[19.]
Μου έλειψε. Δεν άντεξα να μην ανεβάσω. Σκοτώστε με.
~~~
ΤΟ ΧΈΡΙ ΤΟΥ ΕΊΝΑΙ ΑΚΟΥΜΠΙΣΜΈΝΟ ανάλαφρα πάνω στο γόνατό μου όση ώρα οδηγάει χωρίς να με ρωτήσει απολύτως τίποτα. Μου αρέσει που κρατάει αυτή τη σιωπή και δεν ρωτάει διάφορες βλακείες, έτσι και αλλιώς ξέρει ότι δεν πρόκειται να του απαντήσω.
Είναι σχεδόν 1 όταν κοιτάζω την ώρα στο κινητό του Ντέιβιντ και ένα κύμα ελευθερίας με χτυπάει μαζί με τον αέρα από το ανοιχτό παράθυρο. Δεν με νοιάζει, ας ανησυχήσουν, είναι το μόνο που σκέφτομαι όσο κοιτάζω το δικό μου νεκρό από μπαταρία κινητό και το χώνω μέσα στην τσάντα με νεύρα.
«Χαίρομαι που με πήρες τηλέφωνο» λέει τελικά.
«Ήσουν η καλύτερή μου επιλογή» ή βασικά ήταν η μόνη μου επιλογή. Πάντα ο Ντέιβιντ θα είναι εκείνος που θα χρειάζομαι και εκείνος που θα παίρνω τηλέφωνο όταν νιώθω χάλια. Ό,τι και αν γίνει μεταξύ μας αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ.
Γελάει λιγάκι και σφίγγει το δέρμα λίγο πιο πάνω από το γόνατό μου. Σε κάποια φάση σταματάει το αυτοκίνητο και κοιτάζω τριγύρω χωρίς να έχω καταλάβει που βρισκόμαστε.
Βγαίνει πρώτος και μου κάνει νόημα να κάνω το ίδιο. Σχεδόν δεν βλέπω που πατάω από την παντελή έλλειψη φωτός και είναι εκείνος που με οδηγεί. Σταματάει και με γυρνάει από την άλλη πλευρά. Και αντικρίζω την πιο πανέμορφη θέα.
«Πρώτη φορά με φέρνεις εδώ» κάθομαι στο μοναδικό παγκάκι στην άκρη του πεζοδρομίου και με ακολουθεί. «Είναι υπέροχα» όλη η πόλη απλώνεται κυριολεκτικά στα πόδια μας.
«Πρόσφατα το ανακάλυψα» τυλίγει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου. Παρόλο που έκανε όλη την μέρα ζέστη, τώρα έχει βγει λίγη ψύχρα και το χέρι του τυλιγμένο γύρω μου είναι αυτό που χρειάζομαι για να ζεσταθώ. «Έψαχνα ένα μέρος για να έρχομαι μόνος μου»
«Μόνος σου;» τον κοιτάζω και παρατηρώ από κοντά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τα μισανοιγμένα γεμάτα χείλη του, το δύο ημερών αξύριστο μούσι του, τις τεράστιες βλεφαρίδες που είναι πιο μεγάλες ακόμη και από τις δικές μου όταν βάζω μάσκαρα και την τέλεια ελιά στην άκρη του ματιού του. Μοιάζει τόσο τέλειος και ανέγγιχτος.
«Καλά ναι, προφανώς και εννοώ και εσένα» μου εξηγεί και χαμογελάω.
Δεν ξέρω που βρισκόμαστε. Δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτό που κάνουμε είναι σωστό ή λάθος εν όψει όσων έχουν συμβεί. Αλλά αυτή τη στιγμή και μόνο που βρίσκεται κοντά μου, μοιάζει απόλυτα λογικό. Έτσι όπως πρέπει να είναι.
«Θα μου πεις τι έγινε;»
«Μάλωσα με την μαμά» εξηγώ και βλέπω το μάγουλό του να συσπάται σε ένα μικρό χαμόγελο. «Μη γελάς δεν είναι αστείο»
«Δεν γέλασα» παραπονιέται.
