[12.]

Οι σκέψεις είναι οι σκιές των συναισθημάτων μας —πάντοτε σκοτεινότερες, κενότερες και απλούστερες.

Φρήντριχ Νίτσε

~~~

«ΚΑΛΗΜΈΡΑ ΚΟΡΊΤΣΙ ΜΟΥ» ΑΚΟΎΩ ΤΗ φωνή του μπαμπά μου με το που μπαίνω στην κουζίνα. «Θέλεις να φας κάτι; Έχω ετοιμάσει ένα σωρό καλούδια» μου δείχνει το τραπέζι και κάνω τεράστια προσπάθεια να μην αναγουλιάσω και μόνο στη θέα όλων αυτών των φαγητών.

Ένα ακόμη βράδυ που δεν μπόρεσα να κοιμηθώ σχεδόν καθόλου. Το ότι διάβασα αυτό το κομμάτι από το ημερολόγιό της σίγουρα δεν βοήθησε.

Θέλω να πω... ακόμη δεν το έχω συνειδητοποιήσει. Η Ράιλι ήθελε τον Ντέιβιντ; Για αυτό αποφάσισε να μου το πει στο πάρτυ; Γιατί δεν μου το είπε νωρίτερα, ας πούμε; Γιατί τότε;

«Δεν πεινάω» κοιτάζω την ώρα. Κοντεύει 11 και κανονικά ο μπαμπάς μου θα έπρεπε να είναι στη δουλειά. «Γιατί είσαι εδώ;»

«Πήρα άδεια σήμερα»

«Ναι, γιατί;»

«Για να κάτσω λίγο μαζί σου»

«Μπαμπά...»

«Φραντσέσκα, σε παρακαλώ. Δεν θέλω να μένεις μόνη σου. Αυτό»

«Γιατί ρε μπαμπά; Τι πιστεύεις ότι θα κάνω; Θα πιω μια ντουζίνα χάπια ή θα πέσω από το μπαλκόνι;» με το που τα λέω αυτά γυρνάει και με κοιτάει φοβισμένος. «Πλάκα έκανα»

«Με αυτά δεν κάνουν πλάκα» τονίζει αυστηρά και μου αφήνει ένα πιάτο με δυο φρυγανισμένες φέρες απλωμένες με αβοκάντο. Κάθεται απέναντί μου σοβαρός και πίνει μια γουλιά από τον καφέ του.

«Μπαμπά μπορείς να μου πεις τι έγινε;» ρωτάω μπουκωμένη.

«Σήμερα το απόγευμα θα γίνει η κηδεία της Ράιλι» παρατηρεί το πρόσωπό μου αλλά εγώ μένω εντελώς ακίνητη και κοιτάζω καρφωμένη τις φέτες μπροστά μου. «Εντάξει τώρα; Θα σταματήσεις να το παίζεις Ντετέκτιβ Μονκ;» λέει χαριτολογώντας και γνέφω.

Κανείς δεν μου είχε πει πότε θα γίνει η κηδεία. Νόμιζα ότι την είχαν ήδη θάψει, απλά δεν μου το είπαν. Ίσως να το προτιμούσα, βασικά. Το να την ξαναδώ μετά από όλα αυτά που έμαθα αυτές τις μέρες, έστω και νεκρή, θα με κάνει να νιώσω χειρότερα.

«Τι ώρα;»

«Στις 5. Φράνι, ξέρω ότι ίσως να μη θέλεις να ρθεις γιατί είναι πολύ βαρύ. Το καταλαβαίνω» μου πιάνει το χέρι. «Αλλά είναι... ήταν η κολλητή σου. Της αξίζει ένας τελευταίος χαιρετισμός, δεν νομίζεις;»

Κουνάω το κεφάλι μου. Δεν θέλω να την χαιρετήσω. Δεν θέλω να τη θυμάμαι κλεισμένη μέσα σε μια κάσα, πολύ χλωμή από το βάψιμο και... νεκρή. Προτιμώ να τη θυμάμαι όπως ήταν στο πάρτυ. Λαμπερή, πανέμορφη και κυρίως ζωντανή.

«Δεν ξ-ξέρω»

«Δεν θα σε πιέσει κανείς, αγάπη μου» σηκώνεται όρθιος και αφήνει ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού μου. «Μάλλον πρέπει να πάω στο σούπερ μαρκετ, η μαμά σου μου άφησε 4 σελίδες λίστα για ψώνια. Θα είσαι εδώ όταν γυρίσω;»

Γιατί μπορώ να πάω αλλού; Ο μόνος που μιλάει πια μαζί μου είναι ο Ντέιβιντ και ύστερα από ό,τι έγινε χθες, χλωμό το βλέπω να μου ζητήσει να πάμε για κανένα καφέ. «Εδώ θα είμαι» τον αγκαλιάζω σφιχτά με τη σειρά μου. Μου υπενθυμίζει τι να κάνω όσο είμαι μόνη μου και τελικά φεύγει.

Σχεδόν εισπνέω το πρωινό, τρώγοντας το σε υπερβολική ταχύτητα. Πλένω το πιάτο μου μαζί με τα υπόλοιπα κουζινικά που χρησιμοποιήσει ο μπαμπάς μου και κάθομαι στο σαλόνι. Ανοίγω την τηλεόραση και μια τυχαία σειρά παίζει αλλά δεν κάνω τον κόπο να την αλλάξω. Δεν την παρακολουθώ, απλά κάθομαι σκέφτομαι.

