[14.]
Το πιο βασανιστικό μαρτύριο δεν είναι η κόλαση. Κόλαση είναι η άδεια καρδιά.
Χαλίλ Γκριμπράν
~~~
ΕΊΝΑΙ Η ΔΕΎΤΕΡΗ ΦΟΡΆ ΠΟΥ πηγαίνω σε κηδεία. Βασικά την πρώτη φορά ήμουν 10 χρονών, αρκετά μικρή για να θυμάμαι τι ακριβώς γινόταν και για ποιο λόγο σχεδόν όλοι έκλαιγαν.
Ήταν η κηδεία της γιαγιάς μου και παρόλο που οι γονείς μου ήθελαν να μείνω σπίτι μαζί με την γειτόνισσα για να με προσέχει, τους παρακάλεσα για να με αφήσουν να πάω. Πολύ πιθανόν είναι να πίστευα ότι ήταν κάποιου είδους πάρτυ ή κάτι τέτοιο που συχνά πήγαιναν και εμένα με άφηναν να κάτσω σπίτι γιατί υποτίθεται ότι ήμουν πολύ μικρή για να πάω και εγώ.
Έτσι, με κουβάλησαν αναγκαστικά μαζί τους και απλώς καθόμουν σε μια άκρη και κοιτούσα τον κόσμο που πηγαινοερχόταν. Άλλοι έκλαιγαν, άλλοι φώναζαν, ένας λιποθύμησε... Γινόταν ένας μεγάλος χαμός και εγώ απλώς παρακολουθούσα από τη γωνία μου σοβαρή. Δεν είχα καταλάβει ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που όντως έβλεπα τη γιαγιά μου.
Η αλήθεια είναι ότι περίπου έτσι είμαι και τώρα. Απλά κάθομαι στην ξύλινη καρέκλα ανάμεσα από τους γονείς μου και κοιτάζω ευθεία μπροστά στην μισοανοιγμένη κάσα με σοβαρό βλέμμα. Μπορεί ακόμη και τώρα να μην καταλαβαίνω τι γίνεται.
Βλέπω τον κόσμο που πηγαίνει μέχρι εκεί, να λέει κάτι και να φιλάει μια εικόνα. Έπειτα να επιστρέφει με δάκρυα στα μάτια στη θέση του. Και εγώ το έκανα αυτό, στην αρχή όταν ήρθαμε σχεδόν πρώτοι από όλους. Αλλά δεν έκλαψα, ούτε καν ψιθύρησα κάτι. Δεν μπορούσα.
Νιώθω το χέρι της μαμάς μου να χαιδεύει το γόνατό μου πάνω από την μαύρη δαντελωτή φούστα. Την κοιτάζω στα μάτια και παρατηρώ ότι και εκείνη έχει κλάψει.
Μόνο εγώ από ό,τι φαίνεται δεν έχω άλλα δάκρυα εδώ πέρα.
«Θες να βγούμε λίγο έξω;» προσφέρεται και κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. Στρέφω ξανά το βλέμμα μου στο κέντρο της εκκλησίας. Ο Ντέιβιντ μαζί με τους γονείς του και τον μικρό του αδελφό είναι εκείνοι που βρίσκονται κοντά στο φέρετρο και τους παρακολουθώ.
Ο Ντέιβιντ γυρίζει και με κοιτάζει για μια στιγμή αλλά δεν αποφεύγω τη ματιά του. Και τι δεν θα έδινα να ήταν δίπλα μου αυτή τη στιγμή και να με είχε στην αγκαλιά του παρηγορώντας με.
Αντί αυτού, περνάει από μπροστά μου σχεδόν χωρίς να τον νοιάζει που βρίσκομαι εκεί και να πηγαίνει προς την έξοδο. Θέλω να γυρίσω να τον κοιτάξω αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνω. Πρέπει να σταματήσω να τον σκέφτομαι.
Οι γονείς μου μου ψιθυρίζουν κάτι, αν κατάλαβα καλά ότι θα πάνε στους γονείς της Ράιλι, και σηκώνονται αφήνοντάς με μόνη στην πρώτη σειρά. Δεν έχω τη δύναμη να σηκωθώ και εγώ, αλλά όταν το αποφασίζω κάποιος κάθεται στη θέση του πατέρα μου.