«Χαμογέλασες»
«Γιατί μαλώσατε;»
Ένα μέρος του εαυτού μου μου ζητάει να μην του το πω, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Έχω βαρεθεί όμως να κρατάω μυστικά, γαμώτο.
«Δεν θέλω να το συζητήσω» απαντάω τελικά και από μέσα μου με βρίζω. Τέλεια, βρήκες την καλύτερη λύση, με ειρωνεύομαι.
Με σφίγγει λίγο περισσότερο πάνω του. «Αν δεν θες να γυρίσεις σήμερα σπίτι, μπορείς να κοιμηθείς σε εμένα» προτείνει και κουρνιάζω στο στέρνο του.
Προφανώς και δεν θέλω να γυρίσω σπίτι. Δεν θέλω να της δώσω τη χαρά ότι δεν μπορώ να μείνω μακριά της παραπάνω από πέντε ώρες. Ίσως είμαι εκνευρισμένη και αυτή τη στιγμή δεν ξέρω τι λέω, αλλά δεν με νοιάζει. «Ευχαριστώ, θα σε ρωτούσα και εγώ για αυτό»
«Ξέρεις ότι το σπίτι μου είναι πάντα ανοιχτό για σένα» λέει και αμέσως καθαρίζει τον λαιμό του. «Για όλους. Για όλη την παρέα, φυσικά» προσπαθεί να το διορθώσει αλλά έχω καταλάβει τι εννοεί. Μόνο που με μπερδεύει.
«Γιατί είσαι τόσο καλός μαζί μου;»
Απομακρύνεται λιγάκι και με κοιτάζει στα μάτια. «Τι εννοείς; Γιατί να μην είμαι καλός μαζί σου;»
«Δεν ξέρω. Είναι περίεργο. Μετά από όλες αυτές τις αποκαλύψεις εξακολουθείς να μου συμπεριφέρεσαι τέλεια»
«Και...; Σε ενοχλεί αυτό;»
«Όχι, όχι βέβαια! Αλλά» ανεβάζω τα πόδια μου πάνω στο παγκάκι και τα τυλίγω με τα χέρια μου. «Δεν μπορώ να το διαχειριστώ»
«Φράνι» μου ψιθυρίζει και με το χέρι του πιάνει το πηγούνι μου. «Ξέρεις ότι για μένα σημαίνεις πολλά περισσότερα από όσα νομίζεις»
Ανατριχιάζω μόλις ακούω τα λόγια του και δεν ξέρω αν είναι από αυτό ή από το αεράκι που χτυπάει το δέρμα μου. Δεν του απαντάω, εξάλλου τι μπορείς να απαντήσεις σε κάτι τέτοιο;
Αναστενάζω και συνεχίζω να κοιτάω την θέα αφηρημένη. Πλέον έχω σηκωθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από πάνω του και κρυώνω. Η ώρα περνάει χωρίς κανείς μας να πει τίποτα και σιγά σιγά νιώθω την εξάντληση να κλείνει τα μάτια μου.
«Νομίζω ότι πρέπει να φύγουμε, κοιμάσαι όρθια» με δείχνει και γελάει. Σηκώνομαι και πριν μπούμε στο αυτοκίνητο μια αποφασιστική κίνηση πιάνω το χέρι του και τον σταματάω. Φιλάω απαλά τα χείλη του. Απομακρύνομαι και τον κοιτάζω.
«Τώρα πάμε» μπαίνω μέσα στο αυτοκίνητο πνίγοντας ένα χασμουρητό όσο εκείνος μένει για κάποια δευτερόλεπτα παντελώς ακίνητος κοιτάζοντας με. Μπαίνει ύστερα μέσα και βάζει μπρος για να φύγουμε από εκεί.