Σε λίγες ώρες είναι η κηδεία της καλύτερης μου φίλης. Πως αισθάνομαι με αυτό το πράγμα;

Σηκώνομαι σαν σίφουνας και αρπάζω ένα στυλό και ένα σημειωματάριο δίπλα από το τηλέφωνο.

Στα σεμινάρια που πηγαίνει ο μπαμπάς μου, τους πρότειναν έναν τρόπο ώστε να εκφράσουν τα συναισθήματά τους δίχως να ξεσπούν σε άλλους. Απλά παίρνεις ένα χαρτί και γραφείς ό,τι ακριβώς νιώθεις. Νεύρα, θυμός, οτιδήποτε θα σε έκανε να ξεσπάσεις σε κάποιον που δεν θες. Αρκετές φορές έχω τσεκάρει τον μπαμπά μου να κάθεται τα βράδια στην κουζίνα και να γράφει μανιωδώς σε ένα δικό του τετράδιο.

Είναι σαν ημερολόγιο. Απλά δεν χρειάζεται να γράψεις ονόματα και γεγονότα. Μόνο συναισθήματα. Μετά εκείνο το χαρτί το καις ή το πετάς ή το σκίζεις σε μικρά μικρά κομματάκια μόνο και μόνο για να βγάλεις αυτό το συναίσθημα από μέσα σου.

Αιωρώ αρκετή ώρα το στυλό πάνω από το φύλλο και προσπαθώ να επικεντρωθώ μόνο στα συναισθήματα μου απέναντι στη Ράιλι.

Θυμός.

Αυτό είναι το πρώτο που γράφω. Και δεν ξέρω καν γιατί. Κανονικά θα έπρεπε να γράφω στεναχώρια ή κάτι τέτοιο. Υποθέτω ότι είμαι όμως υπερβολικά πολύ θυμωμένη μαζί της. Ό,τι και αν έγινε.

Πατάω το στυλό αρκετά δυνατά καθώς ξαναγράφω αυτή τη λέξη, μέχρι που σκίζω το χαρτί.

Πρέπει να βγάλω ό,τι συναίσθημα νιώθω από μέσα μου. Αυτός είναι ο σκοπός.

Απογοήτευση.

Νιώθω τελείως απογοητευμένη. Όχι αναγκαστικά μαζί της. Με τον εαυτό μου, κυρίως. Που δεν κατάλαβα ποτέ αυτά που γινόντουσαν χωρίς να το ξέρω. Που δεν υποψιάστηκα ίσως τι περνούσε και δεν μου το έλεγε. Που...δεν της στάθηκα όταν με χρειαζόταν.

Κανονικά θα έπρεπε να κλάψω όσο τα γράφω αυτά, σκέφτομαι και θυμάμαι τον μπαμπά να μου λέει πως είναι λογικό σε όλη αυτή τη διαδικασία να θέλω να κλάψω. Ή ακόμη και να σπάσω κάποιο βάζο. Τα συναισθήματα κάποιες φορές είναι τόσο δυνατά που δεν μπορείς απλώς να τα διώξεις γράφοντας.

Μάλλον έχω ρίξει αρκετά δάκρυα αυτές τις μέρες και τίποτα δεν έχει μείνει για τώρα. Η σκέψη μου επιστρέφει σε αυτά που διάβασα στο ημερολόγιο της.

Λύπη.

Γράφω την τελευταία λέξη και πετάω το στυλό στο τραπέζι. Φυσικά και λυπάμαι. Λυπάμαι την ίδια τη Ράιλι, τους γονείς της, τα παιδιά, ακόμη και εμένα.

Λυπάμαι που δεν θα κάνω πράγματα που θα έκανα με την Ράιλι. Λυπάμαι που πέθανε, ναι, διάολε, εννοείται πως λυπάμαι. Πως είναι δυνατόν να μην λυπάμαι για τον θάνατό της.

Για ακόμη μια φορά τα λόγια του Τζέισον με χτυπάνε σαν τσεκούρι στο κεφάλι.

Μόνο εγώ νιώθω ότι τα πάντα διαλύθηκαν; Γιατί είστε τόσο ήρεμοι, γαμώτο; Δεν σας ένοιαξε που η φίλη μας σκοτώθηκε;

Ίσως έχει δίκιο. Κανείς δεν συμπεριφέρθηκε όπως θα έπρεπε. Εγώ...εγώ απλά λιποθύμησα εκείνο το βράδυ. Παρέμεινα στη σιωπή, δεν ήθελα να μιλήσω. Όπως και ο Χάρρυ και... και ο Ντέιβιντ. Μόνο ο Τζέισον ξέσπασε τόσο άσχημα.

Όλοι αντιδρούν όμως διαφορετικά, έτσι δεν είναι; Δεν χρειάζεται να κλάψεις και να ουρλιάξεις για να δείξεις τη λύπη σου, σωστά;