Το περίμενα.
«Πως είσαι;» με ρωτάει ψιθυριστά και ανασηκώνω τους ώμους μου.
«Καλά, εσυ;»
Ξεφυσάει και κοιτάει μπροστά. «Καλά, υποθέτω»
Μένουμε ήσυχοι. Μυρίζω το άρωμά του και κάνω τεράστια προσπάθεια να συγκρατήσω τον εαυτό μου και να μην χωθώ στον λαιμό του, όπως συνήθιζα να κάνω τόσο καιρό.
«Δεν είμαι καλά, Ντέιβιντ» του λέω και τον κοιτάζω. «Δεν μπορώ να το πιστέψω»
Το χέρι του βρίσκεται πάνω στο δικό του μπούτι και παρόλο που ξέρω ότι θέλει να το βάλει στο δικό μου, δεν κάνει καμία κίνηση και ένα ακόμη κύμα απογοήτευσης με χτυπάει.
«Νιώθω ότι...ότι πνίγομαι» του λέω και αμέσως σηκώνεται όρθιος και με τραβάει από το χέρι για να τον ακολουθήσω.
Περνάμε ανάμεσα από τον κόσμο και εντοπίζω σε μια άκρη τους γονείς μου που με κοιτάζουν ανέκφραστοι. Δεν κάνουν καμία κίνηση να με σταματήσουν. Η μαμά απλώς κάνει μια αποτυχημένη προσπάθεια να χαμογελάσει και ο μπαμπάς τυλίγει το χέρι του γύρω από τη μέση της.
Βγαίνουμε έξω. Υπάρχει αρκετός κόσμος και εδώ. Κυρίως παιδιά της ηλικίας μας. Σχεδόν όλο το σχολείο ήρθε εδώ, ακόμη και οι καθηγητές. Ο Ντέιβιντ, όμως, κρατώντας σφιχτά την παλάμη μου, πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση σε ένα παγκάκι που κρύβεται πίσω από ένα δέντρο. Κάθεται πρώτος, χωρίς να αφήσει το χέρι μου.
Κάθομαι δίπλα του έχοντας μικρή απόσταση από το σώμα του. «Είναι καλύτερο να κάτσεις έξω» μου λέει εξηγώντας μου γιατί με έφερε εδώ. «Εκεί μέσα γίνεσαι χειρότερα» γνέφω αλλά δεν του απαντάω.
Είμαι τόσο μπερδεμένη αυτή τη στιγμή. Όλες οι πληροφορίες στο μυαλό μου κλωθογυρίζουν και προσπαθώ να βγάλω μια άκρη αλλά δεν μπορώ. Ίσως απλά πρέπει να μοιραστώ κάποια πράγματα μαζί του.
«Διάβασα το απόσπασμα που έλεγε για σένα και τη Ράιλι» ψιθυρίζω και κοιτάζω τα ενωμένα μας χέρια. Εκείνος είναι ακίνητος, κρατάει την ανάσα του και περιμένει υποθέτω να του πω τι διάβασα. «Ήταν ερωτευμένη μαζί σου»
Τον κοιτάζω τελικά και βλέπω πόσο πολύ ξαφνιάστηκε με αυτό που του είπα. Δεν το ήξερε; Δεν το περίμενε;
Εξάλλου, το μισό σχολείο ήταν ερωτευμένο μαζί του και το ήξερε. Τι, η Ράιλι θα έμενε στην απέξω; Αυτή που κατάφερε και έκανε σεξ μαζί του, δεν θα τον ερωτευόταν;
«Που το ξέρεις;»
«Το διάβασα. Έλεγε ότι θα μου το εκμυστηρευόταν μόνο αν ένιωθε κάτι για σένα. Και από ό,τι κατάλαβα, ένιωθε»
Κουνάει τα δάχτυλά του και για λίγο σκέφτομαι ότι θα πάρει το χέρι του από το δικό μου. Δεν το κάνει. Αντιθέτως, το σφίγγει περισσότερο.
