνική κίνηση, ο Άρθουρ με πιάνει από τους ώμους σφιχτά. «Θέλω κάποια στιγμή να μιλήσουμε οι δυο μας» μου λέει και χωρίς να μου αφήσει περιθώριο να απαντήσω, γυρνάει και μπαίνει σχεδόν τρέχοντας μέσα στο σπίτι. Η γιατρός κατεβαίνει τις σκάλες και ακολουθώ και εγώ από πίσω.
«Λοιπόν;» την ρωτάει η Έλις αναστατωμένη και πέφτει κυριολεκτικά πάνω της.
«Είναι πολύ καλά, δεν χρειάζεται άγχος» της λέει με ένα χαμόγελο και ένας ομαδικός αναστεναγμός ξεφεύγει από τα χείλη μας. Είναι καλά.
«Να πάμε στο δωμάτιό της; Χρειάζεται κάτι; Μήπως κοιμάται τώρα; Της χορηγήσατε κάποιο φάρμακο;» ο πατέρας της ρωτάει αναστατωμένος και εγώ στηρίζομαι στον τοίχο αρκετά πιο μακριά από αυτούς.
«Όχι, όχι» με κοιτάζει «μου είπε ότι θέλει να πάει ο Ντέιβιντ στο δωμάτιό της, αν δεν σας πειράζει» πετάγομαι μέχρι πάνω τη στιγμή που ακούω το όνομά μου και γυρνάνε να με κοιτάξουν.
«Ε-εγώ;» ρωτάω και γνέφουν. Ο Άρθουρ με κοιτάει για λίγο σοβαρός υπενθυμίζοντας μου αυτό που πρέπει να κάνω. Γνέφω αμέσως και κυριολεκτικά τρέχω προς το δωμάτιό της. Σταματάω έξω από την πόρτα και παίρνω βαθιές ανάσες. Μπαίνω μέσα αργά και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι και διαβάζει κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι επειδή η κουβέρτα της το καλύπτει.
«Γειά» μου λέει χαμογελαστή και κάθομαι δίπλα της. Κλείνει το τετράδιο και το αφήνει δίπλα της στο κομοδίνο. Το ημερολόγιο της Ράιλι. Α εξαιρετικά. Αυτό το πράγμα θα το πάρω και θα το κάψω. Της κάνει κακό να διαβάζει τις μαλακίες που έγραφε η Ράιλι.
«Εμ γειά» λέω με τη σειρά μου και την κοιτάζω προσεκτικά. Σκέφτομαι υπερβολικά πολύ τι να της πω χωρίς να την στεναχωρήσω. «Πως είσαι;»
«Καλά» απαντάει μονολεκτικά και έρχεται περισσότερο κοντά μου. Παρατηρώ το πρόσωπό της, πόσο κουρασμένη και διαφορετική δείχνει. Θέλω να την αρπάξω και να την φιλήσω αλλά κάτι μέσα μου με εμποδίζει.
«Μας τρόμαξες» λέω και κοιτάζω τα χέρια μου. «Πάρα πολύ»
Κουνάει το κεφάλι της. «Λυπάμαι»
«Γιατί... γιατί το έκανες αυτό;» ρωτάω η φωνή μου βγαίνει με δυσκολία.
«Δεν ξέρω» ψιθυρίζει. «Ήθελα απλώς να ξεχάσω τα πάντα, να χαλαρώσω, να...» ξεκινάει να πει αλλά καταλαβαίνω ότι ζορίζεται. Δεν θέλω να την πιέσω να μου πει τα πάντα, αλλά δεν ξέρω επίσης και τι να πω για να την κάνω να νιώσει καλύτερα. «Και... και συνέχεια βλέπω την Ράιλι. Συνέχεια βλέπω το νεκρό της σώμα, το αίμα της τριγύρω... Δεν αντέχω άλλο»
«Πάλι την είδες;» ανακάθομαι και την κοιτάζω έντονα. Γνέφει και πλέκει τα χέρια της με τα δικά μου.