Σηκώνομαι όρθια και πηγαίνω πάλι στην κουζίνα κρατώντας το χαρτί στα χέρια μου. Παίρνω έναν αναπτήρα από το πρώτο συρτάρι και αρπάζω το σταχτοδοχείο από το περβάζι του παραθύρου.

Αφήνω το χαρτί πάνω στο σταχτοδοχείο και ανάβω τον αναπτήρα. Το χαρτί σιγά σιγά από την αριστερή άκρη αρχίζει και καίγεται και εγώ απλά κάθομαι και το κοιτάζω.

Δηλαδή, όταν καεί το χαρτί θα σταματήσω να νιώθω αυτά που έγραψα εκεί;τον είχα ρωτήσει όλο περιέργεια.

Όχι, καλή μου. Απλά ξεσπάς, τίποτα παραπάνω. Τα γράφεις για να βγάλεις το βάρος τους από πάνω σου. Τα συναισθήματά σου όσο και αν θες να τα αποβάλλεις δεν φεύγουν. Μου είχε απαντήσει και κοίταξε ξανά το δικό του χαρτί που ήταν γραμμένο με αρκετές λέξεις.

Δεν υπάρχει κανένας τρόπος δηλαδή;

Ο χρόνος, Φραντσέσκα. Μόνο ο χρόνος βοηθάει. Αλλά ο χρόνος δεν τα σβήνει, τα βάζει απλά στη θέση τους. Είπε και έκαψε γρήγορα το χαρτί που κρατούσε στα χέρια του.

Παρακολουθώ το δικό μου χαρτί όσο σιγά σιγά μικραίνει. Η πρώτη λέξη είναι τόσο έντονα γραμμένη ενώ οι υπόλοιπες μπροστά της δεν φαίνονται καν.

Το χαρτί καίγεται εντελώς και εγώ εξακολουθώ να κάθομαι κοιτώντας πια τα απομεινάρια αλλά με ένα μυαλό κενό, άδειο. Ίσως και να βοήθησε αυτό το πράγμα. Ίσως πάλι να είναι μια βλακεία που την έκανα γιατί πίστεψα τόσο πολύ ότι υπάρχει ένας τρόπος να ξεχάσεις αυτά που νιώθεις.

Κοιτάζω το κινητό μου, αφημένο πάνω στον πάγκο, μάλλον από χθες το βράδυ. Το τελευταίο που θέλω να δω είναι ειδοποιήσεις στον τοίχο μου από συμμαθητές που ξαφνικά άρχισαν να νοιάζονται για μένα και για τους φίλους μου στέλνοντας εγκάρδια συλλυπητήρια.

Το παίρνω, παρόλα αυτά αλλά δεν μπαίνω σε καμία εφαρμογή. Αγνοώ τα δεκάδες μηνύματα που έρχονται με το που ανοίγω το wifi και μπαίνω στις φωτογραφίες για να χαζέψω.

Το κινητό μου είναι καινούριο. Το είχα πάρει τον Φεβρουάριο, για αυτό οι φωτογραφίες είναι αρκετά περιορισμένες σε σχέση με όσες είχα στο προηγούμενο κινητό.

Πάω γρήγορα στην πρώτη φωτογραφία που τράβηξα και αμέσως χαμογελάω. Εγώ και η Ράιλι, ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι.

Σχεδόν όλες οι φωτογραφίες μου είναι απλά εγώ και αυτή, ή εγω και ο Ντέιβιντ. Οι άλλοι δυο ελάχιστες φορές δέχτηκαν να βγουν μαζί μας.

Προσπερνάω κάποιες άσχετες και φτάνω σε εκείνη που ήθελα να βρω.

Την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Είχαμε αποφασίσει να βγούμε όλοι έξω, σαν ζευγάρια ας πούμε. Εγώ με τον Ντέιβιντ, ο Χάρρυ με τον Τζέισον και η Ράιλι με τον Καρλ.

Προφανώς και στην αρχή τα δύο αγόρια είχαν αρνηθεί να ρθουν μαζί μας, αλλά τους πείσαμε αφού τους υποσχεθήκαμε ότι θα κεράσουμε εμείς την πίτσα.

Αξέχαστη βραδιά. Και όλοι φαινόμαστε τόσο χαρούμενοι. Είχαμε ντυθεί με τα καλά μας και απλά πήγαμε σε ένα εστιατόριο στο κέντρο της πόλης. Τίποτα φανταχτερό ή κάτι τέτοιο.

Περιεργάζομαι την φωτογραφία και το βλέμμα μου μένει πάνω στον Καρλ. Το κινητό πέφτει σχεδόν αμέσως από τα χέρια μου.

Ο Καρλ που ήταν προχθές; Και γιατί εξαφανίστηκε με το που έμαθε ότι η Ράιλι είναι νεκρή;

Ανατριχιάζω και μόνο στην ιδέα ότι ίσως αυτός μπορεί να φταίει. Δεν υπάρχει περίπτωση.

