[22.]
Σας ευχαριστώ. Πάρα πολύ. Και σας αγαπώ πάρα πολύ. Κάποια στιγμή θα επιστρέψω δυναμικά στο wattpad. Ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον και τα μηνύματα που μου στέλνετε επειδή όντως νοιάζεστε. Είστε όλοι υπέροχοι♥
~~~
ΣΤΟ ΤΡΑΠΈΖΙ ΕΠΙΚΡΑΤΕΊ ΣΧΕΔΌΝ ΑΠΌΛΥΤΗ ησυχία. Ίσως είναι η πρώτη φορά που κανείς δεν θέλει να μιλήσει. Άλλα απογεύματα υπήρχε συνέχεια η κλασική γκρίνια της μαμάς μου επειδή δεν της πετύχαινε το φαγητό και το αγανακτισμένο βλέμμα που μου έριχνε ο μπαμπάς ενώ την παρακαλούσε να ηρεμήσει.
Απλά, τώρα, καθόμαστε και τρώμε χωρίς καν να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο. Σηκώνω λιγάκι το βλέμμα μου και, φυσικά, η μαμά είναι αυτή που με κοιτάζει έντονα με σταυρωμένα τα χέρια της πάνω στο τραπέζι. Ξεφυσάω και σκουπίζω το στόμα μου με την χαρτοπετσέτα. «Εγώ τελείωσα» μουρμουρίζω.
«Μα δεν έφαγες τίποτα. Το πιάτο σου είναι σχεδόν ανέγγιχτο» παρατηρεί ο πατέρας μου.
«Δεν πεινάω ιδιαίτερα» κάνω να σηκωθώ αλλά η φωνή της μαμάς με εμποδίζει.
«Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε» λέει σταθερά και με το βλέμμα της με διατάζει να κάτσω ξανά στη θέση μου.
«Τι συμβαίνει κορίτσια; Υπάρχει μια ένταση ανάμεσά σας ή μου φαίνεται;»
Κάθομαι με δύναμη ξανά στην καρέκλα και την κοιτάζω με το ίδιο ύφος. Προφανώς και δεν της μίλησα από τη στιγμή που ήρθα σπίτι. Όχι ότι εκείνη ενδιαφέρθηκε να κάνει το ίδιο, βέβαια. Κλείστηκα στο δωμάτιό μου πριν λίγο που ο μπαμπάς με φώναξε να κατέβω για το δείπνο.
«Θα μας πεις Φραντσέσκα;» πίνει μια γουλιά από το νερό της και μέσα μου η επιθυμία να της το πάρω και να το πετάξω κάτω, ολοένα και αυξάνεται.
Συγκρατήσου.
«Δεν έχω κάτι να πω» χαμογελάω ψεύτικα.
«Σίγουρα;»
«Ναι»
«Ωραία, πείτε μου τώρα τι έγινε και γιατί συμπεριφέρεστε και οι δύο σαν μωρά» αφήνει το πιρούνι του στο πιάτο όσο μας κοιτάζει και τις δύο εναλλάξ.
Καμία μας δεν μιλάει και τελικά η μαμά είναι εκείνη που πετάει την πετσέτα της πάνω στην καρέκλα και σηκώνεται όρθια πηγαίνοντας προς το δωμάτιό της.
Για λίγο μένω ακίνητη και νιώθω το βλέμμα του μπαμπά μου καρφωμένο πάνω μου. «Θα μου πεις τουλάχιστον εσύ;» ρωτάει ψιθυριστά και κουνάω το κεφάλι μου.
«Δεν έγινε κάτι» σηκώνομαι και εγώ όρθια αλλά πιάνει το χέρι μου μαλακά εμποδίζοντάς με να φύγω.
«Μην την παρεξηγείς. Έχει πολλά στο κεφάλι της» λέει και γνέφω. Με αφήνει και συνεχίζει να τρώει όσο εγώ αντί να ξαναπάω στο δωμάτιο και να κλειστώ στο καβούκι μου για άλλη μια φορά, κάθομαι στο σαλόνι, στον μεγάλο καναπέ χωρίς να κάνω τον κόπο να ανοίξω την τηλεόραση.