«Εγώ δεν ένιωθα τίποτα, πρέπει να το ξέρεις αυτό» ανακοινώνει και κουνάω το κεφάλι μου. «Κοίτα με, σε παρακαλώ»
Στρέφω το κεφάλι μου προς το μέρος του διστακτικά. Δεν μπορώ να κοιτάζω αυτά τα μάτια και να μην σκέφτομαι όλα αυτά που περάσαμε μαζί. Είναι βασανιστηκό. Αλλά ταυτόχρονα...τέλειο.
«Ποτέ. Ποτέ δεν ένιωσα κάτι για την Ράιλι. Ούτε καν όταν το κάναμε. Στο ορκίζομαι» το ελεύθερο χέρι του χαιδεύει το μάγουλό μου.
«Σε πιστεύω»
«Ήταν μια φίλη μου, μόνο» συνεχίζει ακάθεκτος. «Τίποτα παραπάνω»
«Ποιος σε εμπόδιζε από το να γίνει αυτό το κάτι παραπάνω, Ντέιβιντ; Έτσι κι αλλιώς...είχε γίνει αυτό που δεν έπρεπε» η ερώτηση βγαίνει σαν παράπονο αλλά το μετανιώνω σχεδόν αμέσως.
«Εσυ, γαμώτο! Προφανώς, εσύ. Από τη στιγμή που το ξεκινήσαμε όλο αυτό, δεν γύρισα να κοιτάξω καμία άλλη, Φραν. Είσαι η μόνη που ήθελα, θέλω και θα θέλω και αυτό δεν αλλάζει, μωρό μου» ξαφνικά νιώθω αυτή την οικειότητα μαζί του από τον τρόπο που με αποκαλεί μωρό μου. Νιώθω τη ζεστασιά της ανάσας του στον λαιμό μου. «Σε αγαπάω. Πάντα θα σε αγαπάω» τρέμω κάτω από το άγγιγμα του.
Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι δεν θα ξανάκουγα αυτή τη λέξη από το στόμα του. Κι όμως, είναι εδώ και μου τα λέει όλα αυτά και τον πιστεύω. Ίσως είναι η πρώτη φορά σε αυτές τις τρείς τρελές μέρες, που πιστεύω κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα του. Είναι η πρώτη φορά που νιώθω ότι το εννοεί και ότι δεν πιέζεται άλλο.
Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου και αμέσως το μαζεύει με τον αντίχειρά του.
«Ντέιβιντ...δεν»
«Μη μου πεις τίποτα. Δεν σου είπα ότι σε αγαπάω για να μου απαντήσεις. Στο είπα γιατί το νιώθω. Πρώτη φορά το νιώθω τόσο έντονα. Και πίστεψε με, το τελευταίο 24ωρο, το ένιωσα πιο πολύ από ποτέ»
Πέφτω στην αγκαλιά του και κλαίω σιγανά. Δεν ξέρω αν είναι δάκρυα χαράς ή λύπης. Δάκρια, για το γεγονός ότι με αγαπάει και δεν λέει ψέμματα ή δάκρυα που η Ράιλι είναι νεκρή και δεν θα την ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου. Ίσως είναι εκείνα τα δάκρυα που δεν έριχνα τόση ώρα που βρισκόμουν μέσα. Ίσως αυτά που είπε ο Ντέιβιντ να ήταν η αφορμή για να τα βγάλω από μέσα μου.
Δεν έχει σημασία όμως.
«Δεν μπορώ να το διαχειριστώ, Ντέιβιντ» λέω ανάμεσα από τα αναφιλητά μου.
«Χρειάζεται χρόνος, Φραν. Θα δεις»
Μένω σιωπηλή στην αγκαλιά του αλλά ακούω βήματα και στρέφομαι για να δω τον Τζέισον μαζί με τον Χάρρυ να μας πλησιάζουν. Σηκώνομαι σχεδόν απότομα αλλά εξακολουθώ να είμαι κολλημένη στο σώμα του Ντέιβιντ.
Σταματούν μπροστά μας και καταλαβαίνω πόσο άβολα αισθανόμαστε όλοι. Είναι παράξενο να είμαστε μονάχα εμείς οι τέσσερις. Τόσο σιωπηλοί και χωρίς κάποιον να μας ενοχλεί και να μας γαργαλάει για να γελάσουμε. Τόσο παράξενο.