«Να κάνουμε ησυχία για να μην ξυπνήσουμε τους γονείς σου» του υπενθυμίζω τη στιγμή που φτάνουμε έξω από το σπίτι του και σβήνει τη μηχανή του αυτοκινήτου. Μπαίνουμε μέσα μαζί σιγά σιγά και γλιστράμε νυχοπατώντας μέχρι το δωμάτιό του. Όταν κλείνουμε πίσω την πόρτα μας πιάνουν νευρικά γέλια. Το έχουμε κάνει αυτό ουκ ολίγες φορές. Συνήθως εκείνος ήταν που ερχόταν αργά τη νύχτα σπίτι μου και σκαρφάλωνε στο μπαλκόνι μου για να του ανοίξω να μπει από την μπαλκονόπορτα.
Ώρες ώρες ακόμη σκέφτομαι πως τελικά δεν μας κατάλαβαν ποτέ οι γονείς μου. Γιατί όσο να ναι, αρκετές φορές σκάγαμε στα γέλια όσο προσπαθούσε να ανέβει στο δωμάτιό μου.
Ξαπλώνουμε στο κρεβάτι και παρόλο που πριν ήμουν έτοιμη να κοιμηθώ στη θέση του συνοδηγού, τώρα τα μάτια μου έχουν ανοίξει και ο ύπνος έχει εξαφανιστεί.
Ανακάθομαι και τον κοιτάζω. «Ξέρεις, είχα μια συζήτηση σήμερα με τον Τζέισον, πριν έρθεις εσύ με τον Χάρρυ» του λέω και χαμογελάει πονηρά.
«Νόμιζα ότι ήθελες να κοιμηθείς» στηρίζεται στο ένα του χέρι.
«Μου έφυγε η νύστα»
«Τι λέγατε με τον Τζέις;»
Ξεφυσάω. «Βασικά...μου είπε για τα συναισθήματά του για τη Ράιλι. Εμ, είχα διαβάσει ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο της, για αυτό τον ρώτησα και...»
«Τι απόσπασμα;»
«Έλεγε ότι με τον Τζέισον είχαν έρθει αρκετά κοντά και ότι είχε φτάσει στο σημείο να μιλάει περισσότερο μαζί του παρά με εμένα» λέω με πικρία και πειράζω τα ξέφτια του σορτς μου. «Θα της το έλεγε το βράδυ της αποφοίτησης»
«Τι;»
«Ναι, σκόπευε να της μιλήσει. Το θέμα είναι ότι...διάβασα κάτι μηνύματα»
«Που;» ανασηκώνεται και εκείνος.
«Στο κινητό του Τζέισον»
«Φραν, έψαξες το κινητό του Τζέισον;» ρωτάει σοκαρισμένος και γνέφω.
«Το ξέρω, το ξέρω είμαι απαίσια φίλη, αλλά μετά από όλα αυτά ήθελα να δω συζητήσεις τους, να διαβάσω τι έλεγαν» σκύβω το κεφάλι μου μετανιωμένη. Βλακεία έκανα.
«Και λοιπόν; Βρήκες κάτι αξιόλογο, τουλάχιστον;»
«Όχι, αυτό είναι το θέμα. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα τι ακριβώς να ψάξω. Απλά πήγαινα στα παλιά μηνύματα και κοιτούσα. Και κάποια στιγμή έφτασα σε ένα σημείο που μάλωναν αλλά δεν κατάλαβα τον λόγο»
«Μάλωναν;» χασμουριέται και ξύνει το κεφάλι του. «Αυτοί σχεδόν ποτέ δεν μάλωναν»
«Ναι το ξέρω για αυτό μου φάνηκε περίεργο»
«Δεν πρόλαβες να διαβάσεις τον λόγο, ας πούμε;»
«Όχι. Κατάλαβα μόνο ότι ο Τζέισον της έλεγε να πάει ντε και καλά σπίτι του και εκείνη στις αρχές αρνιόταν αλλά νομίζω τελικά κατάφερε να την πείσει; Κάτι τέτοιο...» χασμουριέμαι και εγώ αρκετά δυνατά. «Πρέπει...να μάθουμε τον λόγο»
«Φραν, ας κοιμηθούμε σε παρακαλώ. Τα μάτια μου δεν μπορούν να μείνουν για πολύ ακόμη ανοιχτά» παραπονιέται και γνέφω.