Εννοώ αυτός είναι τέρμα ηλίθιος. Δεν είναι ικανός να σκοτώσει κάποιον. Και την ήθελε σαν τρελός. Άσχετα με τις βλακείες που πετούσε, φαινόταν πόσο τη γούσταρε.

Ψάχνω το όνομά του στις επαφές μου αλλά κολώνω τον καλέσω μόλις το βρήκα. Σιγά μην το σηκώσει.

Πηγαίνω πάνω κάτω στην κουζίνα σκεπτική. Δεν είναι δυνατόν να το έκανε εκείνος.

Η σκέψη να καλέσω ξανά τον Ντέιβιντ περνάει για δεύτερη φορά από το μυαλό μου αλλά την απορρίπτω ξανά. Υποθέτω ότι μετά το χθεσινό, είμαι αρκετά μόνη μου σε όλο αυτό.

Ντύνομαι βιαστικά και χτενίζω τα μαλλιά μου άτσαλα κάνοντας τα να φριζάρουν και να πετάνε δεξιά και αριστερά. Παίρνω μια μικρή τσάντα και βάζω μέσα κινητό, λεφτά και το ημερολόγιο της Ράιλι. Αν το αφήσω εδώ μόνο του σίγουρα θα πέσει στα χέρια κάποιων που δεν πρέπει. Προς το παρών τουλάχιστον.

Κοιτάζω την ωρα στο μεγάλο ρολόι στο σαλόνι. Είναι ακόμη αρκετά νωρίς και προλαβαίνω να πάω στην άλλη μεριά της πόλης.

Γράφω ένα βιαστικό σημείωμα στο ψυγείο για τον μπαμπά και φεύγω σχεδόν τρέχοντας.

Για καλή μου τύχη ένα ταξί περίμενε στην ουρά του λεωφορείου λίγα μέτρα κάτω από το σπίτι μου, οπότε μπαίνω μέσα χωρίς να το πολυσκεφτώ.

Ο ταξιτζής με κοιτάζει αναστατωμένος αλλά του χαμογελάω. «Στην οδό Μπλάουμπεργκ 27, παρακαλώ» λέω γρήγορα και δεν τον αφήνω καν να μιλήσει. Μου γνέφει μέσα από τον καθρέφτη και κάθομαι πίσω στη θέση. Κάνει υπερβολική ζέστη και τα παράθυρα είναι εντελώς ανοιχτά κάνοντας τα μαλλιά μου να πετάνε δεξιά και αριστερά.

«Κοπελιά σε ενοχλεί ο αέρας;» με ρωτάει με σπαστή προφορά και κουνάω το κεφάλι μου.

Άλλοτε, ναι, θα με ενοχλούσε απίστευτα. Τα μαλλιά μου μπερδεύονται και γίνονται χάλια. Αλλά δεν ξέρω, αυτή τη στιγμή δεν με νοιάζει.

Κλείνω τα μάτια μου και απολαμβάνω τη διαδρομή. Ο ταξιτζής σαν να έχει καταλάβει ότι μάλλον βιάζομαι αρκετά γιατί βλέπω ότι κάτι φανάρια τα περνάει με πορτοκαλί.

Αρκετή ώρα αργότερα, ο ταξιτζής πατάει απότομο φρένο και σταματάει στον άδειο δρόμο. Κοιτάζω δεξιά και αριστερά και αναγνωρίζω τα σπίτια. Έχω έρθει άλλη μια φορά εδώ αλλά είναι ιδιαίτερο μέρος.

Του δίνω τα λεφτά και βγαίνω έξω. Ας ελπίσουμε ότι είναι εδώ.

Χτυπάω το κουδούνι διστακτικά και δεν σταματάω να σκέφτομαι ότι ίσως δεν έπρεπε να ρθω εδώ. Τι δουλειά έχω εδώ τέλος πάντων;

Χρειάζεσαι απαντήσεις, και ίσως αυτός μπορεί να στις δώσει.

Ξαναχτυπάω το κουδούνι, πιο επίμονα αυτή τη φορά αλλά εξακολουθεί να μην μου ανοίγει κανείς.

«Γαμώτο, Καρλ που σκατά είσαι;» μουρμουρίζω και αναγκαστικά βγάζω το κινητό μου και τον παίρνω τηλέφωνο. Το αφήνω να χτυπήσει αρκετές φορές αλλά βγαίνει ο τηλεφωνητής. Τίποτα. Δεν το σηκώνει.

Είμαι έτοιμη να πάρω άλλο ένα ταξί για να γυρίσω σπίτι, αλλά τον βλέπω από τη γωνία να στρίβει και να έρχεται προς το μέρος μου. Δεν με έχει καταλάβει, είμαι σίγουρη.

Φτάνει μπροστά μου και ξεκλειδώνει την πόρτα.

«Γεια» φωνάζω και πετάγεται μέχρι πάνω. Τα κλειδιά του πέφτουν από τα χέρια στο πεζοδρόμιο και εγώ τον κοιτάζω εξεταστικά.

«Φραντσέσκα, τι κάνεις εδώ;» η φωνή του τρέμει καθώς λέει το όνομά μου και αμέσως χλωμιάζει.

«Πρέπει να μιλήσουμε»