Υπάρχει για ακόμη μια φορά ένα τεράστιο χάος μέσα στο κεφάλι μου και παρόλο που θέλω να ξεκαθαρίσω τα πάντα, μπερδεύομαι όλο και περισσότερο.
Κοιτάζω τον μπαμπά μου που κάθεται στην καρέκλα του, χωρίς να τρώει, κοιτώντας κάτι πολύ αφοσιωμένος στο κινητό του. Δεν είναι ο τύπος ανθρώπου που ενημερώνεται από το κινητό και το λάπτοπ, πιο πολύ της παλιάς γενιάς με τις εφημερίδες που αγοράζει κάθε μέρα. Αν και πάντα μαθαίνει πρώτος τι γίνεται λόγω της δουλειάς του.
Το κινητό μου το έχω αφήσει στο τραπέζι έχοντας το στο αθόρυβο. Το βλέπω να κουνιέται πάνω στην ξύλινη επιφάνεια και σηκώνομαι κάπως απότομα για να κοιτάξω ποιος με καλεί.
Ο Τζέισον.
Για ένα δευτερόλεπτο βρίσκομαι στο τεράστιο δίλημμα να το σηκώσω ή όχι. Το παίρνω στα χέρια μου αλλά δεν κάνω καμία κίνηση να σύρω το δάχτυλό μου στο πράσινο κουμπί.
Το πετάω στον καναπέ και ξαναξαπλώνω κλείνοντας τα μάτια μου. Απλά ας με αφήσουν λίγο μόνη μου. Πρέπει να σκεφτώ και να αποφασίσω.
Το κινητό σταματάει για λίγο και ύστερα αρχίζει πάλι να δονείται. Τι έπαθαν όλοι μωρέ;
Σηκώνομαι όρθια. «Πάω λίγο μέσα» λέω στον πατέρα μου αλλά δεν κάνει καμία κίνηση σαν να μην με άκουσε. «Αν με ζητήσει κανείς, πες ότι...ότι κοιμάμαι, όκευ;» ακόμη καμία ένδειξη ότι με ακούει και αρχίζω να φρικάρω. «Μπαμπά;»
Σαν να ξυπνάει, αφήνει το κινητό του πάνω στο τραπέζι και με κοιτάει λίγο χαμένος. «Ν-ναι φυσικά αγάπη μου» λέει και γυρνάω μπερδεμένη. Υποθέτω ότι εδώ μέσα κανείς δεν είναι όντως στα καλά του. Μάλλον κάποια στιγμή πρέπει να ασχοληθώ με τον πατέρα μου, να γράψουμε ίσως μαζί αυτά που μας απασχολούν και ύστερα να τα κάψουμε.
Γυρνάω να τον ξαναδώ και παραξενεύομαι που έχει σηκωθεί όρθιος και έχει εξαφανιστεί από την τραπεζαρία.
Πριν κλειστώ στο δωμάτιό μου κοιτάζω την πόρτα από το υπνοδωμάτιο των γονιών μου και δίχως να το σκεφτώ μπαίνω μέσα.
Η μαμά κάθεται στην μεγάλη πολυθρόνα δίπλα από το παράθυρο και... ουάου, πρώτη φορά την βλέπω να καπνίζει. Το γεγονός ότι είμαι φανατική αντικαπνίστρια, οφείλεται σε εκείνη και διάφορες διαμαρτυρίες που με έσερνε, όταν ήμουν μικρότερη, κατά του καπνίσματος.
«Τι κάνεις;» τη ρωτάω και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Με κοιτάζει με την άκρη του ματιού της και σβήνει το τσιγάρο σε ένα τασάκι που βρίσκεται πάνω στην τουαλέτα με τα καλλυντικά και τις κολόνιες της.
«Συγνώμη, δεν καπνίζω, το ξέρεις...» απολογείται και ξεφυσάει. Ανακάθεται στην πολυθρόνα και γυρνάει εντελώς προς το μέρος μου περιμένοντας από εμένα να μιλήσω.
«Είσαι καλά;»
«Απλά κουρασμένη, τίποτα άλλο»
Πλέκω τα δάχτυλα των χεριών μου και προσπαθώ να μην τραβήξω τις παρανυχίδες μου. «Συγνώμη για πριν» κουνάει το κεφάλι της αλλά δεν λέει κάτι άλλο. «Ήταν βλακεία αυτό που έκανα»
«Ήταν» συμφωνεί.