«Ωραία, γύρνα από την άλλη να αλλάξω» βγάζω από την τσάντα μου το κολάν και τη μπλούζα και το μάτι μου πιάνει το ημερολόγιο. Το σπρώχνω μέσα στην τσάντα και την κλείνω αφήνοντας την δίπλα στο γραφείο.
Ντύνομαι στα γρήγορα και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Εκείνος σηκώνεται και με βιαστικές κινήσεις βάζει τις πιτζάμες του και έπειτα ξαπλώνει δίπλα μου. Ο ύπνος δεν αργεί να μας πάρει και για πρώτη φορά τις τελευταίες μέρες νιώθω ότι όλα είναι φυσιολογικά.
Πετάγομαι μέχρι πάνω και προσπαθώ να μην τσιρίξω τη στιγμή που ανοίγω τα μάτια μου. Χριστέ μου, τι ήταν τώρα αυτό;
Οι ανάσες μου είναι γρήγορες και η μπλούζα μου στάζει από ιδρώτα. Έχει σχεδόν ξημερώσει και από το παράθυρο βλέπω τον συννεφιασμένο ουρανό. Σηκώνομαι αργά χωρίς να ξυπνήσω τον Ντέιβιντ που κυριολεκτικά έχει απλωθεί σαν το χταπόδι και πηγαίνω στο μπάνιο του για να πλυθώ.
Η αντανάκλασή μου στον καθρέφτη είναι φριχτή. Το πρόσωπό μου είναι τόσο ταλαιπωρημένο και οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια μου εμφανείς. Πλένομαι λιγάκι και στηρίζομαι στην νιπτήρα χωρίς να σκουπιστώ, σε μια προσπάθεια να επαναφέρω το όνειρο που είδα.
Το πάρτι της Αποφοίτησης. Εγώ και η Ράιλι να είμαστε στις τουαλέτες και να μιλάμε. Και μετά η επόμενη σκηνή, το φορείο να κουβαλάει τη Ράιλι και εγώ να ουρλιάζω στα χέρια του Ντέιβιντ.
Ρίχνω κι άλλο νερό στο πρόσωπό μου. Ακόμη δεν έχω ηρεμήσει ούτε στο ελάχιστο. Ήταν ανάγκη να αρχίσω να βλέπω και όνειρα με αυτό; Βγαίνω από το μπάνιο όσο πιο ήσυχα μπορώ και πηγαίνω στα τυφλά στην κουζίνα. Ανάβω το φως και βάζω ένα ποτήρι νερό να πιώ γιατί ο λαιμός μου είναι ξερός σαν γυαλόχαρτο.
Ήταν τόσο περίεργο. Ήταν ακριβώς η σκηνή που διαδραματίστηκε εκείνο το βράδυ και ακόμη και στον ύπνο μου νιώθω το ίδιο πράγμα. Τι στο καλό;
Ακούω βήματα και αμέσως τινάζομαι και παραλίγο να μου πέσει το ποτήρι μέσα από τα χέρια. Η μαμά του Ντέιβιντ με τη ρόμπα της μπαίνει στην κουζίνα χασμουριόντας και μόλις με βλέπει πετάγεται μέχρι πάνω. «Φραντσέσκα, με τρόμαξες!»
«Χίλια συγνώμη, Κάρλι» αφήνω το ποτήρι στον πάγκο. Πάντα είχα ιδιαίτερη οικειότητα μαζί της.
«Τι κάνεις εδώ;» με αγκαλιάζει στα πεταχτά και βάζει την καφετιέρα στην πρίζα. «Εννοώ, ξέρεις...όχι εδώ εδώ στην κουζίνα, γενικά»
«Εχθές το βράδυ ήρθα με τον Ντέιβ και με φιλοξένησε στο δωμάτιό του» προσπαθώ να αποφύγω όσο το δυνατόν να της πω για τον τσακωμό μου με την μαμά γιατί ξέρω ότι θα την πάρει τηλέφωνο έτσι κι αλλιώς αργότερα και θα το μάθει.