«Πως είστε;» παίρνει τον λόγο ο Ντέιβ σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει λίγο την κατάσταση.
Ο Τζέισον κοιτάζει φευγαλαία πίσω του. «Ήρθα να ζητήσω συγνώμη» είχα ξεχάσει τη φωνή του. Τη σταθερότητα και τη σιγουριά καθώς μιλούσε. «Για αυτό που είπα χθες, ήμουν κάπως επιθετικός»
«Κάπως...» μουρμουρίζει ο Χάρρυ και του τραβάει μια αγκωνιά.
Σηκώνομαι αποφασιστική και τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τη μέση του. Αργεί και ξέρω ότι δεν είναι σίγουρος αν θέλει να το κάνει, αλλά τελικά με κλείνει στην αγκαλιά του. «Δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγνώμη» του ψιθυρίζω και απομακρύνομαι λίγο για να τον κοιτάξω ευθεία στα μάτια. «Μπορείς να μου πεις τα πάντα, το ξέρεις αυτό έτσι;»
Σουφρώνει τα φρύδια του. Δεν τον αφήνω να απαντήσει και γυρνάω για να κάτσω στη θέση μου. Πιάνω διστακτικά το χέρι του Ντέιβιντ με το δικό μου χωρίς να τον κοιτάξω.
«Και εγώ εδώ τον πέτυχα» πετάγεται ο Χάρρυ αναφερόμενος στον Τζέισον. «Όχι, το λέω για να μην νομίζετε ότι έκανα ομάδα μαζί του» βγάζει ένα τσιγάρο από την τσέπη του και το ανάβει.
Η κατάσταση εξακολουθεί να είναι περίεργη αλλά δεν ξέρω γιατί. Ίσως φταίει που κανείς μας δεν έχει να πει κάτι καινούριο. Ίσως, βασικά, επειδή βρισκόμαστε στο προαύλιο της εκκλησίας και σε λίγο θα γίνει η κηδεία της κολλητής μας.
Βλέπω από μακριά τη μητέρα μου να κουνάει το χέρι της για να την δω. Σηκώνομαι όρθια και καταλαβαίνω ότι δείχνει πως ήρθε η ώρα να πάμε μέσα.
«Πρέπει να μπούμε, αρχίζουν» τους λέω και ο Ντέιβ σηκώνεται αμέσως.
«Δ-δεν θα μπω... Προτιμώ να κάτσω εδώ» ανακοινώνει ο Τζέισον και κάθεται στο παγκάκι.
«Ό,τι θες, φίλε» μουρμουρίζει ο Χάρρυ και προχωράει μπροστά.
Ο Ντέιβιντ με τραβάει να τον ακολουθήσω και τελικά ενδίδω αφήνοντάς τον μόνο.
Λίγο πριν μπω μέσα γυρίζω να τον κοιτάξω πάλι. Δεν φαίνεται να κλαίει ή κάτι τέτοιο. Κουνάει στο χέρι του τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και φαίνεται αφηρημένος.
~~~
Θέλω ένα σιπνειμ για την Φραντσέσκα και τον Ντέιβιντ🤔
Ξέρω ότι σχεδόν όλες τον μισείτε αλλά χεχ εγώ τους σιπαρω απίστευτα ο,τι και να λετεεεε🤷😂
Γουελ, ελπίζω να σας άρεσε.
Τα λέμε στο επόμενο.
*Εντωμεταξυ έχω γράψει αρκετά κεφαλαια και όταν γυρίζω και διαβάζω αυτά εδώ, θέλω τόσο πολύ να βάλω τα γέλια, δεν ξέρω γιατί*
Δεύτερο wattpad account: Riaa_ztk
Προσωπικό instagram: @riri_zoits
Instagram ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΆ για το Wattpad: @itsria_wp
Btw εκεί ⬆️ είναι και τα στορυ και γενικά θα βρεις πολλά πράγματα για τις ιστορίες μου. Αν θες τσεκαρε τα και τα δύο και ακολούθησε με❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top