~~~

Λοιπόν, να πω την πικρή μου αλήθεια.

Τον Καρλ ήθελα τόσο πολύ να τον κάνω μπαντας σέξυ μαναράκι που να καβαλάει μηχανές και να κάνει όργια (καταλαβαίνετε νομίζω)

Παρόλα αυτά το συζήτησα με την θεία μου (ναι, όντως την θεία μου) και μου είπε ότι είναι πολύ προβλέψιμο αν όντως γίνει μπαντ μπόι.

Οπότε τελευταία στιγμή (παρόλο που το ξεκίνησα κάπως μπαντ τύπου έχει μηχανάρα κάνει άγριο σεξ κλπ κλπ) αποφάσισα να τον καλμάρω λιγάκι. Οπότε ναι, αν τον έχετε στο μυαλό σας μπαντ μποι και δεν συμμαζεύεται, ΜΗΝ ΤΟΝ ΕΧΕΤΕ ΕΤΣΙ.

Είναι απλώς ένα αγόρι αρκετά όμορφο, σέξυ και βασικά ΚΑΝΟΝΙΚΟ που απλώς σπουδάζει τα είχε με τη Ράιλι και έκαναν συνέχεια σεξ, φυσιολογικά πράγματα δηλαδή (χεχ).

Αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο στην ιστορία βέβαια. (Εννοώ τι μπαντ μποι τι καλούλης τι δεν ξέρω κ εγώ, δεν έχει σχέση)

Εξάλλου...όλοι μπορούν να είναι δολοφόνοι όσο αθώοι και αν φαίνονται... (αυτό το λέω με τη φωνή της Νάντια Μπουλέ όταν παρουσίαζε το Black out, αν το θυμαται κανεις. ΤΟΣΟ ΑΓΡΙΑ)

Πολλά είπα, τα λέμε στο επόμενοοο♥

*Btw τώρα γράφω το κεφάλαιο 15 οπότε πάμε αρκετά καλά όσον αφορά στην έμπνευση που σιγά σιγά με βήματα χελώνας επιστρέφει 🤷

Δευτερο wattpad account: Riaa_ztk

Προσωπικό instagram: @riri_zoits

Instagram ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΆ για το Wattpad: @itsria_wp

Btw εκεί ⬆️ είναι και τα στορυ και γενικά θα βρεις πολλά πράγματα για τις ιστορίες μου. Αν θες τσεκαρε τα και τα δύο και ακολούθησε με

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top