«Αα τέλεια» βγάζει το ψωμί και κόβει φέτες. «Και γιατί είσαι ξύπνια τέτοια ώρα. Δεν πιστεύω να θες να φύγεις από τώρα;»
«Όχι, απλά είδα έναν εφιάλτη και ξύπνησα. Ήρθα να πιώ λίγο νερό» εξηγώ και γνέφει. Χμ, ίσως δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα να το αναφέρω στην συγκεκριμένη γιατί σαν ψυχολόγος σίγουρα θα με τρελάνει στις ερωτήσεις.
«Εφιάλτη ε; Θυμάσαι τίποτα;» ρωτάει. Προφανώς και θυμάμαι. Μπορώ νομίζεις να το ξεχάσω;
«Μπα...απλά τρόμαξα και ξύπνησα. Δεν θυμάμαι τίποτα» δικαιολογούμαι και κουνάει το κεφάλι της. Πλέον ο ήλιος έχει βγει για τα καλά και κοιτάζω την ώρα στο φουρνάκι τους. 6:22. Πρώτη φορά στη ζωή μου ξυπνάω τόσο νωρίς.
«Πάντως, τα όνειρα πάντα κάτι συμβολίζουν»
«Δεν πιστεύω στα όνειρα» προλαβαίνω και λέω.
«Ναι, ούτε εγώ. Απλά σου λέω τι συμβαίνει. Ίσως πρέπει να το αναλύσεις» βγάζει δύο κούπες και βάζει καφέ. «Το υποσυνείδητό σου μάλλον κάτι θέλει να σου πει» μου δίνει την μια κούπα όσο επαναλαμβάνω τα λόγια της από μέσα μου. «Πεινάς; Θες να σου ετοιμάσω κάτι;»
«Εεε...όχι όχι» πίνω μια γουλιά και αφήνω ξανά την κούπα πάνω στον πάγκο. Αποροφήθηκα τόσο πολύ στα λόγια της που ξέχασα να της πω ότι δεν μου αρέσει ο καφές φίλτρου. «Θα ξαναγυρίσω στο κρεβάτι, είναι νωρίς ακόμη» σχεδόν τρέχω στο δωμάτιο του Ντέιβιντ αλλά όχι για να κοιμηθώ. Κάθομαι στο κρεβάτι απαλά χωρίς να τον ξυπνήσω.
Τι θέλει να μου πει το υποσυνείδητό μου δείχνοντάς μου εκείνο το βράδυ; Όκευ, ναι προφανώς και μου λείπει απίστευτα, είναι ανάγκη όμως να τη βλέπω και στον ύπνο μου;
Μουγκρίζω άθελά μου και από δίπλα μου κουνιέται ο Ντέιβιντ. Ανοίγει τα μάτια του και με κοιτάει. «Γιατί είσαι ξύπνια;»
«Ξύπνησα από έναν εφιάλτη» λέω και του χαιδεύω τα μαλλιά. «Κοιμήσου»
«Έλα εδώ» ανοίγει τα χέρια του και ξαπλώνω μέσα στην αγκαλιά του. «Ξέχασέ το και κοιμήσου»
Και τελικά αυτό είναι που κάνω.
~~~
Γιατί ας πούμε αυτή τη στιγμή να μην είμαι εγώ στην αγκαλιά του Ντέιβιντ; Δεν καταλαβαίνω!
Πφ ελπίζω να σας αρεσεε
Τα λέμε στο επόμενο❤️❤️
Δεύτερο wattpad account: Riaa_ztk
Προσωπικό instagram: @riri_zoits
Instagram ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΆ για το Wattpad: @itsria_wp
Btw εκεί ⬆️ είναι και τα στορυ και γενικά θα βρεις πολλά πράγματα για τις ιστορίες μου. Αν θες τσεκαρε τα και τα δύο και ακολούθησε με❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top