Ξεφυσάω. «Είσαι θυμωμένη μαζί μου;»
«Δεν...» πάει να πει αλλά σταματάει. «Όχι, Φράνι, δεν είμαι θυμωμένη μαζί σου» ανοίγει τα χέρια της και χώνομαι γρήγορα στην αγκαλιά της. «Απλά είναι κάποιες φορές που δεν μπορείς να αντέξεις τα πάντα. Κάποια στιγμή, σκας» λέει χαμηλόφωνα και συνοφρυώνομαι.
«Τι άλλο έχει γίνει;» την ρωτάω και μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Ξέρω ότι δεν πρόκειται να μου απαντήσει.
«Τίποτα καλή μου. Τίποτα» με φιλάει στο μέτωπο και με σηκώνει όρθια. «Σε παρακαλώ, μην το ξανακάνεις» παρακαλάει και γνέφω.
Με καληνυχτίζει και φεύγω από το δωμάτιο αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη. Τι της συμβαίνει; Για ποιο λόγο δεν ασχολήθηκα με κανέναν από τους δυο τους και ασχολούμουν με τα δικά μου προβλήματα;
Μπαίνω στο μπάνιο και γεμίζω την μπανιέρα με καυτό νερό κα αφρόλουτρο. Πετάω γρήγορα τα ρούχα μου δεξιά και αριστερά και μπαίνω μέσα στο νερό. Οι υδρατμοί πολύ γρήγορα γεμίζουν το μπάνιο και χαλαρώνω ακουμπώντας το κεφάλι μου σε ένα διακοσμητικό μαξιλάρι ειδικό για το μπάνιο.
Μη σκέφτεσαι τίποτα, απαιτώ και βάζω ένα τραγούδι από την Playlist του τάμπλετ μου να ακούγεται χαμηλά στον χώρο. Κλείνω τα μάτια μου
Δεν προλαβαίνω να κάτσω ούτε δέκα λεπτά ήρεμη και ακούω την πόρτα του μπάνιου να χτυπάει σταθερά.
«Άλλος!» φωνάζω χωρίς να κάνω τον κόπο να κουνηθώ από την θέση μου.
«Φραντσέσκα;» ακούγεται η φωνή του πατέρα μου.
«Μπαμπά;»
«Μόλις βγεις, θ-θέλω να σου μιλήσω...» ακούγεται ταραγμένος και ανοίγω μόνο το ένα μου μάτι για να βρω το τάμπλετ μου.
«Όλα καλά;» φωνάζω για να ακουστώ πάνω από τη μουσική αλλά δεν παίρνω καμία απάντηση. Μάλλον έφυγε.
Βυθίζω ξανά το σώμα μου μέσα στο καυτό νερό. Για λίγο σκέφτομαι να βουτήξω και το κεφάλι μου και να μείνω εκεί μέσα για πάντα, αλλά η λίγη λογική που μου έχει απομείνει, με συγκρατεί.
Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να αδειάσω το μυαλό μου όσο το δυνατόν περισσότερο.
«Σε παρακαλώ Φραντσέσκα. Σε εκλιπαρώ δεν το ήθελα... Σ-στο ορκίζομαι εγώ ποτέ δεν...»
Πετάω το χέρι της μακριά. Την σπρώχνω μακριά μου.
«Μην τολμήσεις να με ξαναγγίξεις. Για μένα έχεις τελειώσει. Σε λυπάμαι Ράιλι» ακούω την φωνή μου αλλά δεν μπορώ να μιλήσω.
Κλείνω τα μάτια μου και το μαύρο με περιτριγυρίζει. Τα ανοίγω και το μόνο που βλέπω είναι αίμα.
Το δικό της αίμα.
«Φραντσέσκα!»
Το όνομά μου ακούγεται παντού στον χώρο αλλά δεν μπορώ να αναγνωρίσω την φωνή.
«Γιατί δεν απαντάει;»
«Σπάσε την γαμημένη πόρτα. Σπάσ'την ΤΏΡΑ»
«ΦΡΑΝΤΣΈΣΚΑ;»
~~~
Ελπίζω να σας άρεσε.
Τα λέμε στο επόμενο♥
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top