«Δεν αντέχω άλλο Ντέιβιντ. Την βλέπω παντού. Την βλέπω ακόμη και όταν είμαι μαζί σου. Την βλέπω να κάθεται πάνω σου και να σε φιλάει όπως εγώ, την βλέπω να είναι στην απέναντι στάση και να με κοιτάζει, την βλέπω σε ό,τι και αν κάνω» πλέον κλαίει πάνω στον ώμο μου και εγώ χαϊδεύω στοργικά την πλάτη της. «Έχει περάσει τόσος καιρός και ακόμη... δεν το αντέχω όλο αυτό» η φωνή της βγαίνει με δυσκολία και την κλείνω στην αγκαλιά μου τραβώντας την όσο πιο κοντά στο σώμα μου γίνεται.
«Θα περάσει Φραν...»
«Πότε, Ντέιβιντ;» απομακρύνεται από το σώμα μου και σκουπίζει τα μάτια της. «Δεν πρόκειται ποτέ να περάσει. Ποτέ»
Μένουμε για λίγο ήσυχοι μιας και δεν ξέρουμε τι ακριβώς να πούμε. Το χέρι μου τρίβει με απαλές κινήσεις το δικό της και βλέπω ότι ηρεμεί με αυτή την κίνησή μου.
«Θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα το ξανακάνεις; Ποτέ;» την ρωτάω ξαφνικά και σηκώνει απότομα το κεφάλι της.
Έρχεται πιο κοντά μου, τόσο πολύ που νιώθω την ανάσα της να χτυπάει στο μάγουλό μου. «Ντέιβ, δεν ήθελα να το κάνω. Το ξέρεις αυτό, σωστά;» η φωνή της γλυκιά και η καυτή της ανάσα δίπλα στο αφτί μου με κάνει να πάρω μια μεγάλη και βαθιά ανάσα.
«Το ξέρω, υποθέτω» ψελλίζω. Περνάει το χέρι της γύρω από τον λαιμό μου και πλησιάζει ακόμη περισσότερο ώστε τα χείλη της να είναι κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής από τα δικά μου.
Δεν προλαβαίνω να πω κάτι άλλο, το στόμα της βρίσκει το δικό μου, τα χείλη της κολλάνε απότομα στα δικά μου. Στην αρχή προσπαθώ να απομακρυνθώ, παρόλο που όλο μου το είναι θέλει να συνεχίσει αυτό το φιλί και να προχωρήσει ακόμη παραπέρα, πρέπει να αντισταθώ.
«Φ-φραν... ίσως...» προσπαθώ να πω αλλά δεν με αφήνει.
«Λίγο» ψιθυρίζει. «Μόνο εσύ και εγώ. Κανείς άλλος» συνεχίζει να έχει τα χείλη της κολλημένα στα δικά μου και υποψιάζομαι ότι αυτό το λέει περισσότερο στον εαυτό της, για να καταλάβει ότι όντως αυτή τη στιγμή είμαστε οι δυο μας, χωρίς καμία Ράιλι, χωρίς κανέναν που να μπορεί να διαλύσει αυτή τη στιγμή.
Την σπρώχνω απότομα από πάνω μου και σηκώνομαι όρθιος. Το βλέμμα της τρομαγμένο και τα χείλη της πρησμένα και κατακόκκινα και...
Συγκρατήσου.
«Τι έγινε;»
«Πρέπει να σου πω κάτι»
Τραβιέται μακριά μου και με κοιτάζει περίεργα. «Τι συμβαίνει Ντέιβιντ;»
Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«Ο Καρλ»
Ανασηκώνεται. «Τι έπαθε ο Καρλ;»
«Είχε ένα ατύχημα» κοιτάζω οπουδήποτε αλλού μπορώ εκτός από το πρόσωπό της. «Τράκαρε με ένα αυτοκίνητο και...»
«Χριστέ μου! Πότε; Είναι καλά;»
Απλά πες το.
Την κοιτάζω.
«Σκοτώθηκε, Φραν»
~~~
Ω ΣΚΑΤΑ
ΠΑΕΙ ΚΑΙ Ο ΚΑΡΛ ΤΟΝ ΞΕΦΟΡΤΩΘΗΚΑΜΕ
Τα λέμε σύντομα 😏😏😏😏
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top